γιορτές

Newέλληνες!

*

Λογοθεσίες από τον
ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

~

Newέλληνες!

Από τότε που κάποιοι πολύ προχωρημένοι τύποι διαλαλούν ότι μας ξεβλάχεψαν, ζούμε σε παρατεταμένη γλωσσική παρενδυσία. Αλλά τι να κάνουμε οι δόλιοι; Η γλώσσα μας ως γνωστόν είναι πάμπτωχη. Γι’ αυτό, διαπρεπείς κοσμικογράφοι και παρουσιαστές πρωινάδικων έχουν βαλθεί να μας απαλλάξουν από τη ντροπή της, αντιγράφοντας τις ιστορικές ομιλίες του Ζολώτα στην Ουάσιγκτον από την ανάποδη. Εκείνος μίλησε αγγλικά χρησιμοποιώντας ελληνικές λέξεις που έχουν δανειστεί οι Εγγλέζοι, αυτοί μιλούν ελληνικά με αγγλική μεταμφίεση. Διότι σύμφωνα με το new paradigm το αντίγραφο είναι καλύτερο από το πρωτότυπο. Έτσι αποτελεί common symptom να βγαίνουν με το telephone ανά χείρας και να δηλώνουν ότι έχουν μία epic διάθεση αλλά και μία melancholy γιατί πήραν σαράντα γραμμάρια και τώρα θα πρέπει να τρέχουν στον πλησιέστερο διαιτητικό meta-φούρνο! Επιπλέον έχουν mega problem επειδή αναγκάστηκαν να κόψουν κάποιον καλεσμένο on air αλλά συνεχίζουν να πουλάνε αέρα κοπανιστό, εξομολογούμενοι ότι στηθοδέρνονται μπροστά σε βυζαντινές icons που έφεραν από το χωριό τους. Παθαίνουν μία ecstasy όταν βλέπουν στο theater μία famous φίλη τους για την οποία μπορεί καμιά φορά να τρέφουν ανάμεικτα αισθήματα jealousy και sympathy αλλά γενικώς έχουν μεγάλο σεβασμό στους authentic characters.

Ξέρουμε βέβαια από την history ότι η anatomy αυτού του phenomenon δεν συνιστά και therapist method εφόσον οι politicians σε periods παρακμής έχουν micro horizon. Κάνουν παντού economy κι έχουν τόσο στρεβλό criterion και τόσο λίγο eroticism ώστε δεν αντιλαμβάνονται καν την problematic oligospermia της σύγχρονης Hellenic γλώσσας. Για να έρθουμε λοιπόν στα σύγκαυλά μας θα επαναλάβω την ξεχασμένη πατριωτική προτροπή: Ξύπνα λεβέντη μου τσολιά, πιάσε το penis απ’ τα μαλλιά!

/// (περισσότερα…)

Αίμα καταμετρημένο, αίμα ακαταμέτρητο

*

Λογοθεσίες από τον
ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

*

Αίμα καταμετρημένο, αίμα ακαταμέτρητο

Εξαιρετικά ανήσυχοι εμφανίζονται οι πάσης φύσεως ειδικοί (στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες, ινστρούχτορες σε ζητήματα άμυνας και στρατηγικοί αναλυτές) για τη μόδα των ακήρυκτων πολέμων. Συμφωνούν ομόθυμα πως οι ανεπίσημες εχθροπραξίες που διεξάγονται κατά παράβαση του διπλωματικού πρωτοκόλλου, σηματοδοτούν επιστροφή στη βαρβαρότητα, μοιάζουν με απαγχονισμούς χωρίς ικρίωμα, λιθοβολισμούς χωρίς σειρά προτεραιότητας ή ταφή χωρίς λουλούδια. Κατά τα άλλα διαφωνούν. Η ποσότητα της συστημικής βίας που απαιτείται ώστε η ένοπλη αντιπαράθεση μεταξύ αντιπάλων πλευρών να χαρακτηριστεί πολεμική, αποτελεί αντικείμενο συνεχούς διχογνωμίας. Περιφερειακές συρράξεις, φυλετικές σφαγές και διασυνοριακές συγκρούσεις, αναλύονται καταλεπτώς στα ανατομικά τραπέζια διαφόρων ινστιτούτων αλλά επειδή η στατιστική του θανάτου είναι περίπλοκη επιστήμη, παρά τις εργώδεις προσπάθειες αυτών των αξιοσέβαστων ειδικών, δεν ξέρουμε πόσοι ακριβώς πόλεμοι διεξάγονται σήμερα στον πλανήτη. Όσο και να ζοριστούν όμως (για τους ειδικούς μιλώ πάντα), αρνούνται να παραδεχθούν, δημοσίως τουλάχιστον, ότι τα σύγχρονα κράτη έχουν αντιγράψει προ πολλού τον ευέλικτο κώδικα των φυλάρχων και των πειρατών. Μια τέτοια παραδοχή θα τους υποχρέωνε να ομολογήσουν ότι έχουμε κράτη μπουκαδόρων με επιδρομική πρακτική που δεν υστερεί σε τίποτε από κείνη των συμμοριών. Άλλωστε οι ειδήμονές μας είναι σοβαροί, και το χύδην αίμα, αμέτρητο καθώς είναι, θέτει σε κίνδυνο την επαγγελματική τους αξιοπιστία. Αν θέλουν πάντως να ενημερώσουν τον χάρτη των πολεμικών συγκρούσεων με αδιάσειστα στοιχεία, δεν έχουν παρά να ρωτήσουν, εμπιστευτικά εννοείται, τους διευθυντές των μεγάλων εταιρειών όπλων. Αυτοί ξέρουν και μάλιστα με ανατριχιαστική ακρίβεια όλα όσα θέλουμε να μάθουμε — αλλά είναι εχέμυθοι οι άνθρωποι, πράττουν πολλά και μιλούν ολίγα.

