βιβλιοκριτική

Φιλολογίζουσα κριτική, απλοϊκές προσεγγίσεις

*

της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

Από το 1976 ο Στέφανος Ροζάνης έγραφε για τις απλουστευτικές ερμηνείες στο έργο του Διονύσιου Σολωμού, διερωτώμενος:

«Ειλικρινά δεν γνωρίζω τι απόμεινε από τον Διονύσιο Σολωμό. Ένα έργο κομματιασμένο, αγωνιακό έγινε βορά των φιλολόγων. Πάτησαν επάνω στο ακρωτηριασμένο σώμα, αγνόησαν τον ποιητή, γέμισαν χιλιάδες άγονα χαρτιά και πήγαν έτσι να στήσουν μια μαρτυρία νεκρή […] [1]».

Η χρονολογία δεν λειτουργεί ως νοσταλγική υπενθύμιση αρχειακού υλικού ενός από τους κομβικούς σύγχρονους φιλοσόφους και βασικό πρόσωπο των Σημειώσεων. Αντίθετα, σημειώνεται ως ενδεικτική αναφορά που επιτονίζει τη σύζευξη ιστορικότητας και πολιτικού από το χθες στο σήμερα, αφού κάνει κριτική στους φιλολογίζοντες κριτικούς, καθώς και στην αυθαίρετη οικειοποίηση των κειμένων χωρίς συγκροτημένο κριτικό λόγο.

Έκτοτε αυτό που επισημάνθηκε στο προηγούμενο απόσπασμα, νομίζω πως σήμερα παρατηρείται σε πολλά κείμενα, ποιητές και συγγραφείς. Στο ίδιο μοτίβο, στις σύγχρονες λογοτεχνικές συνθήκες εντοπίζονται απανωτές απλοϊκές προσεγγίσεις για όλους όσοι παγιώθηκαν ως εμβληματικά πρόσωπα στη λογοτεχνία και την ποίηση, με συνεχόμενες μονοφωνικές αναπαραγωγές κοινών ερμηνευτικών προσεγγίσεων, ακαδημαϊκών ή άλλων.

Για παράδειγμα, το άνοιγμα του αρχείου Καβάφη από το Ωνάσειο Ίδρυμα οδήγησε σε νέα μαζική παραγωγή κειμένων για τον ποιητή και το έργο του σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να επιτονιστεί πως κάθε συντάκτης/συντάκτρια λειτουργεί ως γνώστης/γνώστρια του έργου του. Σαφώς και το φαινόμενο δεν είναι, όπως ήδη αναφέρθηκε, καινούριο. Το έχουν επισημάνει επανειλημμένα πληθώρα στοχαστών και διανοουμένων[2]. Εδώ δεν χωράν μελοδραματικοί θρήνοι ή ηθικιστικές προτροπές για την αγιογραφία προσώπων ή έργων που «κακοποιούνται» από τις λογοτεχνικές συντεχνίες. Τα διάφορα καλλιτεχνικά κυκλώματα υπήρχαν και ενισχύονταν ποικιλοτρόπως από τις απαρχές της λογοτεχνίας. Ας μνημονεύσουμε μόνο τις περίτεχνες κινήσεις του Μιχαήλ Ψελλού στις κριτικές του συνθετικές περιδινήσεις, προκειμένου να επιβιώσει μέσα από αχανείς μηχανορραφίες. (περισσότερα…)

Η εντυπωσιοθηρία της “κριτικής” και η Έμιλυ Ντίκινσον

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Την Άβυσσο δεν γίνεται
με αέρα να σφραγίσεις

Στις ομιλίες του στο Χάρβαρντ, μιλώντας για την ποιητική μετάφραση ο Μπόρχες, με τη βαθιά ειρωνική γλώσσα που εμποτίζει τη σκέψη και το έργο του, έλεγε πως έβρισκε όμορφες τις κατά λέξη μεταφράσεις, στις οποίες αναγνώριζε θεολογική την προέλευση από τις μεταφράσεις της θεόπνευστης, αλάθητης Βίβλου, και ταυτόχρονα εξυμνούσε «μια από τις πιο όμορφες και περίφημες αγγλικές μεταφράσεις», τη μετάφραση των Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Χαγιάμ από τον Φιτζέραλντ. Ένα δηλαδή ολωσδιόλου και παντελώς άλλο έργο από το πρωτότυπο, ομολογώντας πως «μια μετάφραση δεν κρίνεται ποτέ λεκτικώς». Ο Κώστας Κουτσουρέλης στην πρόσφατη μετάφραση 120 ποιημάτων της Ντίκινσον (Κίχλη, 2023) , διαφωνώντας με τον πασίγνωστο αφορισμό του Φροστ για τη μετάφραση της ποίησης, εξαρχής δηλώνει πως

όπως έλεγε ο Ιωσήφ Μπρόντσκι, «ποίηση είναι ό,τι κερδίζεται στη μετάφραση», όχι ό,τι ενδεχομένως έχει χαθεί. Στέκεται το ελληνικό κείμενο μόνο του, ως ποίημα αυτοτελές και αυτόφωτο; Αυτό ενδιαφέρει. Αν όχι, κανένα δεκανίκι δεν θα το σώσει.

Την νέα αυτή μετάφραση της Ντίκινσον από τον Κουτσουρέλη ψέγει και επικρίνει σε σημείωμά της η Τίνα Μανδηλαρά, στη στήλη για το βιβλίο στη LiFO, με τίτλο «Όταν η Ντίκινσον θυμίζει στις μεταφράσεις της Βάρναλη και Τσιφόρο» [sic], μαζί με τη μετάφραση του Αρτύρ Ρεμπώ από τον Βασίλη Πατσογιάννη. Ο σχολιασμός που ακολουθεί αφορά μονάχα το επικριτικό σημείωμά της προς τη μετάφραση της Ντίκινσον, που όπως μαρτυρά κι ο τίτλος του αποτελεί και τον ουσιαστικό στόχο της επίκρισής της. Δεν αποσκοπώ εδώ σε ενδελεχή κριτική αξιολόγηση της μιας ή της άλλης μετάφρασης, επιθυμώ απλά να σχολιάσω και να κρίνω μόνον τα όσα διάβασα. (περισσότερα…)