Αρτύρ Ρεμπώ

Η κριτική του Σαραντάρη στους ποιητές

*

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

Μην ανοίξης ποτέ το στόμα να πής την αλήθεια
Γιατί ξάφνου θ’ ανάψουν οι γύμνιες του κόσμου
Θα πιάσει φωτιά η λαίμαργη ανθρώπινη σκόνη!
Έργα, Β΄ τόμ., σελ. 82 (1935)

Εάν ισχύει αυτό που λέει ο Λορεντζάτος ότι η ποίηση συνιστά την «εσχατολογία της λογοτεχνίας» και εάν η σχέση του Σαραντάρη με την ποίηση είναι σχέση ζωής, τότε αξίζει να δούμε πως ο φιλόσοφος αυτός ποιητής κρίνει τους άλλους ποιητές. Αρχίζοντας από κάποιες γενικές προϋποθέσεις. Ο Σαραντάρης ξέρει την Ευρώπη, τη φιλοσοφία της και την ποίησή της. Είναι από τους σπάνιους εκείνους ανθρώπους με ανεπτυγμένη πολύ νωρίς αντιληπτικότητα και ευαισθησία. Ερχόμενος στην Ελλάδα απο την Ιταλία διαβάζει στα ελληνικά ποιήματα τα σημάδια της ευρωπαϊκής σφραγίδας ή επίδρασης, λόγου χάρη την απαισιοδοξία. Ασκημένος πάνω στους Ευρωπαίους αλλά μέσα από μια άλλη αίσθηση ζωής χριστιανικής απαίτησης, αρνείται την πρωτοκαθεδρία στην καλλιέργεια προσωπικού ύφους (πράγμα που προσάπτει στον Καβάφη), ειδικά όταν αυτό είναι σε βάρος μιας «ομιλίας», όπως λέει, που «να συμβαδίζει παράλληλα με τη λαλιά του λαού μας». Απαιτεί ένα βασανισμό του ποιητή, που να θέτει σε αμφισβήτηση την ίδια του την υπόσταση, ή να το πω αλλιώς, να μην αφήνει περιθώρια αυταπάτης ή ωραιοπάθειας. Αυτό συνάδει με την πεποίθησή του ότι ο ποιητής χαρακτηρίζεται από προωθημένη αυτοσυνειδησία.

Πρέπει ακόμη να λάβουμε υπ’ όψη μας ότι ο Σαραντάρης στα 32 του έχει φύγει από τούτο τον κόσμο. Το έργο του κυοφορήθηκε και υλοποιήθηκε ουσιαστικά μέσα σε δώδεκα χρόνια, αν λογαριάσουμε ότι από τα είκοσι και μετά σχημάτισε στο χαρτί κείμενα απαιτήσεων αλλά και πλεονάσματα ψυχής. Παραμένει απορίας άξιον πώς ένας τόσο νέος άνθρωπος παρουσιάζει τέτοια ωριμότητα χωρίς να χάνει σε φρεσκάδα, χωρίς να γεροντοποείται αν μπορούμε να πούμε, χωρίς να απελπίζεται, παρ’ όλο που σε μερικά του ποιήματα καταγράφεται μια αβυσσαλέα μοναξιά. Όλες οι παραπομπές εδώ αναφέρονται στη δίτομη έκδοση της Βικελαίας Βιβλιοθήκης Ηρακλείου Κρήτης, που επιμελήθηκε με περισσή φροντίδα η φίλη Σοφία Σκοπετέα.

*

Ας δούμε λοιπόν πώς αντικρύζει ο άνθρωπος αυτός την ποίηση των άλλων, ελλήνων και ξένων και πως αυτή η στάση συνδυάζεται με τη γενικότερη θεώρηση της ζωής που περιέχει το έργο του.

Αραδιάζω μερικά ονόματα στο χαρτί: Μελισσάνθη, Καρέλλη, Παπατζώνης, Σαραντάρης. Ποιό είναι το κοινό τους σημείο; Για τους δύο τουλάχιστον είναι η πίστη, ή μια θρησκευτική διάσταση. Όμως ο Σαραντάρης, καθώς ετοιμάζεται να μιλήσει γι’ αυτούς, αρχίζει με τη φράση: «Ποιός σύγχρονος ποιητής μας έχει μια βίωση μέσα στην πίστη; Αναζητώ και δεν βρίσκω». (περισσότερα…)

Είναι ο συμβολισμός το αντίθετο του ρεαλισμού; (Μέρος Δεύτερο)

*

Θα προσπαθήσω εδώ να δώσω παραδείγματα για όσα υποστήριξα προηγουμένως, ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνάψεις και να περιοριστεί η ανάγκη για αναγωγή. Τα παραδείγματα αφορούν στη λειτουργία και τη φύση της συμβολιστικής ποίησης, αλλά και στην ποιότητα του λυρικού εγώ (άτομο ή τύπος ανθρώπου;) στα ποιήματα του συμβολισμού.

