*
Μικρὸ ἀφιέρωμα στὸν Γιώργη Μανουσάκη [2/3]
*
τῆς ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ
~.~
Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1961 ὁ νεαρὸς Γιώργης Μανουσάκης ἀνέφερε σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς πρῶτες ἐπιφυλλίδες του τὴν ἑξῆς παρατήρηση μιᾶς ἑλληνίστριας:
Ἡ νεοελληνικὴ λογοτεχνία εἶναι ζοφερή, ἀπαισιόδοξη. Σπάνια ν’ ἀνακαλύψεις σ’ αὐτὴν μιὰ ἀχτίνα ἀπὸ φῶς. Μιὰ κι ἡ τέχνη ἑνὸς λαοῦ εἶν’ ὁ καθρέφτης τῆς ψυχῆς του, πρέπει, λοιπόν, νὰ ὑποθέσομε πὼς οἱ Ἕλληνες εἶναι στὸ βάθος ἕνας λαὸς μελαγχολικός;
Εἶναι, ἀπαντοῦσε ὁ Μανουσάκης, γιατὶ:
Ὁ ἄνθρωπος τούτης τῆς γωνιᾶς τῆς γῆς εἶναι γεμάτος ἱστορικὲς μνῆμες. Μνῆμες δόξας καὶ θριάμβων καὶ πικρὲς μνῆμες καταστροφῶν, δυστυχίας καὶ ξεπεσμοῦ. […]
Ἔτσι μὲ μιὰ σκληρὴ ἀτομικὴ μοίρα καὶ μὲ μιὰ σκληρότερη ἐθνικὴ ἀποχτήσαμε σιγά₋σιγὰ τὸ κατακάθι τῆς θλίψης χρωματίζει ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς μας.[1]
Ἐκεῖνο τὸ πατριωτικὸ «κατακάθι τῆς θλίψης» ὑπάρχει ἀπὸ τότε διαρκῶς στὸ ἔργο του, λογοτεχνικὸ καὶ δοκιμιακό, ἄλλοτε φανερὰ κι ἄλλοτε ὑπόγεια. Θὰ σᾶς παρουσιάσω σήμερα πῶς αὐτὸ ἔχει ἀποτυπωθεῖ λογοτεχνικὰ γιὰ δύο ἱστορικὰ γεγονότα τῆς Κρήτης, τὴσφαγὴ στὸ Ἐλαφονήσι (1824) καὶ τὴμάχη στὸ Φραγκοκάστελλο (1828).
Ι. Ἡ σφαγὴ στὸ Ἐλαφονήσι (1824)
Τὸ 2004 κυκλοφόρησε τὸ βιβλίο τοῦ Γιώργη Μανουσάκη Κρητικὲς ἐπαναστάσεις 1821-1905,[2] ὅπου, ἂν καὶ «κάνει μιὰ συνοπτικὴ καταγραφὴ τῶν κυριότερων φάσεων τῶν ἐπανασταστικῶν κινητοποιήσεων στὴν Κρήτη» (σ. 5), δὲν παραλείπει νὰ ἀναφέρει λιτὰ τὸ φρικτὸ γεγονὸς τῆς σφαγῆς μὲ ἐννέα μόνο λέξεις: Ὁ Χουσεῒν μπέης «σφάζει τὰ 600 γυναικόπαιδα ποὺ εἶχαν καταφύγει στὸ Ἐλαφονήσι» (σ. 11).
