ελληνική φιλοσοφία

Παναγιώτης Κονδύλης, Βιογραφικά στοιχεία και πνευματικοί προσανατολισμοί

*

Το εργοβιογραφικό «Υπόμνημα» που ακολουθεί υποβλήθηκε από τον Παναγιώτη Κονδύλη στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών τον Μάιο του 1980. Ως γνωστόν, η υποψηφιότητά του για καθηγητική έδρα απερρίφθη από τη Σχολή και ο Κονδύλης έκτοτε, παρά τις επανειλημμένες προτάσεις που δέχτηκε κατά καιρούς από Πανεπιστήμια της Ελλάδας και της Γερμανίας, απέρριψε διαρρήδην κάθε ιδέα να ακολουθήσει πανεπιστημιακή σταδιοδρομία. Το «Υπόμνημα» αναδημοσιεύεται εδώ με την ευκαιρία της πρόσφατης συμπλήρωσης 82 ετών από τη γέννηση του μεγάλου Έλληνα στοχαστή (Αρχ. Ολυμπία, 17 Αυγούστου 1943 – Αθήνα, 11 Ιουλίου 1998).

///

Βιογραφικά στοιχεία και πνευματικοί προσανατολισμοί

Γεννήθηκα στις 17 Αυγούστου 1943 στην Αρχαία Ολυμπία Ηλείας. Η οικογένειά μου μετοίκησε το 1949 στη Νέα Ερυθραία Αττικής, όπου άρχισα και ετελείωσα το Δημοτικό Σχολείο. Από το 1955 έως το 1961 μαθήτευσα στο Γυμνάσιο Κηφισιάς. Από τα πρώτα γυμνασιακά μου χρόνια προσπάθησα να συνδυάσω τις υποχρεωτικές μου μαθητικές ένασχολήσεις με την συστηματική εκμάθηση ξένων γλωσσών καθώς και με ελεύθερη μελέτη, που περιλάμβανε όχι μόνο κείμενα της νεοελληνικής και ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, αλλά και έργα ιστορικού και φιλοσοφικού περιεχομένου. Η ιδιαίτερη κλίση μου προς τα αρχαία ελληνικά με οδήγησε, μέσα από την ίδια την μελέτη της γλώσσας, σε μια πρώτη ανακάλυψη του πνευματικού κόσμου των προσωκρατικών, του Πλάτωνα και του Θουκυδίδη, η οποία άφησε ίχνη αρκετά ισχυρά, ώστε να διαγράψουν την πορεία μελλοντικών προβληματισμών μου.

Μετά την αποφοίτησή μου από το Γυμνάσιο έδωσα εξετάσεις στη Νομική Σχολή Αθηνών, επιτυγχάνοντας μεταξύ των πρώτων. Σύντομα διαπίστωσα, ότι οι νομικές σπουδές δεν ικανοποιούσαν τα βαθύτερα ενδιαφέροντά μου, και έτσι τις διέκοψα μετά ένα, μόλις, χρόνο, για να δώσω –το 1963– εισαγωγικές εξετάσεις στην Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Πέτυχα πρώτος μεταξύ τεσσάρων χιλιάδων υποψηφίων και παρέμεινα υπότροφος του ΙΚΥ κατά την διάρκεια των σπουδών μου. Υπήρξα τακτικός ακροατής των παραδόσεων των καθηγητών κ.κ. (κατ’ αλφαβητική σειρά) Βουρβέρη, Ζακυθηνού, Ζώρα, Θεοδωρακοπούλου, Κορρέ, Κουρμούλη, Λουϊζίδη, Μαρινάτου, Σπετσιέρη. Ο τότε καθηγητής της Βυζαντινής Φιλολογίας κ. Τωμαδάκης μου έκαμε την τιμή να με προσλάβη ως (άμισθο) βοηθό του, και η σχετικά ολιγόχρονη, αλλά έντονη επίδοσή μου στην μελέτη μεσαιωνικών κειμένων μου προσεπόρισε ένα μόνιμο πνευματικό κέρδος, και μάλιστα υπό διπλή έννοια: με βοήθησε να δω την γέφυρα, που συνδέει τον Όμηρο και τον Αισχύλο με τον Παλαμά και τον Ελύτη, και να συλλάβω, έτσι, την θεμελιώδη ενότητα της ελληνικής γλώσσας καθώς και τον έντονο δυναμισμό, ο οποίος απορρέει από την ενότητα αυτή, γεννώντας αδιάκοπα λογοτεχνία υψηλής στάθμης· και οι διαπιστώσεις αυτές μου έδειξαν, με την σειρά τους, την πνευματική στειρότητα κάθε μορφής γλωσσικής μισαλλοδοξίας. (περισσότερα…)

Το μεταφιλοσοφικό επιχείρημα στο Ισχύς και Απόφαση του Παναγιώτη Κονδύλη

Η φωτογραφία από τη σελίδα του Αιμίλιου Καλιακάτσου στο facebook.

*

του ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΑΛΦΟΠΟΥΛΟΥ

Το Ισχύς και Απόφαση [1] του Παναγιώτη Κονδύλη είναι ένα ιδιότυπο φιλοσοφικό κείμενο, η δε ιδιοτυπία του φανερώνεται από τις πρώτες σελίδες και μέσω μιας έλλειψης. Σε όλο το κείμενο δεν υπάρχει ούτε μία παραπομπή σε κάποιο άλλο έργο ή συγγραφέα. Αυτό το στοιχείο δε σημαίνει οτι ο Κονδύλης δε συνδιαλέγεται με άλλα φιλοσοφικά ρεύματα ή ιδέες. Συνδιαλέγεται είτε άμεσα, όπως με τις αναφορές στον υπαρξισμό και στον πραγματισμό στο δεύτερο κεφάλαιο, είτε κεκαλυμμένα[2]. Άλλωστε ο Κονδύλης, που περισσότερο λειτουργούσε ως ιστορικός των ιδεών στις πρώτες διακόσιες σελίδες του βιβλίου του Η κριτική της μεταφυσικής σκέψης στη νεότερη σκέψη, για παράδειγμα, έχει 495 παραπομπές[3]. Επομένως, προκείται για στυλιστική επιλογή. Η γραπτή φιλοσοφία άλλωστε παραμένει κείμενο και ως τέτοιο στυλιστικές, εκφραστικές και γενικά συγγραφικές επιλογές μπορούν να αποκτήσουν ειδικό βάρος, να σημαδιοδοτήσουν εμπράκτως μια φιλοσοφική θέση του συγγραφέα. Εν προκειμένω, η απουσία παραπομπών θεωρώ ότι εκφράζει εμπράκτως μια μεταφιλοσοφική θέση του Κονδύλη που διατυπώνεται στο ίδιο αυτό κείμενο.

Πριν όμως αναφερθώ στη θέση αυτή, θα ήθελα να επισημάνω το γεγονός ότι ο Κονδύλης ασφαλώς και δε νιώθει την ανάγκη να αποδείξει μέσω παραπομπών ότι το φιλοσοφικό έδαφος στο οποίο στέκεται είναι στερεό, μιας και η δημοσίευση έργων που προηγούνται –αλλά και ακολουθούν– είναι μάρτυρες της φιλοσοφικής του εμβρίθειας. Μια παρόμοια περίπτωση είναι και ο Ζίλ Ντελέζ, ο οποίος, πριν να εκδώσει τη δική του φιλοσοφία, γράφει για μια σειρά διαφορετικών στοχαστών, από τον Λάϊμπνιτς και τον Σπινόζα μέχρι τον Μπερξόν και ασφαλώς τον Νίτσε[4]. Παρόλαυτα, στο κατεξοχήν φιλοσοφικό του έργο –σε αυτό που παρουσιάζει τις δικές του απόψεις– δε φείδεται βιβλιογραφικών παραπομπών. Επομένως δε συνδέεται μονάχα με την κατακτημένη δυνατότητα του να μην παραπέμπει, η συγκεκριμένη επιλογή του Κονδύλη να μην το κάνει. Τέλος μια παρατήρηση για τον όρο μεταφιλοσοφία, πριν προχωρήσω στη συζήτηση για τη θέση αυτή καθαυτή. Ο όρος ‘μεταφιλοσοφία’ αναφέρεται στη σκέψη σχετικά με την ίδια τη φιλοσοφία, το χαρακτήρα της ως ξεχωριστού είδους σκέψης, τη μέθοδο της, το μέλλον και τη δυνατότητα φιλοσοφικής προόδου, της επίλυσης των αντιστοιχων προβλημάτων, ας πούμε του γιατί να υπάρχει κάτι αντί για τίποτα. Πρόκειται για όρο που εμφανίζεται σχεδόν αποκλείστικα στην αναλυτική παράδοση, και προφανώς έχει να κάνει με την εξειδίκευση, τον πανεπιστημιακό και ως ένα βαθμό πλέον εμπορευματοποιημένο χαρακτήρα των ιδρυμάτων αυτών, που οδηγούν σε μεγαλύτερο κατακερματισμό του αντικειμένου. Στην ηπειρωτική παράδοση ο όρος δεν απαντάται συχνά και μάλλον συνοψίζεται στην άποψη του Χάϊντεγκερ ότι όποιος φιλοσοφεί αναγκαστικά σκέφτεται και πάνω στην ίδια τη φιλοσοφία. Στην εποχή των τμημάτων που προσφέρουν όμως φιλοσοφία στη lingua franca των αγγλικών, χρησιμοποιώ τον όρο ‘μεταφιλοσοφία’ προς διευκόλυνση συνεννόησης. Ο ίδιος ο Κονδύλης ή άλλοι στοχαστές της ηπειρωτικής παράδοσης και της εποχής του, μάλλον δε θα τον χρησιμοποιούσε. (περισσότερα…)

