ΝΠ | Τέχνες

Φρανσίσκο ντε Αλμέιδα, Μια παρουσίαση και μια συνομιλία με τον Βραζιλιάνο εικαστικό

*

της ΕΛΕΝΑΣ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

Από το «brihlo do ceu» ώς την «oracão pra lua»

Το σοκ τής αναμέτρησης με το απρόσμενο. Το δέος τής καταβύθισης στο ποιητικό σύμπαν τού εικαστικού γίγνεσθαι. Το τετελεσμένο τής συνειδητοποιημένης ασυνειδητότητας – της απώλειας του Εγώ, ενώπιον ενός πανδαιμονίου συμβόλων, ενός οργίου εσωτερικότητας, της ανάκτησης του δικαιώματος στην ιεροτελεστία, ενώπιον μιας έκρηξης αστρικής, μιας θηλυκής προσευχής και της προσευχής στη θηλυκότητα: η αναμέτρηση με την «Hφαιστειακή έκρηξη του στήθους».

Ναι. Οι λέξεις αυτές θα μπορούσαν να είναι μεταμοντέρνες αρλούμπες διανοουμενίστικης απόχρωσης. Δεν είναι. Κάποτε, απλά, τα περιθώρια και της ίδιας της γλώσσας ακόμη στενεύουν. Κάποτε, οι δυνατότητές της πρέπει να επινοηθούν απ’ την αρχή, ειδικά αν καλούνται να αποτυπώσουν νέες και εκ νέου επινοημένες δυνατότητες της τέχνης. Και πώς να περιγράψεις με λέξεις μιαν ηφαιστειακή έκρηξη του στήθους;

Αυτά τα τρία, πάντως, το σοκ, το δέος και η έκσταση είναι που διαδέχτηκαν ακαριαία το ένα το άλλο, όταν, προσερχόμενη ανυποψίαστη σε συναυλία που με είχαν καλέσει στην Πρεσβεία της Βραζιλίας στο Βερολίνο, βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο –σκοντάφτοντας θαρρείς– με την ισομεγέθη Γοργόνα με τα χρυσά φτερά. Το επιφώνημα έγινε αντιληπτό στους γύρω μου που λίγο αργότερα σίγουρα θα αναρωτιούνταν τι να κάνει εκεί τόσην ώρα καρφωμένη στην είσοδο ως άλλη στήλη άλατος η… Βραζιλιάνα(;), τη στιγμή που τα τεκταινόμενα θα συνέβαιναν εντός ολίγου στο βάθος της αίθουσας.

Και όμως, εκεί ήταν το μέρος το σωστό, το ακριβές σημείο όπου, στεκούμενη, συντελέστηκε αυτό που με μία λέξη, εικάζοντας, ονομάζουμε μαγεία. Σαν ωστικό κύμα που αίφνης καταργεί την ακοή σου, σαν σφαλιάρα που ξάφνου σε ‘ξυπνά’, σαν θαλάσσιο κύμα που μεμιάς σε ανατρέπει, αυτή η ξυλογραφία, διαστάσεων 1,85×1,50m έγινε η θύρα εισόδου σε ένα μαγικό και ποιητικό εικαστικό σύμπαν. Ήταν εκεί. (περισσότερα…)

Περί τέχνης και ζωής


*

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

Για μεγάλο διάστημα, η νεώτερη τέχνη πορεύτηκε ανάμεσα στους δύο πόλους της αντικειμενικότητας και της υποκειμενικότητας που είχαν στη μέση για συντονιστή τον άνθρωπο-άτομο, με μερικές εξαιρέσεις όπως πάντα. Το γεγονός ότι κατά καιρούς, ή από μια ορισμένη χρονική στιγμή και ύστερα, είδαμε να μπαίνει μέσα στον έναν ή τον άλλο πόλο το συναίσθημα, ιδιαίτερα φορτισμένο, το υποσυνείδητο ή το ασυνείδητο, κάποιο ξεχωριστό πάθος ή μανία, κάποιοι ονειρικοί συνειρμοί και άλλα τέτοια, δεν σημαίνει ούτε έξοδο από την διπολικότητα, ούτε έξοδο από την πλαστή πραγματικότητα. Δεν μας μεταδίδεται κανένα ουράνιο ρίγος, καμιά θεοπρέπεια, καμιά νήψη, δεν ανοίγει κανένα παράθυρο και καμιά πύλη που να φέρνει το Φως ή να δείχνει το Φως, το Φως που υπερβαίνει όγκους, σχήματα, χρώματα.

Όταν η τέχνη δεν με φέρνει κοντά στο Φως, τί νόημα έχει να υποχρεώσω την ψυχή μου να αγαπήσει τα έργα της; Η σχέση που έχεις (ή που βρήκες) με τη ζωή σου υπαγορεύει ένα τέτοιο ερώτημα. Γιατί η Ζωή είναι δεμένη με το Νόημα και τον Λόγο, αλλά η τέχνη δεν θέλει να ακούσει για Νοήματα από τότε κυρίως που δίνει τη μάχη με τον ρασιοναλισμό, πράγμα που βέβαια έχει σημασία όταν δεν γίνεται παραλογισμός, αυτοσκοπός, «καθαρή τέχνη», ή καθαρή άρνηση. Η τέχνη σήμερα έπαψε να έχει σχέση με τη Ζωή, με το Νόημα, με το Λόγο, γιατί με αυτά έπαψε να έχει σχέση ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος πέταξε απ’ τη ζωή του και Νόημα και Λόγο και Πνεύμα για στην οίησή του επάνω θεώρησε πως του είναι άχρηστα. Στη θέση του Νοήματος έβαλε τα νοήματα, στη θέση του Λόγου τους λόγους της ατομικότητας και του αυθαίρετου (τον λέει ελεύθερο) συλλογισμού, στη θέση του Πνεύματος το πάθος ή τα πάθη και τα ορμέμφυτα (ασυνείδητα και ανεξέλεγκτα). (περισσότερα…)

