Ευσταθία Πολίτη

Τα λογοτεχνικά αρχεία: Η περίπτωση του αρχείου του Νίκου Εγγονόπουλου

Ο Νίκος Εγγονόπουλος στο εργαστήριό του

*

ΤΗΣ ΕΥΣΤΑΘΙΑΣ ΠΟΛΙΤΗ

~.~

Τα λογοτεχνικά αρχεία αποτελούν αναπόσπαστο και σημαντικό μέρος της διεθνούς αρχειακής κληρονομιάς δεδομένου ότι τα λογοτεχνικά και εικαστικά έργα ως αριστουργήματα της ανθρώπινης δημιουργικής διάνοιας, αποτελούν «Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς». Το Τμήμα Αρχείων Λογοτεχνίας και Τέχνης του Διεθνούς Συμβουλίου Αρχείων από το 2009 έχει θέσει ως αποστολή του την διάδοση της πολιτιστικής αξίας και μαγείας – όπως είναι ακριβώς διατυπωμένο – των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών αρχείων μέσα από την δημιουργία ενός παγκόσμιου δικτύου αρχειονόμων, επιμελητών και χρηστών, παρέχοντας πληροφορίες σχετικά με τις τοποθεσίες και την ποικιλομορφία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών συλλογών σε όλο τον κόσμο και  δίνοντας κατευθύνσεις για τις βέλτιστες πρακτικές σχετικά με την καταλογογράφηση, την αποθήκευση, την δημοσιοποίηση και προώθηση αυτών των πολιτιστικών αρχειακών θησαυρών.[1]

Σύμφωνα με το ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο τα λογοτεχνικά αρχεία αποτελούν μια ιδιαίτερη κατηγορία ιδιωτικών αρχείων. Πρόκειται για αρχεία λογοτεχνών ή γενικότερα ανθρώπων των γραμμάτων (λογίων και διανοουμένων που διακρίθηκαν στις τέχνες και τα γράμματα), ακόμα και προσώπων ή φορέων που σχετίζονται με την ιστορία της λογοτεχνίας χωρίς να συμμετέχουν άμεσα στη λογοτεχνική παραγωγή, όπως είναι για παράδειγμα τα αρχεία εκδοτών, φιλολόγων, κριτικών, δημοσιογράφων, λογοτεχνικών περιοδικών, λογοτεχνικών σωματείων και ενώσεων μέσα από τα οποία μπορεί να χαρτογραφηθεί η λογοτεχνική παραγωγή της χώρας.

Τα αρχειακά κατάλοιπα εντοπίζονται σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς μετά από  δωρεά των ίδιων των λογοτεχνικών παραγωγών ή των κληρονόμων τους ή από άλλους που έχουν περιέλθει στην κατοχή τους. Γενικότερα μπορεί κανείς να αναζητήσει αναλυτικούς καταλόγους λογοτεχνικών αρχείων ηλεκτρονικά στο Εθνικό Ευρετήριο Αρχείων, πρόκειται για μια υπηρεσία των Γενικών Αρχείων του Κράτους (όπου καταγράφεται το σύνολο του αρχειακού πλούτου της χώρας).[2]  Όπως επίσης και στον ειδικό κατάλογο λογοτεχνικών αρχείων του 19ου και 20ού αιώνα που έχουν δημιουργήσει από κοινού η Ελληνική Αρχειακή Εταιρεία  και το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο.[3]

Το αρχείο του Νίκου Εγγονόπουλου περιήλθε στην κατοχή του Παντείου Πανεπιστημίου και της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών τον Ιανουάριο του 2022, μετά την ευγενική χορηγία της κόρης του ποιητή, Εριέττης Εγγονοπούλου. Η διαχείρισή του γίνεται με την ευθύνη και την επιμέλεια της Ελισάβετ Αρσενίου (Καθηγήτριας Νεοελληνικής Φιλολογίας του Τμήματος Επικοινωνίας Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών), του Κώστα Χριστόπουλου (Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Εικαστικών Τεχνών της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών Αθηνών) και του Γιάννη Στογιαννίδη (Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Αρχειονομίας Βιβλιοθηκονομίας, Συστημάτων Πληροφόρησης του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής) στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος ArchArt με τίτλο «Αρχείο Νίκου Εγγονόπουλου: ψηφιοποίηση, τεκμηρίωση και δημοσιοποίηση του» που χρηματοδοτήθηκε από το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ.). Μέχρι πρότινος το μοναδικό πλήρως ψηφιοποιημένο αρχείο στην Ελλάδα ήταν του Κ. Π. Καβάφη υπό την αιγίδα του Ιδρύματος Ωνάση[4] παράλληλο με αντίστοιχα ψηφιακά αρχεία του εξωτερικού όπως του William Blake[5], της Emily Dickinson[6], του Dante Gabriel Rossetti[7], του Walt Whitman[8] και άλλων πολλών σπουδαίων δημιουργών. Η πρόσφατη επεξεργασία του Αρχείου Εγγονόπουλου δημιουργεί αφενός ένα πρότυπο ως προς τη μεθοδολογία ψηφιοποίησης και τεκμηρίωσης αρχείων προερχόμενων από λογοτέχνες που είναι συγχρόνως εικαστικοί καλλιτέχνες, (περισσότερα…)