~.~ (περισσότερα…)

Θανάσης Γαλανάκης, Μπαλάντα γιορτινή

*

ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΟΡΤΙΝΗ

Μακριὰ ἀπὸ τραπέζια καὶ μαζώξεις,
παρέες γιορτινές, χαρὲς καὶ δῶρα·
ἀδύνατο γι’ αὐτοὺς νὰ τοὺς στριμώξεις
στὰ ἐντός, ἐκτὸς κι’ ἐπὶ τ’ αὐτά, στὴ χώρα
ποὺ οἱ παραδόσεις —ζόμπι ἁιμοβόρα—
τὸ αἷμα τῆς ζωῆς ἀργὰ ρουφᾶνε,
κι’ ἔτσι γράφω μπαλάντα ἐλπιδοφόρα
σ’ αὐτοὺς ποὺ στὶς γιορτὲς μόνοι θὲ νἆναι.

Ὅλη ἡ χρονιὰ γεμάτη καταδιώξεις
κι’ ἀγκομαχάει, συνέχεια ἀνηφόρα·
μήνυση ἡ ἀργία κι’ οἱ Κυριακὲς διώξεις,
ἐξώδικα οἱ Δευτέρες καὶ πληθώρα
οἱ ἀγωγὲς τῶν 5€ τὴν ὥρα,
καὶ σκέφτονται ὀρθῶς «ποῦ μὲ τραβᾶνε;»
ἐνῶ χαρίζω αὐτὴν τὴν ἐργατοώρα
σ’ αὐτοὺς ποὺ στὶς γιορτὲς μόνοι θὲ νἆναι.

Ξυπνοῦν μὲ ἀτελεῖς τὶς ὀνειρώξεις
κι’ ἀκοῦν μόνο γιὰ τὴν κιλοβατώρα
πεδίον ἀπολέσει ἔχοντας δόξης
γιὰ μιὰ μικρὴ ἀπόκλιση ὁπληφόρα
ποὺ θὰ τοὺς δώσει ἐδεμικὴ όπώρα,
ἀφοῦ ὅλοι μαζὶ πρέπει νὰ φᾶνε·
μιὰ χειραψία σὰν προστασία στὴν μπόρα
σ’ αὐτοὺς ποὺ στὶς γιορτὲς μόνοι θὲ νἆναι.

Μιὰ μαύρη τρύπα ὁ κόσμος, μὲ  λοιμώξεις,
ἀναρωτιοῦνται ὅλοι ποῦ νὰ πᾶνε.
Θὰ πρότεινα, ἀναγνώστη, νὰ ἐπιδιώξεις:
μ’ αὐτοὺς ποὺ στὶς γιορτὲς μόνοι θὲ νἆναι.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ

*

Έλλη Αλεξίου, Μετά τις γιορτές

*

Άμα ανοίξανε τα σκολεία, καταφτάξανε τα παιδιά σαν αφηνιασμένα αλόγατα. Tο μήνυμα της Πρωτοχρονιάς είχε φτάσει και στα δικά τους χαμόσπιτα· σαν να κάνανε όλες τις ημέρες, που ’χαμε διακόψει, ένεση τρέλας, κι έτσι παραλοΐσμένα και εξαγριωμένα τα υποδεχτήκαμε.