Μετὰ τὸν βανδαλισμὸ

*

Κείμενο – Φωτογραφίες
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ

Ἀπρίλιος 2024

Κατεβαίνοντας τὴ Via Toledo, στὸ δεξὶ χέρι, πρὶν τὴν Gallerie d’Italia Napoli (καὶ τὰ κολασμένα τῆς Victoria’s Secret) εἶναι ἡ περιώνυμος Via Emanuele de Deo. Τὸ ἀναφέρω αὐτὸ διότι ὅλο εὐθεία θὰ συναντήσεις τὴ γωνιὰ πού ’ναι ἀφιερωμένη στὸν τρισμέγιστο μπαλαδόρο ποὺ πάτησε ποτὲ τὰ ἅγια χώματα τοῦ ἀρχαίου ἡμῶν ἄστεως — ἕνας σύγχρονος «βωμὸς» γεμᾶτος κορδέλες, stickers, γκραφίτι, memorabilia κι ἕνα γιγάντιο murale μὲ τὴ μορφὴ τοῦ ἀνδρὸς νὰ ὑψώνεται ἴσαμε τὸν οὐρανό. Εἶναι ὁ Diego τῆς καρδιᾶς μας καὶ οἱ χιλιάδες τουρίστες ποὺ διασχίζουν τὴν ἱσπανικὴ συνοικία μὲ τὶς φωτογραφικὲς μηχανὲς στὰ χέρια, στὸ λέω· δὲν πρόκειται νὰ βροῦν στὰ μέρη μας ἄλλον Θεὸ ἀπὸ αὐτόν.

Λίγα μέτρα παραπέρα, κοντὰ στὴ Via Ipazia d’Alessandria, ἐλάχιστοι προσέχουν τὸ Palazzo Cammarota. Δὲν ξέρω νὰ σοῦ πῶ λεπτομέρειες —πότε χτίστηκε, ἀπὸ ποιόν, σὲ τί στύλ— ὁπωσδήποτε ὅμως ὑπῆρξε ἡ κατοικία τοῦ Giacomo Leopardi καὶ τοῦτο, καταλαβαίνεις, προκαλεῖ συγκίνηση. Ὁ ποιητὴς ἦρθε στὴν πόλη μας στὰ τέλη τοῦ 1833 καὶ πέρα ἀπὸ ρομαντικοὺς στίχους προσέφερε τὴ μεγαλύτερη ὑπηρεσία· νὰ πεθάνει ἐδῶ. Μάλιστα, στὸν σταθμὸ Mergellina, ἔχουμε τὸ Parco Vergiliano a Piedigrotta ὅπου ὁ ἴδιος ἀναπαύεται δίπλα στὸν συνάδελφό του Publius Vergilius Maro. Ὁ μύθος θέλει τὸν Βιργίλιο ν’ ἀποθέτει ἕνα μαγικὸ αὐγὸ στὰ θεμέλια τοῦ κάστρου ποὺ διακρίνεται μακριά, στὸ βάθος τῆς Lungomare. Στὴ μηχανορραφία ἐμπλέκονται ἔμμεσα ὁ στρατηγὸς Λούκουλλος καὶ ἡ σειρήνα Παρθενόπη, ἀφοῦ προσπάθησε ὠδικῶς νὰ ξελογιάσει τὸν Ὀδυσσέα. Τὸ αὐγὸ δὲν ἔσπασε ποτὲ καὶ λογικὸ ἦταν ἔκτοτε ν’ ἀποκαλοῦμε τὸ μέρος Castel dell’Ovo.

Νά καὶ ἡ Port’Alba, μία ἀπ’ τὶς πύλες ποὺ σώζονται τῆς παλιᾶς πόλης, τῆς σημερινῆς Spaccanapoli. Ἐκεῖ, ἀπ’ τὸ 1826, στέκει περήφανο τὸ Conservatorio di Musica di San Pietro a Majella ὅπου σπούδασε ὁ Βιντσέντζο Μπελίνι (il grande Bellini!). Τὸ ἄγαλμά του, ἀκριβῶς ἀπέναντι καὶ ταλαιπωρημένο ἀπ’ τὰ περιστέρια, μᾶς κοιτάζει ἀφ’ ὑψηλοῦ ἀπ’ τὴν ὁμώνυμη πλατεία μαζὶ μὲ τὰ Mura Greche — ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει δηλαδὴ ἀπ’ τὰ δυτικὰ τείχη. Ἂν σκάψεις κατὰ μῆκος τῆς Via Santa Maria di Costantinopoli, πίστεψέ με θὰ φέρεις στὸ φῶς καὶ τὰ ὑπόλοιπα, πράγμα ποὺ θὰ ἔπραττε ἡ Δημοτικὴ Ἀρχὴ ἂν δὲν ἦταν τὸ ἀσήκωτο ἄγαλμα τοῦ Dante. Ἡ ἁγία Μαρία ἡ Πατρικία ποὺ δίνει τὸ ὄνομα στὸν δρόμο, ἦταν μία ἀπ’ τὶς γυναῖκες ποὺ ἀντιτάχθηκαν σθεναρὰ στὴν ἀπομάκρυνση τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ ἀπ’ τὴ Χαλκὴ Πύλη τῆς Κωνσταντινούπολης, στὰ περίεργα χρόνια τῆς Εἰκονομαχίας, κατὰ διαταγὴ τοῦ Λέοντος Γ’. Τὴν ἐκκλησία της, στὸ τέλος τοῦ δρόμου πρὶν τὸ ἀρχαιολογικὸ μουσεῖο, ἀξίζει νὰ τὴν ἐπισκεφτεῖς. (περισσότερα…)

