*
του ΒΑΣΙΛΗ ΖΗΛΑΚΟΥ
Στο Ντορσοντούρο και στην Πούντα ντελλά Ντογκάνα το Κανάλ Γκράντε διασταυρώνεται με το Κανάλ Γκιουντέτσα. Εκεί βρίσκεται η οκτάγωνη βασιλική της Αγίας Μαρίας της Υγείας (Santa Maria della Salute). Ο μεγαλοπρεπής ναός άρχισε να οικοδομείται το 1631, ευθύς μετά το τέλος της επιδημίας πανώλης του 1630, που στοίχισε τη ζωή στα 2/3 του πληθυσμού της βορείου Ιταλίας. Η βυζαντινή εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντίτισσας, η «Μαύρη Μαντόνα» όπως την αποκαλούν διαφορετικά οι Ιταλοί, είναι το επίκεντρο της λατρευτικής ζωής της εκκλησίας.
Στις 22 Οκτωβρίου του 1630 η Γερουσία της πόλης της Βενετίας αποφάσισε πως η νέα βασιλική θα είναι αφιερωμένη στη εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου (Festa della Madonna della Salute). Από τότε η εικόνα εορτάζεται κάθε χρόνο, στις 21 Νοεμβρίου. Οι ελάχιστοι εναπομείναντες Βενετοί (47.000) περνάνε μπροστά από την εικόνα της Παναγίας που βρίσκεται τοποθετημένη στο Άγιο Βήμα. Ένας μεγάλος ανθρώπινος κύκλος σχηματίζεται γύρω από το οκτάγωνο σχήμα της εκκλησίας το οποίο συμβολίζει τους οκτώ ανέμους της θάλασσας. Η κοινή ευχή των κατοίκων είναι μία: η αρχαία πολιτεία να συνεχίσει να σμίγει την αλπική λευκότητα με τα σμαραγδένια πράσινα του Βένετο και το μπλε της Αδριατικής.
Μέχρι τον Αύγουστο του 1669 η εικόνα της Μεσοπαντίτισσας βρισκόταν στον Χάνδακα της Κρήτης, στον ιερό ναό του Αγίου Τίτου. Λίγο προτού η κρητική πολιτεία παραδοθεί στους Οθωμανούς μεταφέρθηκε τον Σεπτέμβριο του 1669 στη Βενετία και τοποθετήθηκε αρχικά στον Άγιο Μάρκο. Σύμφωνα με την παράδοση την φιλοτέχνησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Έφτασε στην Κρήτη από την Κωνσταντινούπολη τον καιρό της Εικονομαχίας. Η πιο τεκμηριωμένη άποψη είναι ότι είναι έργο του 11ου ή του 12ου αιώνα. Μπροστά της οι Κρήτες ορκίστηκαν πίστη στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας το 1211, όταν ο Βονιφάτιος Μομφερατικός πούλησε μυστικά το νησί στους Βενετούς. Ονομάστηκε «Μεσοπαντίτισσα» διότι ένωσε τις δύο «μπάντες», τους βυζαντινούς Κρήτες και τους Ενετούς. Εκείνα τα χρόνια λατρευόταν στις 13 Ιανουαρίου. Τις Τρίτες περιφερόταν στα σοκάκια του Χάνδακα. Η λιτάνευσή της συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια της εικοσιτετράχρονης σύρραξης των Βενετών με τους Οθωμανούς.
~.~
Η καμπάνα του Αγίου Μάρκου χτύπησε δυνατά. Νύκτιο νερό ξεπρόβαλε, παχύ και πυκνό σαν ερωτικό φιλί. Κάποιες ανταύγειες νοητής σελήνης φωτίζανε τον παλμό του, μια διαταραχή πάνω στην τρεμάμενη, σαν από σκούρο μπρούντζο, επιφάνειά του, καθώς γεννιόταν κύμα κι ύστερα κι άλλο κύμα και το εμβόλιμο διάστημα μεταξύ των χτύπων της καμπάνας γινόταν μια χώρα νερού στον κόρφο μου. Να την κατακτούσα δεν γινόταν αυτή την παράξενη χώρα. Μπορούσα μονάχα να τη διασχίσω, μυστικά κι άρρητα εντός μου. Πού θα με έβγαζε η σκοτεινή θάλασσά της; Ήταν η πολιτεία της που μου μιλούσε. Τα λόγια της αντηχούσαν μέσα της και μ’ άρπαζαν. Έπρεπε τη φωνή της να ακούσω καθαρότερα. Να την αισθανθώ προτού τα αδηφάγα πλήθη των τουριστών σκεπάσουν κάτω απ’ τις μεγάλες και φαρδιές ριγηλές βοές τους την πόλη με τα πράσινα νερά και τη λευκή στεφάνη των Δολομίτων. Και μέσα στο αίσθημα αυτό το πιο καθαρό την περίφημη Μεσοπαντίτισσα, που ήθελα από καιρό να αντικρίσω, να συλλάβω καλύτερα σε όλο της το βάθος, ρυθμίζοντας την ομιλία μου μαζί με τη δική της πριν το σκαρί μπατάρει για πάντα στη θάλασσα της συνήθειας, του άλλου χρόνου, του φθαρτού και του φθαρμένου. Η Παναγιά των Βενετών, είπα από μέσα μου, δεν είναι η ίδια με κείνη του Χάνδακα. Αυτή εκεί ήταν μια αγρότισσα κρητικιά μα ετούτη εδώ μοιάζει με τη δέσποινα των νερών.
Η μέρα ήταν βροχερή και κρύα. Ο αέρας λυσσομανούσε. Η υγρασία τρύπαγε ως το μεδούλι και η ομίχλη σκέπαζε το San Giorgio Maggiore. Το ημερολόγιο έγραφε 22 Νοεμβρίου 2022. Σκόπευα να περάσω τη γέφυρα του Ριάλτο και να σταθώ κάτω από το υπόστεγο της Πινακοθήκης της Ακαδημίας για να πιω τον καφέ μου και να διαβάσω ξανά τον στίχο που χρόνια πριν είχε ανοίξει για πρώτη φορά τον δρόμο προς την πόλη των Μεδίκων. (περισσότερα…)