Δύο χρόνια ἀργότερα, κατὰ τὰ ἀρχειακὰ τεκμήρια, ὁ λογοτέχνης καὶ ἀνθολόγος Ἠλίας Γκρῆς τοῦ ζήτησε νὰ συμμετέχει στὴν ποιητικὴ ἀνθολογία ποὺ ἑτοίμαζε γιὰ τὸ 1821. Ὁ Μανουσάκης ἀνταποκρίθηκε πρόθυμα. Δὲν εἶχε ὅμως ἕτοιμο ποίημα.[3] Θυμᾶμαι ποὺ μοῦ εἶπε: «θὰ γράψω γιὰ ὅσα ἔγιναν ἀπὸ τὸν Χουσεῒν στὸ Ἐλαφονήσι, νὰ μείνει τουλάχιστον τὸ ποίημα, ἀφοῦ ἡ ἐπίσημη Ἱστορία ἔχει ἀγνοήσει τὸ γεγονός». Δὲν ἤθελε νὰ λησμονηθεῖ οὔτε ἡ θυσία οὔτε ἡ βαρβαρότητα· καὶ καταπιάνεται ἀμέσως μὲ τὴ σύνθεση τοῦ ποιήματος «Ἐλαφονήσι, 24 Ἀπριλίου 1824».[4] Τότε δὲν ἤξερε ὅτι θὰ ἦταν τὸ τελευταῖο ποίημα τῆς ζωῆς του· περιλήφθηκε στὴν ἀνθολογία τοῦ Γκρῆ Τὸ 1821 στὴν ἑλληνικὴ ποίηση, Κέδρος 2011.[5]
Μὲ δύο στίχους δημοτικοῦ τραγουδιοῦ τῆς Κισάμου ὡς μότο, ὁ ποιητὴς δίνει τὸ πένθιμο στίγμα τοῦ ποιήματος:
Γιάντα ’ναι μαῦρα τὰ βουνὰ κι οἱ κάμποι χλομιασμένοι;
Γιάντα δὲν τραγουδοῦν πουλιὰ στὰ Ἐννιὰ Χωριὰ στὰ δάση;
Στὸ ἐρώτημα ἐκεῖνο τοῦ λαϊκοῦ ποιητῆ ὁ Μανουσάκης ἀπαντᾶ μὲ τοῦτο ποίημα, τὸ μοναδικὸ ἐπικὸ ποὺ ἔχει γράψει καὶ τὸ τρίτο πιὸ ἐκτενὲς ποίημα (48 στίχοι).[6] Σὲ ἕξι στροφικὲς ἑνότητες ὁ ποιητὴς σκηνοθετεῖ ἕνα κινηματογραφικὸ ντοκιμαντὲρ ἕξι σκηνῶν.
1η ἑνότητα‒σκηνὴ
Χαμηλὸ ἦταν τὸ νησάκι
μὲ χόρτα καὶ θάμνα στὴν ἄμμο του
κι ἡ ἀπόσταση ἀπὸ τὴ στεριὰ μικρή.
Ὅμως ἐκεῖ κατάφυγαν οἱ ἑφτακόσιοι
ἄμαχοι προσδοκώντας τὸ πέρασμα καραβιοῦ.
Μαζί τους καὶ σαράντα ἀρματωμένοι.
Στὴν πρώτη ἑνότητα – σκηνὴ βλέπουμε τὸ σκηνικό: χαμηλὸ νησάκι, σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὴ στεριά· καὶ τὰ πρόσωπα: τὸ ἀνώνυμο ἄμαχο πλῆθος 700 Κρητικῶν καὶ 40 ἀρματωμένων ἀνδρῶν, ποὺ ἔχουν καταφύγει ἐκεῖ, «προσδοκώντας» τὴ σωτηρία τους ἀπὸ «τὸ πέρασμα καραβιοῦ», ποὺ θὰ μεταφέρει κι αὐτοὺς πρόσφυγες σὲ κάποιο ἀσφαλὲς λιμάνι τοῦ ἑλληνικοῦ βασιλείου:
2η ἑνότητα‒σκηνὴ
Σὰν εἴδανε τοὺς καβαλάρηδες
τοῦ Χουσεῒν μπέη ἀντίκρυ τους τρομάξανε.
Τό ’ξεραν πὼς ἡ θάλασσα
ποὺ τοὺς ἐχώριζε ἤτανε ρηχή.
Στὴ δεύτερη ἑνότητα – σκηνὴ ἐμφανίζονται ἀπρόσμενα στὴν ἀπέναντι στεριὰ νέα πρόσωπα: τὸ ἐχθρικὸ πλῆθος τῶν καβαλάρηδων τοῦ Χουσεῒν μπέη· ὄνομα ἔχει μόνο αὐτός, ὁ ἀρχηγός. Ὁ ποιητὴς μὲ φακὸ κινηματογραφιστῆ ἑστιάζει στὰ πρόσωπα τῶν ἀμάχων· ἡ προσδοκία τῆς σωτηρίας μετατρέπεται ἀκαριαῖα σὲ τρόμο θανάτου:
3η ἑνότητα‒σκηνὴ
Οἱ σαράντα ὁπλοφόροι ἄντεξαν
ὅσο μπορέσανε. Κι ὅταν τὸ πρῶτο
ἄλογο προχώρησε, εἶδαν πὼς τὸ νερὸ
δὲν ἔφτανε μηδ’ ὣς τὶς ρίζες τῶν ποδιῶν του.