Εκκινώ από έναν στίχο του Ρεμπώ, τόσο συμβολιστικά άπεφθο κατ’ εμέ, που θα μπορούσε μόνος του να στέκεται σαν μανιφέστο. Ας σηκώσουμε τα μανίκια: Ύποπτο σήμα πανδοχείου εγώ[1]. Ο Ρεμπώ μάς είχε προειδοποιήσει στις επιστολές του: μην υπογραμμίζετε με τη σκέψη. Όμως, για λίγο θα τον παρακούσουμε προκειμένου να αποδειχτεί κάτι. Ρωτώ, λοιπόν: μπορεί αυτός ο στίχος να εξηγηθεί; Πώς μπορούμε να διαβάσουμε τη συμβολιστική ποίηση; Οι αναγνώστες χωρίζονται χοντρικά σε δύο κατηγορίες: έχουμε τον ενεργητικό αναγνώστη και τον παθητικό. Υπάρχει κι ένας τρίτος; Ναι, αλλά είναι σπάνιος: αυτός που συνενώνει τη φύση των δύο προηγούμενων. Ο πρώτος επιχειρεί να ερμηνεύσει οτιδήποτε διαβάζει, στήνει ενέδρα σε κάθε στίχο, χρησιμοποιεί ως δόκανο τον νου. Θέλει να καταλάβει, να συμμετάσχει διανοητικά. Ο δεύτερος διαβάζει περισσότερο διαισθητικά. Παραδίνεται στο κείμενο, αισθάνεται, και ξετυλίγει το πανί της φαντασίας για χάρη του ποιητικού προτζέκτορα. Συμμετέχει συναισθηματικά. Ας παρακολουθήσουμε, λοιπόν, την αναγνωστική πορεία τους πάνω στον στίχο του Ρεμπώ.

Ο ενεργητικός αναγνώστης ασφαλώς αντιλαμβάνεται ότι το κέντρο βάρους του στίχου είναι το πανδοχείο. Συνεπώς, εύλογα το χρησιμοποιεί ως κλειδί. Αρχίζει να διερευνά τον χώρο των πανδοχείων κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Ζητά να μάθει το εσωτερικό τους, τους θαμώνες, τη λειτουργία τους κτλ. Δεν αργεί να ξεθάψει το σάπιο κουφάρι αυτού του περιβάλλοντος, την παρακμή, τη φτώχεια, το έκφυλο, τη δυσωδία κ.ά. Ύστερα στρέφεται με αυτοπεποίθηση στη λέξη «σήμα». Τι σόι σήμα είναι αυτό; Σινιάλο; Κάτι που δηλώνει μια επικείμενη ανατροπή της τάξης, του νόμου; Είναι μήπως σήμα ανάγκης; Άραγε τα πανδοχεία εκείνη την εποχή παρήγαν κάποιο είδος φωτεινού γλωσσικού κώδικα; Πίσω στις εγκυκλοπαίδειες, πίσω στη μελέτη! Ας υποθέσουμε ότι ο πνευματικός ζήλος του αναγνώστη μας βρίσκει τη λύση. Αμέσως θα πρέπει να αναρωτηθούμε ποια είναι η αξία της σε σχέση με τον στίχο. Έχει άλλωστε συμβεί ξανά: ένας μελετητής του Ρεμπώ ανακάλυψε ότι η φράση «όχι άλλο γενηθήτω» κατάγεται από τους τάφους των στρατιωτών του Γαλλοπρωσικού πολέμου. Σε πολλούς τέτοιους τάφους υπήρχε η ευλαβής επιγραφή «Γενηθήτω», δηλώνοντας τη χριστιανική ανάσταση των νεκρών. Εξαίρετα. Και τώρα τι; Πώς αυτή η πληροφορία έχει κάτι να προσθέσει στον στίχο; Γιατί δεν είναι μια κειμενική αναφορά του ίδιου του Ρεμπώ; Μήπως επειδή, όπως έγραψα στο πρώτο μέρος, ο συμβολισμός υπαινίσσεται; Η αφαιρετικότητα των συμβολιστών είναι σκόπιμη. Όπως έλεγε ο Μαλλαρμέ, σου μιλούν για ένα λουλούδι δίχως να το ονομάζουν. Γιατί ζητάνε την ουσία του λουλουδιού, γιατί το ίδιο το λουλούδι τούς είναι άχρηστο[2]. Αν σου μιλήσουν ευθέως για ένα λουλούδι, δε θ’ αποκαλύψουν αυτό που κρύβεται πίσω του, δε θα υποβάλουν. Κι ερχόμαστε εμείς, σηκώνουμε τα χεράκια μας και λέμε «κύριε, κύριε, το βρήκα, το βρήκα! Το λουλούδι είναι!». Συγχαρητήρια, αλλά μόλις καταστρέψατε ένα τρυφερό κι ευαίσθητο συμβολιστικό ποίημα, διαλύοντας το μαγνάδι της αφαιρετικότητας. (περισσότερα…)