Για την κριτική θεώρηση του Φώτη Τερζάκη

*

της ΟΛΓΑΣ ΣΤΑΘΑΤΟΥ

Κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ήτορ το τελευταίο βιβλίο του Νίκου Φούφα με τίτλο Για την ατέρμονη ανησυχία της σκέψης.[1] Πρόκειται για μια μακρά συζήτηση του συγγραφέα με τον στοχαστή Φώτη Τερζάκη και με θέμα το ευρύ φάσμα των θεωρητικών του αναζητήσεων∙ μέσα από τη συνομιλία θα προκύψει το σταθερό κριτήριο αρνητικότητας που διαπερνά την κριτική θεώρησή του. Αυτή η αρνητικότητα αρθρώνεται στον συγκρουσιακό χαρακτήρα που έχει ανακύψει μέσα από την ίδια τη βιωματική πραγματικότητα (μέσα στις κοινωνικές/πολιτικές συνθήκες μετά τη δεκαετία του 1970) και δεν αφορά το αδρανές πεδίο μιας ιστορίας των ιδεών.

Ο Νίκος Φούφας δεν είναι ένας «διεκπεραιωτικός» συνομιλητής. Διδάκτωρ φιλοσοφίας και συγγραφέας ο ίδιος φιλοσοφικών δοκιμίων —έχει δημοσιεύσει έργα του στη Γαλλία— με αντικείμενο τη σκέψη του Χέγκελ, του Μαρξ και του Λούκατς, είναι σε θέση να αποκρυπτογραφεί εις βάθος τη σκέψη του συνομιλητή του και να το ωθεί με επιδεξιότητα στον κρίσιμο κάθε φορά πυρήνα. Έτσι, έχουμε εδώ ένα είδος βιβλίου που δεν είναι τόσο συνηθισμένο στην Ελλάδα, έχει όμως μια μακρά παράδοση στη Γαλλία: φιλοσοφικές συζητήσεις με έναν γνωστό διανοητή, μέσα από τις οποίες εκτίθεται συνολικά το έργο του και σε μορφή προσιτή σε ένα κάπως ευρύτερο ακροατήριο.

«Γράφε με το αίμα σου: και θα μάθεις, ότι το αίμα είναι πνεύμα»[2] – αυτή η νιτσεϊκή επιταγή θα μπορούσαμε να πούμε ότι αφορά την περίπτωση του Φώτη Τερζάκη: η θεωρητική συγκρότησή του διαπεράστηκε από την ανυποχώρητη ένταση της βιωματικής πραγματικότητάς του, εδώ όπου οι ριψοκίνδυνες ψυχαναλυτικές διαδρομές του συναντήθηκαν με την εξ ίσου ριψοκίνδυνη πολιτική, ακτιβιστική δράση του. Η εκρηκτική σύγκλιση αυτών των πεδίων οριοθέτησε τις θεωρητικές του κινήσεις – έτσι ώστε αυτές δεν είχαν άλλο ανάχωμα παρά μόνο την αυστηρή δεσμευτικότητα (Stringenz) του εκάστοτε περιεχομένου (φιλοσοφικού, θρησκειολογικού/ανθρωπολογικού, αισθητικού). Θα μπορούσαμε πολύ συνοπτικά να πούμε ότι επίκεντρο των θεωρητικών κινήσεων του Φ. Τερζάκη είναι το μη χειραγωγήσιμο, αυτό που εκφεύγει από την εργαλειακή ορθολογικότητα, αυτό που εκφεύγει από τον υπολογισμό και τον έλεγχο στον οποίο έχει καταλήξει η σκέψη. Το επίκεντρο της σκέψης είναι το άλλο της σκέψης. Έτσι όμως εξαρχής τίθεται η αναπόδραστη συνοχή αυτού του ζεύγματος, αυτής της διαλεκτικής σύλληψης: της σκέψης μαζί με το άλλο της. Είναι τόσο αναπόδραστη αυτή η διαλεκτική σχέση που ούτε καν ως απαρχή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί∙ άλλωστε: «δεν υπάρχουν απαρχές», όπως θα πει ο Φ. Τερζάκης σε μια άλλη συνάφεια.[3] (περισσότερα…)

Ιωάννα Τσιβάκου, Προσεγγίζοντας τον Παναγιώτη Κονδύλη μέσω της έννοιας της φιλίας (από τους Σοφιστές στον Αριστοτέλη)

*

Εισαγωγικά

Το παρόν άρθρο βασίζεται σε ομιλία που εκφώνησα σε συνέδριο οργανωμένο στη μνήμη του Παναγιώτη Κονδύλη στην Αρχαία Ολυμπία, υπό την αιγίδα της Βουλής των Ελλήνων, το τριήμερο 26-28/01/2018. Ορισμένα ζητήματα που στην ομιλία δεν ήταν δυνατόν να θιχτούν, εδώ βρήκαν το κατάλληλο έδαφος για να αναπτυχθούν.

Είναι όντως δύσκολο να μιλήσεις για έναν στοχαστή του διαμετρήματος του Παναγιώτη Κονδύλη. Κινδυνεύεις είτε να εκφράσεις τον θαυμασμό σου, ο οποίος όμως δεν προσφέρει τίποτε στον αναγνώστη, είτε να περιορίσεις το εύρος της συνεισφοράς του με το να αρκεσθείς στον σχολιασμό κάποιας έννοιας ή ζητήματος στο οποίο ο ίδιος έχει επίμονα εντρυφήσει. Σ’ αυτήν την περίπτωση ο κίνδυνος είναι μεγάλος, διότι η σκέψη του Κονδύλη, παρά την ευχερή της μετάβαση από το ένα πεδίο των επιστημών του ανθρώπου και της κοινωνίας στο άλλο, εμφανίζει υψηλή συνεκτικότητα, χωρίς χάσματα, γεγονός που δεν επιτρέπει την εξεταστική απομόνωση ενός μόνον αντικειμένου από το σύνολο του έργου του. Ο λόγος της συνοχής και εμβρίθειας των γραπτών του οφείλεται κατά τη γνώμη μου στο ότι είχε από νωρίς κατασταλάξει στις οντολογικές κατηγορίες των ανθρωπολογικών, πολιτικών και κοινωνικών του αναζητήσεων, αλλά και στη συνέπεια της ακολουθούμενης από αυτόν μεθόδου έρευνας. Αμφότερες –ανθρωπολογικο-κοινωνική οντολογική θεμελίωση και μέθοδος– θα έλεγε κανείς πως επαληθεύονται κάθε φορά που ρίχνει τον ερευνητικό του φακό στη ζώσα πραγματικότητα, αναστοχαζόμενος το παρελθόν της, προσεγγίζοντας το παρόν της και προβλέποντας το μέλλον της.

Θέτοντας ο Κονδύλης στο μικροσκόπιο της ανάλυσης παράγοντες περιέργως μη ορατούς από άλλους ερευνητές, οδηγείται κατά τρόπο σχεδόν μοιραίο στην ορθότητα των προβλέψεών του. Αυτή η επαλήθευση των προβλέψεών του είναι δύσκολο να υποτεθεί πως οφείλεται στο σχεδόν άκαμπτο και γραμμικό μοντέλο των ανθρωπολογικο-κοινωνικών του προϋποθέσεων. Θα έλεγα πως οφείλεται εν πολλοίς στη διορατικότητα και στην αναλυτική δεινότητα ενός στοχαστή που είχε μελετήσει σε βάθος την αρχαία ελληνική γραμματεία, την ευρωπαϊκή ιστορία και τον δυτικό πολιτισμό, ώστε να μπορεί να διακρίνει τις μεταμορφώσεις στις οποίες ο τελευταίος είχε ήδη εξελικτικά υποβληθεί.