Κι ἤτανε ν’ ἀπορεῖ κάθε ἄνθρωπος
πῶς τὸ μικρὸ Ἐλαφονήσι
ποὺ φαίνουνταν νὰ πλέει στὴ θάλασσα
σήκωνε τόσους πάνοπλους καβαλαρέους.
Στὴν τρίτη ἑνότητα – σκηνὴ ἡ σύγκρουση τῶν σαράντα ἀρματωμένων μὲ τὸ πολυπληθὲς ἐχθρικὸ ἱππικὸ εἶναι ἀναπόφευκτη, ἀλλὰ σύντομη καὶ χωρὶς τὸ ἐπιθυμητὸ ἀποτέλεσμα. Τὸ πρῶτο ἄλογο τοῦ ἐχθροῦ φτάνει ἀνεμπόδιστα στὸ νησάκι καὶ σχεδὸν αὐτοστιγμεὶ οἱ ἄμαχοι βρίσκονται περικυκλωμένοι· στὰ τρομαγμένα πρόσωπά τους φανερὴ εἶναι τώρα ἡ ἔκπληξη και ἡ ἀπορία: «Κι ἤτανε ν’ ἀπορεῖ κάθε ἄνθρωπος / πῶς…»
4η ἑνότητα‒σκηνὴ
Τὸ θάνατο τῶν ἄμαχων ἀρχίσανε
πρῶτα τ’ ἀλόγατα. Τὰ πέταλά τους θρυμματίζανε
τὰ κεφαλάκια τῶν παιδιῶν, τρυποῦσαν
τὶς κοιλιὲς τῶν ἔγκυων γυναικῶν, συντρίβανε
τὶς ραχοκοκκαλιὲς τῶν γερόντων. Τὰ σπαθιὰ
εἴχανε βγεῖ ἀπὸ τὸ θηκάρι τους.
Μὲ μιά τους κίνηση κόβαν τὰ χέρια
ποὺ ἁπλώνουνταν πρὸς τοὺς σπαχῆδες
ἱκετευτικά, ἀνοίγανε στὰ δυὸ τὰ κεφάλια
ποὺ κοιτάζανε τρομαγμένα
κι ἂν κανένας κατέβαινε στὴ θάλασσα
ἕνας στρατιώτης τὸν ἔπαιρνε ἀπὸ πίσω
τὸν ἔφτανε καὶ τὸν ἐμοίραζε στὰ δυὸ
καθὼς τὸ κρεμασμένο ἀρνί του ὁ μακελάρης.
Στὴν πιὸ ἐκτενὴ τέταρτη στροφικὴ ἑνότητα ἡ σκηνὴ ἐξελίσσεται ρεαλιστικὰ καὶ γίνεται ὠμὴ καὶ ἀποκρουστική. Θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηριστεῖ ὁμηρική, ἂν ἡ σύγκρουση δὲν ἦταν φανερὰ ἄνιση κι ἂν εἶχε προηγηθεῖ ἀνταλλαγὴ λόγων μὲ περιαυτολογίες καὶ ἀπειλές. Οἱ ἀντίπαλοι δὲν εἶναι ἰσοδύναμοι· οἱ πανίσχυροι καὶ πάνοπλοι ἔφιπποι εἶναι ψυχροὶ θύτες, χωρὶς ἴχνος ἡρωισμοῦ· σκοτώνουν ἀλύπητα ἀνήμπορους πεζοὺς ἀμάχους. Ὁ ρυθμὸς εἶναι ταχὺς κι ἡ ἀγριότητα τῆς δράσης ἀποκαλύπτει τὴν ἄμετρη βαρβαρότητα τοῦ ἐχθροῦ:
Τὸ συναίσθημα τῶν θυμάτων, ἀκολουθώντας κατιοῦσα ἐσωτερικὴ κλίμακα, προσδοκία-τρόμο-ἔκπληξη-ἀπορία, καταλήγει στὴν ἀπελπισία καὶ στὸν φόβο τοῦ θανάτου· τὸ ἰσχυρὸ συναίσθημα τῆς ἀγωνίας γιὰ ἐπιβίωση κάποιοι τὸ ἐξωτερίκευσαν μὲ ἱκεσία πρὸς τὸν ἐχθρό. Ἀλλὰ οἱ σπαθοφόροι ἱππεῖς δροῦν βίαια, μὲ μίσος, ἀναλγησία καὶ κυνισμό, ποὺ φτάνει σὲ κορύφωση μὲ τὴν παρομοίωση τοῦ τελευταίου στίχου τῆς ἑνότητας: «καθὼς τὸ κρεμασμένο ἀρνί του ὁ μακελάρης».
