Δύση

Προχωρούμε ανάποδα

*

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

«Κάναμε ό, τι μπορούσαμε στην μετά τον Διαφωτισμό εποχή, για να καταστρέψουμε το μυθικό, να παραχωρήσουμε το μη λογικό στις «καλές τέχνες», τις οποίες διαφοροποιήσαμε από την σοβαρή φιλοσοφική σκέψη. Έτσι κατα­στρέψαμε την κοσμοθεωρία (η έμφαση στήν λέξη κόσμος), την κατανόηση του κόσμου, στον οποίο ζούμε, ως μυστηρίου, ως ιερής πραγματικότητας πολύ πιο ευρύτερης από ό, τι το ανθρώπινο μυαλό μπορεί να συλλάβει ή να περιλάβει, ως μιας κοσμικής λειτουργίας, όπως περιγράφει τον κόσμο ό Έλληνας Πατέρας της Εκκλησίας Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής τον έβδομο αιώνα.»

Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη, Η Κτίση ως Ευχαριστία, Ακρίτας, σ. 43.

«[…] υψώθηκε ενας ουμανισμός, ο οποίος ήθελε να είναι η συνέχεια του ελληνικού ουμανισμού, αλλά που υπήρξε ακριβώς το αντίθετό του. Για τους Έλληνες η φύση ήταν το μέτρο των πάν­των καί η επιστήμη προσέφερε την αρετή. Στό εξής η φύση θα είναι αντικείμενο και η επιστή­μη θα προσφέρει την εξουσία […] για να γίνει δύ­ναμη και αναγγελία της βασιλείας του ανθρώπου, βίαιη ανάκριση της φύσης και κατάφα­ση της απόλυτης εξουσίας του υποκειμένου που την κατανοεί για να την κυριαρχήσει».

Κώστα Παπαϊώάννου, Η αποθέωση της ιστορίας, Εναλλακτικές Εκδόσεις, σ. 110-111.

«Οι δύο τελευταίοι πόλεμοι δεν ήσαν παγκόσμιοι∙ ήσαν ευρωπαϊκοί. Όχι μόνον επειδή είχαν γενέθλιο τόπο και επίκεντρο την Ευρώπη, αλλά και διότι συνέβαλαν στην αυτοκτονία της Ευρώπης. Αυτό το έβλεπε με καθαρό μάτι ο Μαλαπάρτε, όταν παρακολουθούσε τα πεδία των μαχών στις στέπες της Ρωσίας. Την αυτοκτονία δεν την είδε στον φόνο των τέκνων της Ευρώπης. Καθώς υποχωρούσαν τα σοβιετικά στρατεύματα, οι χωρικοί έσπευδαν να μετατρέψουν σε εκκλησίες τις αποθήκες των κολχόζ, που ήσαν πρώην εκκλησίες. Ύστερα έρχονταν οι Γερμανοί και εστάβλιζαν εκεί τα άλογά τους. Εδώ είναι που είδε την αυτοκτονία της ψυχής της Ευρώπης: ότι ο πολιτισμός αυτός πλέον εξήντλησε τα περιθώρια του πνεύματός του».

Χρήστου Μαλεβίτση, «Πολιτεία και ερημιά», Άπαντα, τόμ. 3, Αρμός, σ. 227.

Από χρόνια μου κάνει εντύπωση ένα πράγμα: αφού υπάρχουν δεκάδες αν όχι εκατοντάδες κείμενα σπουδαία, κείμενα που αποκαλύπτουν όχι μονάχα τις όψεις της ζωής αλλά και τις παραμορφώσεις της, γιατί δεν ασχολούμαστε με αυτά, γιατί ψάχνουμε ολοένα κάτι άλλο και γιατί στο τέλος παραμερίζουμε όλα αυτά –αυτό κάνει ο σύγχρονος άνθρωπος– για να βάλουμε στη θέση τους ποιο πράγμα; Τις έξυπνες μηχανές;

Μου φαίνεται ότι ένας λόγος είναι ότι δεν ξέρουμε ανάγνωση! Συν τω χρόνω ό τρόπος που διαβάζουν οι άνθρωποι άρχισε να κάνει νερά, χανόταν η συγκέντρωση στο συγκεκριμένο, προωθούσαν αφηρημένο λόγο και αφηρημένες καταστάσεις με αποτέλεσμα μαζί με την εισβολή θετικισμού και θετικών επιστημών, μαζί δηλαδή με τη γενική μαθηματικοποίηση να χάσουμε το νόημα των λέξεων, των φράσεων, των στίχων, των συλλογισμών, προπαντός των συνθέσεων και να παραδοθούμε σε ένα είδος διογκωμένου παρόντος που στραμμένο εντελώς στο μέλλον θέλει ο άνθρωπος να ζει τη στιγμή χωρίς μνήμη και χωρίς διάρκεια. (περισσότερα…)

Botho Strauss, Ἡ διογκούμενη τραγωδία

*

Δραματουργός, πεζογράφος και δοκιμιογράφος, ο Μπότο Στράους ανήκει στις διαπρεπέστερες φωνές που ανέδειξε η γερμανική λογοτεχνία μεταπολεμικά. Εφέτος συμπληρώνει τα 80 του χρόνια. Με αφορμή την επέτειο, αναδημοσιεύουμε εδώ από το έντυπο ΝΠ (τχ. 3, 2015), το περίφημο (και εντελώς προφητικό, όπως ιδίως σήμερα διαπιστώνει κανείς) δοκίμιό του για την μισαλλοδοξία και τις ενδιάθετες ολοκληρωτικές τάσεις του Δυτικού φιλελευθερισμού. Το δοκίμιο πρωτοείδε το φως στο περιοδικό DER SPIEGEL, το 1993, πυροδοτώντας μια έριδα που ώς σήμερα δεν εννοεί εντελώς να κοπάσει.

~.~

Μετάφραση
ΠΕΤΡΟΣ ΓΙΑΤΖΑΚΗΣ

Κάποιος ποὺ αἰσθάνεται δέος ἐμπρὸς στὴν ἐλεύθερη κοινωνία, ἐνώπιον τοῦ μεγέθους καὶ τῆς ὁλότητάς της, ὄχι ἐπειδὴ κρυφὰ τὴν βδελύσσεται ἀλλά, ἀντιθέτως, ἐπειδὴ τρέφει μέγιστο θαυμασμὸ γιὰ τὶς τρομερὰ περίπλοκες διεργασίες καὶ διευθετήσεις της, γιὰ τὴν μεγαλειώδη καὶ εὐαίσθητη ὀργάνωση τοῦ κοινοῦ της βίου, ὁργάνωση ποὺ οὔτε ὁ πιὸ πολύπλευρος καλλιτέχνης, οὔτε ὁ πλέον χαρισματικὸς κυβερνήτης δὲν θα μπορούσε νὰ ἐπινοήσει ἢ νὰ διευθύνει. Κάποιος ποὺ παρακολουθεῖ σχεδὸν ἐμβρόντητος, γεμάτος σέβας, πῶς οἱ ἄνθρωποι, παρ’ όλη τὴν κακότητά τους στὸ βάθος, ἀντιπαρέρχονται ἐντέλει τόσο ἀνάλαφρα ὁ ἕνας τὸν ἄλλο κι αὐτὸ δὲν σημαίνει τίποτε λιγότερο ἀπὸ τὸ ὅτι μποροῦν νὰ συμβιοῦν μεταξύ τους. Ἐκεῖνος ποὺ παρατηρεῖ παντοῦ στὶς ὑποθέσεις καὶ στὶς κινήσεις τοὺς τὴν ἰσορροπία, τὴν χορευτικὴ ἑτοιμότητα, τὴν παιγνιώδη διάθεση, τὴν πανούργα ὑποκριτική, τὴν καλλιτεχνικὴ μανιέρα – γιατὶ βέβαια αὐτὴ ἡ συμβίωση πρέπει νὰ φαντάζει στὰ μάτια καθενός ἀποστασιοποιημένου παρατηρητῆ, ἐὰν δὲν ἔχει προσβληθεῖ ἀπὸ πολιτικὴ ἀσθένεια, πολὺ περισσότερο σὰν ἀσύλληπτο τέχνασμα παρὰ σὰν καζάνι ποὺ κοχλάζει, σὰν «κόλαση τῶν ἄλλων»…

Ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως τοῦ φαίνεται τώρα σὰν νὰ ἀκούει τὶς συναρμογὲς στὰ θεμέλια νὰ τριζοβολοῦν, σὰν νὰ βλέπει ἀκόμη ἐμπρός του τοὺς ἔσχατους ποὺ κατόρθωσαν νὰ ξεφύγουν καὶ νὰ καταφύγουν κάτω ἀπὸ μιὰ στέγη, σὰν νὰ διαισθάνεται τὸ ἀδιόρατο σφάλισμα, τὸ σιγαλὸ κλείδωμα μιᾶς θύρας. Ἔπειτα, τὸ μόνο ποὺ ἀντιλαμβάνεται πιά, εἶναι τὸ ἠχηρὸ σπάσιμο τῶν σχοινιῶν, ὁ βίαιος χωρισμὸς τῶν χεριῶν ποὺ ἦταν μεταξύ τους πιασμένα, τὸ σπάσιμο τῶν νεύρων, ἡ διάρρηξη τῶν συμβολαίων, τῶν δικτύων καὶ τῶν ὀνείρων.

Πόσες μεταμορφώσεις ἐπιδέχεται πλέον τὸ Οἰκεῖο, ὁ κόσμος ποὺ διαπλάσαμε ἐμεῖς; Κατὰ τὰ φαινόμενα, καμία. Ἔχουμε εἰσέλθει στὴν στατικὴ σταθερότητα ἐνὸς αὐτορρυθμιζόμενου συστήματος. Εἴτε ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ δημοκρατία εἴτε μὲ μιὰ μορφὴ δημοκρατισμοῦ: ἂν πρόκειται γιὰ μοντέλο τῆς κυβερνητικῆς, γιὰ ἐπιστημονικὸ λόγο, γιὰ πολιτικοτεχνικὸ ὀργανισμὸ αὐτοεπιτήρησης, τοῦτο τὸ ἐρώτημα μένει νὰ ἀπαντηθεῖ στὸ μέλλον. Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι αὐτὸ τὸ μόρφωμα ἔχει ἀνάγκη ἀδιαλείπτως, καθὼς φυσικὸς ὀργανισμός, τὴν ἐξωτερικὴ καὶ ἐσωτερικὴ πίεση τοῦ κινδύνου, τοῦ ρίσκου, ἀκόμη καὶ τὴν παροδικὴ σοβαρὴ ἐξασθένιση, γιὰ νὰ συγκεντρώσει ἐκ νέου τὶς δυνάμεις του ποὺ τείνουν νὰ διασπαροῦν σὲ χίλιες δυὸ δευτερεύουσες κατευθύνσεις. Τὸ σύστημα αὐτὸ τῶν ἐργαλειακῶν ἐλευθεριῶν παραμένει μέχρι τοῦδε ἐκτὸς συναγωνισμοῦ, οὔτε ὁ ὁλοκληρωτισμὸς οὔτε ἡ θεοκρατία κατόρθωσαν ποτὲ νὰ μᾶς προσφέρουν κάτι ἀνώτερο πρὸς ὄφελος τῆς εὐημερίας τῆς πλειονότητας τῶν ἀνθρώπων. (περισσότερα…)

Για όλα φταίει το Βυζάντιο: Ρώσοι και Έλληνες στα μάτια των Δυτικών

*

της ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΟΛΙΟΠΟΥΛΟΥ

Η ιδιαίτερη σχέση των Ελλήνων με την Ρωσία, στη βάση του κοινού, ορθόδοξου, δόγματος και των κοινών ιστορικών δεσμών, που πήγαιναν πίσω στο Βυζάντιο, θεωρούνταν δεδομένη στην δυτική Ευρώπη των Νεώτερων Χρόνων, και ανάλογα λαμβάνονταν υπ’ όψιν και οι ευρύτερες πολιτικές προεκτάσεις της σχέσης αυτής. Από τα τέλη όμως του 18ου , και ολόκληρον τον 19ο αιώνα, ο σύνδεσμος αυτός απέκτησε, στην Δυτική αντίληψη, έναν έντονα ιδεολογικό χαρακτήρα, που διήρκεσε, και συνέβαλε αργότερα, την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, στη διαμόρφωση του Δυτικού ιδεολογήματος στην αντιπαράθεση της Δύσης με την Ρωσία. Οι λόγοι και τα κίνητρα για την ιδεολογικοποίηση αυτή πρέπει να αναζητηθούν στις ιδιαίτερες συνθήκες που διαμορφώθηκαν την εποχή αυτή στην Ευρώπη, την ιδεολογική και πολιτική ρευστότητα της μεταναπολεόντειας εποχής, και τις φιλοδοξίες και τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς ανάμεσα στις ευρωπαικές Δυνάμεις. Βάση, πλαίσιο και αρχικό πεδίο για την προβολή της, υπήρξε η εντεινόμενη τα χρόνια αυτά αντιπαράθεση ανάμεσα στις υπόλοιπες Δυνάμεις και την Ρωσία σχετικά με το μέλλον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας –το γνωστό ΄Ανατολικό Ζήτημα΄– αντιπαράθεση, που μετεξελίχθηκε αργότερα, σε άλλη βάση και με διαφορετικούς όρους, αλλά με πολλές κοινές ιδεολογικές αναφορές, στη σύγκρουση ανάμεσα στην ΄ελεύθερη΄ Δύση και το διαχρονικά ΄ολοκληρωτικό΄ ρωσικό κράτος.

Ρόλο στην συγκεκριμένη αυτή εξέλιξη, στην αρχική της κυρίως φάση, έπαιξε και η αντίστοιχη, την ίδια περίοδο, πολιτικοποίηση της σχέσης τους με την Ρωσία από τους σύγχρονους Έλληνες, οι οποίοι διεκδικούσαν την επιστροφή τους στο ιστορικό προσκήνιο, και παρέμειναν εμφατικά προσκολλημένοι στην προσδοκία της ρωσικής αρωγής, στο όνομα της κοινής θρησκευτικής και πολιτισμικής παράδοσης. Αυτό αφύπνισε την διαχρονική, και παροδικώς υπνώτουσα, Δυτική καχυποψία απέναντι στην ΄ελληνική΄Ανατολή, επικεντρωμένη τώρα στον ρόλο που ο επανεργοποιημένος ΄ελληνικός παράγων΄μπορούσε να παίξει στην προώθηση των ρωσικών φιλοδοξιών και συμφερόντων σε βάρος των δικών τους. Άλλωστε, η ελληνική αυτή ΄εμμονή΄με την Ρωσία, υπαρκτή, και που θα παίξει, ως γνωστόν, τον ρόλο της στα ελληνικά πράγματα μέχρι πρόσφατα, λαμβάνεται ακόμα συχνά και χωρίς διαφοροποιήσεις ως δεδομένη στην υπόλοιπη –Δυτική– Ευρώπη. (περισσότερα…)

Παθολογία του εμφυλίου πολέμου

*

Εις τοιαύτας υπερβολάς ωμότητος έφθασεν ο εμφύλιος σπαραγμός, ο οποίος εθεωρήθη ακόμη ωμότερος της πραγματικότητος, λόγω του ότι υπήρξεν ο πρώτος. Διότι βραδύτερον τουλάχιστον, όλος σχεδόν ο Ελληνικός κόσμος συνεταράχθη, καθόσον ο ανταγωνισμός των αρχηγών των δημοκρατικών και των ολιγαρχικών, εις τας διαφόρους πόλεις, αποτέλεσμα είχεν οι μεν πρώτοι να επικαλούνται την βοήθειαν των Αθηναίων, οι δε δεύτεροι των Λακεδαιμονίων.