Μελετώντας τον Κονδύλη, συχνά διερωτώμουν μήπως η εκ μέρους του επιλογή ενός θεωρητικού υποδείγματος που οδηγούσε σε απαισιοδοξία για το μέλλον της ανθρώπινης κοινωνίας συνυφαινόταν στο βάθος με μια σκοπιμότητα για αλλαγή. Κι αυτό, διότι το αυστηρό θεωρητικό του μοντέλο, παρά τη συνοχή του, σε άφηνε να καταλάβεις πως εάν ένας από τους οντολογικούς του παράγοντες μεταβαλλόταν, τότε τα απορρέοντα από αυτό συμπεράσματα θα μπορούσαν να ανατραπούν. Πράγματι, δείχνοντάς μας ο Κονδύλης πού κατευθυνόμαστε, είναι σαν να μας προτρέπει να αλλάξουμε, έτσι ώστε το διαγραφόμενο μέλλον, άμα τη αφίξει του, να διαψεύσει τις προγνώσεις του. Γι’ αυτό και οι οντολογικές και μεθοδολογικές επιλογές του με προβλημάτισαν, όχι από σκοπιά φιλοσοφική, αλλά από μια κατά το μάλλον ή ήττον κοινωνιολογική.

Είμαι της γνώμης πως η μέθοδος που επιλέγει ένας ερευνητής για να τοποθετηθεί απέναντι στην αλήθεια του πραγματικού είναι αποκαλυπτική των βαθυτέρων πεποιθήσεων και προθέσεών του. Επίσης, πως δεν αρκεί για την αξιολόγηση και κατανόηση της διερευνητικής του μεθόδου η επαλήθευση του συνόλου των αποτελεσμάτων στα οποία κατέληξε, εγχείρημα εκ των πραγμάτων αμφίλογο λόγω της πολυπλοκότητας της πραγματικότητας και της αδυναμίας ολοκληρωτικής συλλήψεώς της. Εάν όμως το κριτικό βλέμμα επιλέξει ‒ως παράδειγμα‒ ένα μόνο αντικείμενο που αναδύθηκε από την προβληματική του και το εξετάσει σε σύγκριση με αντίστοιχες προβληματικές αναπτυγμένες στην πορεία του χρόνου από άλλους, τότε είναι σαν να βρίσκει ένα κλειδί για ν’ ανοίξει μια πόρτα που οδηγεί σε συγγενικές ή διαφορετικές μεθοδολογικές προτιμήσεις, σμιλεμένες στην πορεία του χρόνου. Μια τέτοια ευκαιρία για κριτική εξέταση μας βοηθά να κατανοήσουμε τις ρίζες της σκέψης του, το μεθοδολογικό corpus στο οποίο αυτός εντάσσεται, αλλά και τις διαχρονικές πολιτισμικές συνέπειες του εν λόγω μεθοδολογικού σώματος. (περισσότερα…)

Παναγιώτης Κονδύλης, Πώς τον υποδέχθηκαν στην Ελλάδα

*

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Κάθε φορά που κάνουμε λόγο για την υποδοχή του έργου του Παναγιώτη Κονδύλη στη χώρα όπου γεννήθηκε, ψηλαφούμε ένα πρόβλημα. Υποδοχή θα πει σχετισμός, συνάντηση. Αυτή η συνάντηση του Κονδύλη και των βιβλίων του με τους Έλληνες μελετητές του, απλούς αναγνώστες και σχολιαστές, υπήρξε εξ αρχής προβληματική, και παραμένει τέτοια ώς σήμερα, δέκα χρόνια από τον πρόωρο θάνατό του.

Λέγοντας προβληματική, δεν εννοώ ότι η σκέψη του Κονδύλη δεν δημιούργησε σχολή, ότι δεν επηρέασε κατά το μέτρο που η βαθύτητα και το βεληνεκές της θα μας επέτρεπαν να αναμένουμε. Αυτό ισχύει, αν και εν μέρει, υπάρχουν τομείς όπως οι Διεθνείς Σπουδές όπου η επίδραση του Κονδύλη είναι κάτι παραπάνω από αξιοσημείωτη. Αλλά και εκεί όπου τα πράγματα δεν έχουν έτσι, στους κόλπους της πανεπιστημιακής φιλοσοφίας λ.χ., το φαινόμενο είναι εύλογο. Εξηγείται από την ίδια την υφή και το περιεχόμενο αυτής της σκέψης, που όπως ο δημιουργός της προέβλεπε, στις απώτατες συνέπειές της μπορεί να γίνει παραδεκτή μόνο από «επαΐοντες του περιθωρίου», και συνεπώς ούτε τώρα ούτε στο προβλεπτό μέλλον είναι πιθανό να αποκτήσει εντυπωσιακό αριθμό θιασωτών.

Εξίσου λίγο έχω κατά νου τις επικρίσεις ή τις έριδες που το έργο του Κονδύλη προκάλεσε και προκαλεί. Για έναν συγγραφέα που δηλώνει ότι ξαφνιάζεται όταν συμφωνούν μαζί του, αυτού του είδους η αρνητική ενασχόληση με τις θέσεις του είναι ακριβώς η απόδειξη της δραστικότητάς τους, η μεγαλύτερη αναγνώριση την οποία μπορεί να προσδοκά. Ας μη λησμονούμε ότι ο Κονδύλης περιφρονούσε τον «διάλογο» με τη μετανεωτερική, χυδαία έννοιά του, που νερώνει τις πεποιθήσεις και υποβιβάζει τις βαθιές υπαρξιακές συγκρούσεις σε σχολαστικές θεωρητικές αψιμαχίες. Στα μάτια του οι ιδέες σήμαιναν πρωτίστως αντιπαράθεση, πολεμική, έριδα. Με την έννοια αυτή, το έργο του υπήρξε πράγματι αμφιλεγόμενο, όμως και κανείς άλλος Έλληνας φιλόσοφος δεν σχολιάστηκε και δεν συζητήθηκε τόσο τις τελευταίες δεκαετίες.

Το πιο αποθαρρυντικό στην περίπτωσή του, είναι ότι και αυτά τα επικριτικά σχόλια, οι διενέξεις που τα βιβλία του πυροδότησαν, υπήρξαν συχνά χαμηλής ποιότητας, κάποτε και εντελώς ανάξια λόγου. Οι απόψεις του όχι μόνο υπεραπλουστεύτηκαν και σχηματοποιήθηκαν για τις ανάγκες της πολεμικής –αυτό, όπως κι ο ίδιος παραδεχόταν, ήταν αναπόδραστο–, αλλά στην κυριολεξία απογυμνώθηκαν συστηματικά από ό,τι ακριβώς συνιστά την ιδιαιτερότητά τους. Το αποτέλεσμα ήταν ότι συχνά κατέληξαν αγνώριστες ή και μετέπεσαν στο διαμετρικά αντίθετό τους. Θα μνημονεύσω εν τάχει τρία τέτοια παραδείγματα.

Το πρώτο είναι η περιβόητη έννοια της αξιολογικής ουδετερότητας και η συναφής με αυτήν κονδύλεια περιγραφική θεωρία της απόφασης. Είναι γνωστό πόσο μελάνι έρευσε για τα ζητήματα αυτά. Δεν είναι παράδοξο ότι οι επικριτές του Κονδύλη πίστεψαν πως εντόπισαν εδώ ένα σημείο τρωτό και εξέθεσαν τους ενδοιασμούς τους κομίζοντας επιχειρήματα από τη διεθνή συζήτηση σχετικά. Από τον καιρό των πρώτων κοινωνικών επαναστατών το αργότερο, που διακήρυτταν σ’ όλους τους τόνους ότι σκοπός τους δεν είναι να κατανοήσουν τον κόσμο αλλά να τον αλλάξουν, ώς την περίφημη έριδα για τον θετικισμό (Positivismusstreit), πρωταγωνιστές της οποίας στάθηκαν ο Χανς Άλμπερτ και o Γιούργκεν Χάμπερμας τη δεκαετία του 1960, και από τότε ώς τις μέρες μας, το ερώτημα αν είναι δυνατή μια προσέγγιση των πραγμάτων αμιγώς περιγραφική και απαλλαγμένη από δεοντολογικές βλέψεις, δεν έχει πάψει να επανέρχεται περιοδικά στο προσκήνιο. (περισσότερα…)

Ράινχαρτ Κοσέλλεκ, Παναγιώτης Κονδύλης

*

Η ομιλία αυτή του Reinhart Koselleck (1923-2005), ομότιμου καθηγητή της θεωρίας της ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μπήλεφελντ και κορυφαίου εκπρόσωπου της μεταπολεμικής γερμανόφωνης ιστοριογραφίας, εκφωνήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2000 στο Ινστιτούτο Γκαίτε Αθηνών. Ο Κονδύλης υπήρξε μαθητής του Κοσέλλεκ την δεκαετία του 1970 και συνεργάστηκε μαζί του στο πολύτομο συλλογικό έργο: Geschichtliche Grundbegriffe. Historisches Lexicon zur politisch-sozialen Sprache in Deutschland.

