Γεώργιος Πισίδης

Γεώργιος Πισίδης, Στον αυτοκράτορα Ηράκλειο

*

Προλεγόμενα – Μετάφραση
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ

Ποίημα εγκωμιαστικό για τον αυτοκράτορα Ηράκλειο (610-641), με θέμα τις πολεμικές επιτυχίες του έναντι των Περσών και των Αβάρων, αλλά και την ανατροπή του προηγούμενου αυτοκράτορα, Φωκά, στα τέλη του 610. Το στιχούργημα, όπως και συμβαίνει και σε άλλα του Πισίδη για τον Ηράκλειο, κατασκευάζει την εικόνα του ιδανικού Βυζαντινού αυτοκράτορα: Είναι ο εκλεκτός και το όργανο του Θεού, μία ακριβής αποτύπωση του Χριστού, καθώς και ένας ευσεβής, δραστήριος και ικανός πολεμιστής. Σε ποιητικό επίπεδο, ο Πισίδης έφερε τη μεγάλη αλλαγή στη βυζαντινή λογοτεχνία, καθώς αυτός πρώτος επέβαλε τη χρήση του ιαμβικού τριμέτρου του αρχαίου δράματος στη βυζαντινή ποίηση, καταφέρνοντας να τερματίσει την πρωτοκαθεδρία του ομηρικού μέτρου που ίσχυε μέχρι τότε. Στους επόμενους αιώνες οι Βυζαντινοί λόγιοι τον θεωρούν σταθερά ως τον κορυφαίο ποιητή του δικού τους «λογοτεχνικού κανόνα».

///

Στον αυτοκράτορα Ηράκλειο, που ήρθε από την Αφρική
και ανέβηκε στον θρόνο, και κατά του αυτοκράτορα Φωκά

Τα λόγια δεν αρκούν για να σε περιγράψουν·
ο Θείος Λόγος όρισε ψηλά να στέκεις
εκεί που ο λόγος τούτος ο ρευστός δεν φτάνει.
Πολλοί σ’ υμονολογούν, το βλέπω, βασιλιά μου,
δεινοί πολεμιστές, καβάλα στα άλογά τους,
που δεν διακρίνονται για το σοφό μυαλό τους
κι ο χαρακτήρας τους θεϊκή σκευή δεν έχει.
Όμως σ’ εμένα φαίνεται σωστό να υμνήσω
τη φρόνηση, την οδηγό της θείας ψυχής σου.
Από ψηλά την έλαβες για πανοπλία
κι έτσι στις Ιερές Γραφές τον νου σου στρέφεις· (περισσότερα…)

Γεώργιος Πισίδης, Στον αυτοκράτορα Ηράκλειο και τους Περσικούς Πολέμους

*

Μετάφραση ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ

~.~

[στ. 66-99]

Τον Όμηρο, που είναι η πηγή των λόγων
(τις αρτηρίες του λόγου αυτός διανοίγει
και της ζωηρής του φρόνησης τις σκέψεις
διαρκώς ποτίζει κι έτσι μεγαλώνουν·
και το νερό ποτέ δεν του τελειώνει)
βλέπεις που τις αυτάδελφες μοιράζει
αρετές – μια σε κάθε ποίημα βάζει
και πώς αλλιώς; Στα χρόνια του δεν ζούσε
κανείς με φρόνηση μαζί κι ανδρεία,
αλλά και με άλλες αρετές λουσμένος.
Μα αν κάποιος του έδινε το πρότυπό σου
θα γνώριζε την τελειότητά σου
κι αφήνοντας τους μύθους κατά μέρος
θα ενστάλαζε παντού τον ψυχισμό σου.
Εικόνα τότε θα έπλαθε σπουδαία·
τέσσερις αρετές συνενωμένες
κι αυτό σ’ εσένα πάνω βασισμένο.