Και εν καιρώ μεν ειρήνης ούτε πρόφασιν είχαν, ούτε διάθεσιν να επικαλούνται την επέμβασίν των. Τώρα όμως που αι δύο αυταί πόλεις ευρίσκοντο εις πόλεμον, και οι δημοκρατικοί και oι ολιγαρχικοί των άλλων πόλεων επεδίωκαν βιαίας πολιτικάς μεταβολάς, εύρισκαν ευκόλως την ευκαιρίαν να εξασφαλίζουν συγχρόνως την βοήθειαν των συμμάχων, διά να κατατροπώσουν τους αντιπάλους των, και με το ίδιον μέσον να ενισχυθούν οι ίδιοι.

Ένεκα τωόντι εμφυλίων σπαραγμών, ενέσκηψαν εις τας πόλεις πολλαί και μεγάλαι συμφοραί, αι οποίαι παρουσιάζονται και θα εξακολουθήσουν να παρουσιάζωνται πάντοτε, εφόσον η ανθρωπίνη φύσις μένει η ιδία, φέρουν όμως βαρύτερον ή ελαφρότερον χαρακτήρα και διαφέρουν κατά την μορφήν, αναλόγως της μεταβολής των παρουσιαζομένων εκάστοτε περιστάσεων. Διότι εν καιρώ μεν ειρήνης και ευημερίας και αι πόλεις και οι ιδιώται διαπνέονται από ευγενέστερα αισθήματα, καθόσον δεν περιπίπτουν υπό την πίεσιν αναποτρέπτων αναγκών. Αλλ᾽ ο πόλεμος, αφαιρών ολίγον κατ᾽ ολίγον από τους ανθρώπους την καθημερινήν ευμάρειαν, γίνεται διδάσκαλος βίαιος, και τείνει ν᾽ αφομοίωση τας διαθέσεις των πολλών προς την παρούσαν αυτών κατάστασιν.

Αι πόλεις λοιπόν ήρχισαν μαστιζόμεναι από στάσεις, και όσαι τυχόν περιέπιπταν εις αυτάς βραδύτερον, επειδή εμάνθαναν τα αλλαχού γινόμενα, εφιλοτιμούντο να υπερβάλουν εις εξεύρεσιν νέων επινοήσεων, διά της πολυμηχάνου υπουλότητος των επιθέσεών των και του πρωτοφανούς των εκδικήσεών των. (περισσότερα…)

Μακάβριος χορός

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 01:24
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Στην πιο διάσημη ίσως σκηνή του παγκόσμιου κινηματογράφου πρωταγωνίστησαν… φροντιστές και βοηθοί. Η ώρα ήταν προχωρημένη και το γύρισμα είχε τελειώσει όταν ο Μπέργκμαν και ο φωτογράφος του, Γκούναρ Φισερ, είχαν την ιδέα του «Μακάβριου χορού», της κινηματογραφικής δηλαδή εκδοχής του μεσαιωνικού «danse macabre» ή «Totentanz», της γυροβολιάς του Χάρου που πάει μπροστά και σέρνει πίσω τους αποθαμένους, για να θυμηθώ τα δικά μας αντίστοιχα. Κι επειδή οι ηθοποιοί είχαν σχολάσει, τα ρούχα τους φόρεσαν τεχνικοί και εργάτες που είχαν απομείνει στο σετ. Ισχύει λοιπόν, ο θάνατος μας εξισώνει – για να παραφράσω κι έναν δικό μας ποιητή.

~.~

Όσο περισσότερα βιβλία ή φιλμ βιογραφικά βλέπει κανείς, τόσο πιο φανερό γίνεται: το πιο δυσεξήγητο πράγμα στον κόσμο είναι το μεγαλείο. Γιατί ο Βοναπάρτης, γιατί ο Λέοναρντ Μπερνστάιν υπήρξαν σπουδαίοι, γιατί εξακολουθούν από τον τάφο τους να μας ενδιαφέρουν, να μας γοητεύουν, να μας συνταράσσουν, ενίοτε να μας ενοχλούν; Ο Ρίντλεϋ Σκοτ στην (θεαματικά ναυαγισμένη) ταινία του «Ναπολέων» και ο Μπράντλεϋ Κούπερ στον δικό του (αξιοθέατο πάντως) «Μαέστρο» ουσιαστικά το ομολογούν: ιδέα δεν έχουν. Το μουσικό ή το στρατιωτικό χάρισμα, το βουλητικό θεμέλιο, η τρομερή δύναμη που προϋποθέτει και αποπνέει κάθε κορυφαίο έργο είναι πράγματα ψυχικώς ανεξιχνίαστα, άρα απερίγραπτα: κανείς βιογράφος δεν μπορεί να τα αναπαραστήσει για τον απλό λόγο ότι κανείς βιογράφος δεν μπορεί να τα κατανοήσει.

Οι καλοί βιογράφοι αυτά τα γνωρίζουν και περιορίζονται στα όσα μπορούν: στο αράδιασμα των εξωτερικών, των αντικειμενικών συμβάντων. Δίνουν έτσι μια ιδέα της εποχής, του μιλιέ, του περίγυρου, των συνθηκών, του σκηνικού διάκοσμου εντέλει. Οι κακοί και οι μέτριοι, και φοβάμαι ότι σ’ αυτούς ανήκουν και οι δυο που προανέφερα, δεν κάνουν ούτε αυτό αλλά κυνηγούν τη χίμαιρα. Προσπαθούν να δουν το βλέμμα της Μέδουσας πάνω στην ασπίδα του Περσέα. Κόλπο παρόμοιο με εκείνο που επιστρατεύουν οι αστρονόμοι όταν παρατηρούν τις μελανές οπές του Σύμπαντος. Καθώς τις ίδιες δεν μπορούν να τις δουν, αφού καταπίνουν τα πάντα ακόμη και το ίδιο τους το φως, μελετούν τα ουράνια σώματα που περιδινίζονται γύρω τους.

Πόσο μάταια ωστόσο! Γιατί ούτε η Ιωσηφίνα ντε Μπωαρναί ούτε η Φελίσια Μοντεαλέγκρε, που σπαταλούν τόσα πλάνα, έχουν κάτι, το παραμικρό, να μας μαρτυρήσουν για τα ηγετικά ή καλλιτεχνικά κατορθώματα των συζύγων τους. Αυτό το χούι της εποχής μας, προϊόν ίσως ανεπίγνωστου φθόνου για την κατωτερότητά της, να παρουσιάζει τις εξέχουσες φυσιογνωμίες του παρελθόντος σαν ανθρωπάκια διαρκώς ετοιμόρροπα, σαν μισοαυτιστικά ρομποτάκια (Ναπολέων) ή λάγνα κτήνη (Μπερνστάιν) για να μας δείξει τάχα τη «λοξότητά» τους, είναι μια (αυτ)απάτη.