Γιὰ τοὺς «Κολοφῶνες» τοῦ Γιάννη Μαμάη

 

*

του ΘΑΝΑΣΗ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

Πραγματοποιήθηκαν χτὲς τὰ ἐγκαίνια τῆς ἔκθεσης «Κολοφῶνες, ἡ μνήμη τῆς τελευταίας σελίδας», στὴν ὁποία ἐκτίθενται 102 κολοφῶνες, σχεδιασμένοι ἀπὸ τὸν ἀρχιμαστρο-Γιάννη Μαμάη, διευθυντὴ τοῦ ἐκδοτικοῦ/σχεδιαστικοῦ τμήματος τῶν ἐκδόσεων Gutenberg. Ἡ ἔκθεση λαμβάνει χώρα στὸ Μουσεῖο Σύγχρονης Τέχνης ‒ Ἵδρυμα Βασίλη καὶ Ἐλίζας Γουλανδρῆ στὸ Παγκράτι καὶ θὰ διαρκέσει ἕως τὶς 20 Ἰουνίου 2024. Τὴν ἔκθεση προλόγισαν οἱ (κατὰ σειρὰ ἐμφάνισης) Παντελῆς Μπουκάλας, Στάντης Ἀποστολίδης, Θανάσης Τριαρίδης καὶ Ἀ. Κ. Χριστοδούλου, ὁ τελευταῖος διὰ χειλέων τοῦ ἠθοποιοῦ Στέλιου Μάινα. Ἡ ἐκδήλωση ἔκλεισε μὲ τὸν Γιάννη Μαμάη, ποὺ μὲ γνήσια συγκίνηση κατέθεσε κάποιες σκέψεις του γύρω ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀγαθὸ καὶ συνάμα προϊὸν ποὺ λέγεται βιβλίο. Ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι ἡ ἔκθεση πραγματοποιεῖται ἑορταστικὰ στὸ πλαίσιο τῆς ἐπετείου τῶν 60 ἐτῶν ἀπὸ τὴν ἵδρυση τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου τοῦ Γιώργου Δαρδανοῦ καὶ τῶν τέκνων του, Δανάης καὶ Κώστα Δαρδανοῦ.

Θὰ ἦταν περιττὸ νὰ μιλήσει κανεὶς γιὰ τὴν ποιότητα τῶν βιβλίων ποὺ σχεδιάζονται ἀπὸ τὸν Μαμάη. Κι’ αὐτὸ ἐπειδὴ ἀκόμα κι’ ἂν μιλήσουμε γι’ αὐτὰ ἀποφεύγοντας τὶς εἰδικὲς τεχνικὲς λεπτομέρειες, λίγοι —τί λίγοι, δηλαδη; μιὰ χούφτα!— θἆναι οἱ εὑρισκόμενοι σὲ θέση νὰ κατανοήσουν τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἐλάχιστου ποὺ ἀπαιτεῖται, ὥστε ἕνα μάτσο λέξεις ἀπὸ τὸ Μs Word ἑνὸς συγγραφέα νὰ καταλήξει συντεταγμένο κατὰ τρόπο εὔτακτο καὶ αἰσθητικὰ ἀρτιωμένο στὸ σαλόνι μιᾶς ἔκδοσης. Κι’ ὅταν ἀναφέρομαι στὸ «μεγαλεῖο τοῦ ἐλάχιστου» ἐννοῶ τὸ αἰσθητικὸ ἀποτέλεσμα ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν ἁπλὴ ὑποταγὴ —ναί, αὐτὴ εἶναι ἡ λέξη— στοὺς κανόνες τῆς παραδοσιακῆς τυπογραφίας· τῆς τυπογραφίας, δηλαδή, ποὺ χωρὶς φιοριτοῦρες καὶ ἠχηρὰ πυροτεχνήματα παραδίδει στὸ μάτι τοῦ ἀναγνώστη τὸν ἐνυδατικὸ φυσιολογικὸ ὁρὸ ποὺ ὁ τελευταῖος χρειάζεται κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀνάγνωσης. Μ’ ἄλλα λόγια, κι’ ὅπως λέει κι’ ὁ Μαμάης, τὸ αἰσθητικὸ ἀποτέλεσμα ποὺ γεννᾶ «βιβλία ποὺ δὲν πληγώνουν τὸ μάτι». Σταματῶ ὅμως ἐδῶ, διότι μιὰ μεγαλύτερη διαπραγμάτευση σχετικὰ μὲ τὶς ἀρετὲς τῆς καλῆς τυπογραφίας καὶ τὶς διαφορές της ἀπὸ τὴν ἐντυπωσιοθηρία αὐτῶν ποὺ —κατὰ τὴν ἄποψή τους— προωθοῦν τὸ τυπογραφικὸ γίγνεσθαι κατὰ τρόπο καινοτόμο, πρωτότυπο μοντέρνο, θὰ προκαλοῦσε μιὰ συζήτηση ποὺ καλὸ θἆταν κάποτε νὰ γίνει, ὡστόσο τὴν ἴδια στιγμὴ λείπουν δύο βασικὲς προϋποθέσεις: (α) ἡ γνώση καὶ ἡ ἐπαφὴ μὲ τὴν παλιὰ τέχνη καὶ (β) τὰ εὐήκοα ὦτα· κι’ ἂν τὸ πρῶτο εἶναι δύσκολο γιὰ τὴ γενιὰ ἡμῶν τῶν νέων σχεδιαστῶν/σελιδοποιῶν, μιᾶς καὶ δὲν προλάβαμε ἢ δὲν μᾶς δόθηκε ἡ εὐκαιρία νὰ ἐργαστοῦμε στὴ μονοτυπία, τὂ δεύτερο εἶναι ἐξίσου σπάνιο ἕως ἀνύπαρκτο, καθὼς οἱ ἰμπρεσιονιστικὲς ἀπόψεις δίνουν καὶ παίρνουν, ὥσπου κάποια στιγμὴ φτάνουν νὰ γίνονται νόρμες ποὺ ἐθίζουν τοὺς ἀναγνῶστες στὸ δόγμα τὸ βιβλίο εἶναι μόνο τὸ κείμενο ποὺ τυπώνεται στὶς σελίδες του. Παρ’ ὅλ’ αὐτὰ τὸ βιβλίο εἶναι βιβλίο· ἂν μᾶς νοιάζουν μόνο τὰ κείμενα, τότε μποροῦμε νὰ ἀγοράζουμε στικάκια USB. Εἶναι φτηνότερα καὶ πιάνουν καὶ λιγότερο χῶρο. (περισσότερα…)