~ . ~

ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ για την πρόσκληση και τα φιλικά λόγια με τα οποία προλογίσατε αυτή την εκδήλωση, που η αφορμή της είναι δυστυχώς θλιβερή. Αν γνώριζα τόσο καλά ελληνικά, όσο ο Κονδύλης γερμανικά, θα μου ήταν πολύ ευκολότερο να μιλήσω εδώ απόψε. Γιατί ο αναγνωρισμός του άλλου περνά φυσικά και από τη γλωσσομάθεια, και οφείλω να ομολογήσω ότι η σχολική μου εκπαίδευση, μολονότι περιελάμβανε τα αρχαία ελληνικά, δεν φρόντισε να με εξοικειώσει και με τα νέα. Πρέπει λοιπόν να ομολογήσω ότι αγνοώ τη γλώσσα σας και να ζητήσω συγγνώμη που σας μιλώ στα γερμανικά, ελπίζοντας ότι η μετάφραση θα είναι κατανοητή. Αν όχι, παρακαλώ να με διακόψετε, γιατί δεν θα ‘θελα να μιλώ στον βρόντο.

Ο Παναγιώτης Κονδύλης έζησε πενήντα πέντε χρόνια, από το 1943 ώς το 1998. Μια ζωή έντονη, αρκούντως μακρά για να δωρίσει σε όλους εμάς ένα έργο ικανό να μας τρέφει πνευματικά για πολύ, είτε η στάση μας είναι κριτική είτε επιδοκιμαστική απέναντί του, και ασφαλώς πρόσφορο για να παρακινεί και να γονιμοποιεί τη σκέψη μας. Αλλά η ζωή αυτή υπήρξε επίσης πολύ σύντομη αφού δεν στάθηκε αρκετή για να ολοκληρώσει ο Κονδύλης το έργο του. Η τρίτομη Κοινωνική Οντολογία που σχεδίαζε διακόπηκε μετά τον πρώτο τόμο, γεγονός που προκάλεσε σε όλους μας βαθύτατη λύπη. Χάσαμε έναν άνθρωπο που για πολλούς υπήρξε φίλος και αναντικατάστατος. Και επιπλέον μαζί του απωλέσαμε έναν ερευνητή στην ακμή της δημιουργικής του εργασίας, τα πορίσματα της οποίας, ημιτελή όπως έμειναν, όσο και να ωθούν την σκέψη μας, δεν έχουμε τη δυνατότητα να αναγνώσουμε την τελική τους διαμόρφωση. Έτσι δεν μου μένει παρά να ιχνογραφήσω το περίγραμμα ενός τεράστιου έργου, δίχως όμως την αξίωση να αποπερατώσω τον ημιτελή του κορμό.

Ποιος ξέρει ποιες κριτικές επισημάνσεις ή ποιες σαρκαστικές παρατηρήσεις θα αφιέρωνε ο Κονδύλης στο ιχνογράφημα αυτό, αν ήταν σε θέση να το πράξει. Τον βλέπω ακόμη εμπρός μου, με εκείνο το ηδονιστικό του χιούμορ, το θρεμμένο από τον χαρούμενο αυθορμητισμό, στοιχείο του Διαφωτισμού που τόσο εύρισκε της αρεσκείας του. Δεν μπορώ πια να μετρήσω τις φορές που συναντηθήκαμε στην παλιά πόλη της Χαϊδελβέργης, όμως θυμάμαι ακόμα πώς ήταν. Βρισκόμασταν με φίλες και φίλους σε οινοπωλεία ή καφενεία, δοκιμάζοντας πικάντικα εδέσματα ή εύθυμο κρασί, προκειμένου να ταιριάξουμε μετά το πέρας της καθημερινής δουλειάς τα ερωτήματα της καθημερινότητας μ’ εκείνα του κόσμου και της πολιτικής του. Οι κρίσεις του Κονδύλη ξεχώριζαν για την νηφαλιότητα και την αφυπνιστική τους επενέργεια, για τη διαύγεια των επιχειρημάτων και την τεκμηρίωσή τους, για την αδέκαστη στάση του υποστηρικτή τους που δεν δίσταζε να παίρνει ανοιχτά θέση δίχως να επηρεάζεται από τα σκαμπανεβάσματα της επικαιρότητας ή τις υπερβολές του συρμού. Έτσι οι ομοτράπεζοί του γίνονταν κοινωνοί της οξυδέρκειας και της διάνοιάς του, πράγματα που άλλωστε ανήκαν στον κοσμοπολίτικο τρόπο ζωής εξίσου με το φαγητό και το ποτό. Όμως καθένας από μας γνώριζε τι αυστηρή εργασιακή πειθαρχία είχε επιβάλλει ανέκαθεν στον εαυτό του ο Κονδύλης – μόνο που αυτή η πνευματική δραστηριότητά του τρεφόταν από τη χαρά της ζωής και των αισθήσεων. Σηκωνόταν πάντα νωρίς το πρωί για να φτιάξει στον καθαρό αέρα το ημερήσιο πρόγραμμα που με δική του πρωτοβουλία υπαγόρευε στον εαυτό του. Και πάντοτε έγραφε με το χέρι, δίχως γραφομηχανή ή υπολογιστή, γεμίζοντας σημείωμα το σημείωμα ή φύλο το φύλλο μ’ εκείνον τον τόσο ξεχωριστό γραφικό χαρακτήρα που όλοι αναγνωρίζαμε αμέσως μόλις παίρναμε στα χέρια μας τα κείμενά του. Η γραφή ήταν κατά κάποιον τρόπο γι’ αυτόν μια σωματική πράξη. Συγχωρήστε μου αυτές τις προσωπικές αναμνήσεις που μοιάζει να μην έχουν σχέση με τα ειωθότα της επιστημονικής επιχειρηματολογίας. Αλλά θα ήθελα να δείξω τούτο τουλάχιστον, ότι ο Κονδύλης δεν συνήγαγε ή παρήγαγε την βασική ανθρωπολογική του θέση ότι ο άνθρωπος αποτελεί ένα αξεχώριστο μόρφωμα βιολογικών, ψυχολογικών και διανοητικών εξαρτήσεων απλώς και μόνο διά της θεωρίας, αλλά ότι σ’ αυτήν συνοψίζονται οι εντελώς προσωπικές του εμπειρίες. Η γνωσιοκοινωνιολογικά ερεθιστική θέση του ότι οι ταυτότητες μπορούν και μεταβάλλονται ή ότι είναι δυνατόν να αντικατασταθούν βαθμηδόν, ενώ αντίθετα η πραγματική ύπαρξη ενός ανθρώπου διατηρείται, αυτή η βιωματική και εμπειρική θέση του εδράζεται σε ένα εντελώς προσωπικό επίτευγμα, στο γεγονός δηλαδή ότι ο ίδιος ούτε εγκατέλειψε ούτε μετέβαλλε πόσο μάλλον πρόδωσε ποτέ τη ύπαρξή του. Η ύπαρξή του, μιλώντας προσωπικά, στη βιολογική, ψυχολογική και πνευματική της πλέξη, ήταν πάντοτε συνειδητή, συνέπιπτε και ταυτιζόταν πάντοτε με τον εαυτό της. Τις εξωτερικές παραποιήσεις, πιέσεις ή αλλαγές ταυτότητας, όπως έχουν γίνει περίπου μόνιμο φαινόμενο στη γερμανική ιστορία, ο Κονδύλης κατόρθωσε πάντοτε να τις κρατήσει μακριά του. Η ύπαρξή του, αν μπορούμε να μιλήσουμε έτσι, δεν απείχε πολύ από την υπαρξιακή φιλοσοφία της δεκαετίας του ’50. Παρέμεινε, πολύ προτού εκείνος αρχίσει να διαμορφώνει την επιστημονική του προσωπικότητα, στον περίγυρο του Heidegger, του Plessner, του Jaspers ή του Sartre: η ύπαρξη αυτή ήταν πάντοτε σε αρμονία με τον εαυτό της. Η βιοπορία του, μ’ όλους τους βιολογικούς και σωματικούς παράγοντες που την καθόριζαν, ήταν κοινωνικά δραστική και ψυχικά ισορροπημένη, προ πάντων όμως υπέκειτο στον διαρκή έλεγχο του πνεύματος και της διάνοιάς του· αυτή η βιοπορία στάθηκε το εντελώς προσωπικό του έργο που άνοιξε το δρόμο στην ιστορική και κοινωνικοφιλοσοφική κοσμοθεωρία του. Υπάρχουν ασφαλώς λίγοι στοχαστές του λεγόμενου παρελθόντος αιώνα μας που απέκρουσαν όλες τις ιδεολογικές αξιώσεις και προκλήσεις του συρμού και της πρόσκαιρης επικαιρότητας με τόση συνέπεια όπως ο Παναγιώτης Κονδύλης. Η προσωπική του ύπαρξη ήταν ή ίδια του η ταυτότητα, για να χρησιμοποιήσω δυο όρους που μας επιτρέπουν να συλλάβουμε τη μοναδικότητά του. (περισσότερα…)

Παναγιώτης Κονδύλης, Ένας κλασσικός

*

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

I.