Αλίμονό μας αν ήταν όλοι οι λοξοί της ιστορίας κορυφαίοι. Στην πραγματικότητα αυτοί οι τελευταίοι είναι ελάχιστοι και ανάμεσά τους κάμποσοι που δεν είναι διόλου, μα διόλου λοξοί, αλλά το αντίθετο άνθρωποι κομιλφώ, κοινοί, βαρετοί. (Μπορεί κανείς να φανταστεί μια ταινία βιογραφική για τον Καντ ή τον Μπαχ, λ.χ. και το κοινό από κάτω να μη χασμάται ακατάσχετα;)

Θα το ξαναπώ με τα λόγια του Γιώργου Σεφέρη. Το ψυχικό βάθος του δημιουργού ανθρώπου δεν μπορεί να βολιδομετρηθεί. Η βολίδα που φανταζόμαστε ότι έχουμε γι’ αυτόν τον σκοπό, είναι κοντή.

~.~ (περισσότερα…)

Όλεθρος

*

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

Μέρες τώρα ο κόσμος παρακολουθεί τον όλεθρο. Στις τηλεοράσεις, στις εφημερίδες, στα περιοδικά, σε τόσα και τόσα ηλεκτρονικά μέσα πολλαπλασιάζεται η εικόνα μιας γενικευμένης επίθεσης που σκοπεύει, είτε λέγεται ρητά είτε όχι στην εξόντωση ενός λαού: του παλαιστινιακού λαού.

Τι νόημα έχει να μελετάται η ιστορία; Να αναλύονται οι πολιτικές διαφορές; Να παρατίθενται τα συμφέροντα των λαών και προπαντός των κρατών; Να εξηγούνται οι βλέψεις των μεγάλων Ανατολής και Δύσης;

Το μεγάλο ζήτημα είναι ότι ο θάνατος χιλιάδων αμάχων και η εξορία και ο εκτοπισμός άλλων, η καταστροφή οικογενειών ολόκληρων, η διαρκής αναστάτωση των ανθρώπων στην περιφέρεια της Δύσης και πιο κεντρικά στην Ανατολή και προπαντός στην Μέση, έχουν καταστεί ΘΕΑΜΑ. Δισεκατομμύρια ανθρώπων σε όλο τον κόσμο παρακολουθεί σφαγές, μάχες, σκοτωμένους, τραυματίες, μικρά παιδιά που τα τρέχουν με φορεία σε μισοκατεστραμένα νοσοκομεία. Παρακολουθούν την παρέλαση της οδύνης, τον θρίαμβο του θανάτου που μοιάζει να είναι ο πρωταγωνιστής χωρίς αντιστάσεις.

Δεν πρόκεται για φυσικό θάνατο, δεν πρόκειται για συγκρούσεις μιας τίμιας αντιπαράθεσης. Πρόκειται για συγκρούσεις που θεμέλιό τους είναι η εκδικητική μανία ένθεν και ένθεν ακόμη κι αν το άδικο γέρνει προς τη μεριά του Ισραήλ. Γιατί ο κλοιός των Παλαιστινίων κρατάει χρόνια, αλλά οι πολλοί στερούνται μνήμης ή αδιαφορούν.

Το ζήτημα είναι να τονίζεται η παρούσα κατάσταση: σήμερα τι γίνεται. Όμως το σήμερα δεν πέφτει από τον ουρανό έχει πίσω του νεκρούς, αναπήρους, νέους ανθρώπους που γυρνούν από τα διάφορα μέτωπα με ψυχικές διαταραχές, καθώς τα μέσα εξόντωσης που έχει προσφέρει η τεχνολογία είναι ανελέητα και τρομαχτικά. Στην κατασκευή τους δεν λογαριάστηκε το ποσοστό αντοχής του ανθρώπινου δυναμικού και εξάλλου, λίγο ενδιαφέρει. Μέσα στον ανθρωπογιγαντισμό των ανθρώπων του σύγχρονου κόσμου, μέσα στον υποτιθέμενο θρίαμβο της Επιστήμης (των θετικών επιστημών) και της Τεχνολογίας δεν χωρούν συναισθηματισμοί ή επικλήσεις υψηλών ιδανικών ή «μιμήσεις πράξεως σπουδαίας και τελείας…». (περισσότερα…)

Φιλελευθερισμός κατά δημοκρατίας

*

Με το πέρας του Ψυχρού Πολέμου, η φιλελεύθερη δημοκρατία φαινόταν να επικρατεί οριστικά. Οι σχετικές θριαμβολογίες επεσκίασαν για ένα διάστημα τις μεγάλες εσωτερικές αντιφάσεις αυτής της τελευταίας. Κατά μέρος τέθηκε το κρίσιμο ερώτημα: πόσο συμβατοί είναι μεταξύ τους ο φιλελευθερισμός και η δημοκρατία; Πώς συμβιβάζεται η αρχή του απαραβίαστου των ατομικών δικαιωμάτων και η αρχή της πλειοψηφίας;

H κλασσική αθηναϊκή δημοκρατία δεν αναγνώριζε ατομικές ελευθερίες και δικαιώματα του ανθρώπου. Ο Δήμος, δηλαδή η εκάστοτε πλειοψηφία, έπαιρνε στην κυριολεξία κεφάλια – ενίοτε και σπουδαία, όπως στην περίπτωση του Σωκράτη. Κάποτε παραλογιζόταν κανονικά, όπως με τους στρατηγούς στη ναυμαχία των Αργινουσών που καταδικάστηκαν σε θάνατο από την Εκκλησία του Δήμου, επειδή εν μέσω τρομερής θαλασσοταραχής δεν κατάφεραν να περισυλλέξουν τους νεκρούς και τους ναυαγούς.

Ο ευρωπαϊκός φιλελευθερισμός πάλι, αυτός του 19ου αιώνα, όπως αποκρυσταλλώθηκε στη Βρετανία, αναγνώριζε μεν δικαιώματα ατομικά, για μια μερίδα του πληθυσμού τουλάχιστον, όχι όμως και τη δημοκρατική αρχή. Δικαίωμα ψήφου είχαν ελάχιστοι κι αυτοί έπρεπε να έχουν περιουσία. Οι βουλευτικές έδρες ήταν κατανεμημένες αυθαίρετα, το σύστημα ήταν στην ουσία ένα μείγμα εμπορικής τιμοκρατίας και κληρονομικής αριστοκρατίας. Γενικά, ο φιλελευθερισμός, και τα αμιγώς φιλελεύθερα κόμματα, ήταν πάντοτε υπόθεση των λίγων, μιας μικρής αλλά δυναμικής μειοψηφίας.

Η σύζευξη των δύο αυτών –κατά βάση αντίθετων– πολιτικών αντιλήψεων είναι σχετικά πρόσφατη υπόθεση. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και ενώπιον της πρόκλησης που αντιπροσώπευε για εκείνα το σοβιετικό στρατόπεδο και η σοσιαλιστική ιδεολογία, τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα συναίνεσαν πράγματι στην αναδιανομή ενός σημαντικού μέρους του παραγόμενου πλούτου προς τα κάτω. Έτσι δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για ό,τι αποκλήθηκε χρυσός αιώνας της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.

Το αργότερο από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 φάνηκε ότι η συναίνεση αυτή δεν μπορούσε να μακροημερεύσει. Η εξάντληση της μεταπολεμικής αναπτυξιακής έκρηξης μείωσε τον παραγόμενο νέο πλούτο, αυξάνοντας την ένταση των αγώνων κατανομής. Και η κατάρρευση του κομμουνιστικού αντίπαλου δέους το 1989 έπεισε τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα ότι μπορούσαν ατιμωρητί να αποστούν από τις παλαιότερες δεσμεύσεις τους προς τις λαϊκές τάξεις.

