Αγκριτζέντο

Διευρεύνηση της ελληνικής και ευρωπαϊκής αυτοσυνειδησίας

 

Κάποιες σκέψεις για το Αγκριτζέντο
του Κώστα Χατζηαντωνίου

~.~

του ΒΑΣΙΛΗ ΖΗΛΑΚΟΥ

σὺν τοῖσδ᾽ ἱκετῶν ἐγχειριδίοις
ΑΙΣΧΥΛΟΣ, Ικέτιδες

Όταν ο συγγραφέας μας επισκέφτηκε πρώτη φορά την Ιταλία και τη Σικελία το 2008, η πρώτη γραφή του Αγκριτζέντο είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Η δεύτερη γραφή πραγματοποιήθηκε μεταξύ του 2008 και του 2009, έτος της πρώτης έκδοσης του βιβλίου από τις ιστορικές Εκδόσεις Ιδεόγραμμα.

Θυμάμαι τον Χρήστο Δάρρα να μου αναγγέλλει το 2011 το χαρμόσυνο γεγονός της βράβευσης του Κώστα Χατζηαντωνίου από την Επιτροπή Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βρισκόμασταν στην οδό Ιπποκράτους. Φορούσε λευκό βελούδινο παντελόνι κι ένα πράσινο πουκάμισο από κασμίρι, ύφασμα σπάνιο για πουκάμισο. Ήταν βαρήκοος και μιλούσε πάνω απ’ τη φωνή μου. Ο δυνατός αέρας σκορπούσε τα λόγια του. Τα ίσια, μεταξένια του μαλλιά είχαν χώρισμα στη μέση. Έμοιαζαν με δύο μακριά λευκά πανιά που τα χτυπούσε με λύσσα ο μαΐστρος στα ανοικτά της Άνδρου. Ο τρόπος που τα είχε χτενισμένα, σε συνδυασμό με τα μικρά μαύρα μάτια του, τη σταρένια επιδερμίδα του, τα ψηλά ζυγωματικά και την ελαφρώς γαμψή μύτη τον έκανε να μοιάζει με Αζτέκο βασιλιά. Τον άφησα ύστερα από λίγο. Περπάτησα ως την οδό Μαυρομιχάλη. Ο Χριστόφορος Λιοντάκης κατέβαινε τον δρόμο κρατώντας δύο τσάντες με φρούτα από τη λαϊκή της Καλλιδρομίου. Έστριψε στη Ναυαρίνου. Ήταν Σάββατο; Ναι, ήταν Σάββατο. Κατάφερα να πιάσω εκείνο το ακατάπαυστο και βάναυσο να το άκουγες μμμ… μμμ… πίσω απ’ τα κλεισμένα χείλη. Τότε δεν μπορούσα ακόμη να καταλάβω από πού ερχόταν αυτή η εγγαστρίμυθη «γλώσσα». Θύμιζε άρρωστο και εγκαταλελειμμένο παιδί που τραβά χωρίς οίκτο τα νύχια του. Τώρα γνωρίζω. Την χτίζει σιγά σιγά ο χρόνος, όταν παίζει πεσσούς και κλέβει τους κόσμους των ανθρώπων, ενώ η Περσεφόνη, που ζει έξι μήνες πάνω από τη γη και έξι από κάτω, παράπονο δεν έχει.

Επιστρέφω. Ως το 2024 το βιβλίο του Κώστα Χατζηαντωνίου έχει μεταφραστεί στην Ιταλία, την Σερβία, την Πολωνία, την Κροατία, την Αλβανία και την Σλοβενία. Τον Ιούνιο του 2024 το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε σε νέα, επιμελημένη έκδοση από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Ωστόσο η αξεπέραστη έκδοση του Χρήστου Δάρρα εξακολουθεί να κατέχει περίοπτη θέση στη μνήμη μας. Είναι η μονοτυπία, είναι η «υψηλή» θωριά της σελίδας, είναι τέλος το χαρτί της «Αθηναϊκής» που χρησιμοποιήθηκε για την εκτύπωση του σώματος. Ένα χρόνο μετά την πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος το 2009, το τελευταίο κατάστημά που το διέθετε ακόμη στην αγορά με άλλη ονομασία, ο Διονυσόπουλος επί της οδού Αθηνάς θα κατέβαζε ρολά. Χαρτί αφράτο σαν την κίτρινη γη της Σικελίας και θερμό στην αφή. Όταν το αγόραζες έπαιρνες μαζί σου και τη μόνιμη μυρωδιά του γέροντα. Τέτοια ήταν η σαγήνη του χαρτιού και του τσιγάρου στις παλιές αποθήκες. (περισσότερα…)