Όλα τα παιδιά κουβαλούσαν στο σκολειό κι από κατιτίς, όχι μεγάλα πράματα, όχι κουρντιστούς σκίουρους ή σιδερόδρομους με πέντε βαγόνια, όχι κείνες τις πελώριες κούκλες που κουνιούνται στις κουνιστές πολυθρόνες, ούτε βελουδένια επιπλάκια. Tο ένα κρατούσε μια φούσκα, τ’ άλλο ένα τοπάκι, τ’ άλλο μια πέτρινη κουκλίτσα γυμνή με τα χεράκια της κολλητά σα μούμια. Kαι λεφτά! O κόσμος γεμάτος. Όλες οι φουχτίτσες σφιγγόντανε ξέχειλες από πενταροδεκάρες. Mα αυτές οι περιουσίες είχανε αποκτηθεί με κάποιαν ιστορία, που τα μικρά περίμεναν ανυπόμονα το άνοιγμα των σκολειών για να μου τη διηγηθούν, και λοιπόν δυο μέρες στη σειρά δεν καταφέραμε να κάνουμε μάθημα της προκοπής. Θέλανε αυτές να μιλούνε, όχι εγώ.

«…Eμένα μου ’δωκε η μάνα μου τούτες τις δυο δεκάρες, τούτες τις τρεις πεντάρες ο πατέρας μου, κι η θεια μου η Kατίγκω μου ’δωκε κείνη τη ζουλισμένη πεντάρα, ο Aντρέας μ’ αγόρασε το τόπι. Tη φούσκα τη πήρα με τα λεφτά που βγάλαμε από τα κάλαντα…»

«…Eμένα μου ’δωκε ο πατέρας μου μια φούσκα, μα όχι στρογγυλή σαν της Aρετής… μα από τις άλλες τις μακριές, κι εγώ την έκοψα και την έκανα κομματάκια και τήνε χτύπησα πλακαντζήκια στο κούτελό μου, για δες εφούσκιασε το κούτελό μου, και τα λεφτά μας τα φάγαμε με τον Aντώνη στα καμίχια…»

«Eγώ έχω μόνο το τόπι μου. Tα λεφτά μου μού τα πήρε η μάνα μου· και τη ροκάνα που κέρδισα στο λότο, την κάμαμε αλλαξιά με τη Pοδώ, και μου ’δωκε τούτο το δαχτυληθράκι με την κόκκινη πέτρα…»

Iστορίες, ιστορίες, υποθέσεις, τα παιδιά είχανε σωρό ζωτικά νιτερέσα, που τα είχανε ζαλίσει. Δεν ήτανε εύκολο να τα ξεκολλήσω έτσι με το πρώτο, και να τα φέρω στο σοβαρό κόσμο του βιβλίου: «ο καλός υιός ας διώκει τας μυίας από τον πατέρα…»

Oι μουζικές κι οι φυσαρμόνικες σκεπάζανε στα διαλείμματα τις σκληριές και τα γέλια των παιδιών, τις πρώτες ημέρες μετά τις γιορτάδες. Ύστερα λίγο από λίγο αραιώνανε οι καινούργιοι ήχοι, βουβαινόντανε μια μια οι μουζικές, βραχνιάζανε οι σφυρίχτρες ώς να σωπάσουν ολότελα, κι οι φυσαρμόνικες χάνανε τις νότες τους, κι απόμεναν ένα τοσοδά σανιδάκι με κάτι τρυπίτσες στη σειρά, σα μικροσκοπικοί περιστεριώνες.

Mε το κλείσιμο της βδομάδας, κανένας πια ήχος δε θύμιζε το πέρασμα της Πρωτοχρονιάς. Kάπου κάπου εμφανίζουνταν, απομεινάρι του κόσμου των παιχνιδιών, που σαρώθηκε, κάποιο ζουλισμένο τόπι. Δεν άντεχε για παιχνίδια περιωπής που απαιτούνε να γίνεται γκελ· έμπαινε σα σκάρτος στρατιώτης σε βοηθητικές υπηρεσίες.

Tο χρησιμοποιούσαν τα παιδιά για να παίζουνε: «ανέβα μήλο, κατέβα ρόδο…» μα και σ’ αυτό τον υποβιβασμό δεν άντεχε πολύν καιρό. Eρχότανε η στιγμή που το τόπι γινότανε μια ζούλα, άχρηστο. Tότε πάλι τα παιδιά κατάφευγαν στο κουβάρι της γιαγιάς, στα ξηλώματα, που στο σκολειό το δικό μας βρισκότανε σε μεγάλη υπόληψη. Eίχε παραπεταχτεί τις μέρες της Πρωτοχρονιάς· μα τώρα πάλι, στην έλλειψη, κοιτάζανε τα μικρά, ψάχνανε δεξά ζερβά, ανακαλύφτανε το κουβάρι τα ξηλώματα, και το ξαναβγάζανε στο φως. Tο κουβάρι αντικαθιστούσε όλο τον καιρό το τόπι και για τους πιο δύσκολους ρόλους.

ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ
( Ηράκλειο, 1894 – Αθήνα, 1988 )

Πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος πρώτο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)

*

*

*