Το αποτέλεσμα ήταν η γιγάντωση της οικονομικής ανισότητας. Αν τη δεκαετία του ’90 το 45% της αύξησης του ΑΕΠ των ΗΠΑ κατέληγε στις τσέπες του 1% του πληθυσμού, επί Μπους του νεώτερου (2000-08) το ποσοστό έφτασε στο 65% και επί Ομπάμα εκτοξεύθηκε στο 93%. Σήμερα, στις ΗΠΑ η ανισοκατανομή του εισοδήματος είναι παρόμοια με εκείνη του 1929, στη δε Ευρώπη ο καπιταλισμός του Ρήνου και η ασφάλεια που παρείχε αποτελεί μακρινό παρελθόν.

Πολιτικά, το νέο αυτό ταξικό χάσμα καθυστέρησε πολύ να εκφραστεί. Ο λόγος ήταν ότι τα παλαιά εργατικά κόμματα της Ευρώπης μετά το 1990 μήδισαν ιδεολογικά και υιοθέτησαν το φιλελεύθερο αφήγημα του μονοδρόμου της παγκοσμιοποίησης. Η δε “Αριστερά” μεταλλάχθηκε βίαια και από προασπιστής των εργατικών στρωμάτων έγινε φιλανθρωπικό σωματείο προυντονικού τύπου, απ’ αυτά που κορόιδευε τόσο ο Μαρξ.

Άρχισε να συνηγορεί έτσι γενικά και αόριστα υπέρ των “ανθρωπίνων δικαιωμάτων” και των ποικιλώνυμων “μειονοτήτων”, στρέφοντας την πλάτη στους παραδοσιακούς ψηφοφόρους της. Έφτασε στο σημείο, μάλιστα, να υποστηρίζει ομάδες όπως οι μετανάστες, που όπως ήδη οι Μαρξ και Ένγκελς κατάγγελλαν, με την παρουσία τους υπονόμευαν ευθέως τη θέση των εργατικών στρωμάτων και συμπίεζαν το εισόδημά τους.

Εγκαταλειμμένα από τα παραδοσιακά τους κόμματα, τα στρώματα αυτά στράφηκαν εντέλει σε αντισυστημικές πολιτικές δυνάμεις με συγκεχυμένο ιδεολογικά πρόγραμμα, αλλά σαφή αντιφιλελεύθερο, αντιολιγαρχικό και δημεγερτικό λόγο. Η απόπειρα των κατεστημένων κομμάτων να ανασχέσουν την άνοδο των νέων αυτών αντιπάλων έλαβε ποικίλες μορφές έως τώρα (δυσφημιστικές εκστρατείες από τα συστημικά ΜΜΕ, ορθοπολιτική τρομοκρατία, καταγγελίες για “λαϊκισμό” και εργαλειοποίηση από τους «εχθρούς της Δύσης», λογοκρισία κ.ά.), αλλά δεν απέδωσε.

Το αργότερο με το βρετανικό δημοψήφισμα και τις εκλογές του 2016 στις ΗΠΑ οι αντισυστημικές δυνάμεις απέδειξαν ότι είναι ικανές να συγκεντρώσουν πίσω τους όχι μια μερίδα διαμαρτυρομένων, αλλά την δημοκρατική πλειοψηφία του πληθυσμού. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το φιλελεύθερο “Κέντρο” συρρικνώθηκε σε μειοψηφία. Όπως έδειξαν οι κιτρινογέλεκοι της Γαλλίας, ακόμη και εκεί όπου δεν κυβερνούν οι “λαϊκιστές”, οι ιδέες τους είναι κοινωνικά πλειοψηφικές.

Σήμερα, οι δημοκρατικές πλειοψηφίες και οι φιλελεύθερες μειοψηφίες στέκουν αντιμέτωπες σε όλα σχεδόν τα κρίσιμα ζητήματα: ελευθερία των αγορών, μετανάστευση και προσφυγικό, πολυπολιτισμικότητα και εθνική ταυτότητα, εξωτερική πολιτική και αντίληψη για την παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Συναφείς είναι και οι δύο τάσεις που παρατηρούμε στα πολιτικά συστήματα των Δυτικών χωρών.

Όπου οι φιλελεύθερες μειοψηφίες έχουν το πάνω χέρι έχουμε την αμφίπλευρη υπόσκαψη της δημοκρατικής αρχής: Όλο και πιο πολλές αποφάσεις μεταφέρονται είτε σε υπερεθνικά και εξωκρατικά είτε σε εσωτερικά και τεχνοκρατικά θέσμια, τα οποία εκφεύγουν του λαϊκού ελέγχου. Παράδειγμα των πρώτων είναι ο ευρωπαϊκός φεντεραλισμός, οι ποικιλώνυμες πολυμερείς εμπορικές συνθήκες, η θέση των κανόνων του διεθνούς δικαίου πάνω από αυτούς της εσωτερικής συνταγματικής τάξης. Παράδειγμα των δεύτερων, οι λεγόμενες Ανεξάρτητες Αρχές, ενίοτε και η Τρίτη εξουσία που στο όνομα του δικαιωματισμού τείνει να αγνοεί την διάκριση των εξουσιών και να νομοθετεί από της έδρας.

Όπου οι δημοκρατικές πλειοψηφίες επιβάλλονται έχουμε την αντίστροφη τάση: Μέτρα κατά του Τύπου και της ανεξαρτησίας των αγορών, ύψωση φραγμών στο ρεύμα του δικαιωματισμού ή και ευθεία καταγγελία του. Αποδυνάμωση της αυτοτέλειας της Δικαιοσύνης και έναν νέο συγκεντρωτισμό, ο οποίος συχνά προσωποποιείται στη μορφή ενός ισχυρού ανδρός που αναλαμβάνει την προάσπιση των συμφερόντων της μάζας (του λαού ή του έθνους) απέναντι στην επιβουλή των ολίγων (του κατεστημένου ή των ελίτ).

Αν η διελκυστίνδα αυτή συνεχιστεί, όπως όλα δείχνουν, η πόλωση θα κορυφωθεί οδηγώντας τις δύο αυτές τάσεις στα άκρα. Την μεν, εφόσον επικρατήσει, στην επιβολή μιας θεσμοποιημένης πλέον ολιγαρχίας, όπου στο όνομα των ατομικών ελευθεριών η βούληση της πλειοψηφίας θα καταπνίγεται εν τη γενέσει της. Την δε, στην επιβολή ενός νέου καισαρισμού που θα παρακάμπτει κατά το δοκούν τους θεσμούς στο όνομα των συμφερόντων του Δήμου. Αυτό είναι κατά τη γνώμη μου το ιστορικό διακύβευμα των προσεχών αμερικανικών προεδρικών εκλογών, ο Ρουβίκωνας της σημερινής Δύσης δύο χιλιετίες μετά εκείνον της Ρώμης: ο Νοέμβριος του 2024 θα είναι το αποφασιστικό πρόκριμα για το πού θα κλίνει εντέλει η πλάστιγγα. Και στην μία και στην άλλη περίπτωση πάντως, η σύζευξη των δύο αυτών διαφορετικών πολιτικών ιδεωδών, του φιλελεύθερου και του δημοκρατικού, θα αποδειχθεί ολιγόζωη και συγκυριακή.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

*

Είναι το Ισραήλ «Δύση»;