5η ἑνότητα‒σκηνὴ
Πόση ὥρα νὰ κράτησε ἡ σφαγή;
Κι ὅταν τὰ ἑξακόσια γυναικόπαιδα
κι οἱ γέροντες ἐκείτουνταν ἀσάλευτοι
στὴν ἄμμο, οἱ καβαλάρηδες τοῦ Χουσεῒν
μπήκανε πάλι στ’ ἄβαθο νερὸ
πού ’χε ἀπ’ τὸ αἷμα κοκκινίσει
καὶ βγῆκαν στὴ στεριά. Μαζί τους ἔσερναν
πάνω ἀπὸ ἑκατὸ γυναῖκες καὶ παιδιὰ
ποὺ ἡ σπλαχνοσύνη τους ἔσωσε ἀπὸ τὸ θάνατο
σίγουρο λάφυρο γιὰ σκλαβοπάζαρα.
Στὴν πέμπτη ἑνότητα – σκηνὴ τὸ κακὸ ἔχει τελειώσει· στὴν ἀμμουδιὰ κυριαρχεῖ ἡ ἀκινησία τοῦ θανάτου· ἡ εἰκόνα παγωμένη· ὁ φακὸς στρέφεται στὰ ἑξακόσια νεκρὰ γυναικόπαιδα. Ἀντίθετα, ἡ κίνηση τοῦ ἱππικοῦ τοῦ Χουσεῒν εἶναι ζωηρὴ κι ἀλαζονική. Βουτοῦν στὴν αἱματοβαμμένη ρηχὴ θάλασσα θριαμβευτικά, νὰ βγοῦν στὴν ἀπέναντι στεριά, σέρνοντας ὡς τρόπαιο ἑκατὸ γυναῖκες καὶ παιδιὰ γιὰ ἀνίερη πώληση. Στὸ τελευταῖο δίστιχο τῆς ἑνότητας ὁ ποιητὴς χρησιμοποιεῖ τίς, ἀντικειμενικά, θετικὰ φορτισμένες λέξεις «σπλαχνοσύνη» καὶ «ἔσωσε» μὲ λεπτὴ ἀλλὰ σκληρὴ εἰρωνεία, γιὰ νὰ καταγγείλει στὸν ἑπόμενο στίχο τὴ βαρβαρότητα:
6η ἑνότητα‒σκηνὴ
Ἕν’ ἀεράκι πῆρε νὰ φυσᾶ
κι ἔπαιζε μὲ τὰ ξέπλεκα μαλλιὰ
τῶν κορασίδων καὶ μὲ τὰ λευκὰ
κρινάκια πού ’χανε γλυτώσει
ἀπ’ τῶν ἀλόγων τὸ πάτημα.
Στὴν ἕκτη στροφικὴ ἑνότητα – σκηνή, τελευταία τοῦ δράματος, οἱ τρεῖς πρῶτοι στίχοι καὶ ἡ πρώτη λέξη τοῦ ἑπόμενου, ἀποκομμένοι ἀπὸ τοὺς προηγούμενους καὶ ἀπὸ τοὺς ἑπόμενους στίχους, σχηματίζουν μιά, ἐπιφανειακά, εἰδυλλιακὴ εἰκόνα. Ὅμως ὁ ἑνάμισης στίχος ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν ἀνατρέπει τραγικὰ μὲ μιὰ ἀκόμη λεπτὴ εἰρωνεία τῆς λέξης «γλυτώσει»: «τὰ λευκὰ / κρινάκια» εἶναι ἐκεῖνα «πού ’χανε γλυτώσει / ἀπ’ τῶν ἀλόγων τὸ πάτημα».