Η πέννα και το στυλό: Τέχνη και νευρωνικά δίκτυα

*

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΗ  # 1

Προσεγγίσεις στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και των πραγματικών ή πλασματικών οριζόντων της

~.~

του ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ

Ο τίτλος του επί της οθόνης κειμένου περιέχει εν σπέρματι τα όσα θα πραγματευτώ στη συνέχεια. Πρώτα-πρώτα, ας σκεφτούμε μια πέννα. Ας φανταστούμε ότι ο ποιητής έσφαξε μια χήνα στον κήπο του κι απ’ όλα τα λευκά της πούπουλα ξεχώρισε το πιο γερό και όμορφο. Το έκοψε κατάλληλα στην άκρη μ’ έναν πολυχρησιμοποιημένο σουγιά και, για κάθε αράδα που γράφει, βουτά τη νέα του πέννα μες στο μελανοδοχείο. Έπειτα, ας σκεφτούμε ένα απλό στυλό του καιρού μας. Είναι μια τεχνητή κάλαμος συντεθειμένη από πολυμερή. Το μελάνι εσωκλείεται μέσα της χάρη σ’ ένα έξυπνο σύστημα έκχυσης το οποίο επιτρέπει τη ροή μόνο εφόσον ασκείται πίεση πάνω στην επιφάνεια του χαρτιού. Στρώματα ολόκληρα χημικών και μηχανικών γνώσεων σωρεύτηκαν για δεκαετίες, ακόμα κι αιώνες, μέχρι που τελικά κρυσταλλώθηκαν στο απλό στυλό. Το βαστά στο χέρι του ένας συγκαιρινός μας ποιητής, μόλο που δεν γνωρίζει ούτε πώς κατεργάζονται τα πολυμερή υλικά, ούτε πώς λειτουργεί το σύστημα έκχυσης μελάνης με σφαιρίδιο, ούτε πώς οι οικονομίες κλίμακας παράγουν τέτοιες παρτίδες προϊόντων. Εκεί που ο παλαιός ποιητής είχε μια αδιαμεσολάβητη σχέση με το γραφικό του όργανο (ήδη θα φανταστήκαμε της χήνας το αίμα στα χέρια του), ο  σημερινός ποιητής βαστά ένα κατασκεύασμα προέλευσης δαιδαλώδους. Κι είναι ώρα τώρα να αναρωτηθούμε: τι γίνεται όταν όχι μόνο το όργανο στο χέρι του καλλιτέχνη αλλά και το ίδιο το έργο τέχνης ξεβράζεται πια μέσ’ από τέτοιους απροσπέλαστους πλοκάμους;

~.~

Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Γκέοργκ Ζίμμελ (1858-1918) είναι σήμερα περισσότερο γνωστός για το έργο του σχετικά με τη μητροπολιτική ζωή και το ανθρώπινο υποκείμενο. Σε διάφορους γνωστικούς κλάδους, από τη φιλολογία ώς τη γεωγραφία, η «Μητροπολιτική Αίσθηση» διαβάζεται ξανά και ξανά. Ωστόσο, συχνά εκφεύγει της προσοχής το γεγονός ότι το έργο του Ζίμμελ εκκινεί από μια θεμελιώδη φιλοσοφία του πολιτισμού. Κι αυτή παρουσιάζεται εκτενώς στη Φιλοσοφία του Χρήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στη χώρα μας, τούτο το βασικό έργο του Ζίμμελ (ένα μέρος του!) κυκλοφόρησε μόλις το 2021, από τις εκδόσεις Πλέθρον, παρόλο που άλλα έργα του σημαντικού στοχαστή έχουν κάνει κάμποσες επανεκδόσεις. Πιστεύω ότι, όσο κι αν μας χωρίζει πάνω από ένας αιώνας από το 1900, οπότε και η πρώτη έκδοση της Φιλοσοφίας του Χρήματος, αυτό το πόνημα μέχρι και σήμερα μας επιτρέπει να συλλάβουμε την τεχνητή νοημοσύνη αλλά και τη σχέση της με την τέχνη. Και, μάλιστα, όχι σαν μια τομή στην ιστορία του πλανήτη αλλά σαν ένα βήμα, έστω και μεγάλο, μέσα σε μια μεγάλη πορεία – πορεία δίχως καθορισμένο προορισμό. (περισσότερα…)

