γερμανόφωνη ποίηση

Rainer Maria Rilke, Αρχαϊκός Απόλλων και άλλα ποιήματα

*

«Η προσευχή είναι η λάμψη που εκπέμπει το είναι μας σαν αναφλέγεται αιφνίδια, είναι ένας δρόμος ατέρμονος κι άσκοπος, η βάναυση συνοδός των ελπίδων μας που διασχίζουν αέναα το σύμπαν χωρίς προορισμό.»

Επιστολή στη Adelmina Romanelli, 5 Ιανουαρίου 1910

(Σαν σήμερα, 4.12.1875, γεννήθηκε στην Πράγα της Βοημίας ο Ρενέ Καρλ Γιόχαν Βίλχελμ Γιόζεφ Μαρία Ρίλκε.)

~.~

ΑΡΧΑΪΚΟΣ ΑΠΟΛΛΩΝ

Σαν τις φορές που απ’ τα κλαδιά η αυγή προβάλλει
τ’ άφυλλα ακόμη, μα είν’ η άνοιξη ήδη εδώ:
έτσι κι εκείνου το μαρμάρινο κεφάλι
όλης της ποίησης το φως το αστραφτερό

πώς να εμποδίσει πριν σχεδόν μας θανατώσει;
Γιατί σκιά δεν έχει στη ματιά καμιά,
δάφνες ακόμη δεν τον έχουν στεφανώσει,
κι από τα φρύδια του πολύ κατοπινά

ένας μακρόμισχος ροδώνας θ’ ανατείλει
απ’ όπου πέταλα και φύλλα θα μαδούν
ένα ένα πάνω στα τρεμάμενά του χείλη

που ώς τώρα ανέγγιχτα και λαμπερά σιωπούν
κι άλλο δεν πίνουν παρά το χαμόγελό του,
λες και τραγούδια εμφυσούν στον θείο λαιμό του.

(περισσότερα…)

Conrad Ferdinand Meyer, Τα πόδια στην πυρά

Conrad Ferdinand Meyer (1825-1898)

~.~

Άγρια αστράφτει ο κεραυνός. Στο σύθαμπο αχνοφαίνεται ένας πύργος.
Σέρνεται η βροντή. Δαμάζει ο καβαλάρης τ’ άτι του,
Πηδάει κάτω, χτυπάει την πύλη και φωνάζει. Ο μανδύας του σφυρίζει
Στον αέρα. Κρατάει τ’ άγριο ρούσικο άλογο γερά από τα ηνία.
Ένα στενό παράθυρο χρυσίζει πίσω απ’ τα κάγκελα
Και τρίζοντας, την πύλη ανοίγει τώρα ένας ευγενής.
«Υπηρέτης είμαι του βασιλιά, ως αγγελιαφόρος στάλθηκα
Στη Νιμ. Φιλοξενήστε με! Γνωρίζετε δα το κιλτ του βασιλιά!»
«Έχει καταιγίδα. Είσαι καλεσμένος μου. Για τη στολή σου, τι με νοιάζει;
Πέρασε μέσα και ζεστάσου! Το ζώο σου θα το φροντίσω εγώ!»
Μπαίνει σε μια αίθουσα σκοτεινή με πίνακες προγόνων ο ιππέας,
Απ’ τη φωτιά μιας εστίας μεγάλης αμυδρά φωτισμένη,
Και μέσα στο τρεμοφέγγισμα του ασταθούς φωτός της,
Απειλεί ένας Ουγενότος με πανοπλία εδώ, μια γυναίκα εκεί,
Μια περήφανη ευγενής μέσα απ’ τον πολυκαιρισμένο πίνακα.
Ο καβαλάρης σωριάζεται στην πολυθρόνα μπροστά από την εστία
Και ρίχνει το βλέμμα του απλανές στη ζωντανή πυρά. Καίει, αναπολεί.
Ανασηκώνονται τα μαλλιά του ελαφρά. Γνωρίζει την εστία, την αίθουσα…
Συρίζει η φλόγα. Δυό πόδια τρεμοπαίζουν μέσα στην ανθρακιά… (περισσότερα…)

Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Η γένεση των Ελεγειών και των Σονέτων

* 

της ΙΩΑΝΝΑΣ ΑΒΡΑΜΙΔΟΥ

Οι Ελεγείες του Ντουίνο και τα Σονέτα προς τον Ορφέα βρίσκουν τον Ρίλκε στο κέντρο της γλωσσικής κρίσης που είχε προαναγγείλει ο Χόφμαννσταλ στην Επιστολή του Λόρδου Τσάντος το 1902, όπου επισημαίνει τη ρήξη της ενότητας μεταξύ υποκειμένου και κόσμου. Η γλώσσα, το λυρικό λεξιλόγιο που εξωθήθηκε στο ακρότατο όριό της από την εποχή του Γκαίτε και του Νοβάλις, δεν επαρκεί πια να περιγράψει την αντικειμενική πραγματικότητα. Με τον νεορομαντισμό και τον συμβολισμό είχε επιτευχθεί το ακρότατο όριο των δυνατοτήτων της γλώσσας. Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι σε μεγάλη δυσαρμονία με τον εαυτό του, είναι διχασμένος ανάμεσα σε δυο δυνάμεις που διέπουν την συμπεριφορά και τις πράξεις του: Η μία τείνει προς το Είναι και η άλλη ορμά προς την άβυσσο, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζει πότε είναι αληθινά.

Στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα και με την εξέλιξη της τεχνολογίας, ο άνθρωπος γίνεται ο μόνος κυρίαρχος ουρανού και Γης και θέτει την φύση στην υπηρεσία του ως κάτι ξένο προς αυτόν. Μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας της εποχής του αντανακλά την πεποίθηση πως οι μηχανές και η αχαλίνωτη τεχνολογία θα απελευθερώσουν τον άνθρωπο απ’ όλους τους περιορισμούς που είναι εγγενείς της ανθρώπινης κατάστασης και θα του επιτρέψουν να ασχοληθεί πια απερίσπαστος με το πνεύμα. Μαρτυρία αυτής της βίαιης ατμόσφαιρας, τόσο ξένης στον Ρίλκε, είναι η δήλωση του Γκόττφρηντ Μπεν ότι για την ανάδυση του νέου κόσμου, πρέπει να καταστραφεί η γλώσσα[1]. Η ποίηση του fin de siècle αποτελεί μάρτυρα της κρίσης ταυτότητας που περνούν οι καλλιτέχνες, αναζητώντας μια άλλη πραγματικότητα πέρα από την λογική, πέρα από τον υπολογισμό. Ο Μούζιλ για παράδειγμα στον νεαρό Τέρλες, θέτει ως προμετωπίδα του βιβλίου του ένα απόσπασμα του Μαίτερλινκ ο οποίος υπογραμμίζει την εγγενή εντροπία που υπάρχει σε κάθε είδους λόγο:

«Μόλις λέμε κάτι, όλως περιέργως το απαξιώνουμε. Πιστεύουμε ότι έχουμε βυθιστεί στα βάθη της αβύσσου και όταν αναδυόμαστε ξανά στην επιφάνεια, η σταγόνα νερού στα χλωμά μας ακροδάχτυλα δεν μοιάζει πια με τη θάλασσα από την οποία προήλθε. Νομίζουμε ότι έχουμε ανακαλύψει ένα υπόγειο θησαυροφυλάκιο γεμάτο υπέροχους θησαυρούς και όταν επιστρέφουμε στο φως της ημέρας διαπιστώνουμε ότι έχουμε μεταφέρει μόνο ψεύτικες πέτρες και θραύσματα από γυαλί, κι όμως ο θησαυρός λαμπυρίζει αναλλοίωτος στο σκοτάδι».