*

του ΑΓΓΕΛΟΥ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΥ

Η κρίση στην Μέση Ανατολή δεν είναι απλά μια γεωπολιτική σύγκρουση αλλά ένας καθρέφτης πάνω στον οποίο αντανακλώνται διαφορετικές ταυτότητες και ιδεολογίες της διεθνούς πολιτικής. Μια συνήθης προσέγγιση από τους υποστηρικτές του Ισραήλ είναι ότι αυτό το κράτος αποτελεί μέρος της «Δύσης» και πρέπει να προστατευθεί από τον Ισλαμισμό, την τρομοκρατία και τον αυταρχισμό των εχθρών της. Τι εννοούμε όμως όταν λέμε «Δύση», είναι όντως το Ισραήλ μέρος αυτής και, αν ναι, τι λέει αυτό για την ίδια την Δύση;

Ο πιο συνηθισμένος τρόπος με τον οποίο κατανοείται η Δύση έχει τρεις όψεις: πολιτική, οικονομική και πολιτιστική. Η Δύση θεωρείται ότι εμπεριέχει ένα μοναδικό μείγμα δημοκρατίας και υψηλής οικονομικής ανάπτυξης στην βάση της οικονομίας της αγοράς και προοδευτικές αξίες σε ό,τι αφορά την αξία και τα δικαιώματα του ατόμου, πράγματα που την διαφοροποιούν από άλλους «πολιτισμούς» (κατά Χάντιγκτον). Από αυτήν την άποψη, το σημερινό Ισραήλ μοιάζει όντως να προσομοιάζει σε αυτό το πρότυπο συγκριτικά με τους Παλαιστινίους. Αυτή η οπτική όμως είναι απλοϊκή και αγνοεί την ιστορία και των δυο πλευρών της σύγκρουσης.

Υπάρχει κατ’ αρχάς το επιχείρημα ότι το Ισραήλ είναι μια δημοκρατία η οποία μάχεται απέναντι στον πολιτικό αυταρχισμό της «λάθος πλευράς της ιστορίας». Αυτό το επιχείρημα στην σημερινή συγκυρία είναι κάπως ειρωνικό αν σκεφτεί κανείς ότι πάνω από τους ίδιους τους μισούς Ισραηλινούς αμφέβαλαν μέχρι πρόσφατα αν η χώρα τους ήταν ή θα παρέμενε δημοκρατία καθώς ο Μπενιαμίν Νετανιάχου προσπαθούσε να ποδηγετήσει τους θεσμούς της χώρας του. Και αν τα είχε καταφέρει, με βάση τα επικρατούντα αναλυτικά σχήματα που κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο της Δύσης, το Ισραήλ θα κατατασσόταν στην κατηγορία των «ανελεύθερων» ημιαυταρχικών δημοκρατιών τύπου Ουγγαρίας – για μερικούς μάλιστα, το Ισραήλ ήδη είχε περιπέσει σε αυτήν την κατηγορία πριν τον πόλεμο. (περισσότερα…)

Γιατί ο Μίλαν Κούντερα δεν επέστρεψε ποτέ στην Τσεχία;

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑ

Στις 11 Ιουλίου πέθανε, σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων ετών, ο σπουδαίος Τσέχος μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος Μίλαν Κούντερα. Αυτοεξόριστος στη Γαλλία από το 1975, πήρε τη γαλλική υπηκοότητα το 1981 (η τσεχική τού είχε αφαιρεθεί το 1979) και σταδιακά άρχισε να γράφει τα έργα του στα γαλλικά, θεωρώντας πια τον εαυτό του Γάλλο συγγραφέα. Η τσεχική υπηκοότητα θα του αποδοθεί και πάλι μόλις το 2019. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, απ’ αυτή την άποψη, η νεκρολογία που δημοσίευσε την 1η Αυγούστου στο ηλεκτρονικό περιοδικό Compact ο Πετρ Ντρουλάκ.[1] Ο Ντρουλάκ, Τσέχος ακαδημαϊκός και πολιτικός, ήταν εκείνος που ως πρέσβης της Τσεχίας στη Γαλλία παρέδωσε στον Κούντερα το έγγραφο το οποίο πιστοποιούσε την επανάκτηση της τσεχικής υπηκοότητας. Στο πολύ όμορφο κείμενό του, ο Ντρουλάκ επιχειρεί ν’ απαντήσει στο ερώτημα γιατί ο Κούντερα δεν επέστρεψε ποτέ στην πατρίδα του, παρά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος και τη φιλελευθεροποίηση μετά το 1989. Ο Ντρουλάκ ισχυρίζεται πως ο Κούντερα είχε σκοπό να επιστρέψει, μαζί με την οικογένεια του, στην Τσεχία: «Μετά το 1989, οι Κούντερα σχεδίαζαν να μοιράζουν το χρόνο τους ανάμεσα στο Παρίσι, στην Πράγα και στο Μπρνο, τη γενέτειρα του Μίλαν. Αλλά αυτό δε συνέβη ποτέ. Λίγα ταξίδια ινκόγκνιτο στην Τσεχία, περιστασιακές επισκέψεις Τσέχων φίλων στο Παρίσι ή στη θερινή του κατοικία στο Τουκέ, συχνά τηλεφωνήματα – αυτό ήταν όλο. Καμία επιστροφή. Γιατί;»

Μία ερμηνεία της παράδοξης συμπεριφοράς του Κούντερα, λέει ο Ντρουλάκ, θα μπορούσε να είναι η αντιπαράθεσή του με τους αντιφρονούντες. Ο Κούντερα «δε γελοιοποιεί μόνο τους κομμουνιστές αξιωματούχους στα μυθιστορήματά του, αλλά αποστασιοποιείται κριτικά και από τους αντιφρονούντες». Η υποψία του Ντρουλάκ ενισχύεται από μια συνέντευξη που έδωσε η σύζυγος του Κούντερα, Βέρα, το 2019, στην οποία αποκάλυψε πόσο θα ήθελαν να επιστρέψουν, αλλά δεν μπορούσαν. «Πολλοί Τσέχοι αναγνώστες σοκαρίστηκαν μαθαίνοντας ότι για δεκαετίες ο Κούντερα αντιμετωπιζόταν με εχθρότητα από τους αντιφρονούντες στην Πράγα, αλλά και από τους αντικομμουνιστές εξορίστους. Οι φίλοι του Χάβελ ήταν ιδιαίτερα δραστήριοι σε αυτές τις επιθέσεις εναντίον του Κούντερα.»

Οι φιλελεύθεροι που υπό την ηγεσία του Βάτσλαβ Χάβελ ανήλθαν στην εξουσία, όταν το καθεστώς κατέρρευσε, είχαν παλιά αντιδικία με τον Κούντερα, εξηγεί ο Ντρουλάκ. Στην πραγματικότητα, τον είχαν περιθωριοποιήσει και τον είχαν απομονώσει ήδη εδώ και δεκαετίες, πολύ πριν απ’ τη Βελούδινη Επανάσταση, και δεν τον είδαν ποτέ με καλό μάτι. Ακόμα και οι εξόριστοι αντιφρονούντες στη Γαλλία τον αντιμετώπιζαν εχθρικά σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ποια ήταν όμως η αιτία της εχθρότητας προς τον Κούντερα εκμέρους της φιλελεύθερης τσεχικής ιντελιγκέντσιας; (περισσότερα…)

Παναγιώτης Κονδύλης, Ο γερμανικός «ξεχωριστός δρόμος»

*

Εφέτος συμπληρώνονται 80 χρόνια από τη γέννηση και 25 από τον θάνατο του Παναγιώτη Κονδύλη (1943-1998). Με την ευκαιρία της επετείου, το ΝΠ, για το οποίο το έργο του Κονδύλη στάθηκε εξ αρχής βασικό σημείο αναφοράς, θα αποθησαυρίσει στη διάρκεια του έτους έναν αριθμό κειμένων είτε του ιδίου του στοχαστή, είτε μελετητών του, Ελλήνων και ξένων, δημοσιευμένων παλαιότερα.

