απόφαση

Σημειώσεις για την κονδύλεια κοινωνική οντολογία και φιλοσοφική ανθρωπολογία

*

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

«Η σκέψη μου, όπως κάθε σκέψη, έχει μιαν πεμπτουσία, όμως αυτήν πρέπει να την αποστάξει ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μέσα από το σύνολο του έργου μου. Αλλιώς η οποιαδήποτε φόρμουλα όχι μόνον δεν θα κατανοηθεί, αλλά και σίγουρα θα παρανοηθεί». [1]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ

*

1. Ο αξιολογικός μηδενισμός και ο μηδενισμός

Η  περιγραφική θεωρία της απόφασης και της ισχύος, η οποία εδράζεται στη διάκριση εχθρού-φίλου[2], αποτελεί μεθοδολογική αρχή για τον αξιολογικό μηδενισμό της επιστημονικής περιγραφής. Πρόκειται για το μεθοδολογικό αίτημα της αξιολογικής ουδετερότητας στα χνάρια του Weber. Ο Κονδύλης ονομάζει αυτό το αίτημα «αξιολογικό μηδενισμό».

Ο μηδενισμός στον οποίο αναφέρεται ο Κονδύλης δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τον  μηδενισμό που  ως όρος,  εμφανίζεται ήδη στο πέρασμα από τον 18ο στον 19ο αι., στις διαμάχες που σημαδεύουν τη γέννηση του γερμανικού ιδεαλισμού. Αναδεικνύεται, ωστόσο, ως θέμα, με όλη την ορμή και σε όλο το εύρος του, μόνο στη σκέψη του 20ού αι. Ως έκφραση καλλιτεχνικών, λογοτεχνικών, φιλοσοφικών αναζητήσεων, ιδίως όσων αποβλέπουν να πειραματισθούν με τη δύναμη του αρνητικού και να βιώσουν τις συνέπειες του, έφερε στην επιφάνεια τη βαθιά δυσφορία που διασχίζει σαν ρωγμή την αυτογνωσία της εποχής μας.  Είναι κοινά αποδεκτή η άποψη ότι οι δύο πατέρες, θεμελιωτές και μεγάλοι θεωρητικοί του μηδενισμού υπήρξαν ο Ντοστογιέφσκι και ο Νίτσε. Από αυτούς έλκουν τις καταβολές το λογοτεχνικό και το γνησιότερα φιλοσοφικό, αντιστοίχως, ρεύμα του κινήματος. Ο όρος, μολοντούτο εγκαταστάθηκε στο επίκεντρο του δημοσίου ενδιαφέροντος από τον Τουργκένιεφ[3]. Ίσως όμως το σημείο εξάπλωσης της έννοιας του μηδενισμού είναι όταν περνάει από τη σφαίρα των ιδεών στην πραγματικότητα με τα γεγονότα που συντάραξαν τη Ρωσία από το 1958 έως το 1863 (την περίοδο δηλαδή πριν την απελευθέρωση των δουλοπαροίκων). Ο ρωσικός μηδενισμός χαρακτηρίζονταν από μια αλλόκοτη και ολοκληρωτική άρνηση της πραγματικότητας, ως προϋπόθεση κατάκτησης της ελευθερίας. Οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες του Ντοστογιέφσκι (Σταυρόγκιν) και του Τουργκένιεφ (Μπαζάρωφ) συμβαδίζουν αρμονικά με τους πολιτικούς καθοδηγητές του ρωσικού μηδενιστικού κινήματος (Νικολάι Τσερνισέφκσι, Νικολάι Ντομπρολιούμπωφ, Ντιμίτρι Πιζάρεφ)[4].

Το πρώτο επομένως σημείο που θα πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι ο αξιολογικός μηδενισμός για τον Κονδύλη «είναι γνωστικό εργαλείο, δεν είναι μήτε στάση ζωής, μήτε απελπισία για τη ματαιότητα του κόσμου τούτου.  Όμως ταυτόχρονα αναγνωρίζει το αυτονόητο: όλες οι ανθρώπινες υπάρξεις δεν είναι δυνατόν να διάγουν βίο πρακτικό χωρίς αξίες, δεδομένου ότι οποιαδήποτε πρακτική επιλογή ενέχει αξιακές προδιαγραφές»[5].

Ο Κονδύλης αναπτύσσει τη θέση του για το συγκεκριμένο ζήτημα στο IV Κεφάλαιο του Ισχύς και Απόφαση[6] που επιγράφεται «Αξιολογική Ελευθερία και Δέον». Αναφέρουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, αλλά συνιστούμε την προσεκτική μελέτη του συγκεκριμένου Κεφαλαίου για την σωστή κατανόηση των απόψεών του.