Κτήρια-σκουπίδια

*
Κι όμως αγάπησα κάποτε τη λεωφόρο Συγγρού
το διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου
που μας άφηνε θαματουργά στη θάλασσα
την παντοτινή για να μας πλύνει από τις αμαρτίες
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

Κυκλώπεια τείχη που μάδησαν, στάδια και αμφιθέατρα γυμνά, μεσαιωνικές καστροπόλεις τώρα πια ανυπεράσπιστες, εγκαταλειμμένα χωριά, γονατισμένα αγροτόσπιτα και αρχοντικά…

Όλη η Ελλάδα είναι γεμάτη ερείπια. Παντού, απ’ τον βορρά ώς τον νότο κι απ’ τα διάσελα των βουνών ώς τις νησιώτικες ακρογιαλιές, όπου κι αν δεις, ένας απέραντος ερειπιώνας σού χαϊδεύει το βλέμμα. Γιατί είναι απαλά αυτά τα ρημάδια, γύρω το χώμα τα χωνεύει γλυκά, δεν αφήνουν πληγές στο τοπίο, κάνουν τον κύκλο τους, κάποτε πάμπολλους αιώνες μακρύ, και μαραίνονται μέσα στον χρόνο όπως ορθώθηκαν, σαν περήφανα άνθη της πέτρας.

«Κτήρια που όταν γερνούν να μη μοιάζουν σκουπίδια». Έτσι περιέγραφε το αρχιτεκτονικό του ιδεώδες ο πρόωρα χαμένος Κυριάκος Κρόκος. Ιδεώδες όμως γιατί; Μήπως έτσι δεν έχτιζαν χιλιετίες ολόκληρες; Όχι πια. Αυτό το ώς χθες ακόμη κατορθωμένο και αυτονόητο, το έκανε άπιαστο κι ιδεατό η μοντέρνα ζωή, το πνεύμα του σπάταλου εντυπωσιασμού και της χρησιμοθηρικής μυωπίας που εμπνέει κάθε σχεδόν μανιφέστο της νεώτερης αρχιτεκτονικής.

Σκεφτείτε το Μουσείο της Ακρόπολης. Αναλογιστείτε το προς στιγμήν παρατημένο, ερειπωμένο, βουβό. Με τι θα ’μοιαζε αν όχι με γιγάντιο σκουπίδι παρκαρισμένο εκεί δίπλα στον Βράχο; (Τάνκερ δεμένο στην ποδιά του Παρθενώνα έχει αποκαλέσει ο Πάνος Θεοδωρίδης αυτό το κτίσμα που με την αναιδή προτεταμένη γλώσσα του εξώστη του ειρωνεύεται κάθε αττική αρμονία).

Τι άλλο παρά σκουπίδια, αφημένα στην τύχη τους, είναι ήδη σήμερα, τώρα, τα διατηρητέα, τρομάρα μας, προσφυγικά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, αθηναϊκά παραδείγματα του λαμπρού τάχατες Bauhaus, στην πραγματικότητα σκύβαλα παραταγμένα στη σειρά σαν φαντάροι σε πρώσσικο στρατώνα. (περισσότερα…)

Αρχιτεκτονική και βιωσιμότητα: Τα απότοκα του μοντερνισμού

*

του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Β. ΠΡΩΙΜΟΥ

Εισαγωγή

Η ιδέα ότι η αρχιτεκτονική είναι επιστήμη είναι συνώνυμη με τη γέννηση, ανάπτυξη και καθιέρωση του μοντερνισμού και στην Ελλάδα εκφράστηκε μετ’ επιτάσεως από τον Άρη Κωνσταντινίδη, έναν από τους εξέχοντες πρωτοπόρους και μεταλαμπαδευτές του μοντέρνου κινήματος στη χώρα. Όπως ο Πλάτων, ο Κωνσταντινίδης υποστήριξε ότι η αρχιτεκτονική δεν είναι μιμητική τέχνη, άρα δεν ευνοεί την ψευδαίσθηση όπως η γλυπτική, ούτε πλάθει έναν κόσμο φανταστικό όπως η ζωγραφική, αλλά παρεμβαίνει στην πραγματικότητα με κοινωνικά χρήσιμους σκοπούς και όρους.[1] Πάντα στην ιδέα αυτή της αρχιτεκτονικής ως επιστήμης, υπήρχε αντίλογος από επιφανείς θιασώτες του κλάδου όπως για παράδειγμα ο Φρανκ Λόυντ Ράιτ που υποστήριξε ότι η αρχιτεκτονική όχι μόνο είναι τέχνη αλλά είναι και η κορυφαία των εικαστικών τεχνών, εφόσον στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο γούστο, στη φαντασία, στη δημιουργικότητα και στην αισθητική.

