ευρωπαϊκή λογοτεχνία

Είναι ο συμβολισμός το αντίθετο του ρεαλισμού; (Μέρος Δεύτερο)

*

Θα προσπαθήσω εδώ να δώσω παραδείγματα για όσα υποστήριξα προηγουμένως, ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνάψεις και να περιοριστεί η ανάγκη για αναγωγή. Τα παραδείγματα αφορούν στη λειτουργία και τη φύση της συμβολιστικής ποίησης, αλλά και στην ποιότητα του λυρικού εγώ (άτομο ή τύπος ανθρώπου;) στα ποιήματα του συμβολισμού.

Εκκινώ από έναν στίχο του Ρεμπώ, τόσο συμβολιστικά άπεφθο κατ’ εμέ, που θα μπορούσε μόνος του να στέκεται σαν μανιφέστο. Ας σηκώσουμε τα μανίκια: Ύποπτο σήμα πανδοχείου εγώ[1]. Ο Ρεμπώ μάς είχε προειδοποιήσει στις επιστολές του: μην υπογραμμίζετε με τη σκέψη. Όμως, για λίγο θα τον παρακούσουμε προκειμένου να αποδειχτεί κάτι. Ρωτώ, λοιπόν: μπορεί αυτός ο στίχος να εξηγηθεί; Πώς μπορούμε να διαβάσουμε τη συμβολιστική ποίηση; Οι αναγνώστες χωρίζονται χοντρικά σε δύο κατηγορίες: έχουμε τον ενεργητικό αναγνώστη και τον παθητικό. Υπάρχει κι ένας τρίτος; Ναι, αλλά είναι σπάνιος: αυτός που συνενώνει τη φύση των δύο προηγούμενων. Ο πρώτος επιχειρεί να ερμηνεύσει οτιδήποτε διαβάζει, στήνει ενέδρα σε κάθε στίχο, χρησιμοποιεί ως δόκανο τον νου. Θέλει να καταλάβει, να συμμετάσχει διανοητικά. Ο δεύτερος διαβάζει περισσότερο διαισθητικά. Παραδίνεται στο κείμενο, αισθάνεται, και ξετυλίγει το πανί της φαντασίας για χάρη του ποιητικού προτζέκτορα. Συμμετέχει συναισθηματικά. Ας παρακολουθήσουμε, λοιπόν, την αναγνωστική πορεία τους πάνω στον στίχο του Ρεμπώ.

Ο ενεργητικός αναγνώστης ασφαλώς αντιλαμβάνεται ότι το κέντρο βάρους του στίχου είναι το πανδοχείο. Συνεπώς, εύλογα το χρησιμοποιεί ως κλειδί. Αρχίζει να διερευνά τον χώρο των πανδοχείων κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Ζητά να μάθει το εσωτερικό τους, τους θαμώνες, τη λειτουργία τους κτλ. Δεν αργεί να ξεθάψει το σάπιο κουφάρι αυτού του περιβάλλοντος, την παρακμή, τη φτώχεια, το έκφυλο, τη δυσωδία κ.ά. Ύστερα στρέφεται με αυτοπεποίθηση στη λέξη «σήμα». Τι σόι σήμα είναι αυτό; Σινιάλο; Κάτι που δηλώνει μια επικείμενη ανατροπή της τάξης, του νόμου; Είναι μήπως σήμα ανάγκης; Άραγε τα πανδοχεία εκείνη την εποχή παρήγαν κάποιο είδος φωτεινού γλωσσικού κώδικα; Πίσω στις εγκυκλοπαίδειες, πίσω στη μελέτη! Ας υποθέσουμε ότι ο πνευματικός ζήλος του αναγνώστη μας βρίσκει τη λύση. Αμέσως θα πρέπει να αναρωτηθούμε ποια είναι η αξία της σε σχέση με τον στίχο. Έχει άλλωστε συμβεί ξανά: ένας μελετητής του Ρεμπώ ανακάλυψε ότι η φράση «όχι άλλο γενηθήτω» κατάγεται από τους τάφους των στρατιωτών του Γαλλοπρωσικού πολέμου. Σε πολλούς τέτοιους τάφους υπήρχε η ευλαβής επιγραφή «Γενηθήτω», δηλώνοντας τη χριστιανική ανάσταση των νεκρών. Εξαίρετα. Και τώρα τι; Πώς αυτή η πληροφορία έχει κάτι να προσθέσει στον στίχο; Γιατί δεν είναι μια κειμενική αναφορά του ίδιου του Ρεμπώ; Μήπως επειδή, όπως έγραψα στο πρώτο μέρος, ο συμβολισμός υπαινίσσεται; Η αφαιρετικότητα των συμβολιστών είναι σκόπιμη. Όπως έλεγε ο Μαλλαρμέ, σου μιλούν για ένα λουλούδι δίχως να το ονομάζουν. Γιατί ζητάνε την ουσία του λουλουδιού, γιατί το ίδιο το λουλούδι τούς είναι άχρηστο[2]. Αν σου μιλήσουν ευθέως για ένα λουλούδι, δε θ’ αποκαλύψουν αυτό που κρύβεται πίσω του, δε θα υποβάλουν. Κι ερχόμαστε εμείς, σηκώνουμε τα χεράκια μας και λέμε «κύριε, κύριε, το βρήκα, το βρήκα! Το λουλούδι είναι!». Συγχαρητήρια, αλλά μόλις καταστρέψατε ένα τρυφερό κι ευαίσθητο συμβολιστικό ποίημα, διαλύοντας το μαγνάδι της αφαιρετικότητας. (περισσότερα…)