Απ’ τους καιρούς του Γιόχαν Γιόαχιμ Βίνκελμαν τουλάχιστον, τα χαρακτηριστικά του κλασσικού μοιάζει να έχουν μια για πάντα δοθεί. Στάση ενατενιστική, λόγος διαυγής και απροσωπόληπτος, σαφής διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού, νηφαλιότητα, και μια διάθεση που ρέπει προς το λογικό μάλλον παρά προς το θυμικό των πραγμάτων. Αυτή τη στάση κι αυτή τη διάθεση, που ανατρέχει απ’ ευθείας στην ελληνορρωμαϊκή αρχαιότητα και εμπνέεται από εκείνην, ο Παναγιώτης Κονδύλης την ενστερνίστηκε από νωρίς. Σ’ ένα από τα τελευταία του κείμενα αναγνώρισε expressis verbis την οφειλή:

Θεωρώ την εντρύφησή μου στα κλασσικά γράμματα ως ένα από τα μεγάλα ευτυχήματα και τα αναντικατάστατα ερείσματα της πνευματικής μου συγκρότησης. (…) Γλώσσες [όπως οι κλασσικές], όπου τα περιγράμματα των λέξεων και των φράσεων δεν τα θολώνουν τα -γόνιμα ή άγονα, αδιάφορο- νεφελώματα του νεώτερου υποκειμενισμού, μοιάζουν με κυκλώπεια τείχη χτισμένα με ξερολιθιά, με οφθαλμοφανείς τις αρμοδεσιές και χειροπιαστά τα ερείσματα, με αδρές τις αντιστοιχίες ανάμεσα στο σημαίνον και στο σημαινόμενο, στο πελέκημα του λόγου και στη λάξευση του στοχασμού. Η σαφήνεια και η απλότητα δεν είναι εδώ αιτήματα προβαλλόμενα εκ των έξω, αλλά απόρροια και κριτήριο εσωτερικού βάθους. (Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης, 1998, σ. 64-65)

Ωστόσο εκτός απ’ αυτήν την κλασσικότητα του έργου, την «ευγενή απλότητα και το γαληνό μεγαλείο» της, υπάρχει και μια άλλη εκδοχή του κλασσικού, η οποία θυμίζει περισσότερο την περίπτωση ενός Γκαίτε παρά εκείνην ενός Σοφοκλή: η κλασσικότητα του βίου ως συνειδητή επιλογή και υπαρξιακή απόφαση. Όπως εύστοχα ειπώθηκε, κάθε ζωή βιωμένη σύμφωνα μ’ ένα συνεκτικό, περιεκτικό και αδρό περίγραμμα είναι ζωή κλασσική. Τέτοιες βιογραφίες μοιάζουν κάπως με τους ήρωες των Bildungsromane: τείνουν προς ένα τέλος, προς έναν σκοπό. Και μ’ αυτήν επίσης την έννοια οι προτιμήσεις του Κονδύλη στάθηκαν κλασσικές. Ιδωμένη εκ των υστέρων η πνευματική του εξέλιξη μοιάζει με τα κύματα που προκάλεσε στο νερό το ρίξιμο μιας πέτρας: αλλεπάλληλοι, όλο και ευρύτεροι κύκλοι γύρω από ένα νοητό και απόλυτο κέντρο. Τίποτα δεν στάθηκε ικανό να κλονίσει αυτή την εξωτερικά τόσο γεωμετρημένη vita contemplativa. Με μιαν αυστηρότητα που φτάνει στα όρια του ασκητισμού και μια μεθοδικότητα που φαντάζει ενίοτε σαν εμμονή, οι κύκλοι πληθαίνουν και πλαταίνουν ολοένα, όμως το κέντρο παραμένει απαρασάλευτο. Συνθέσεις που για ανθρώπους λιγότερο φιλόδοξους θα αποτελούσαν καύχημα ζωής, για τον Κονδύλη δεν ήταν παρά σταθμοί προς τον απώτερο στόχο. Και από τούτη τη βιοπορία τίποτα δεν στάθηκε ικανό να τον εκτρέψει. Ούτε η αλλαγή γλώσσας και περιβάλλοντος, ούτε η απορριπτική στάση των ακαδημαϊκών θεσμών απέναντί του, ούτε η κατάδηλη ασυμμετρία των θεμάτων και των ενδιαφερόντων του προς τα κρατούντα της εποχής. (περισσότερα…)

Ἡ ἀσκητική τῆς πολιτικῆς ὑποχρέωσης τοῦ πολίτη

 platstatue

*

Μὲ ἀφορμὴ τὸ ἀπόσπασμα 480 a-d τοῦ πλατωνικοῦ Γοργία

τοῦ ΦΩΤΗ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

~  ~  ~

Ἡ ἑλληνότροπη ἐκδοχή ὡς καθρεφτης

Ἡ ἀρχαία ἑλληνική ἐκδοχή τῆς ὑποχρέωσης, ὅπως τήν ἐμβρυουλκοῦμε ἀπό τόν πλατωνικό Γοργία, ἔχει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, διότι ἡ σύγχρονη νεοελληνική ματιά θά ἀναγνώριζε σέ αὐτή ὅ,τι σήμερα καλοῦμε διαβολή, προδοσία. Τό πλατωνικό κείμενο λειτουργεῖ σάν καθρέφτης αὐτογνωσίας, ὁ ὁποῖος μᾶς βοηθᾶ νά κοιταχτοῦμε στόν κλασσικό ἑαυτό μας. Μία τέτοια ἐνέργεια ἀπαιτεῖ θάρρος καί ἐσωτερική ἑτοιμότητα, ἀφοῦ στή θέα τοῦ εἰδώλου θά μᾶς ζητήσουμε αὐτοκριτική καί τελικά ἀλλαγή. Ὅ,τι ὅμως καθεφτίζεται στό κλασσικό ἐπενδύει στό μέλλον, ἄρα ἡ διαδικασία δέ γίνεται εἰς μάτην καί δέν σχετίζεται ἐπ΄οὐδενί μέ μία κοντόφθαλμη καί μικρόψυχη ἀρχαιολαγνεία.

Τό κείμενο

Τό πλατωνικό ἀπόσπασμα στό ὁποῖο θά ἀναφερθοῦμε εἶναι τό 480 a-d τοῦ διαλόγου Γοργίας. Ὁ Σωκράτης ἀπευθυνόμενος στόν Πῶλο παρατηρεῖ ὅτι ἡ διάπραξη μιᾶς ἀδικίας δέν πρέπει νά ἀποκρύπτεται καί νά μένει ἀτιμώρητη, ἀλλά αὐτός πού τήν διαπράττει ἤ αὐτός πού ἀντιλαμβάνεται κάποιον ἄλλον νά τήν διαπράττει, νά σπεύδει μέ τήν θέλησή του (ἑκόντα ἰέναι) στή δικαιοσύνη, ὅπως σέ γιατρό, πρός θεραπεία τοῦ κακοῦ τῆς πόλεως ἄλλά καί τῆς ψυχῆς. Ὁ Σωκράτης δηλαδή προτρέπει αὐτόν πού ἔχει ἀδικήσει ἤ κάποιον ἄλλο πού παρατηρεῖ νά ἀδικεῖ, ἀκόμα καί ἄν πρόκειται γιά συγγενῆ ἤ φίλο, μή ἀποκρύπτεσθαι ἀλλ΄ εἰς τό φανερόν ἄγειν τό ἀδίκημα, γιά νά δικαστεῖ (δῷ δίκην) καί νά θεραπευτεῖ (ὑγιής γένηται). Ἐπιμένει μάλιστα ὅτι ὁ ἄδικος ὀφείλει νά ἀναγκάζει τόν ἑαυτό του (ἀναγκάζειν τέ αὑτόν) καί τούς ἄλλους πού ἀδικοῦν νά μήν δειλιάζουν (καί τούς ἄλλους μή ἀποδειλιᾶν), ἀλλά νά τούς προσφέρει μέ σταθερή θέληση καί ἀνδρεία (ἀλλά παρέχειν μύσαντα εὖ καί ἀνδρείως) ἐνώπιον τοῦ νόμου, σάν σέ γιατρό πού χειρουργεῖ καί καυτηριάζει (ὥσπερ τέμνειν καί κάειν ἰατρῷ), ἐπιδιώκοντας τό καλό καί τό ὄμορφο (τό ἀγαθόν καί καλόν διώκοντα), ἀνεξάρτητα ἀπό τούς πόνους (μή ὑπολογοζομένου τό ἀλγεῖον).

