καθαρεύουσα

Ο τελευταίος αρματωλός: Βαλαωρίτης – Ροΐδης, ένας εγκάρδιος διάλογος

*

To 2024 συμπληρώθηκαν δύο αιώνες ακριβώς από τη γέννηση του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη (1824-1879). Στον ποιητή του Αστραπόγιαννου και του Φωτεινού αφιερώνει το ΝΠ κάποιες από τις ακροτελεύτιες αναρτήσεις της επετειακής αυτής χρονιάς. Γράφουν ο Κώστας Χατζηαντωνίου, η Έφη Πολίτη και ο Κώστας Κουτσουρέλης.

///

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Το 1877 ο πενηντατριάχρονος Αριστοτέλης Βαλαωρίτης υποπτευόταν βάσιμα (λόγω της κακής υγείας του), πως βρισκόταν κοντά στο πρόωρο τέλος της πολυτάραχης ζωής του. Μετά από μια λαμπρή πορεία που τον καταξίωσε ως εθνικό ποιητή, μετά από μια ισχυρή κοινοβουλευτική παρουσία (που τελείωσε απροσδόκητα το 1868, όταν με δύο γροθιές απάντησε, μέσα στη Βουλή, στις ύβρεις του ιδιόρρυθμου Κεφαλλήνα Χ. Τυπάλδου Ιακωβάτου), ο Βαλαωρίτης είχε αποσυρθεί στη Μαδουρή, απ’ όπου παρακολουθούσε με αγωνία τη νέα έξαρση του ανατολικού ζητήματος. Η επανάσταση στην Ερζεγοβίνη, οι σφαγές κι ο επικείμενος ρωσοτουρκικός πόλεμος αναθερμαίνουν και τις ελπίδες των Ελλήνων αλύτρωτων. Την ίδια χρονιά ωστόσο, μια άλλη «διαμάχη» (ως συνήθως αναίμακτη) ξεσπά στην Αθήνα.

Η αφορμή ήταν ο δραματικός αγώνας που είχε προκηρύξει ο Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός». Η εισήγηση του Ροΐδη, εκ μέρους της επιτροπής κρίσεως (που αναγνώστηκε στην αίθουσα του Συλλόγου, στις 19 Μαρτίου 1877), ήταν πως κανένα από τα δώδεκα κρινόμενα έργο δεν ήταν άξιο όχι του βραβείου αλλά ούτε καν επαινετικής μνείας. «Ούτε σπινθήρ ποιήσεως υπάρχει, ούτε ίχνος, ουδέ σκιά», ήταν η καταλυτική απόφανση του εισηγητή. Επεξηγώντας τη θέση αυτή, ο Ροΐδης έκανε λόγο για την έλλειψη ποιητικής ζωής, η οποία οφειλόταν, όπως σημείωνε, στο γεγονός ότι η Ελλάς

«τα μεν πάτρια ήθη απηρνήθη, του δε διανοητικού βίου των νεωτέρων εθνών εισέτι δεν μετέχει, ουδέ την εμπνέουσαν τους ποιητάς αυτών νόσον του αιώνος νοσεί, την έλλειψιν δηλαδή και την δίψαν του ιδανικού (…) Η ποίησις παρά μεν τοις αρχαίοις ήτο άνθος νεότητος και υγείας, σήμερον δε εν Ευρώπη είναι εξάνθημα οργανισμού νοσούντος, θρήνος πάσχοντος ανθρώπου».

Δεδομένου, λοιπόν, ότι η νεώτερη Ελλάδα ούτε στη μια κατάσταση ούτε στην άλλη βρισκόταν, πώς να υπάρξει σπουδαία ποίηση; (περισσότερα…)

Γλωσσικές νότες δ

[ Νύξεις για τα πάθη των λέξεων  ]

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Ξαναδιαβάζοντας συνηγορίες διάφορες υπέρ της αποδόσεως των έργων του Παπαδιαμάντη και των άλλων μας συγγραφέων της καθαρεύουσας στην καθομιλουμένη («ενδογλωσσικές μεταφράσεις» τις λένε τις απόπειρες αυτές οι ειδήμονες), επανέρχομαι στην παλιά μου διαπίστωση.

Σε μια άλλη χώρα, σε μια άλλη εποχή, μια άλλη περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τέτοιες συζητήσεις περί απλουστεύσεως ίσως να ήταν χρήσιμες. Σε μας εδώ, διαιωνίζουν απλώς την απέθαντη λογική της ήσσονος προσπάθειας, τον λαϊκισμό της λούφας που αναπαράγει μαζικά η μεταπολιτευτική μας εκπαίδευση. Ανέκαθεν στα γλωσσικά, τα σκόντα που κάνουμε τα βρίσκουμε μπροστά μας μπαστούνια.

Ανεξαρτήτως προελεύσεως και προαιρέσεως λοιπόν, η διάγνωση ότι «οι νέοι δεν καταλαβαίνουν» δρα ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία: καταπνίγει εν τη γενέσει της την επιθυμία τους να προσπαθήσουν και νομιμοποιεί προκαταβολικά την οκνηρία. Και φυσικά μόνο τη λογοτεχνία δεν προάγει.

Ας μην κοροϊδευόμαστε λοιπόν. Όποιος ισχυρίζεται ότι η ξενότητα της γλώσσας του Παπαδιαμάντη τού είναι πρόβλημα αξεπέραστο, όχι Παπαδιαμάντη, κανέναν απαιτητικό συγγραφέα δεν μπορεί να διαβάσει. Το «Στο Χριστό στο Κάστρο» λ.χ. είναι κείμενο πολύ βατότερο νοηματικά από το «Άξιον Εστί» λ.χ., ή τον «Δωδεκάλογο», ή τον «Πεθαμένο και την Ανάσταση». Να τα μεταφράσουμε κι αυτά;

Όποιος θεωρεί ότι αυτά τα κείμενα δεν αξίζουν τον (ολίγο) κόπο που του ζητείται να καταβάλει, και λιανά να του τα κάνουν πάλι δεν θα τα συλλάβει. Δεν τον αφορούν. Ας τα αφήσει λοιπόν στην ησυχία τους.

Και ας μην ανησυχεί διόλου ούτε για τον Παπαδιαμάντη ούτε για το μέλλον του. Τα έργα του, ως έχουν, τυπώνονται και ξανατυπώνονται, ανεβαίνουν στη σκηνή και γεμίζουν θέατρα, μοιράζονται από εφημερίδες. Οι «ενδογλωσσικές μεταφράσεις» του, αντίθετα, διαχρονικά, πάνε άπατες. Και δε θέλει ρώτημα το γιατί…

Τα αρχιγράμματα που κοσμούν τη στήλη είναι του ζωγράφου Δημήτρη Γέρου.