Ένα λαθρογαμικό επεισόδιο

*

ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΑΠΟΣΙΩΠΗΜΕΝΑ

γράφει ο Ηρακλής Δ. Λογοθέτης

 

Στον καθρέφτη μίας ορισμένης λογοτεχνικής παράδοσης η λιποθυμική συγκατάθεση σε ανοίκειες και οπωσδήποτε απρόκλητες ερωτοπραξίες, αποτελεί την πλάγια πύλη εισόδου των κυριών στον κήπο της αμαρτίας. Ακριβολογώντας, μα πάντοτε στο πνεύμα της ίδιας μεταφοράς, δεν πρόκειται καν για πύλη που εύλογα θα προσέλκυε την αδόκητη κρούση, αλλά για παραπόρτι χρόνιας αχρησίας εντοιχισμένο στον ψηλό μαντρότοιχο. Κρυμμένο πλέον από οργιώδη βλάστηση και απρόσεκτα ξεκλείδωτο, παρέχει την πρόσβαση ελέω της οποίας η τύχη γονιμοποιεί την ευκαιρία προς όφελος του δράστη ενώ η προσωρινή απώλεια των αισθήσεων εξασφαλίζει τη διαθεσιμότητα της ατυχήσασας κυρίας. Ο εισβολέας παραμερίζει τα πέπλα της απαραίτητης υπό άλλες συνθήκες προλειάνσεως του ερωτικού διαβήματος και διανύει μ’ ένα άλμα την απαγορευτική απόσταση προς την απρόσιτη Δέσποινα. Ανοίγει με μια αποφασιστική χειρονομία τα σκέλη των εθιμικών συμβάσεων και σκίζοντας την ετικέτα της αλεξιγαμίας σμίγει με την παθούσα, ανέξοδα για τον ίδιο και ανεπίληπτα για κείνη, καθώς η απαγορευμένη σκηνή συντελείται στην ηθογεωγραφικά αόριστη ζώνη προνοιακής αμέλειας και μεθεόρτιας αφέσεως κάποιων απροσδιόριστων τύψεων.

Η αυλαία μάλιστα της, έως ένα βαθμό, ανυπαίτιας ενοχής, παραμένει διακριτικά κλειστή και μόνο μέσα από την πολύπαθη σχισμή της μπορεί να κατοπτεύσει κανείς την διανοιγόμενη προοπτική σε περιστάσεις έκτακτες, όπως αυτές που σκηνοθετεί ο Χάινριχ φον Κλάιστ στις αρχές του 19ου αιώνα με φόντο την κατάληψη μίας ιταλικής πόλεως από ρωσικά στρατεύματα, παράπλευρο θύμα της οποίας υπήρξε η κόρη του διοικητή, η Μαρκησία του Ο… που εδώ μας απασχολεί. Ο συγγραφέας πάντως ουδέποτε είχε επισκεφθεί τη χώρα όπου εκτυλίσσεται η υπόθεση του έργου και με την άνεση αυτής της απόστασης προϊδεάζει τον αναγνώστη για όσα παράδοξα θα ακολουθήσουν, παρατοποθετώντας το αληθινό, όπως ισχυρίζεται, περιστατικό στο οποίο βασίζεται η ιστορία του από το Βορρά στο Νότο — και παραβλέποντας, αν και ο ίδιος είχε χρηματίσει στρατιωτικός, το ότι ένας ρωσικός στρατός στην Ιταλία θα ήταν περισσότερο αξιοπερίεργος από τους ελέφαντες του Αννίβα στις Άλπεις! (περισσότερα…)