Περιήγηση στη Μαδουρή της οικογένειας Βαλαωρίτη

*

Το νησί, το αρχοντικό, το παρεκκλήσι
του Ευαγγελιστή Ιωάννη και ο τάφος της Όλγας Βαλαωρίτη

γράφει η
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΠΟΛΙΤΗ

///

Το νησί

Το όνομά της η Μαδουρή λέγεται ότι το πήρε από κάποιο μαντρί που βρισκόταν στο νησάκι,  και με τα χρόνια η λέξη παρεφθάρη: μαντρί, μαδρί, Μαδουρή. Άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι το όνομα προέρχεται από τη λαϊκή λέξη μαδερή, που σημαίνει γυμνή. Πράγματι η Μαδουρή υπήρξε ένα ξερό, πετρώδες, άγονο νησάκι με άγριους θάμνους -ερυμνός και ακατέργαστος βράχος γράφει ο Σάθας- και είχε ελαιόδεντρα μόνο στη βορειοδυτική πλευρά του. Η έκταση του υπολογίζεται πάνω από 127 στρέμματα (0,127 τ.χλμ.). Ανήκει στο σύμπλεγμα των Εχινάδων το οποίο μετονομάστηκε τη δεκαετία του 1950 από τον Αντώνη Τζεβελέκη καθ’ ομοίωσιν του νησιωτικού συμπλέγματος των Πριγκιπονήσων της Κωνσταντινούπολης. Τα Πριγκιπόνησα της Λευκάδας αποτελούν τα νησάκια Σκορπιός, Σκορπίδι, Σπάρτη, Τσόκαρι, Μαδουρή, Χελώνη που με τη σειρά τους αποτελούν μέρος ενός μεγαλύτερου συμπλέγματος, αυτού των Τηλεβοΐδων Νήσων: Κάλαμος, Καστός, Μεγανήσι, Θηλιά, Κυθρός, Άτοκος, Αρκούδι, Φορμίκουλα, Πρασονήσι, Προβάτι, Αλαφονήσι, Πεταλού. Το όνομα τους συμπλέγματος έλκει την καταγωγή του από τον αρχαίο τοπικό λαό των Τηλεβόων ή Ταφίων. Οι Τηλεβόες ή Ταφίοι είχαν σαν βασική τους δραστηριότητα την πειρατεία και ως βάση τους το Μεγανήσι, που το όνομά του ήταν και Τάφος ή Ταφιάς.