Τα τελευταία χρόνια η επείγουσα κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο πλανήτης και η ανθρωπότητα εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, έχουν ενισχύσει όλους εκείνους που ευαγγελίζονται την αρχιτεκτονική ως επιστήμη και πιστεύουν ότι με τις κατάλληλες δράσεις η αρχιτεκτονική μπορεί να κάνει τη διαφορά και να δώσει απάντηση στο πρόβλημα της κλιματικής κρίσης, διασφαλίζοντας το μέλλον των επόμενων γενιών. Η βιώσιμη αρχιτεκτονική είναι εκείνη που εντάσσεται στη λογική της κυκλικής οικονομίας, στο διαμοιρασμό και την παροχή υπηρεσιών σε πολλαπλούς χρήστες, στην αξιοποίηση των ανανεώσιμων ενεργειακών πόρων και γενικότερα στη μείωση της σπατάλης, της απόρριψης και του ενεργειακού αποτυπώματος των κτιρίων. Η μεγαλύτερη δυνατή ενεργειακή αποτελεσματικότητα στην οποία στοχεύει η βιώσιμη αρχιτεκτονική έχει ως αποτέλεσμα οι μηχανικοί να διαδραματίζουν όλο και σημαντικότερο ρόλο στην τοποθέτηση, προσανατολισμό και κατασκευή των κτιρίων, εφόσον φροντίζουν για τα κατάλληλα μονωτικά υλικά, τους ηλιακούς συλλέκτες, τις αντλίες θερμότητας και όλα όσα συμβάλλουν στην υψηλή ενεργειακή αυτάρκεια του κτιρίου.[2] Η επιστήμη έχει ως εκ τούτου σημαίνοντα ρόλο στη βιώσιμη αρχιτεκτονική, τα τελευταία χρόνια κι έχει συμβάλει στο να παραχθούν σημαντικά αποτελέσματα τα οποία είναι παραδειγματικά για την περαιτέρω εξέλιξη και εφαρμογή της βιώσιμης αρχιτεκτονικής. (περισσότερα…)

Zωγράφος των ολόκληρων μορφών

*

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

Έκθεση «Μάρκος Καμπάνης: Έργα 1990 – 2020»,
Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, 14.12.23-18.2.24

Αυτό που δεσπόζει στην αναδρομική έκθεση του Μάρκου Καμπάνη είναι το δέντρο. Πώς όμως δεσπόζει και ποιες είναι οι σημασίες γύρω από αυτό; Ο Διονύσης Καψάλης, στο θαυμάσιο κείμενο που συνοδεύει το λεύκωμα της έκθεσης, σημειώνει ότι «Του ‘‘μιλήσαν τα δεντρά’’ όπως γράφει ο Παλαμάς, αλλά του μιλήσαν με τη γλώσσα της ζωγραφικής. Το δέντρο εδώ είναι συνάμα εικόνα της ανθρώπινης αντοχής αλλά και μορφή που επαναφέρει στο παρόν την αμφισημία της ομορφιάς, τον αινιγματικό και ουτοπικό χαρακτήρα της, το δικαίωμά της» (σ. 202).

Όμως, το πρώτο που πρέπει να ειπωθεί είναι το δέντρο στον Παράδεισο. «Το δέντρο της ζωής και το δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού» βρίσκονταν στη μέση του κήπου της Εδέμ. Αυτό το δεύτερο δεν έπρεπε να αγγίξουν οι πρωτόπλαστοι γιατί την ίδια μέρα θα πέθαιναν. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το δέντρο είναι ένα: όταν ακολουθούμε την υπόδειξη του Δημιουργού είναι το δέντρο της ζωής, όταν παρακούμε γίνεται το δέντρο της «γνώσεως», δηλαδή το απαγορευμένο που μας βγάζει από τον Παράδεισο. Οι Πατέρες λένε ότι το δέντρο της ζωής είναι ο Χριστός, αφού η δημιουργία έγινε δια του Λόγου-Χριστού-Υιού που συνάμα είναι ομοούσιος με τον Πατέρα. Στην πρώτη λοιπόν περίπτωση ισχύει η εναρμόνιση με το δέντρο της ζωής και τον Λόγο-Χριστό, στη δεύτερη η ρύθμιση της ζωής σύμφωνα με δικές μας βουλήσεις που αρχίζουν από την αρχέγονη παρακοή ή επιθυμία αυτοθέωσης.

Ο Καμπάνης μετέχει και των δύο «δέντρων» γιατί μετέχει μιας Παράδοσης που περιέχει και τα δύο δέντρα και τους δύο ρυθμούς ζωής. Υπάρχει το αρχικό, το παραδείσιο και σ’ αυτό ανήκουν όλα τα ζωγραφισμένα δέντρα όσα εκπέμπουν φως, όσα προδίδουν αρχέγονη καταβολή εν Πνεύματι. Εδώ εντάσσονται και τα αγιορείτικα ακόμη κι όταν αποτυπώνονται μαυρόασπρα, φωτίζονται μυστικά. Διαθέτουν ταυτόχρονα το μυστηριακό στοιχείο αλλά και το φοβιστικό, με την έννοια του δέους μπροστά σε ό,τι μας υπερβαίνει. (περισσότερα…)

Το ΝΠ σας εύχεται Καλά Χριστούγεννα με ένα ποίημα του William Blake

*

~.~

*

Στέλιος Φαϊτάκης, 1976-2023

*

Παρώδησε την παραθρησκεία της επιστήμης, το ιερατείο με τις άσπρες μπλούζες και τα τυφλοσκόπια. Νοστάλγησε τον Ένδον Μύθο και το Ανεξιχνίαστο. Πέθανε χθες, στα 47 του.