Το παθητικό απόθεμα της παραδοσιακής γλωσσικής ουσίας παραμένει συσσωρευμένο κάτω από τη γη και είναι ανεξάντλητο, «λαμπυρίζει αναλλοίωτο στο σκοτάδι» έτοιμο να το ανασύρει στην επιφάνεια αυτός που τείνει αυτί να ακούσει τον ψίθυρο των πραγμάτων. (περισσότερα…)

Γκέοργκ Τρακλ, Ποιήματα

*

GRODEK

Το βράδυ αντηχούν στου φθινοπώρου τα δάση κλαγγές
από όπλα θανάτου, στις γαλάζιες τις λίμνες,
στις χρυσές πεδιάδες, ο ήλιος επάνω τους
κυλάει σκοτεινός· σφίγγει η νύχτα στον κόλπο της
μαχητές που πεθαίνουν, τον άγριο θρήνο
των σπασμένων χειλιών τους.
Νέφος κόκκινο αμίλητο βρέχει το χώμα
το χυμένο το αίμα, φεγγάρι ψυχρό ―
μέσα του οικεί ένας οργίλος Θεός·
όλοι οι δρόμοι εκβάλλουν στο μελάνι της σήψης.
Κάτω απ’ της νύχτας τα χρυσά κλαδιά και τ’ αστέρια
της νοσοκόμας ο ίσκιος σαλεύει σ’ ένα άλσος βουβό
χαιρετώντας πνεύματα ηρώων, κεφαλές ματωμένες·
στην καλαμιά ηχούν σιγανά του φθινοπώρου οι μαύροι αυλοί.
Ω υπερήφανο πένθος! εσείς σιδερένιοι βωμοί,
την καυτή φλόγα του πνεύματος τρέφει απόψε ένας
πόνος βαθύς,
τ’ αγέννητα εγγόνια.

* * * (περισσότερα…)

Friederike Mayröcker (1924-2021)

 

Η Φρειδερίκη Μαϋραίκερ, Grande Dame της αυστριακής λογοτεχνίας του καιρού μας, γεννήθηκε τον Δεκέμβρη του 1924 στη Βιέννη όπου και έζησε. Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός. Δημοσίευσε πάνω από εκατό βιβλία με ποίηση, πρόζα, κείμενα για παιδιά και τη θεατρική σκηνή. Στάθηκε η ισόβια σύντροφος του διάσημου ποιητή Ερνστ Γιαντλ. Τιμήθηκε επανειλημμένα, το 2001 και με το Βραβείο Μπύχνερ, το κορυφαίο λογοτεχνικό έπαθλο του γερμανόφωνου κόσμου. Πέθανε στη γενέθλια πόλη της τούτο το καλοκαίρι, στις 4 Ιουνίου. (ΚΚ)

 

τι ’ν’ αυτό που χρειάζεσαι

τι ’ν’ αυτό που χρειάζεσαι; ένα δέντρο ένα σπίτι
να μετρήσεις επάνω του τι μεγάλη τι μικρή του ανθρώπου η ζωή
τι μεγάλη τι μικρή όταν στρέφεις το βλέμμα ψηλά
όταν χάνεσαι μες στον πλούτο της χλωρής ομορφιάς
τι μεγάλη τι μικρή συλλογίζεσαι και τι σύντομη που ’ναι
η ζωή σου αν σ’ εκείνη των δέντρων δίπλα δίπλα τη βάλεις
ένα δέντρο χρειάζεσαι ένα σπίτι χρειάζεσαι
τίποτ’ άλλο μονάχα μια γωνιά και μια στέγη
για να ζεις να ονειρεύεσαι να κοιμάσαι να σκέφτεσαι
να σωπαίνεις να γράφεις να βλέπεις τους φίλους
τα λουλούδια τη χλόη το στερέωμα τ’ αστέρια