Σύμφωνα με πηγές, το μικρό αυτό αρχιπέλαγος κατά τον Μεσαίωνα υπήρξε ορμητήριο Καταλανών και Τούρκων πειρατών καθώς οι ορμίσκοι των νησίδων λειτουργούσαν ως τέλεια κρησφύγετά τους. Γενικά δεν υπάρχουν στοιχεία για τα νησάκια αυτά πριν από το έτος 1684. Ο ιστορικός Πάνος Ροντογιάννης αναφέρει ότι μέχρι την εποχή αυτή το Μεγανήσι και τα πέριξ αυτού μικρότερα νησιά ήταν ακατοίκητα. Με την έλευση των Βενετών φαίνεται ότι οι γαίες τους παραχωρήθηκαν σε διάφορους ιδιώτες. Από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους – Αρχεία Νομού Λευκάδας αντλούμε πληροφορίες για παραχωρήσεις γαιών σε συγκεκριμένα πρόσωπα, σε ορισμένο χρόνο. Η Μαδουρή πέρασε από πολλά χέρια. Γύρω στα 1740 το όριζε ένας Γάλλος, ο Κάρλ Λεμπόν. Μετά το θάνατό του πέρασε στα χέρια της οικογένειας Βρεττού και στη συνέχεια στη βενετσιάνικη οικογένεια Σεττίνι. Ο Ροντογιάννης αναφέρει ότι το νησάκι είχε περιπέτειες κωμικές, γιατί οι κατοπινοί ιδιοκτήτες, μετά τον Λεμπόν, είχαν δικαστικές φασαρίες με τους καθολικούς ιερείς της Λευκάδας που αξίωναν 50 χρόνων «σαββατιάτικα» αναδρομικά που είχαν κάνει στον Λεμπόν και δεν τα είχαν πληρωθεί. Μάλιστα τα αξίωναν με τόκους. Και είχαν βγάλει τόσο μεγάλο το ποσό της οφειλής που έντρομοι οι ιδιοκτήτες εγκατέλειπαν το νησί. Μετά την πτώση των Βενετών φαίνεται να έχει περάσει στην ιδιοκτησία της οικογένειας Βαλαωρίτη. Συγκεκριμένα στα 1860 ήταν κτήμα των δύο αδελφών, του Ευστάθιου και του Ιωάννη Βαλαωρίτη. Την ίδια χρονιά, οι δυο οικογένειες μοίρασαν την περιουσία τους με συμβόλαιο διανομής. Η διανομή έγινε ανάμεσα στα τέσσερα ξαδέρφια: τον Σπυρίδωνα, τον Δημοσθένη, τον Αριστοτέλη και τον Ξενοφώντα. Μετά από κλήρο, το νησί κληρονόμησαν ο Αριστοτέλης και ο Ξενοφώντας.

Στο νησάκι προϋπήρχε ένας οικίσκος και το παρεκκλήσι του Ευαγγελιστή Ιωάννη που ανακαινίστηκε από τον ποιητή μαζί με το χτίσιμο της έπαυλής του και την γενικότερη αναμόρφωση του νησιού. Βοηθός του ήταν ο έμπιστος επιστάτης του Στυλιανός Βερύκιος από την Εξάνθεια ο οποίος μαζί με τα αδέλφια του και άλλους εργάτες από την Εξάνθεια και τον Δρυμώνα κουβάλησαν καινούριο χώμα από τον κάμπο του Νυδριού, έφτιαξαν ξερολιθιές που στήριζαν αναβαθμίδες στις οποίες φύτεψαν αμπέλια, ελιές, αμυγδαλιές και κέντρωσαν τις αγριλίδες που ήδη υπήρχαν. Επίσης βοήθησαν στις εργασίες για την οικοδόμηση της έπαυλης που ολοκληρώθηκε το 1864, μετά από τέσσερα χρόνια αφότου είχαν μπει τα θεμέλια. Τα σημερινά μεγάλα πεύκα που βλέπουμε φυτεύτηκαν αργότερα από τον γιο του ποιητή. Κατά καιρούς υπήρξαν συκιές, ευκάλυπτοι, κυπαρίσσια, ροδοδάφνες. Στο πίσω μέρος του νησιού ύστερα από παραγγελιά του ποιητή φύτεψαν Βαυκερίτες αμπέλια ποικιλίας «βαρτζαμί» που είχαν φέρει από το χωριό τους. (περισσότερα…)

Επισκόπηση των βαλαωριτικών σπουδών, 1847-2024

*

της ΕΥΣΤΑΘΙΑΣ ΠΟΛΙΤΗ

Η σύντομη αυτή μελέτη παρακολουθεί σε αδρές γραμμές την εκδοτική τύχη του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη μέσα από τους κυριότερους σταθμούς που αφορούν κυρίως συνολικές εκδόσεις του έργου του και ιδιαίτερα σημαντικές μελέτες από το 1847 που εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή Στιχουργήματα μέχρι σήμερα, σε μια προσπάθεια επισκόπησης των βαλαωριτικών σπουδών, αποτίμησης των κατορθωμένων και εξέτασης των προοπτικών τους.1