Ἀπόπειρα  ἑρμηνείας

Ἡ νεοελληνική ματιά σίγουρα θα δυσκολευτεῖ νά διακρίνει τόν ἐνάρετο καί δίκαιο στήν παραπάνω περιγραφή τοῦ φιλοσόφου. Εἰδικά στή φράση μύσαντα εὖ καί ἀνδρείως, ἡ λέξη «ρουφιανά» ἤ προδοσία θά ἀπέδιδε γιά πολλούς νεοέλληνες καλύτερα τό περιεχόμενο μιᾶς τέτοιας πράξης. Μέ δεδομένο πάντα ὅτι τό κείμενο ἀναφέρεται σέ μία ἄλλη ἐποχή, σέ ἄλλο κοσμοείδωλο, ἡ δυναμική του δέν παύει νά εἶναι διαχρονική καί νά συμβάλλει τά μέγιστα στήν ἀποκρυστάλλωση πανανθρώπινων ἀξιῶν. Δέν συναντᾶμε στό λόγο τοῦ Σωκράτη σίγουρα τήν καντιανοῦ τύπου νεώτερη ἠθική συνείδηση, ἄν καί σ΄ αὐτή τήν περίπτωση ἡ ρίζα εἶναι πάλι ὁ Πλάτων μέ ἐνδιάμεσο σταθμό τή στωική φιλοσοφία, ἀλλά τή λογική διευθέτηση μιᾶς κατάστασης, ὄχι αὐτιστικά γιά χάρι τῆς ἴδιας τῆς λογικῆς, ἀλλά χάρι τῆς ἐσωτερικῆς ἰσορροπίας τοῦ ἀτόμου (ἵνα μή ἐγχρονισθέν τό νόσημα τῆς ἀδικίας ὕπουλον τήν ψυχήν ποιήσει καί ἀνίατον) καί τῆς κοινότητος. Τό λογικό ἔρεισμα τῆς αὐτοκριτικῆς τῆς ἀτομικῆς πράξης πού διδάσκει ὁ Σωκράτης, μετασχηματίζεται σέ δυναμικό φορέα ἔγνοιας καί φροντίδας τοῦ ἴδιου καί τῶν ἄλλων, μέ τό συναίσθημα νά ὑφίσταται καί νά αἰμοδοτεῖ τή ζωή, ἀλλά χωρίς νά κυριαρχεῖ…μή ὑπολογιζομένου τό ἀλγεῖον. Ὡς λογική ὑπαγόρευση, ἡ ὑποχρέωση ἀποκτᾶ καθολική ἰσχύ, καί γιά αὐτό καθῆκον ἀδιαπραγμάτευτο γιά ὅλες τίς εὐνομούμενες κοινωνίες. Ἡ σύσταση πρός αὐτόν πού θεραπεύει τό πρόβλημα εἶναι αὐστηρή και καλεῖ σέ ὑπέρβαση τοῦ θυμικοῦ, ὥστε νά μή θολώσει τό εὐγενές καί ἀνώτερο τῆς σκέψης. Δέν εἶναι τυχαῖο, ὅτι ὁ Σωκράτης ἐπιδιώκει τήν λογική ἀφύπνιση τοῦ ἄδικου ἀνθρώπου, ξεκινώντας ἀπό τή σχέση μέ τόν ἑαυτό του καί μέ τούς οἰκείους του. Ὁ φιλόσοφος γνωρίζει, ὅτι ὁ ἑαυτός, οἱ φίλοι καί οἱ συγγενεῖς καθιστοῦν τόν πολίτη εὐάλωτο, διότι ὁ συσχετισμός μαζί τους, διά τοῦ θυμικοῦ ἀποκλειστικά καί μόνο, ἀφήνει τό λογικό μετέωρο καί καθιστᾶ τίς σχέσεις εὐόλισθες σέ ὑπαρξιακά ἀδιέξοδα. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι στό ἀπόσπασμα τοῦ Γοργία ἡ παραίνεση τοῦ Σωκράτη γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς δικαιοσύνης ξεκινᾶ ἀπό τήν ἀνάγκη μεταστροφῆς τοῦ ἑαυτοῦ (ἀναγκάζειν τέ αὑτόν), καί ὕστερα συνεχίζει στούς ἄλλους, συν-πολίτες καί οἰκείους. Ὅποιος λοιπόν θά θελήσει μέ ὑπευθυνότητα καί ἀποφασιστικότητα νά ἐπαναφέρει κάποιον στήν τάξη (παρέχειν μύσαντα εὖ καί ἀνδρείως), ὀφείλει νά ξεκινήσει ἀπό τήν δική τοῦ ἀτομική ἀλλαγή, ἡ ὁποία ἔγκειται στήν αὐτο-κριτική του (αὐτόν πρῶτον ὄντα κατήγορον καί αὑτοῦ…), στήν αὐτογνωσία του. Μέ τόν τρόπο αὐτό, ἡ παρατήρηση τοῦ Σωκράτη στόν Πῶλο γιά ἄμεση ἀποκατάσταση τῆς διακαιοσύνης ἀποκτᾶ παιδαγωγική καί ἠθική ἀξία, χωρίς νά ἐξαντλεῖται στήν τυπική τήρηση τοῦ νόμου. Ἔτσι, ἀκόμα καί ἄν δέν πρόκειται γιά ἠθική συνείδηση μέ τήν ἔννοια τῶν νέων χρόνων, εἶναι βέβαιο ὅτι ἀποτελεῖ πρωτόγνωρη γιά τά δεδομένα τῆς ἐποχῆς ὁριοθέτηση ἐνεργειῶν τοῦ ἑαυτοῦ καί χάραξη ἠθικοῦ-ἐσωτερικοῦ πεδίου μιᾶς οἱονεί συνειδητότητας. Κατά κάποιο τρόπο, ἡ ἐσωτερικότητα ἐκβιάζεται ἀπό τήν παντοδυναμία τῆς λογικῆς ἐπέμβασης τοῦ ἀτόμου πρώτα στήν πολιτική συμπεριφορά τοῦ ἑαυτοῦ του καί ὕστερα τῶν ἄλλων καί δή τῶν οἰκείων. Μέσα ὅμως ἀπό τόν μετασχηματιστή τῆς ἐσωτερικῆς διαδικασίας τοῦ αὐτοελέγχου, ἡ λογική ἐπέμβαση γιά τήν πολιτική τάξη γίνεται πολισμική ἀξία. Μήπως πρέπει καί ἐμεῖς ὡς νεοέλληνες νά ἀσκηθοῦμε στήν ἀπόκτηση τῆς ἐσωτερικῆς τάξης γιά νά κατανοήσουμε τήν πολιτική ὑποχρέωση ὡς ἀξία ἤ μᾶς φοβίζει ἀκόμα ἡ ἔννοια τῆς ὑποχρέωσης καί ἄν ναι, γιά πιό λόγο;

Ἔχοντας πάντα κατά νοῦ τήν πλατωνική κίνηση-σύλληψη σχετικά μέ τήν δέουσα ἀντίδραση τοῦ πολίτη ἀπέναντι στό ἄδικο καί μέ δεδομένο τό διαφορετικό άνθρωπολογικό μοντέλο τοῦ ἀνθρώπου τῶν κλασσικῶν χρόνων, μποροῦμε νά προβληματιστοῦμε γιά τήν σύγχρονη Ἕλλάδα. Ἡ «ἀπόπειρα ἑρμηνείας» ὅμως πού προηγήθηκε διεύρυνε τό πεδίο τοῦ προβληματισμοῦ, γεγονός πού μᾶς ἀναγκάζει νά τό φωτίσουμε γιά νά συντονιστοῦμε μέ τήν ἐποχή μας. Ἄρα, ὅ,τι θά ἀκολουθήσει ἀποτελεῖ οὐσιαστικά προέκταση τῆς ἑρμηνείας μέ μιά φαινομενική ἀπομάκρυνση ἀπό τό κείμενο. Ἀπώτερος στόχος εἶναι νά κατανοήσουμε, ὅτι ὅσο ψάχνουμε καί ἐπιμένουμε νά βρίσκουμε, ὡς ἄτομα καί ὡς ἔθνη, ἐχθρούς ἔξω ἀπό ἐμᾶς θά βρισκόμαστε μόνιμα στίς ὑποσημειώσεις τῆς σύγχρονης ἱστορίας καί ἴσως ὄχι μέ τις καλύτερες ἀναφορές. Ἡ ἑλληνική σκέψη διέπρεψε ἐπειδή ἐκανε λόγο, στό βαθμό πού ἀνθρωπολογικά μποροῦσε, γιά τόν ἔλεγχο καί τήν ἐπιμέλεια τοῦ ἑαυτοῦ.