«Ώστε η αξιολογική ελεύθερη θεώρηση διόλου δεν παραγνωρίζει την ύπαρξη και την επίδραση ιδεών και αξιών υπό την έννοια των ειδικών υπαρξιακών λειτουργιών, όμως δεν μπορεί να πάρει το περιεχόμενο τους στην ονομαστική του αξία και τοις μετρητοίς […]. Οι αξίες ως λειτουργίες και οι αξίες ως περιεχόμενο είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα.[…] Μαχόμενες υπάρξεις που διαθέτουν «πνεύμα», δηλαδή ζουν κοινωνικά και παράγουν αξίες, οφείλουν να διασφαλίζουν με τον αγώνα τους την αυτοσυντήρησή τους όχι μόνο από φυσική, αλλά και από «πνευματική» άποψη […]. Αξιολογικά ελεύθερη μπορεί να είναι μόνο αν δεν πιστεύει στην αντικειμενικότητα των αξιών, αν δηλαδή τις κατανοεί ως συμπαρομαρτούντα και ως εργαλεία του αγώνα για την αυτοσυντήρηση, τις περισσότερες φορές απλώς και μόνο στο επίπεδο των ιδεών. Η συνεπής αξιολογική ελευθερία δεν μπορεί λοιπόν να περιοριστεί στην αποχή από τη διατύπωση αξιολογικών κρίσεων, έστω κι αν αυτή αποτελεί ουσιαστικό της γνώρισμα. Όμως, από την άλλη πλευρά, κανείς δεν έχει το δικαίωμα (κι ούτε καν είναι σε θέση) να απέχει από αξιολογικές κρίσεις, αν πιστεύει ότι πράγματι υπάρχει κάτι που αξίζει να το υπερασπιστεί, κάτι συνυφασμένο με το (τουλάχιστον έμπρακτα αποδεκτό) νόημα της ζωής» [7]. (περισσότερα…)

Παναγιώτης Κονδύλης, Ένας κλασσικός

*

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

I.

Απ’ τους καιρούς του Γιόχαν Γιόαχιμ Βίνκελμαν τουλάχιστον, τα χαρακτηριστικά του κλασσικού μοιάζει να έχουν μια για πάντα δοθεί. Στάση ενατενιστική, λόγος διαυγής και απροσωπόληπτος, σαφής διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού, νηφαλιότητα, και μια διάθεση που ρέπει προς το λογικό μάλλον παρά προς το θυμικό των πραγμάτων. Αυτή τη στάση κι αυτή τη διάθεση, που ανατρέχει απ’ ευθείας στην ελληνορρωμαϊκή αρχαιότητα και εμπνέεται από εκείνην, ο Παναγιώτης Κονδύλης την ενστερνίστηκε από νωρίς. Σ’ ένα από τα τελευταία του κείμενα αναγνώρισε expressis verbis την οφειλή:

Θεωρώ την εντρύφησή μου στα κλασσικά γράμματα ως ένα από τα μεγάλα ευτυχήματα και τα αναντικατάστατα ερείσματα της πνευματικής μου συγκρότησης. (…) Γλώσσες [όπως οι κλασσικές], όπου τα περιγράμματα των λέξεων και των φράσεων δεν τα θολώνουν τα -γόνιμα ή άγονα, αδιάφορο- νεφελώματα του νεώτερου υποκειμενισμού, μοιάζουν με κυκλώπεια τείχη χτισμένα με ξερολιθιά, με οφθαλμοφανείς τις αρμοδεσιές και χειροπιαστά τα ερείσματα, με αδρές τις αντιστοιχίες ανάμεσα στο σημαίνον και στο σημαινόμενο, στο πελέκημα του λόγου και στη λάξευση του στοχασμού. Η σαφήνεια και η απλότητα δεν είναι εδώ αιτήματα προβαλλόμενα εκ των έξω, αλλά απόρροια και κριτήριο εσωτερικού βάθους. (Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης, 1998, σ. 64-65)

Ωστόσο εκτός απ’ αυτήν την κλασσικότητα του έργου, την «ευγενή απλότητα και το γαληνό μεγαλείο» της, υπάρχει και μια άλλη εκδοχή του κλασσικού, η οποία θυμίζει περισσότερο την περίπτωση ενός Γκαίτε παρά εκείνην ενός Σοφοκλή: η κλασσικότητα του βίου ως συνειδητή επιλογή και υπαρξιακή απόφαση. Όπως εύστοχα ειπώθηκε, κάθε ζωή βιωμένη σύμφωνα μ’ ένα συνεκτικό, περιεκτικό και αδρό περίγραμμα είναι ζωή κλασσική. Τέτοιες βιογραφίες μοιάζουν κάπως με τους ήρωες των Bildungsromane: τείνουν προς ένα τέλος, προς έναν σκοπό. Και μ’ αυτήν επίσης την έννοια οι προτιμήσεις του Κονδύλη στάθηκαν κλασσικές. Ιδωμένη εκ των υστέρων η πνευματική του εξέλιξη μοιάζει με τα κύματα που προκάλεσε στο νερό το ρίξιμο μιας πέτρας: αλλεπάλληλοι, όλο και ευρύτεροι κύκλοι γύρω από ένα νοητό και απόλυτο κέντρο. Τίποτα δεν στάθηκε ικανό να κλονίσει αυτή την εξωτερικά τόσο γεωμετρημένη vita contemplativa. Με μιαν αυστηρότητα που φτάνει στα όρια του ασκητισμού και μια μεθοδικότητα που φαντάζει ενίοτε σαν εμμονή, οι κύκλοι πληθαίνουν και πλαταίνουν ολοένα, όμως το κέντρο παραμένει απαρασάλευτο. Συνθέσεις που για ανθρώπους λιγότερο φιλόδοξους θα αποτελούσαν καύχημα ζωής, για τον Κονδύλη δεν ήταν παρά σταθμοί προς τον απώτερο στόχο. Και από τούτη τη βιοπορία τίποτα δεν στάθηκε ικανό να τον εκτρέψει. Ούτε η αλλαγή γλώσσας και περιβάλλοντος, ούτε η απορριπτική στάση των ακαδημαϊκών θεσμών απέναντί του, ούτε η κατάδηλη ασυμμετρία των θεμάτων και των ενδιαφερόντων του προς τα κρατούντα της εποχής. (περισσότερα…)