Αφορά στην ουσία την παρουσίαση των πρώτων συμπερασμάτων της διατριβής μου με τίτλο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879): εργογραφική και βιβλιογραφική καταγραφή, σημασιολογική αποτύπωση και σχεδιασμός ψηφιακής συλλογής».2 Η μοναδική έκδοση της εργογραφίας-βιβλιογραφίας του ποιητή  που διαθέτουμε μέχρι σήμερα είναι το αφιερωματικό βιβλιογραφικό τομίδιο του Οργανισμού Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων που κυκλοφόρησε και μοιράστηκε μαζικά στα σχολεία το 1979 μαζί με αντίστοιχο τομίδιο-ανθολογία του έργου του,  στο πλαίσιο του εορτασμού των 100 χρόνων από τον θάνατο του ποιητή.3 Συνεπώς η συστηματική βιβλιογράφηση των δημοσιευμάτων του, η πλήρης ευρετηρίαση, ο σχολιασμός και η αξιολόγηση της εκδοτικής τύχης του έργου του και των μελετών γι’ αυτό, αποτελεί ένα από τα βασικά φιλολογικά αιτούμενα με στόχο να αναδειχθούν πολύτιμα στοιχεία –ποσοτικά και ποιοτικά– για την εξέλιξη και τους σταθμούς των βαλαωριτικών σπουδών. Παρομοίως στα φιλολογικά αιτούμενα συγκαταλέγονται η φιλολογική έκδοση των Απάντων του με την αλληλογραφία του με τα μέλη της οικογένειάς του και με τους λόγιους της εποχής του, καθώς και μια επιλογή με τις μελέτες γύρω από το λογοτεχνικό έργο και την πολιτική του δράση. Η έκδοση των Απάντων του είναι προϋπόθεση για την συγγραφή της πνευματικής του βιογραφίας, αλλά και την πρόσληψή του από τις σύγχρονες και τις μεταγενέστερες γενιές. Οι λόγοι των παραπάνω εκδοτικών απουσιών είναι πολλαπλοί και συνδέονται με τις «τύχες» και τις καμπύλες που γνώρισε η πρόσληψη και η αναγνωσιμότητα του έργου του από τις ελληνικές γενιές και κάποτε τις ξένες. Μπορούμε όμως με σχετική ασφάλεια να εντοπίσουμε τον σημαντικότερο λόγο: τη βαριά σκιά του Σολωμού και στη συνέχεια του Κάλβου που υπήρξαν οι πρωταγωνιστές της επτανησιακής λογοτεχνίας.

Ωστόσο η νεοελληνική κριτική στο πρόσωπο και το έργο του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, αναγνώρισε τον διάδοχο του Σολωμού και τον ενέταξε στην ποιητική τριανδρία των κορυφαίων του αιώνα του, μαζί με τους δύο Επτανήσιους ομοτέχνους του, τον Σολωμό και τον Κάλβο. Το πλαίσιο που διαμόρφωσε την προσωπικότητα και τον ποιητικό του λόγο και μέσα στο οποίο πρέπει να επιχειρούμε την αξιολόγησή του είναι τα εθνικά, πολιτικοκοινωνικά και πνευματικά γεγονότα των πρώτων πενήντα χρόνων του ελεύθερου κράτους (1830-1880) που ορίζονται από την Επανάσταση, τη δημιουργία του ανεξάρτητου κράτους, τις πολιτικές και πολιτειακές αλλαγές, την πολιτική διάσπαση των Ελλήνων, την αμφισβήτηση της καταγωγής τους, την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης, τη Μεγάλη Ιδέα, τη θεμελίωση της εθνικής ιδεολογίας και της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού στο τρίσημο σχήμα Αρχαιότητα-Βυζάντιο-Νέος Ελληνισμός, όπως το αποτύπωσαν ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Στην ζοφερή εκείνη πραγματικότητα της πεντηκονταετίας  που ακολούθησε την Επανάσταση η ποίηση απέκτησε έναν ρόλο εκτονωτικό και παραμυθητικό. Μέσα από την ποιητική δημιουργία η ελληνική κοινωνία ήλπιζε σ’ ένα απότομο ποιοτικό άλμα που θα τις χάριζε το καινούργιο, επιθυμητό πρόσωπο. Η Μεγάλη Ιδέα ήταν η πρώτη ουτοπία που ενστερνίστηκαν οι Έλληνες για να ανακάμψουν ηθικά. Η ποίηση ήταν το δεύτερο αποκούμπι τους. Ιδίως η ρομαντική ποίηση, με τη ρητορεία, την παραφουσκωμένη έκφραση, την υπερβολή που την χαρακτηρίζει, τους πρόσφερε μια διέξοδο από την πεζή και αντίξοη πραγματικότητα.4  Όταν αναφερόμαστε στην ποίηση του Βαλαωρίτη, μέσα σε αυτό το κλίμα θα πρέπει να διερευνούμε τους στόχους της και να επιχειρούμε την αξιολόγησή  της. (περισσότερα…)