~.~

Παναγιώτης Κονδύλης

Ο γερμανικός «ξεχωριστός δρόμος»
και οι γερμανικές προοπτικές

Το ζήτημα των μελλοντικών γερμανικών προοπτικών δεν μπορεί να συζητηθεί ανεξάρτητα από το ζήτημα του λεγόμενου «ξεχωριστού δρόμου» των Γερμανών κατά το παρελθόν. Άλλωστε, οφείλουμε να αποδεχθούμε μια κάποια συνάφεια μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος άσχετα από το πώς ερμηνεύουμε τον όρο «ξεχωριστός δρόμος», έστω δηλαδή κι αν δηλώνουμε με αυτόν απλώς και μόνο εκείνη την ιστορική πορεία που ακολούθησαν άπαξ και υπό το κράτος της ανάγκης οι Γερμανοί και η οποία τους οδήγησε στις σημερινές συνθήκες θέτοντας συγχρόνως το πλαίσιο της μελλοντικής τους δράσης.

Καθώς σήμερα η έννοια του γερμανικού «ξεχωριστού δρόμου» χρησιμοποιείται κυρίως αρνητικά, το ζήτημα της συνάφειας μεταξύ γερμανικού παρελθόντος και μέλλοντος δεν τίθεται μόνο με ιστορική αλλά και με πολιτική πρόθεση. Έχουμε επομένως να κάνουμε εδώ με μια εργαλειοποίηση της αντίληψης εκείνης που παρουσιάζει τον γερμανικό «ξεχωριστό δρόμο» ως αδιέξοδο και παραπλανητικό, εργαλειοποίηση που υποκινείται από όσους επιδιώκουν να στρέψουν τις γερμανικές προοπτικές προς συγκεκριμένη, κανονιστικά καθορισμένη κατεύθυνση. Έτσι οι προοπτικές αυτές επηρεάζονται πράγματι από τον γερμανικό «ξεχωριστό δρόμο» – όχι όμως από τον γερμανικό «ξεχωριστό δρόμο» με την αντικειμενική ιστορική έννοια που εξηγήσαμε παραπάνω, αλλά από τη θεωρία του «ξεχωριστού δρόμου» που αποτελεί πολιτικό όπλο. Άλλωστε δεν θα μπορούσαμε να περιμένουμε ότι η θεωρία του «ξεχωριστού δρόμου» θα μπορούσε να έχει διαφορετική επίδραση. Γιατί, όπως δείχνει η αναδρομή στην ιστορία του όρου, όλες οι εκδοχές της είχαν εξαρχής πολεμικά κίνητρα και γίνονταν αντίστοιχα αντιληπτές. Όμως ως καθαρή πολεμική η θεωρία αυτή μπορεί να γίνει κατανοητή μόνον αν μέσω της επιστημολογικής και ιστορικής κριτικής αποκτήσουμε επίγνωση του γεγονότος ότι οι θεμελιώδεις παραδοχές της είναι αβάσιμες.

Προτού επιχειρήσουμε αυτή την κριτική στα στενά περιθώρια που έχουμε εδώ στη διάθεσή μας, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η θέση περί γερμανικού «ξεχωριστού δρόμου» δεν είχε πάντοτε τη σημερινή αρνητική χροιά και ότι η θετική εκδοχή της, όπως και η αρνητική, είχε τις καταβολές της τόσο στη Γερμανία όσο και στο εξωτερικό. Η θετική εκδοχή υπήρξε η αρχική και μπορούμε να την ανιχνεύσουμε ήδη στις αποφάνσεις εξεχόντων Γερμανών στοχαστών του 18ου αιώνα, με τις οποίες ζητούσαν να περιγράψουν την ειδοποιό διαφορά του γερμανικού πνεύματος έναντι της «Δύσης» και να συνεισφέρουν έτσι στη διάπλαση της γερμανικής εθνικής συνείδησης. Μπορούμε να καταρτίσουμε έναν μακρύ κατάλογο ονομαστών συγγραφέων που εγκωμιάζουν σε υψηλότατους τόνους την εν μέρει φιλοσοφική και μεταφυσική, εν μέρει αισθητική και παιδευτική υπεροχή των προϊόντων της γερμανικής σκέψης απέναντι στον «ρηχό» δυτικό Διαφωτισμό. Οι φρικαλεότητες της περιόδου της Τρομοκρατίας κατά τη Γαλλική Επανάσταση ερμηνεύθηκαν συχνά ως αναγκαίο επακόλουθο του Διαφωτισμού αυτού του είδους και φάνηκε να επιβεβαιώνουν την αυτάρεσκη αντίληψη ότι η υψηλότερου επιπέδου παιδεία τους προστάτευσε τους Γερμανούς από τέτοιες απάνθρωπες πράξεις. Όσοι Γερμανοί μετά το 1750 περίπου εξέφρασαν τέτοιες απόψεις για τη «Δύση», και προ πάντων για τους Γάλλους γείτονες, ήταν συνήθως λόγιοι με φιλελεύθερο και ουμανιστικό φρόνημα, που όμως εμπρός στην τότε συγκεχυμένη πολιτική κατάσταση του γερμανικού έθνους δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν μια εθνική ταυτότητα παρά μόνο στο πολιτισμικό πεδίο και με τη σχηματική περιχαράκωση έναντι ενός γείτονα, του οποίου η ακτινοβολία και ο πλούτος τούς γεννούσε ανάμικτα συναισθήματα. Για τους λόγους αυτούς, θα ήταν εσφαλμένο και άδικο να δούμε στις δηλώσεις τους εκείνες έναν κακό οιωνό και να παραγνωρίσουμε εντελώς ανιστόρητα τον ψυχολογικό και ιδεολογικό μηχανισμό, μέσα από τον οποίο συντελείται η αποκρυστάλλωση κάθε εθνικής συνείδησης. Εξάλλου, σχεδόν κανείς δεν παρεξηγούσε τότε τη στάση αυτή των Γερμανών. Καθώς η ξηρά και η θάλασσα ήταν υπό την κυριαρχία άλλων, παραχωρήθηκε ευχαρίστως στους Γερμανούς, όπως το είχε κατανοήσει ήδη ο μεγάλος ποιητής, η βασιλεία των ουρανών, δηλαδή το βασίλειο ενός πολιτισμού χτισμένου πάνω σε ιδέες και ιδεώδη, ενώ τους αναγνωρίστηκε μετ’ επαίνων το προβάδισμα στους μακράν της πολιτικής τομείς. Μάλιστα, την αυτοεκτίμηση των Γερμανών λογίων και καλλιτεχνών τη συμμερίζονταν ευρέα στρώματα της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης και τη γερμανική θετική εκδοχή της θεωρίας του «ξεχωριστού δρόμου» ήρθε από νωρίς να συνδράμει μια άλλη, προερχόμενη από το εξωτερικό. Γάλλοι και Άγγλοι θιασώτες των ρομαντικών-αντεπαναστατικών ιδεών εξιδανίκευαν τους Γερμανούς, επειδή τάχα έμειναν αμόλυντοι από την επιρροή του «ρηχού» διαφωτισμού και την καπιταλιστική μέθη, μένοντας πιστοί στα όσια και ιερά. Ο θαυμασμός για τις γερμανικές επιδόσεις στα πεδία των κλασσικών γραμμάτων αλλά και των φυσικών επιστημών ήρθε αργότερα να συνοδεύσει αυτές τις συμπάθειες και ο λόγος για τον «λαό των Στοχαστών και των Ποιητών» έγινε παροιμιώδης. (περισσότερα…)