*

Έργα χαρακτηριστικά του ζωγράφου

*

 

Σκόρπιες (και ψύχραιμες) σκέψεις για τον Διονύση Σαββόπουλο

 *

του ΘΑΝΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗ

~.~

Είναι αλήθεια πως το έργο του Διονύση Σαββόπουλου παραμένει σε μεγάλο βαθμό ακόμα εγκλωβισμένο στα όρια της πληθωρικής περσόνας του, με τους ριζοσπάστες συνοδοιπόρους της πρώτης φάσης της δημιουργικής του πορείας να τον απορρίπτουν συλλήβδην εξαιτίας της ιδεολογικής του μεταστροφής. Παράλληλα, όμως, ακόμα κι εκείνοι που τον αποδέχονται πλέον ως εθνικό και παλλαϊκό φαίνεται πως αρνούνται συνειδητά να κοιτάξουν σε βάθος τις ριζοσπαστικές του αφετηρίες. Αν δεν φανεί ασεβής μια τέτοια σύγκριση, δέσμιοι μιας παραπλήσιας θεώρησης υπήρξαν προς το τέλος της ζωής τους και οι Σικελιανός και Καζαντζάκης, με το εκτόπισμά τους να θολώνει τους θαυμαστές και τους πολεμίους τους και μονάχα τις επόμενες γενιές μελετητών να αξιοποιούν ευεργετικά τη χρονική απόσταση και τη μη άμεση επαφή με τα πρόσωπα τη στιγμή της δράσης και της άμεσης πολιτικο-ιδεολογικής πάλης. Ωστόσο, το έργο του ηλικιωμένου τραγουδοποιού ακόμα και σήμερα χρήζει στην ολότητά του μιας ψυχραιμότερης αποτίμησης, ευρύτερης από εκείνη που οι ως τώρα μονογραφίες για εκείνον έχουν κομίσει, δίχως κραυγές για ξεπούλημα, αντιγραφές, προδοσίες, αλλά και δίχως μια ηθελημένα αποριζοσπαστικοποιημένη, άχρωμη και άγευστη ακρόασή του, προτού η ζωή κι ο χρόνος θέσουν ντε φάκτο τους δικούς τους, ανίκητους κανόνες. Σαφέστατα και τούτες οι σκόρπιες και ασχημάτιστες σκέψεις δεν επιδιώκουν να διαδραματίσουν αυτό το ρόλο, παρά λειτουργούν περισσότερο ως ένας ιδεατός οδικός χάρτης.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος εκκινεί ως ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος του τραγουδιού διαμαρτυρίας των Ελλήνων baby boomers της δεκαετίας του ’60. Επηρεάζεται από τον Ντύλαν και τη γενιά του δίχως να τους μιμείται άκριτα και δεν παύει στιγμή να διαλέγεται με το ελληνικό παραδοσιακό και τοπικό ηχόχρωμα, εμποτίζοντας τις ξένες καταβολές και οφειλές του διαρκώς με το ελληνικό στοιχείο, ενίοτε πολύ πετυχημένα ανοίγοντας νέα μουσικοστιχουργικά μονοπάτια, ενίοτε κι ελαφρώς άγαρμπα και αδικαίωτα στη μακροχρονία (δίχως τα δεύτερα τραγούδια, ωστόσο, δεν θα υπήρχαν ούτε τα πρώτα, μιας και αποτελούν την πίσω όψη του κόκκινου χαλιού του κάθε δημιουργού). Ως καινοτόμος δημιουργός ανοίγει στην πράξη το δρόμο για το μεταμοντερνισμό και τη μείξη των ειδών κατά την περίοδο που οι όροι αυτοί σχεδόν δεν έχουν εφευρεθεί, μένοντας αντισυστημικά τραγουδοποιός κατά την περίοδο της πλήρους κυριαρχίας της συνεκτικής αφήγησης των μεγάλων συνθετών. Εν συνεχεία επιλέγει να γίνει ο ίδιος φορέας συνεκτικής αφήγησης κι «εθνικός», κανοναρχώντας από τα πάνω μια εποχή κι ένα σημαντικό κεφάλαιο του ελληνικού τραγουδιού.

Η ιδεολογική μεταστροφή του Διονύση Σαββόπουλου δεν εκδηλώθηκε τόσο απότομα όπως κάποιοι εσφαλμένα υποστηρίζουν, παρά υπήρξε μια αντανάκλαση των πολλαπλών και σταδιακών απογοητεύσεων και απομαγεύσεων της Μεταπολίτευσης, σε συνδυασμό με την ηλικιακή του ωρίμανση. Ούτε ξαφνικά στα Τραπεζάκια έξω και –δευτερευόντως– στο Κούρεμα ο Σαββόπουλος θέλησε να παίξει το ρόλο του τραγουδιστή «εθνικής ενότητας» δίχως να μην υπάρχουν πιο πριν σπόροι αυτού που θα ακολουθούσε ούτε από την άλλη ο καλλιτέχνης αποποιήθηκε με τη μία και διαπαντός όλα τα προκλητικά χαρακτηριστικά της πρώτης του νιότης και της αρχικής δημιουργικής περιόδου της κοινωνικής αμφισβήτησης. Για να μείνουμε σε ένα μόνο από τα πολλά παραδείγματα: δεν μπορούμε, φυσικά, σε καμία περίπτωση να υποστηρίξουμε πως ο Σαββόπουλος της δεκαετίας του ’60 θα έγραφε τραγούδι στο οποίο θα περιελάμβανε ευχές για τον καινούριο Οικουμενικό Πατριάρχη όπως κι έπραξε τριάντα χρόνια αργότερα, από την άλλη, όμως, οι νατοϊκοί βομβαρδισμοί στη Γιουγκοσλαβία στα τέλη του 20ου αιώνα δεν τον εμποδίζουν να αμφισβητήσει εκ βάθρων την Αμερική ως ιδεολογική του μήτρα και ως τόπο διαμόρφωσης της ίδιας του της κουλτούρας, κάτι που θεωρητικά δεν θα ταίριαζε σε κάποιον που έχει κάνει στροφή 180 μοιρών. (περισσότερα…)

