κανόνας

«Κλασσικοί» τελευταίας εσοδείας

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 08:25
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Διαβάζω πάντα με ενδιαφέρον για όλες αυτές τις λίστες που στήνονται εδώ και έξω: Τα 100 καλύτερα βιβλία του 21ου αιώνα, Τα 10 καλύτερα μυθιστορήματα της εποχής μας, Οι 20 κορυφαίοι συγγραφείς μετά το 1970, κλπ., κλπ… Και στις άλλες τέχνες, τις έχουσες μακρά παράδοση τουλάχιστον, τα ίδια.

Χρήσιμα είναι κάποτε όλα αυτά, ως δηλώσεις κριτικής προτίμησης. Σε ότι αφορά όμως την αντοχή της αξιολόγησης, ο κόπος είναι μάταιος. Κανόνες, έργα από τα λογιζόμενα «κλασσικά», ο καιρός μας δεν μπορεί να δώσει. Όχι επειδή δεν υπάρχουν κείμενα με αρετές συγκρίσιμες με εκείνες των κλασσικών του παρελθόντος – το ταλέντο ποτέ δεν στερεύει, αν δεν πάψει η καλλιέργειά του. Αλλά επειδή δεν υπάρχει η «περιρρέουσα ατμοσφαίρα», για να θυμηθώ τον Ροΐδη, που καταξιώνει και υψώνει τους «κλασσικούς». Ο παράγων χρόνος, προπάντων.

«Κλασσικό» είναι πάντα το έργο αναφοράς, που μας ελκύει ή μας απωθεί, αδιάφορο, αλλά πάντως είναι αδύνατο να αγνοήσουμε. Και που ως εκ της παρουσίας του απασχολεί διαρκώς όχι απλώς μια δράκα ή μια αγέλη afficionados, αλλά την ευρεία συλλογικότητα. Πού γίνεται επίκεντρο διαχρονικών συζητήσεων και παθών, σημείο προσανατολισμού, και θεμέλιο των κοσμοεικόνων μας.

Αυτού του είδους την καθοδηγητική, οιονεί θρησκευτική σημασία του έργου τέχνης, ο τωρινός ηδονικός ατομοκεντρισμός την έχει εξατμίσει. Τα έργα δεν είναι προορισμοί στους οποίους οι γενεές επανερχόνται διά βίου. Είναι πρόσκαιρες και ευκαιριακές στάσεις για την τάδε ή τη δείνα ομάδα, που δεν δεσμεύουν κανέναν άλλο πλην εκείνης και, το κυριότερο, δεν δημιουργούν συνήθως γραμμές κατιόντων, μαθητών ή επιγόνων.

Ποιος μαθητεύει εξάλλου σήμερα; Για το αυτοπραγματούμενο άτομο, και η ίδια η έννοια της διδαχής είναι προσβολή, πατρωνάρισμα ανεπιθύμητο της αυτογενούς του και ανυπέρθετης ανεξαρτησίας.

Και ακόμη, για ποια πάθη μιλάμε; Οι αγάπες μας ξεθυμαίνουν το ίδιο εύκολα με τα μίση μας. Έτσι μας θέλει ο εσωτερικευμένος καταναλωτισμός μας, να κορδωνόμαστε για τους πέντε-δέκα «κλασσικούς» τελευταίας εσοδείας που έχουμε στοιβάξει στο κομοδίνο μας, αλλά ανίκανους να δοθούμε, να αφοσιωθούμε σε κανέναν. Πώς να αντλήσουμε το μέγιστο από έναν συγγραφέα λοιπόν, ποιο βιβλίο έχει την ευκαιρία να μετρήσει πράγματι, όχι στην ατομική (σ’ αυτήν κι ένα φυλλάδιο διαφημιστικό μπορεί να φέρει τα πάνω-κάτω), αλλά στη συλλογική μας βιοπορία;

Όμως, όπως προείπα, το λάθος εδώ δεν είναι –δεν είναι αποκλειστικά, τουλάχιστον– των συγγραφέων. Κανείς συγγραφέας, όσο σημαντικός και αν είναι, δεν αντέχει την συνέκθεση με τους χιλιάδες άλλους κατώτερους που συνωστίζονται πλάι του. Στείλε τον Όμηρο ή τον Σαίξπηρ σε μια Διεθνή Έκθεση Βιβλίου και θα πάρεις έναν ακόμη γραφιά που ιδρώνει για να αποσπάσει λίγη προσοχή από τους παρατρεχάμενους. Για την Παλατινή Ανθολογία έχουν να πουν ότι μέσα της «αλληλοσυντρίβονται αριστουργήματα». (περισσότερα…)

Ο Παλαμάς κέντρο και κορυφή του νεοελληνικού κανόνα


~.~

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

καὶ ἐπηρώτα αὐτόν· τί ὄνομά σοι; καὶ ἀπεκρίθη λέγων· 
Λεγεὼν ὄνομά μοι, ὅτι πολλοί ἐσμεν.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ 5,9
Για να ’σαι μεγάλος, να ’σαι ολόκληρος: τίποτε από 
τον εαυτό σου να μην υπερτονίζεις ή ν’ αποκλείεις.
FERNANDO PESSOA
Οι μέτριες και οι ταπεινές φύσεις δεν υποπίπτουν σε λάθη, 
επειδή δεν ριψοκινδυνεύουν και δεν φτάνουν ποτέ ώς τα άκρα. 
Απεναντίας, τα μεγάλα εγχειρήματα απειλούνται διαρκώς, 
λόγω ακριβώς του μεγέθους τους.
ΛΟΓΓΙΝΟΣ
Σ’ αυτόν τον κόσμο δεν υπάρχει ορθή οδός·
μάταιο αν είσαι άξιος και μάταιο συνετός·
θέλει να ‘σαι πειθήνιος, να ‘σαι μηδαμινός!
ΓΚΑΙΤΕ