Τὸ κενὸ διάστιχο ποὺ ἀκολουθεῖ δηλώνει τὸ τέλος τῆς ἄγριας σφαγῆς καὶ μαζὶ τὸ τέλος τοῦ δραματικοῦ κινηματογραφικοῦ ντοκιμαντέρ. Ἀλλὰ τὸ ποίημα δὲν ἔχει τελειώσει· τὸ κλείνει ἕνας μικρὸς λιτὸς ἀλλὰ σημαντικὸς στίχος τεσσάρων λέξεων.
Ἀκροτελεύτιος στίχος
Ἤτανε μέρα τῆς Λαμπρῆς.
Ὁ ἀκροτελεύτιος αὐτὸς στίχος λειτουργεῖ ὡς κλειδὶ ποὺ ξεκλειδώνει τὸ δεύτερο καὶ βαθύτερο νοηματικὸ ἐπίπεδο τοῦ ποιήματος. Εἶναι γνωστὸ ὅτι δὲν ἦταν ἡ μόνη σφαγὴ ποὺ εἶχε γίνει Πάσχα (ἂς θυμηθοῦμε τὶς προηγούμενες σφαγὲς στὴν Κωνσταντινούλη τὸ 1821 (10 Ἀπριλίου) καὶ στὴ Χίο τὸ 1822 (30 Μαρτίου). Ἔμμεσα λοιπὸν ὁ ποιητὴς κάνει ἕνα πικρὸ καὶ αἰχμηρὸ κριτικὸ σχόλιο γιὰ τὴν ποιότητα τοῦ ἤθους τοῦ ἐχθροῦ, ἀλλὰ συγχρόνως, νομίζω, ὑποδηλώνει ὅτι ἡ θυσία καὶ τὸ θαῦμα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου κόμιζε καὶ τὴν ἐλπίδα γιὰ ἀνάσταση τῆς πληγωμένης καὶ σταυρωμένης πατρίδας.
Ἕνα περίπου χρόνο πρὶν ἀρχίσει νὰ γράφει τοῦτο τὸ ποίημα, ὁ Μανουσάκης εἶχε πεῖ σὲ συνέντευξή του:[7] «Ποίηση εἶναι μιὰ ματιὰ ποὺ ξεπερνᾶ τὴν ἐπιφάνεια». Θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ ὅτι τὸ ποίημα τοῦτο μὲ τὸν τελευταῖο κυρίως στίχο του εἶναι ἕνα ἁπτὸ παράδειγμα ἐκείνου τοῦ ὁρισμοῦ.
ΙΙ. Ἡ μάχη στὸ Φραγκοκάστελλο (1828)
Στὸ βιβλίο του Κρητικὲς ἐπαναστάσεις ὁ Μανουσάκης ἀναφέρει λιτὰ καὶ τούτη τὴ μάχη μὲ 25 λέξεις:
Ὁ ἠπειρώτης Χατζημιχάλης Νταλιάνης, ποὺ εἶχε κατεβεῖ μὲ δικό του σῶμα στὸ νησί, ἡττᾶται στὴ μάχη στὸ Φραγκοκάστελλο, στὶς 18 Μαΐου τοῦ 1828, καὶ σκοτώνεται. (σ. 11)
Ἂς παρακολουθήσουμε πῶς μὲ τὰ ἐργαλεῖα τῆς τέχνης τοῦ λόγου τὸ 1969 εἶχε ἀποδώσει τὴν ἴδια μάχη στὸ Ὁδοιπορικὸ τῶν Σφακιῶν[8] καὶ πῶς στὸ ὁμώνυμο ποίημά του «Φραγκοκάστελλο».[9] Ὁδοιπορώντας ὁ ποιητὴς στὴ σφακιανὴ γῆ κάποια μέρα τοῦ Ἰουλίου τοῦ 1969 βλέπει ἀπὸ μακριὰ τὸ Φραγκοκάστελλο· οἱ «Ἀνεπαίσθητοι τριγμοὶ»[10] ποὺ ἀκούγονται τὸν μεταφέρουν στὴ Βενετοκρατία καὶ στὴν Τουρκοκρατία. Τοῦ θυμίζουν τὸν Δασκαλογιάννη καὶ τὸν Χατζημιχάλη Νταλιάνη, ποὺ ἔδωσε ἐδῶ τὴν τελευταία μάχη του μὲ τοὺς Τούρκους. Ἡ ἀναφορὰ τῆς μάχης στὸ Ὁδοιπορικὸ δὲν εἶναι ἡ σύντομη, στεγνὴ καὶ ἀφυδατωμένη τοῦ ἱστορικοῦ βιβλίου. Σὰν σκηνοθέτης σχηματίζει μὲ τὶς λέξεις ἐναλλασσόμενα πλάνα ζωηρῶν εἰκόνων, παρακολουθεῖ μὲ τὸν λογοτεχνικὸ φακό του τὶς κινήσεις τῶν ἀνθρώπων, τὰ λόγια καὶ τὰ συναισθήματά τους, ἑστιάζοντας στὴν ἔκφραση τοῦ προσώπου τους. Καὶ ἔχοντας τὸ προνόμιο νὰ γνωρίζει τὴν προηγούμενη δράση τους καὶ τὴν ἔκβαση τῆς μάχης, παρεμβαίνει μὲ κρίσεις καὶ σχόλια.