Του Νέστορα τα χείλη ας στάζουν μέλι,
της μέλισσας θυμίζοντας τους κόπους,
κατά τον ποιητή. Λοιπόν φαντάσου
πόσο πολύ θα θαύμαζε τον νου σου
που φτιάχνει μέλι νοητά κι αλήθειες
μ’ ευφράδεια πολλή και χάρη αρθρώνει.
Μέσα σου δηλητήριο δεν έχεις.
Απ’ τα άνθη εσύ το χρήσιμο συλλέγεις
διαρκώς κι όχι την άνοιξη μονάχα.
Έχεις, σαν μέλισσα, κεντρί· τους νόμους.
Μα δεν σκοτώνεις, ούτε καν λαβώνεις,
γιατί όταν βρεις κανέναν που το αξίζει
με το κεντρί –τους νόμους– τον φοβίζεις
μα κατά βάθος έλεος του δείχνεις.
Προτάσσεις το κεντρί και το μαζεύεις.
Δεν βλάπτει πια, τελείως το αχρηστεύεις·
με μια εντολή σου πλέον δεν τρυπάει.
Λες έγινε φιλάνθρωπο κι εκείνο
κι αντί για πίκρα μέλι μας κερνάει. (περισσότερα…)

Από την «Ἑξαήμερον» του Γεωργίου Πισίδη

*

Προλεγόμενα – Μετάφραση: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ

Ο Γεώργιος Πισίδης έζησε στα χρόνια της βασιλείας του αυτοκράτορα Ηρακλείου (7ος αι.). Υπήρξε ο αγαπημένος βυζαντινός ποιητής των λογίων του ελληνικού Μεσαίωνα, μαζί φυσικά με τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό. Στην Ἑξαήμερον ο Πισίδης υμνεί διά μακρών τον Θεό για το θαύμα της Δημιουργίας. Το εκτενές ποίημα (έκδ. Gonnelli) είναι ένα εμπνευσμένο και λεπτοδουλεμένο λυρικό σύνθεμα, στο οποίο διαπλέκεται ο διδακτισμός με την ιδεολογία (δηλαδή την ορθόδοξη θεολογία). Πρόκειται για ένα αξιοπρόσεκτο επίτευγμα της βυζαντινής λογοτεχνίας.

~.~

Προοίμιο (στ. 1-23)

Του λόγου, Εσύ, του θεϊκού κι όλων των θείων έργων
και νου και γλώσσα και τροφή, μα και καρδιά που λέω,
τα δροσερά σου ρεύματα που τα ουράνια λόγια φέρνουν
αφήνω να περιχυθούν στην άνυδρη καρδιά μου.
Τι με είχε καθηλώσει πριν της ξηρασίας σκοτάδι
γι’ αυτό το στόμα μου κλειστό με το στανιό κρατούσα
και της φωνής η σάλπιγγα δεν έβρισκε τον δρόμο.
Ακούστε πώς μας τυραννά της αθυμίας το νέφος:
αυτό γεννά την παγωνιά, του νου την τρικυμία,
του λογικού τον φωταυγή τον ήλιο επισκιάζει,
θολώνει και την κρίση μας απλώνοντας τη νύχτα,
και τον πυρσό της σκέψης μας σβηστό διαρκώς κρατάει
ωθώντας πάλι μέσα μας τις σκυθρωπές σκοτούρες·
αιχμάλωτο και το μυαλό σε μιαν ομίχλη μένει
και του καθρέφτη το ίνδαλμα το στρέφει από την άλλη
– μ’ αυτό του λόγου τις μικρές και πιο λεπτές κινήσεις
από τις γνωστικές πηγές ο νους μας εξετάζει.
Αφού λοιπόν η λάμψη σου, που κάθε τι φωτίζει,
τη νύχτα πια την έδιωξε και τώρα δα η πνοή σου
της μέριμνας το σύννεφο το στέλνει μακριά μου,
και φως με περιέλουσε που πια με γαληνεύει,
έρχομαι τώρα φέρνοντας της έρμης της ψυχής μου
καρπούς για σένα που έδρεψα, τα δώρα της δροσιάς σου. (περισσότερα…)