Νόημα και λειτουργία στον σύγχρονο κόσμο

Ιωάννας Τσιβάκου,
Περίπλους στις ακτές του νοήματος,
Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Μάιος 2023

Για να προσεγγίσει κανείς με κάποια πιθανότητα επιτυχίας τα σύγχρονα πολύπλοκα, πλουραλιστικά και συνάμα αντιφατικά κοινωνικά φαινόμενα της δυτικής κοινωνίας, είναι υποχρεωμένος να περπατήσει εκ νέου στα μονοπάτια της κοινωνικής οντολογίας, χαραγμένα κατά το παρελθόν από μεγάλους κοινωνικούς στοχαστές. Το εγχείρημα για μια οντολογικής φύσεως διερεύνηση μοιάζει σαν να έχει εξοριστεί στις μέρες μας από τα χωράφια της κοινωνιολογικής σκέψης, καθώς το τρέχον και το επίκαιρο, οι συνεχείς κοινωνικές μεταβολές και το κυρίαρχο πνευματικό κλίμα της αβεβαιότητας είναι τόσο εξαπλωμένα, ώστε μια εκ νέου θεωρητική αναζήτηση σε συστατικά στοιχεία της κοινωνίας να θεωρείται περιττή.

Κι όμως, ένας παρόμοιος ισχυρισμός δεν αληθεύει. Μια περιδιάβαση σε κείμενα σημαντικά της κοινωνικής θεωρίας δείχνει ανάγλυφα πως η ουσία των κοινωνικών οντοτήτων συγκροτείται από ένα θεμελιακό στοιχείο, κι αυτό είνται το νόημα. Το νόημα ξεπροβάλλει μέσα από όλες τις αναλύσεις ως το συστατικό, οντικό δεδομένο αυτών, και είναι αυτή η οπτική που κίνησε το ενδιαφέρον της συγγραφέως για έναν Περίπλουν στις Ακτές του Νοήματος.

Γύρω από τον άξονα του νοήματος περιστρέφεται σε κάθε ιστορική περίοδο η κοινωνική ζωή. Κάθε της έκφανση, κάθε φάση του πολιτισμού μας, αξιοποιεί το νόημα για να δώσει μορφή και περιεχόμενο σε σχέσεις και πράγματα που όχι μόνο μας περιβάλλουν, αλλά ορίζουν τον κοινωνικό χώρο και χρόνο εντός του οποίου εμείς οι ίδιοι συγκροτούμαστε ως ανθρώπινα υποκείμενα. Το ζήτημα συνεπώς δεν είναι η απουσία ενός οντικού δεδομένου για τις κοινωνικές οντότητες, αλλά η απουσία της διερεύνησης του είδους του εκάστοτε κυρίαρχου νοήματος, γεγονός που σταδιακά μας οδήγησε αντί ν’ αναφερόμαστε στη φύση και στην ποιότητα του νοήματος, να αναφερόμαστε με μεριστική λογική σε ιδιότητες αυτού και δη, όπως σήμερα, στη λειτουργικότητά του. (περισσότερα…)

«Έχουμε εισέλθει στο λυκόφως του μεταπολεμικού κόσμου»

Ο Σωτήρης Μητραλέξης συζητά με τον Δημήτρη Β. Πεπόνη για το πρόσφατο βιβλίο του δεύτερου Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης: Από την Ουκρανία και την Πανδημία στη Νέα Πλανητική Τάξη (Εκδόσεις Τόπος, Μάρτιος 2023)

~.~

Το βιβλίο πραγματεύεται «την ολοκλήρωση τριών διαφορετικών και εν μέρει επάλληλων ιστορικών κύκλων, της μεταψυχροπολεμικής τάξης (1991- ), του μεταπολεμικού κόσμου (1945- ) και μιας μεγάλης εποχής της ανθρώπινης ιστορίας (19ος αιώνας- ), της Εποχής της Μεγάλης Παρέκκλισης». Οι πρώτοι δύο κύκλοι είναι μάλλον σαφείς στον αναγνώστη του οπισθοφύλλου: ποια και τι είναι όμως η «Εποχή της Μεγάλης Παρέκκλισης», εξ ης και ο τίτλος του βιβλίου;

Στη μικρή κλίμακα και με αφορμή την τρέχουσα διεθνοπολιτική συγκυρία «Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης» σημαίνει να επισκέπτεται ο Κινέζος πρόεδρος τη Μόσχα στη Ρωσσία, ο Ιάπωνας πρωθυπουργός το Κίεβο και τη Βαρσοβία στην Ουκρανία και την Πολωνία αντίστοιχα και ο υπουργός εξωτερικών της Ινδίας το Μόναχο στη Γερμανία, και οι άνθρωποι στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική να γνωρίζουν ότι οι επισκέψεις αυτές έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα, να δίνουν μεγάλη σημασία στα λόγια των πρωταγωνιστών ή να σταθμίζουν πολύ σοβαρά τη στάση τους. Όμως ας δούμε τα πράγματα στη μακρά διάρκεια.

Από την εποχή του Χριστού, του Μωάμεθ και του Βούδα μέχρι περίπου και την εποχή του Δαρβίνου (1809-1882), δηλαδή μέχρι τον 19ο αιώνα, οι μεγαλύτερες οικονομίες στον πλανήτη βρίσκονταν στην Ινδία και την Κίνα, στις ακτές του Ινδικού και του Ειρηνικού ωκεανού. Μόνο κατά τους δύο τελευταίους αιώνες κατέστη δυνατό αυτή η σχεδόν φυσική ―υπό την έννοια της μακράς χρονικής διάρκειας― ιστορική οικονομική τάξη να μεταβληθεί, με την άνοδο της Δυτικής Ευρώπης αρχικά και της Βόρειας Αμερικής στη συνέχεια, με επίκεντρο τον Ατλαντικό ωκεανό.

Στον 21ο αιώνα τώρα. Εφόσον κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας η Κίνα καταστεί η μεγαλύτερη οικονομία στον πλανήτη, και με ονομαστικούς όρους ―καθώς με όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης είναι η μεγαλύτερη οικονομία εδώ και κάποια χρόνια―, αυτή θα είναι η πρώτη φορά από την εποχή της βασίλισσας Βικτωρίας (1837-1901) που ένα κράτος το οποίο δεν έχει ακτές στον Ατλαντικό και δεν είναι αγγλόφωνο και φιλελεύθερο θα αποτελέσει τη μεγαλύτερη οικονομία στον πλανήτη.

Επιπλέον, για πρώτη φορά στην καταγεγραμμένη και γνωστή σε εμάς ανθρώπινη ιστορία έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο όπου οι δύο από τις τρεις μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη βρίσκονται στην περιοχή της Ανατολικής Ασίας ή της Ασίας του Ειρηνικού. Αναφέρομαι, ασφαλώς, στην Κίνα και την Ιαπωνία. Τέλος, τις εξελίξεις αυτές θα ακολουθήσει η επιστροφή της Ινδίας που θα οριστικοποιήσει την αποχώρηση του οικονομικού κέντρου βάρους του παγκόσμιου συστήματος από τις ευρωπαϊκές και τις αμερικανικές ακτές του Ατλαντικού και την παγίωσή του στην Ασία.

Τα προηγούμενα σημεία καμπής σηματοδοτούν την αρχή και το τέλος μιας ιστορικής περιόδου (19ος-21ος αιώνας) την οποία ονομάζω «Εποχή της Μεγάλης Παρέκκλισης», κατά τη διάρκεια της οποίας γεννήθηκε αρχικά η ευρωκεντρική και μετέπειτα η δυτικοκεντρική ιδεολογία, ιστοριογραφία και ερμηνευτική. (περισσότερα…)