Μέ πεδίο προβληματισμοῦ τό σήμερα

Ἀπό τήν στιγμή πού ὡς πολίτες ἔχουμε διακρίνει τά πολιτικά δικαιώματα ἀπό τίς ὑποχρεώσεις, εἶναι κρίσιμο νά σταθοῦμε στό θέμα τῶν ὑποχρεώσεων. Δέν πρόκειται γιά ἀξιολογική προτίμηση ἤ διάκριση, ἀλλά γιά ἀγωνία ἐπένδυσης στό πεδίο πού προκρίνει τήν ἀτομική προσπάθεια, τήν στιγμή πού πανθομολογουμένως ὡς ἔθνος δυσκολευόμαστε βασανιστικά γιά τήν ἐκπλήρωση τῶν ὑποχρεώσεών μας ἀπέναντι στό κράτος. Ὁ προβληματισμός δέν γεννήθηκε ἀπό τήν δυσκολία ἀποπληρώσεις τῶν χρεών – φόρων τῶν πολιτῶν τήν συγκεκριμένη δύσκολη οἰκονομική περίοδο στή χώρα μας, πού συνειρμικά θά μποροῦσε νά σκεφτεῖ κανείς, ἀλλά ἀπό τήν παρατήρηση μιᾶς γενικότερης ἐσωτερικής δυσκαμψίας σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τά πολιτικά μας καθήκοντα ἐν γένει. Ἡ προβληματική τῶν πολιτικῶν ὑποχρεώσεων μπορεῖ κάλλιστα νά λειτουργήσει ὡς καθρέφτης αὐτογνωσίας γιά μιά κοινωνία καί τά μέλη της. Κεντρικό ζήτημα σέ μία συζήτηση γιά τούς πολίτες καί τίς ὑποχρεώσεις τους εἶναι, ἤ θά ἔπρεπε νά εἶναι, ἡ ἐσωτερική ἐνεργοποίηση τοῦ πράττοντος, τοῦ ἀτόμου, μέ στόχο τόσο τήν δημιουργική καί ἀνατατική σχέση μέ τόν ἑαυτό του ὅσο καί τήν ἁρμονική συνύπαρξη μέ τούς ἄλλους σέ μία πολιτισμένη κοινωνία. Εἶναι σημαντικό νά γίνει κατανοητό, ὅτι κάθε κοινωνικό φαινόμενο, ὅπως εἶναι οἱ ὑποχρεώσεις τῶν πολιτῶν, συνιστᾶ ἀποτέλεσμα ἐσωτερικῶν ζυμώσεων στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων ἤ διαφορετικά, τά γεγονότα πρέπει νά ἀνάγονται στά βιώματα καί στίς ἐσωτερικές πολιτισμικές ἐγγραφές τῶν πραττόντων προκειμένου νά κατανοηθοῦν ὡς κοινωνικό γεγονός. Ἡ σχέση τοῦ κάθ΄ ἑνός μέ τίς ὑποχρεώσεις του σέ μιά πολιτεία φανερώνει τήν ποιότητα σχέσης τοῦ πολίτη μέ τόν ἑαυτό του καί τό αἴσθημα εὐθύνης ἀπέναντι στόν ἄλλο.

Γιατί ὅμως εἶναι κρίσιμο νά ἐπιμείνουμε στίς ὑποχρεώσεις; Ἡ κρισιμότητα ἔγκειται στήν ἀποσαφήνιση τῆς διαστρεβλωμένης ἄποψης πού ἔχουμε σχετικά μέ τόν τρόπο προέλευσης τῶν ὑποχρεώσεων. Δέν θά  ἐπιδιώξουμε βέβαια ἱστορική ἀναδρομή ἀλλά προσπαθοῦμε νά προβληματιστοῦμε ἐπί τοῦ θέματος, μέ ἀφορμή τό παραπάνω ἀπόσπασμα ἀπό τόν Γοργία τοῦ Πλάτωνα. Προσεγγίζοντας τήν ἑλληνότροπη ἔννοια τῆς ὑποχρεώσης, ὅπως αὐτή διάφαίνεται στό πλατωνικό ἔργο, θά ἀντιληφθοῦμε πόσο ἄδικοι εἴμαστε μέ τόν ἐθνικό ἑαυτό μας, ἀλλά καί πόσο ἀπέχουμε ἀπό τά εὐγενῆ στοιχεῖα τῆς παράδοσής μας. Ἄδικοι, διότι τό καθῆκον γιά προσφορά καί προστασία τοῦ καθολικοῦ ὀνομάζεται νεοελληνικά «ρουφιανιά». Ἄν κάποιος δηλαδή κάνει λόγο γιά τίς ὑποχρεώσεις τοῦ πολίτη καί προτρέπει ἤ παρακινεῖ ἄλλους νά πράξουν τά δέοντα, θεωρεῖται αἰθεροβάμων, προδότης ἤ ἀκόμα καί ἐγκάθετος τοῦ κράτους. Ὁ λόγος τῆς γενικευμένης αὐτῆς παραδοξότητας ἔγκειται στή στάση μας ἀπέναντι στό κράτος. Ἡ σχέση μας μέ τό κράτος, τό γενικό, εἶναι ἐχθρική – συγκρουσιακή, γιατί ἀποκαλύπτει τήν ἀντι-κειμενοποίηση τοῦ λογικοῦ ἐλλείματος μας. Ἀφαιρώντας αὐθαίρετα τό λογικό καί ἠθικό πλαίσιο τῆς πολιτικῆς ὑποχρέωσης, εὔκολα οἱ χαρακτηρισμοί ἀντικαθιστοῦν τήν οὐσία, τό μερικό καί ἐπιφανειακό ἐκτοπίζει τό καθολικό καί οὐσιῶδες. Ὁ λόγος λοιπόν γίνεται γιά τό ἀτομικό κατόρθωμα στό συλλογικό ἐπίπεδο. Ἡ ἐνέργεια τῆς ὑποχρέωσης παράγεται στό βαθμό κατανόησης τῆς διαλεκτική τῶν δύο αὐτῶν πόλων, ἀτομικοῦ-συλλογικοῦ.

Ἡ ὑποχρέωση ὡς πολιτισμός

Πέρα καί πάνω ἀπό ὅλα πολιτισμός εἶναι ὅ,τι μᾶς παρέχει τήν δυνατότητα νά ὑπερβαίνουμε τήν ὑλική βαρύτητά μας. Ἡ δημιουργία τῆς πόλεως, τό θέατρο καί πάνω ἀπό ὅλα ἡ φιλοσοφία, καθιστοῦν τόν ἄνθρωπο ἱκανό νά στοχεύει πέραν τοῦ χρονικά στιγμαίου ἐνστίκτου του. Κάτι τέτοιο βέβαια σημαίνει προσπάθεια, μόχθο καί ἀναμέτρηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό πνεῦμα του, ἀνακάλυψη τῶν ὁρίων καί κατανόηση τῶν δυνατοτήτων του, ἐκλέπτυνση τῆς ψυχῆς ἤ μέ μία λέξη πολιτισμός. Πολιτισμός λοιπόν ἐπιπλέον εἶναι ὁ ἐκκεντρισμός τῆς ἀτομικῆς προσπάθειας στό συλλογικό ἐπίπεδο μέ ἀπώτερο στόχο τό εὖ ζῆν. Στό στοίχημα τοῦ πολιτισμοῦ, ἡ ὅποια ἀτομική ἐνέργεια, διανοητική καί καλλιτεχνική, μορφώνεται λογικά προκειμένου νά διεκδικήσει καθολικότητα, νά ἀξιωθεῖ ὡς προσφορά σέ μία πρόταση ζωῆς ἐντός τῆς κοινωνίας. Σέ πολιτικό ἐπίπεδο, ἡ ἔννοια τῆς ὑποχρεώσης φαίνεται νά ἀνταποκρίνεται στήν παραπάνω περιγραφή τῆς ἀτομικῆς ἐνέργειας, ὡς ἐσωτερικῆς μορφῆς, μέ στόχο τήν ποιοτική ἀναβάθμιση τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Ἄρα, ὁ σεβασμός στήν ἐκπλήρωση τῶν ὑποχρεώσεών μας ἀποτελεῖ χειρονομία πολιτισμοῦ. Ὁ πολιτισμός μέ αὐτόν τόν τρόπο λειτουργεῖ ὡς ὁδοδείκτης πνευματικῶν ἐπιλογῶν ἐντός τῆς πραγματικότητας, ἐμπλουτίζοντας τή ζωή τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου-πολίτη. Ἄς μή λησμονοῦμε ὅτι, δομικό στοιχεῖο τοῦ πολιτισμοῦ, ὄχι τῆς κουλτούρας καί τῶν παραδόσεων, εἶναι νά κομίζει δυναμικά παραδείγματα καθολικῆς ἀποδοχῆς, τά ὁποία ἐσωτερικευμένα ἀπό τίς κοινωνίες, μετασχηματίζονται σέ ἀξίες. Κάτι τέτοιο ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ ὅσους κατανοοῦν ὡς πολιτισμό καί πνευματική πρόοδο τά στατικά μιμήματα συμπεριφορῶν ἑνός ἔνδοξου παρελθόντος. Σέ αὐτό τό πλαίσιο, ἡ ἔννοια τῆς ὑποχρέωσης συνιστᾶ κατεξοχήν πολιτισμό, διότι προϋποθέτει ἐκλέπτυνση πνεύματος, ἄρα ἀτομική προσπάθεια, καί ἔγνοια γιά τόν συνάνθρωπο ἄρα πρόταση ζωῆς σέ καθολική προοπτική.