Οἱ Σφακιανοὶ εἶχαν ἀποτρέψει τὸν Νταλιάνη νὰ πολεμήσει στὸν ἀνοχύρωτο κάμπο τοῦ Φραγκοκάστελλου· ἐκεῖνος ὅμως περιφρονεῖ τὴ συμβουλή τους· κυριαρχημένος ἀπὸ ὑπέρμετρη ὑπερηφάνεια, λόγῳ τῶν προηγούμενων ἐπιτυχιῶν του, καὶ ἀπὸ ἀνεδαφικὴ αὐτοπεποίθηση, φτιάχνει ταμπούρια ἀκριβῶς ἐκεῖ ὅπου δὲν ἔπρεπε. Κατὰ τὴν ἀρχαία ἀντίληψη (ἄτις-ὕβρις-νέμεσις-τίσις), ἡ ἀλαζονικὴ ὑπερεκτίμηση καὶ καύχηση ἑνὸς ἀνθρώπου γιὰ τὶς πεπερασμένες δυνατότητές του ἐπιφέρει τὴν τιμωρία: Ὁ Νταλιάνης, ἡρωικὰ μαχόμενος, σκοτώνεται καὶ μαζί του ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς συντρόφους του.
Οἱ Σφακιανοὶ θὰ πάρουν ἐκδίκηση, ἀλλὰ ὁ περήφανος ἥρωας δὲν γυρίζει πίσω. Ἀργότερα θὰ τὸν τιμήσουν, στήνοντας τὴν προτομή του στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τοῦ κάστρου, ὅπου σκοτώθηκε. Ἂς παρακολουθήσουμε κάποια σχετικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο:
Ὁ ἠπειρώτης ἀγωνιστὴς πού ’χεν ἔρθει στὰ Σφακιὰ μὲ τοὺς ἑκατὸ καβαλάρηδες καὶ τοὺς ἑξακόσιους πεζούς του νὰ βοηθήσει τὴν Ἐπανάσταση ποὺ τρεμόσβηνε στὸ νησί, ἔδωσε τὴ μάχη στὸν ἀνοιχτὸ κάμπο τοῦ Φραγκοκάστελλου μὲ τὶς ὀχτὼ χιλιάδες τοῦ Μουσταφᾶ πασᾶ.
Οἱ ντόπιοι τὸν εἴχανε συμβουλέψει: «Μὴ θελήσεις νὰ καταστραφοῦν τὰ παλικάρια σου· ἄφες ὀλίγους διὰ φύλαξι τοῦ Καστελλιοῦ καὶ τραβήξου εἰς τὸ μέρος τοῦτο [δηλαδὴ στὰ βουνά] νὰ πολιορκήσωμεν τὰ σκυλιὰ εἰς τὸν κάμπον νὰ ψοφήσουν». Μὰ ὁ Χατζὴ Μιχάλης δὲν τοὺς ἄκουσε. […] Δὲν ἤτανε κανένας πρωτόπειρος τοῦ πολέμου κι ἡ τελευταία ἐπιτυχία του τοῦ ’χε δώσει περίσσια αὐτοπεποίθηση. Ἔτσι ἀποφάσισε νὰ κάμει τὴ μάχη ἐκεῖ στὴν ