εκκλησία

«Θα πεθάνει αμετανόητος!» Ο Αναστάσιος και οι οφφικιάλιοι του Φαναρίου

*

Για την προσωπικότητα, το έργο, την ακούραστη ανιδιοτέλεια του κοιμηθέντος Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου (Γιαννουλάτου, 1929-2025), αλλά και για την συνεχή προσφορά των χαρισμάτων του στους ανθρώπους αντί για την ατομική τους χρήση, περιττεύει να μιλήσουμε εδώ. Θα μιλήσουν και θα γράψουν πολλοί, θα πουν πολλά. Και τίποτα δε θα συνιστά υπερβολή. Ο άνθρωπος, άλλωστε, μίλησε μια ζωή με το έργο του. Και είναι αυτό, όπως και η όλη του παρουσία, που του προσέδωσε το γιγαντιαίο ηθικό του κύρος στη συνείδηση του συνόλου του ελληνικού λαού, ένα ηθικό κύρος χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις που δύσκολα θα το βρούμε να έχει αποδοθεί τόσο αδιαμφισβήτητα σε οποιονδήποτε άλλον.

Θα υπάρξουν όμως νεκρολογίες, από πρόσωπα και από θεσμούς, που θα έχουν και μιαν άλλη λειτουργία: αυτήν του «πλυντηρίου» για τους ίδιους τους νεκρολογούντες. «Αιωνία η μνήμη» του Αναστασίου σημαίνει: να τα θυμόμαστε κι αυτά, ή να τα θυμίζουμε. Διότι ο τελευταίος μεγάλος αγώνας του Αναστασίου, τα τελευταία χρόνια, αφορούσε στη δημόσια και ρητή του διαφωνία με τις επιλογές της δικής του εκκλησιαστικής αρχής, του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ως προς τον τρόπο με τον οποίο έλαβε χώρα η αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ουκρανίας, ως προς τη βιασύνη και το καινοφανές (δηλαδή: το εκκλησιαστικά απαράδεκτο) πολλών μεθόδων υπό το φως της εκκλησιαστικής ιστορίας και του κανονικού δικαίου για να επιτευχθεί συμπιλημματικά κάτι τέτοιο χωρίς επαρκή έγνοια για θεμελιώδη ζητήματα όπως η αποστολική διαδοχή, ως προς την ιστορικών συνεπειών φρίκη ενός μείζονος σχίσματος (Κωνσταντινουπόλεως-Μόσχας) μέσα στο σώμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, την οποία ζητωκραυγάζουμε αμέριμνοι στο πλαίσιο της «σωστής πλευράς της ιστορίας».

Άλλοι θα προσέθεταν σε αυτά: την επιτυχή και ταχύτατη μετατροπή ενός πανάρχαιου θεσμού με αιώνες πείρας στη διπλωματία, και με άλλοτε συναίσθηση του βάρους της ιστορίας και των αιώνων πέρα από την επικαιρότητα και της ισορροπίες της στιγμής, σε παίγνιο και άθυρμα συγκεκριμένης πτέρυγας της αμερικανικής εξουσίας: στη μετατροπή του σε βραχίονα θρησκευτικής πολιτικής του State Department. Ή στην εκ των υστέρων κατανόηση (όπως βλέπουν σήμερα έως και οι τυφλοί) του ουκρανικού αυτοκεφάλου ως μιας από τις ενορχηστρωμένες πράξεις που μας οδήγησαν στον πόλεμο του ενός εκατομμυρίου νεκρών στην ευρωπαϊκή ήπειρο, και παραλίγο στον Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Όμως ο Αναστάσιος δεν πολιτικολογούσε. Μιλούσε για τα ζητήματα εκκλησιαστικής τάξης και για το διακύβευμα της ενότητας της Εκκλησίας. Και μιλούσε για ζητήματα της δικής του υπερκείμενης εκκλησιαστικής αρχής (πλέον αυτοκέφαλη η Εκκλησία της Αλβανίας και άρα ανεξάρτητη, μα ο Αναστάσιος ξεκίνησε ως Έξαρχος του Φαναρίου στην Αλβανία το εκεί έργο του), του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κάτι που έχει κόστος. Για τις αμαρτίες του Πατριαρχείου Μόσχας ας μιλήσουν Ρώσοι. Το εύκολο είναι να λέμε ο ένας τ’ αλλουνού, το δύσκολο είναι η ειλικρινής αυτοκριτική. (περισσότερα…)

Προχωρούμε ανάποδα

*

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

«Κάναμε ό, τι μπορούσαμε στην μετά τον Διαφωτισμό εποχή, για να καταστρέψουμε το μυθικό, να παραχωρήσουμε το μη λογικό στις «καλές τέχνες», τις οποίες διαφοροποιήσαμε από την σοβαρή φιλοσοφική σκέψη. Έτσι κατα­στρέψαμε την κοσμοθεωρία (η έμφαση στήν λέξη κόσμος), την κατανόηση του κόσμου, στον οποίο ζούμε, ως μυστηρίου, ως ιερής πραγματικότητας πολύ πιο ευρύτερης από ό, τι το ανθρώπινο μυαλό μπορεί να συλλάβει ή να περιλάβει, ως μιας κοσμικής λειτουργίας, όπως περιγράφει τον κόσμο ό Έλληνας Πατέρας της Εκκλησίας Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής τον έβδομο αιώνα.»

Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη, Η Κτίση ως Ευχαριστία, Ακρίτας, σ. 43.

«[…] υψώθηκε ενας ουμανισμός, ο οποίος ήθελε να είναι η συνέχεια του ελληνικού ουμανισμού, αλλά που υπήρξε ακριβώς το αντίθετό του. Για τους Έλληνες η φύση ήταν το μέτρο των πάν­των καί η επιστήμη προσέφερε την αρετή. Στό εξής η φύση θα είναι αντικείμενο και η επιστή­μη θα προσφέρει την εξουσία […] για να γίνει δύ­ναμη και αναγγελία της βασιλείας του ανθρώπου, βίαιη ανάκριση της φύσης και κατάφα­ση της απόλυτης εξουσίας του υποκειμένου που την κατανοεί για να την κυριαρχήσει».

Κώστα Παπαϊώάννου, Η αποθέωση της ιστορίας, Εναλλακτικές Εκδόσεις, σ. 110-111.

«Οι δύο τελευταίοι πόλεμοι δεν ήσαν παγκόσμιοι∙ ήσαν ευρωπαϊκοί. Όχι μόνον επειδή είχαν γενέθλιο τόπο και επίκεντρο την Ευρώπη, αλλά και διότι συνέβαλαν στην αυτοκτονία της Ευρώπης. Αυτό το έβλεπε με καθαρό μάτι ο Μαλαπάρτε, όταν παρακολουθούσε τα πεδία των μαχών στις στέπες της Ρωσίας. Την αυτοκτονία δεν την είδε στον φόνο των τέκνων της Ευρώπης. Καθώς υποχωρούσαν τα σοβιετικά στρατεύματα, οι χωρικοί έσπευδαν να μετατρέψουν σε εκκλησίες τις αποθήκες των κολχόζ, που ήσαν πρώην εκκλησίες. Ύστερα έρχονταν οι Γερμανοί και εστάβλιζαν εκεί τα άλογά τους. Εδώ είναι που είδε την αυτοκτονία της ψυχής της Ευρώπης: ότι ο πολιτισμός αυτός πλέον εξήντλησε τα περιθώρια του πνεύματός του».

Χρήστου Μαλεβίτση, «Πολιτεία και ερημιά», Άπαντα, τόμ. 3, Αρμός, σ. 227.

Από χρόνια μου κάνει εντύπωση ένα πράγμα: αφού υπάρχουν δεκάδες αν όχι εκατοντάδες κείμενα σπουδαία, κείμενα που αποκαλύπτουν όχι μονάχα τις όψεις της ζωής αλλά και τις παραμορφώσεις της, γιατί δεν ασχολούμαστε με αυτά, γιατί ψάχνουμε ολοένα κάτι άλλο και γιατί στο τέλος παραμερίζουμε όλα αυτά –αυτό κάνει ο σύγχρονος άνθρωπος– για να βάλουμε στη θέση τους ποιο πράγμα; Τις έξυπνες μηχανές;

Μου φαίνεται ότι ένας λόγος είναι ότι δεν ξέρουμε ανάγνωση! Συν τω χρόνω ό τρόπος που διαβάζουν οι άνθρωποι άρχισε να κάνει νερά, χανόταν η συγκέντρωση στο συγκεκριμένο, προωθούσαν αφηρημένο λόγο και αφηρημένες καταστάσεις με αποτέλεσμα μαζί με την εισβολή θετικισμού και θετικών επιστημών, μαζί δηλαδή με τη γενική μαθηματικοποίηση να χάσουμε το νόημα των λέξεων, των φράσεων, των στίχων, των συλλογισμών, προπαντός των συνθέσεων και να παραδοθούμε σε ένα είδος διογκωμένου παρόντος που στραμμένο εντελώς στο μέλλον θέλει ο άνθρωπος να ζει τη στιγμή χωρίς μνήμη και χωρίς διάρκεια. (περισσότερα…)

Κράτος και Εκκλησία: Ιστορία και μέλλον μιας περίπλοκης σχέσης

*

Σχόλια υπό την προοπτική του έργου του Παναγιώτη Κονδύλη

του π. ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΓΚΑΝΑ

Ο τίτλος της εισήγησης εγείρει υπέρμετρες προσδοκίες. Ελπίζω όμως ο υπότιτλος να βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Σε ό,τι ακολουθεί θα επιχειρήσω κυρίως να φωτίσω κάποιες πλευρές της μέχρι τώρα σχέσης κράτους και εκκλησίας, στο χώρο της Δύσης, αλλά και στον τόπο μας, και να εικάσω κάποιες από τις πιθανές προοπτικές αυτής της σχέσης χρησιμοποιώντας πτυχές της ανάλυσης του Παναγιώτη Κονδύλη.

Γράφει ο Κονδύλης: «Το νεότερο κράτος υπήρξε ένα άπειρα πλαστικό και προσαρμοστικό εργαλείο, στην ήδη μακρά ιστορία του συμμάχησε με πολύ διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και υπηρέτησε  τους πιο διαφορετικούς σκοπούς, αλλάζοντας κάθε φορά την έκτασή του, την οργανωτική του μορφή και τους φυσικούς του φορείς… Ακόμα και στην εποχή της ακμής της raison detat διόλου δεν καταφρονούσε την προπαγανδιστική συμμαχία με χριστιανικές και ηθικές (ήτοι οικουμενικές) αρχές».[1] Οι παρατηρήσεις αυτές μας θέτουν ήδη στην καρδιά του θέματος. Το να μιλάμε για κράτος και εκκλησία ως δυο σαφείς και διακριτές κοινωνικές οντότητες πριν από την αυγή των Νέων Χρόνων συνιστά υπό μια έννοια αναχρονισμό. Η μεσαιωνική χριστιανοσύνη αποτελούνταν από ένα κοινωνικό σώμα, εντός του οποίου το Εκκλησιαστικό και το Πολιτικό δεν σηματοδοτούσαν τόσο ιδιαίτερες δικαιοδοσίες ή τροπικότητες της εξουσίας, αλλά διαφορετικούς σκοπούς-προορισμούς. H Εκκλησία εμφορούνταν πρωτίστως από τη μέριμνα για τον υπερβατικό προορισμό της ανθρώπινης κοινότητας, ενώ η πολιτική εξουσία ασχολούνταν με τον έγχρονο- ενδοϊστορικό προορισμό της ίδιας αυτής κοινότητας.[2] Οι εντάσεις και οι συγκρούσεις ανάμεσα στις πολιτικές και εκκλησιαστικές αρχές δεν καταργούσαν ούτε αμφισβητούσαν την κοινή προκείμενη, ότι δηλαδή τελικός στόχος ήταν η Βασιλεία του Θεού και ενδιάμεσος στόχος η βασιλεία επί της γης ως σημείο της Βασιλείας του Θεού. Αυτή η κοινή προκείμενη σηματοδοτεί ολόκληρη την εποχή που ονομάζεται σήμερα Χριστιανοσύνη (Christendom).

Μιλώντας όμως ο Κονδύλης για «προπαγανδιστική συμμαχία με χριστιανικές και ηθικές (ήτοι οικουμενικές) αρχές» έχει κατά νου τη θεμελιώδη στροφή που επέφερε η ανάδυση του νεωτερικού κράτους. Τυπικός εκφραστής-καταγραφέας της εξέλιξης αυτής είναι ο Max Weber ο οποίος διείδε πως η θρησκεία στο πλαίσιο των Νέων Χρόνων συνιστούσε πλέον μια ιδιωτική-απολιτική σφαίρα και λειτουργούσε ως αποθετήριο αξιών και ιδανικών τα οποία με τη σειρά τους θα έπρεπε να ενσωματωθούν στο βασίλειο της πολιτικής μέσω της τέχνης της διακυβέρνησης. (περισσότερα…)

Κυνηγώντας λέξεις σε εικόνες της Μάνης

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Η Μάνη που τριγυρνάω τα τελευταία είκοσι χρόνια αποτελεί πια έναν τόπο διαρκούς μαθητείας στην έκπληξη, όσο περισσότερο την μαθαίνω.  Έναν τόπο όπου το βλέμμα ασκείται στην ενόραση μικρών αποκαλυπτικών στιγμών διαμέσου μιας ακαταπόνητης επιμονής της ενατένισης στη φθορά, την καταπόνηση, την εγκατάλειψη, το ερείπωμα πολλές φορές των στοιχειωδών, που κάποτε-κάποτε φαντάζουν ως στοιχεία εξαρθρωμένα, περιττά,  συνοδευτικά μόνον παραφερνάλια μιας γυμνής, ηλιομαστιγωμένης, βραχόσπαρτης και θαλασσόδαρτης προεξοχής του Ταϋγέτου στη Μεσόγειο. Όχι! τίποτα δεν είναι κρυμμένο, παραχωμένο ή άδηλο· μάλλον το Κλεμμένο γράμμα του Πόε θυμίζουν. Το βλέμμα είναι που πρέπει ν’ ασκηθεί να ψάχνει και να ρωτά, να χαϊδεύει, να (ξανα)βλέπει, πέρα απ’ την προφάνεια και την επιβολή του περιττού και του δεδομένου. (περισσότερα…)