Λογική προϋπόθεση καί ἐσωτερική ἄνοιξη

 Προϋπόθεση γιά τήν ἀνάδειξη τῆς ὑποχρέωσης ὡς ἀξίας ἀποτελεῖ ἡ ἐξάσκηση τοῦ πολίτη στίς ἀρχές τῆς λογικῆς, προκειμένου νά μορφώνει καί νά ἀνα-δια-μορφώνει συνεχῶς τόν ἐσωτερικό του κόσμο. Ἡ ὑποχρέωση μέ τόν τρόπο αὐτό ἀποκτᾶ σταθερό καί ἐμμενές πλαίσιο νοηματοδότησης καί συνεχή ἐπαφή μέ τήν πραγματικότητα, χωρίς ὅμως νά ἐξαντλεῖται στίς λογικές προκείμενες μιᾶς στατικά καθολικῆς παραδοχῆς. Δικλείδα ἀσφαλείας, προκειμένου ἡ ἐσωτερική μορφή νά μήν   ἀλλοιωθεῖ σέ διανοητικισμό καί στεῖρο ὀρθολογισμό, ἀποτελεῖ ἡ ἐξασφάλιση τῆς ἐσωτερικῆς κινητικότητας τοῦ ἀτόμου πού ἀναζητᾶ νοήματα καί ὄχι ἁπλά λύσεις. Ἡ λογική ἔτσι γίνεται τό μεγάλο ὅπλο τοῦ πολίτη, ἀλλα ὄχι ὁ σκοπός του. Ὡς σκοπός ἡ λογική, μπορεῖ εὔκολα νά ὁδηγήσει στήν ἀνάπτυξη μηδενιστικῶν γιά τήν ὕπαρξη ἐπιλογῶν καί λύσεων. Ἄν τό μέσο-λογική γίνει σκοπός, τότε οἱ μηδενιστικές τάσεις θά συντρίψουν τήν τρυφερότητα τοῦ αἰσθήματος, συντελεστής ὑπό προϋποθέσεις σημαντικότατος καί ζωογόνος γιά τήν κατανόηση τῆς  πολιτικῆς ὑποχρέωσης ὡς πολιτιστικῆς χειρονομίας. Ἀντίθετα, ἡ λογική ὡς μέσο ἐξασφαλίζει τήν ἐν ἀτρεμεῖ ἐπαφή τοῦ πολίτη μέ τό ἐνθάδε καθώς καί τό κοινό πεδίο συνεννόησης τῶν πολιτῶν μεταξύ τους. Στόχος μιᾶς τέτοιας διαδικασίας εἶναι νά ἐπιτευχθεῖ ἡ κατασκευή τῆς μήτρας, πού θά γεννήσει τήν κατανόηση τῆς ὑποχρεώσης ὡς ἀξίας. Ἡ μήτρα αὐτή νοήματος δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τόν διαρκῆ ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ. Στήν ἐνεργῆ σχέση μέ τόν ἑαυτό του ὁ ἄνθρωπος κτίζει νοήματα, δημιουργώντας χώρους ὑποδοχῆς γιά τήν αὐθεντική διάσταση τόσο τήν δική του ὅσο καί τῶν ἄλλων. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ λογική σταματᾶ νά εἶναι ἀτροφική καί ὁ ἐσωτερικός ἄνθρωπος παύει νά εἶναι ἀποκλεισμένος ναρκισσιστικά στό ἐγώ του. Αὐτό τό ὁποῖο λοιπόν γεννᾶ τήν ἀξία τῆς ὑποχρεώσης ἤ τήν ὑποχρέωση ὡς ἀξία, εἶναι ἡ στροφή τοῦ ἀνθρώπου μέσα του.

Ἡ ὑποχρέωση ὡς σχέση μέ τόν ἑαυτό

Θεωροῦμε ὅτι ἡ ἔννοια τῆς ὑποχρέωσης εἶναι μονόπλευρα συνδυασμένη  μέ τήν προτεσταντική μεταφυσική. Ἴσως τότε νά συστηματοποιήθηκε σέ ἕνα συγκεκριμένο πλαίσιο, ἀλλά ἀποτελεῖ σέ κάθε περίπτωση, καί πιθανόν πάνω ἀπ΄ ὅλα, λογική κατασκευή καί ὑπαγόρευση. Ἐπίσης, λόγω τῆς σύνδεσής της μέ τήν χριστιανική πίστη, κυρίως στόν δυτικό πολιτισμό, ἡ ἔννοια τῆς ὑποχρέωσης γίνεται ἀντιληπτή ὡς καταναγκαστικό ἔργο καί ἔκτιση ποινῆς γιά μιά μεταφυσική ἐκκρεμότητα. Πρέπει νά γίνει σαφές στό συλλογικό ὑποσυνείδητό μας, ὅτι ἐκτελώντας τίς ὑποχρεώσεις μας δέν κατευνάζουμε τό μένος μιᾶς ἀνώτερης ἐξωκοσμικῆς δύναμης καί δέν ἐξαγοράζουμε κανένα παράδεισο. Ταυτόχρονα, καί πηγαίνοντας στό ἄλλο ἄκρο, ἀρνούμενοι νά ἐκπληρώσουμε τίς ὑποχρεώσεις μας ὡς πολίτες, πιστεύουμε ἐσφαλμένα ὅτι ἐκδικούμαστε τό κράτος, χωρίς νά καταλαβαίνουμε ὅτι οὐσιαστικά πληγώνουμε τόν ἑαυτό μας. Σύμφωνα μ΄ αὐτή, τήν πιό «ἀνατολίτικη» λογική, ἡ πραγματικότητα, τό ἐνθάδε, ἀξιολογεῖται ἀρνητικά ὡς συνθήκη προσωρινοῦ ἀποκλεισμοῦ ἀπό κάτι μεταφυσικά ὑψηλότερο. Στόν ἐγκλωβισμό τῆς  ἐσωτερικῆς συνθήκης πού ὑποτιμᾶ τήν πραγματικότητα, τό φαντασιακό αυτονομεῖται μέ αποτέλεσμα ὁ πολίτης νά ὁδηγεῖται σέ συμπεριφορές παράλογες καί ἀνεύθυνες. Προσπαθοῦμε νά καταστήσουμε σαφές, ὅτι ἀποδεσμεύοντας τίς πολιτικές ὑποχρεώσεών μας ἀπό τίς θρησκευτικές ἐγγραφές, τίς ὁποῖες κατανοοῦμε εἴτε ὡς ἀποπλήρωση προϊστορικοῦ χρέους, εἴτε ὡς ἀδιαφορία γιά τήν πραγματικότητα, μποροῦμε νά τίς καταλάβουμε (τίς ὑποχρεώσεις) ὡς ἄξία. Ἀκόμα καί ἄν οἱ μεταφυσικές ἐγγραφές δέν εἶναι πάντα συνειδητές, ἡ ἐπιρροή τους στήν συμπεριφορά μας εἶναι καταφανής μέσα ἀπό τίς νοοτροπίες, τήν ἀσύνειδη, μονοκόμματη καί ἀσφυκτικά φορμαρισμένη κίνηση τοῦ νοῦ. Ἡ παραπάνω προσέγγιση ἀποτελεῖ ἴσως τήν πιό χαρακτηριστική ἐκδοχή τῆς ἀποδέσμευσης τοῦ ἐγώ ἀπό τό ἐμεῖς. Ἡ ἐν λόγω ἀποδέσμευση πρέπει νά γίνει κατανοητή ὄχι μέ διάθεση συγκρουσιακή, ἀλλά μέ πρόθεση νά διαφανεῖ ἡ ἀνάγκη γιά ἐσωτερική τάξη, ὥστε τό ἐγώ νά κατανοεῖ τή δομή του καί τό πεδίο τῶν κινήσεών του. Σέ αὐτό πλαίσιο, ἡ ἀξιακή κατανόηση τῶν ὑποχρεώσεών μας ἀποκαλύπτει τή βαθύτερη σχέση μέ τόν ἑαυτό μας. Μέ αὐτό τόν τρόπο, ὁ σεβασμός τῆς ἐκπλήρωσης τῆς ὑποχρεώσης ἀποτελεῖ σημαντικό πεδίο ἄσκησης γιά ὅλους, καί ὄχι μόνο γιά τούς λίγους καί ἐν ἐρήμω ἀπομεμακρυσμένους. Τό λογικό ἔρεισμα τῆς ἀξίας τῆς ὑποχρεώσης τήν καθιστᾶ δυνατή νά ἀποκτηθεῖ ἀπό ὅλους ἀδιακρίτως.

Συντάσσοντας τό διά ταῦτα

Προσπαθήσαμε νά δείξουμε, ὅτι ἡ ἄσκηση τῶν πολιτῶν στήν ἐκπλήρωση τῶν πολιτικῶν τους ὑποχρεώσεων, μέ λογικά κριτήρια καί ἐσωτερική ἑτοιμότητα, ἀποτρέπει τίς μηδενιστικές δυνάμεις τοῦ ἀτομικισμοῦ καί τοῦ ὠχαδελφισμοῦ ἀπό τό νά διαβρώνουν τήν πολιτική-κοινωνική πραγματικότητα. Ἡ ἀποτροπή συνίσταται στήν κατανόηση τῆς πολιτικῆς ὑποχρέωσης ὡς ἀξίας.

///

***