
*
Μετάφραση-Επιμέλεια Στήλης ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ
~.~
Πάω στό Λβόβ
Νά πᾶς στό Λβόβ. Ποῦ ὑπάρχει σταθμός
γιά τό Λβόβ, ἄν ὄχι σ’ ὄνειρο, τήν αὐγή, ὅταν ἡ δροσιά
λαμπυρίζει πάνω σέ μιά βαλίτσα, ὅταν τά ἐξπρές
καί τά τραῖνα γίνονται σφαῖρες. Νά φύγεις
βιαστικά γιά τό Λβόβ, νύχτα ἤ μέρα, τόν Σεπτέμβρη
ἤ τόν Μάρτη. Ἀλλά μόνο ἄν τό Λβόβ ὑπάρχει,
ἄν εἶναι νά βρεθεῖ ἐντός τῶν συνόρων καί ὄχι μόνο
στό νέο μου διαβατήριο, ἄν δόρατα δέντρων
–λεῦκες καί μελιές– ἀκόμα ἀνασαίνουν δυνατά
σάν Ἰνδιάνοι, καί ἄν τά ρυάκια μουρμουρᾶνε
τή σκοτεινή τους Ἐσπεράντο, καί τά φίδια τοῦ γρασιδιοῦ σάν μαλακά σήματα
στή Ρώσικη γλώσσα ἐξαφανίζονται
στά σύδεντρα. Νά μαζέψεις τά πράγματά σου καί νά ξεκινήσεις, νά φύγεις, μεσημέρι,
δίχως κανένα ἴχνος νά ἐξαφανιστεῖς
σάν κόρες πού λιγοθυμοῦν. Καί κολλητσίδες, πράσινες
στρατιές ἀπό κολλητσίδες, καί πιό χαμηλά, κάτω ἀπό καμβάδες Βενετσιάνικου καφέ, τά σαλιγκάρια κουβεντιάζουν γιά τήν αἰωνιότητα. Ἀλλά ὁ καθεδρικός ὑψώνεται, καί θυμήσου, τόσο εὐθύς, εὐθύς
σάν Κυριακή καί λευκές πετσέτες καί ἕνα καλάθι
ξέχειλο σμέουρα καί χόρτα καί τίς κεχριμπαρένιες
φράουλες τῆς Βασίλισσας Ἄννας, καί ἄσεμνο Φρέντρο.
Ὑπῆρχε πάντα ὑπερβολικά πολύ Λβόβ κανείς δέν μποροῦσε νά
γνωρίσει τίς περιοχές του, ν’ ἀκούσει
τό μούρμουρο κάθε πέτρας τσουρουφλισμένης
ἀπό τόν ἥλιο, τήν νύχτα ἡ σιωπή τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιᾶς διέφερε ἀπό αὐτήν τοῦ καθεδρικοῦ, οἱ Ἰησουίτες
βάφτιζαν τά φυτά, φύλλο τό φύλλο, ἀλλά φύτρωναν, φύτρωναν τόσο ἀνέμελα, καί ἡ χαρά πλανιόταν παντοῦ, σέ τραπεζαρίες, διαδρόμους καί μυλαράκια τοῦ καφέ πού γύριζαν ἀπό μόνα τους, σέ γαλάζιες τσαγιέρες, στό ἄμυλο, πού ἦταν ὁ πρῶτος
τυπολάτρης, σέ σταγόνες βροχῆς καί στ’ ἀγκάθια
τῶν ρόδων. Χιονισμένη φορσύθια χρύσιζε στό παράθυρο. (περισσότερα…)