“στάζοντας μύρα μελανά” (ένα ταξίδι ελληνικό του «Μεθυσμένου καραβιού»)

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Κάπου στο μακρινό ’78, εκεί στο γύρισμα από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο, μας αγόρασε (με γραμμάτια) ο πατέρας μου, από ένα πλανόδιο πλασιέ, την 20τομη Εγκυκλοπαίδεια του Γιοβάνη, καθώς η Αντιγόνη Μεταξά είχε προ πολλού εξαντλήσει τις δυνατότητές της. Έπεσα λοιπόν πάνω της και ξεκίνησα να την καταβροχθίζω, όχι αλφαβητικά, όπως αυξάνουν κι οι τόμοι, ούτε θεματικά ή άλλως πως αλλά όπως λάχαινε κάθε φορά. Άλλοτε στην τύχη κι άλλοτε, από αφορμή ένα λήμμα, ξεστράτιζα σε δρόμους άλλους κι από εκεί αλλού, μέχρι να κουραστώ. Σε κάποιαν από τις αδηφάγες περιπλανήσεις μου, έπεσα επάνω και στο λήμμα για τον Αρθούρο Ρεμπώ (τ. 18, σ. 83). Μου εντυπώθηκε ο πίνακας του Φαντέν-Λατούρ αλλά ακόμη περισσότερο αιχμαλωτίστηκε για τα μελλούμενα χρόνια ο νους μου από το Μεθυσμένο καράβι.

Τόσο πολύ χαράχτηκε μέσα μου που το είχα σχεδόν αποστηθίσει ολάκερο. Το σφρίγος κι εικονοποιητική ζωντάνια του Μεθυσμένου καραβιού με βρήκανε σε μια στιγμή που η ψυχή μου είχε ήδη ποντιστεί βαθιά μέσα στον λυρισμό. Είχα δε μείνει για καιρό με την ακλόνητη σιγουριά ότι αυτό ήταν όλο κι όλο το ποίημα, πλώρη-πρύμνη, ως την 14η στροφή, όπως την είχε η ανώνυμη μετάφραση της εγκυκλοπαίδειας. Έφτασα πια στο τέλος των λυκειακών χρόνων για να μάθω πως το μυθικό καράβι δεν ήταν τελικά τόσο μικρό, αλλά είχε εικοσιπέντε –αντί για δεκατέσσερα– τετράστιχα. Τότε ήταν κι η εποχή που διάβασα τον Ρεμπώ αλλά και τον αγάπησα περισσότερο. Αν κι ίσως βέβαια ν’ αγάπησα πάνω απ’ όλα τον μύθο που ’σερνε τ’ όνομά του, καθώς λευκή τ’ αφρού γραμμή, κυματιστή, που αφήνουν πίσω τους τα πλοία. Τώρα που ξανακοιτάζω πάλι εκείνη τη σελίδα της παλιωμένης μα ιλλουστρασιόν εγκυκλοπαίδειας, διαβάζω σαν σε φθαρμένη αρχαία επιγραφή και τις λέξεις: τυχοδιωκτικές περιπέτειες… πρωτόγονου αισθησιασμού, κι αναρωτιέμαι τι αχνάρι μπορεί και ν’ άφησαν στον εφηβικό μου ψυχισμό, τι αποτύπωμα μελλοντικό. Ας είναι…

Τα ποιήματα του Ρεμπώ συμπορεύονταν πλέον πλάϊ-πλάϊ με το αίνιγμά του, τις επιστολές και τις φωτογραφίες του, μα και την πεζή ζωή του σαν υπαλλήλου, (λαθρ)εμπόρου, εξερευνητή στην κοντινή μου Ανατολή. Και στα ταξίδια που ακολούθησαν, πάντα έψαχνα για τα ίχνη του, το καταγάλανο, φωτεινό του βλέμμα κάπου αφημένο, στου Άντεν τον ηλιοδαρμένο βράχο ή στου Χαράρ τα σοκάκια. Εκτός από του Γκάτσου όμως το μουσικό Καράβι, ψέλλιζε η μνήμη έντρομη και τις εικόνες τις οργιαστικά τρομακτικές, που κάποτε θωρούσα ως του Μεθυσμένου καραβιού την πρύμνη: (περισσότερα…)