Απ’ την εποχή των Αλεξανδρινών η έννοια του κανόνα, των λίγων εκείνων έργων μιας λογοτεχνίας που λόγω της σπουδαιότητάς τους ο καλλιεργημένος άνθρωπος οφείλει να γνωρίζει, δεν έπαψε ποτέ να μας αποσχολεί. Ακόμη και σήμερα, εποχή «αυτοπραγμάτωσης» αναγνωστικής, ο κανόνας είναι κάτι παραπάνω από ένας ξερός κατάλογος έργων, επιβεβαιωμένων έστω από την αυθεντία του χρόνου. Κανόνας σημαίνει αυθεντία, παιδαγωγία, προσανατολισμός. Κανόνας εντέλει είναι η κατηγορική επιταγή του Καντ μεταφερμένη στο καθηκοντολόγιο του αναγνώστη. Ή, αν προτιμάτε, το παλιό εκείνο «λάβε και λέγε» του Δημοσθένη.

Ακόμα και αν το θέλαμε, και επιθυμίες τέτοιες «δημοκρατικές» ή ελευθεριάζουσες έχουν εκφράσει πολλοί, τον κανόνα, επίσημο ή άτυπο, παγιωμένο από καιρό ή ώς έναν βαθμό ακόμη ανοιχτό, δεν γίνεται να τον αγνοήσουμε. Τα μεγέθη που εκείνος συστήνει, οι συγγραφείς που προκρίνει είναι το μέτρο της σύγκρισης για όλους τους άλλους ‒ ακόμη και για εκείνους με τους οποίους προσωπικά θα θέλαμε ίσως να τους αντικαταστήσουμε. Γιατί δεν γίνεται βέβαια σ’ αυτόν να προστεθούν έτσι απλώς νέα ονόματα χωρίς πρώτα να παραμεριστούν κάποια άλλα. Ο κανόνας δεν είναι θησαυρός για να χωρούν όλα τα λήμματα. Είναι ένα ειδικό γλωσσάρι. Στις σελίδες του έχουν θέση μόνο οι εντελώς απαραίτητες έννοιες.

Τώρα, τον νεοελληνικό κανόνα συνήθεια παλιά και ιστορικά δικαιολογημένη θέλει να τον ξεκινάμε από τον Διονύσιο Σολωμό και, με σχετική συναίνεση ως προς τα ονόματα που περιλαμβάνει, να τον φτάνουμε ώς τουλάχιστον τη Γενιά του 1930 και τους συγγραφείς του Μεσοπολέμου. Με τον Μεταπόλεμο αρχίζουν ως γνωστόν τα προβλήματα, τα ονόματα πληθαίνουν και οι αποφάνσεις γίνονται αβέβαιες. Με την λεγόμενη πρώτη μεταπολεμική γενιά τα πράγματα μόλις τώρα αρχίζουν και λαγαρίζουν, από τη δεκαετία του 1970 και εντεύθεν ωστόσο το τοπίο παραμένει θολό· ακόμη και για συγγραφείς που από καιρό έχουν εκμετρήσει το ζην, η θέση τους στην αναγνωστική μας ιεραρχία είναι αμφίβολη.

Έχει κέντρο αυτός ο κανόνας; Έχει μια κορυφή γύρω από την οποία να συσπειρώνονται όλες οι άλλες, ένα παράδειγμα στο οποίο τρόπο τινά να λογοδοτούν; Σε άλλες λογοτεχνίες, τις περισσότερες, αυτό είναι δεδομένο. Το κέντρο, το απόλυτο σημείο αναφοράς της αρχαίας γραμματείας είναι προφανέστατα ο Όμηρος. Τον Βιργίλιο έχει αδιαμφισβήτητο επίκεντρό της η λατινική, τον Δάντη η ιταλική, τον Σαίξπηρ η αγγλική, τον Γκαίτε η γερμανική λογοτεχνία. Υπάρχουν βέβαια και εθνικές γραμματείες όπου αυτό δεν είναι τόσο σαφές. Για τους Ρώσσους το πρωτείο του Πούσκιν είναι δεδομένο, για τους φίλους της ρωσσικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό όχι και τόσο, εκεί οι μεγάλοι πεζογράφοι του 19ου αιώνα διατηρούν το προβάδισμα. Η γαλλική λογοτεχνία είναι πολυεστιακή: από τον Ρακίνα και τον Μολιέρο ώς τον Μπαλζάκ και τον Ουγκώ, ο αριθμός των σημαντικών φυσιογνωμιών που πρωταγωνιστούν στο ξεδίπλωμά της είναι εντυπωσιακός, και κανείς από αυτούς δεν φαίνεται να ίσταται πάνω από τους άλλους τόσο αναντίρρητα όσο λ.χ. ανάμεσα στους Ισπανούς συγγραφείς ο Θερβάντες.

(περισσότερα…)