Βερνάρδος του Κλαιρβώ, Απολογία προς τον αββά Γουλιέλμο

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Περί το 1124 ο Γουλιέλμος, αββάς του Σαιντ-Τιερρύ, φέρεται να παρακάλεσε τον μέντορά του, Βερνάρδο του Κλαιρβώ, να συντάξει μια πραγματεία που θα υπερασπιζόταν το βαθιά διακριτό μοναστικό φρόνημα των Κιστερσιανών στους κόλπους των Βενεδικτίνων. Ο Βερνάρδος, επιφανής ηθικολόγος του 12ου αιώνα και σκαπανέας μιας εντυπωσιακής αναζωογόνησης των Κιστερσιανών, ανταποκρίθηκε μάλλον άμεσα, συγγράφοντας ένα από τα διασημότερα κείμενα της δυτικής μεσαιωνικής μοναστικής γραμματείας: την Απολογία.

Την πιο επιδραστική στιγμή του κειμένου σηματοδοτούν αναμφίβολα οι ενότητες 28-29, όπου ο Βερνάρδος συντάσσει μια πολεμική εναντίον της ακόρεστης επιθυμίας για πολυδάπανη (αναπαραστατική) τέχνη ή/και διακόσμηση σε μοναστικούς τόπους λατρείας, την οποία αντιπροσώπευε, ίσως πιο χαρακτηριστικά, η κλουνιακή πτέρυγα. Στις ενότητες αυτές αναβλύζει ρηξικέλευθη αισθητική σκέψη ενώ από ιστορική άποψη είναι εξίσου ενδιαφέρον ότι η πραγματεία του Βερνάρδου είναι συγκαιρινή της άνθισης της ρομανικής και γοτθικής τέχνης.

~.~

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ ΤΟΥ ΚΛΑΙΡΒΩ

Απολογία προς τον αββά Γουλιέλμο

(28-29) [1]

ΧII. 28. Αλλά αυτά είναι ασήμαντα. Θα σχολιάσω τώρα τα μεγάλα, τα οποία, βέβαια, μοιάζουν μικρά, επειδή είναι τόσο κοινά. Δεν θα πω τίποτα για το τεράστιο ύψος, το υπερβολικό μήκος και το περιττό πλάτος των χώρων προσευχής, τον δαπανηρό καταστολισμό και τις εξεζητημένες απεικονίσεις που τραβούν το βλέμμα του προσευχόμενου και περιορίζουν την ευλάβειά του, και που, προσωπικά, μου φαίνεται λες και αναβιώνουν την αρχαία εβραϊκή λατρεία. Και θα παραδεχθώ ότι όλα αυτά γίνονται προς τιμήν του Θεού. Ωστόσο, θα απευθύνω ως μοναχός στους μοναχούς το ερώτημα που απηύθυνε ο εθνικός στους εθνικούς: «Πείτε μου, ποντίφικες», είχε πει, «τι κάνει το χρυσάφι στο ιερό;»[2].

Δίνοντας δε σημασία στο νόημα και όχι στο μέτρο του στίχου, παραφράζω το ερώτημα: «Πείτε μου, φτωχοί, αν είστε πραγματικά φτωχοί, τι κάνει το χρυσάφι στο ιερό;». Ας μην συγχέουμε εδώ τους επισκόπους με τους μοναχούς. Γνωρίζουμε ότι οι επίσκοποι, έχοντας ευθύνη απέναντι τόσο στους σοφούς όσο και στους αμόρφωτους[3], χρησιμοποιούν τον υλικό καλλωπισμό για να διεγείρουν την ευλάβεια ενός σαρκικού πλήθους, αφού δεν είναι δυνατόν να το επιτύχουν αυτό με τον πνευματικό.  Εμείς, όμως, που αποσυρθήκαμε από αυτό το πλήθος, εμείς που αφήσαμε τα πολύτιμα και υπέροχα πράγματα του κόσμου για χάρη του Χριστού[4], εμείς που επιλέξαμε να θεωρούμε καθετί που λάμπει από ομορφιά, ηχεί απαλά, ευωδιάζει γλυκά, τέρπει τη γεύση μας ή είναι ευχάριστο στην αφή -εν ολίγοις, όλες τις σωματικές απολαύσεις- σκέτη κοπριά προκειμένου να κερδίσουμε τον Χριστό[5], ποιανού την ευλάβεια περιμένουμε να διεγείρουμε με αυτόν τον καλλωπισμό; Πού αποσκοπούμε ακριβώς[6]; Στον θαυμασμό των αδαών, ή άραγε στις προσφορές των αφελών;  Ή μήπως, επειδή συγχρωτιστήκαμε με τους εθνικούς, υιοθετήσαμε τους τρόπους τους[7] και υπηρετούμε τα είδωλά τους; (περισσότερα…)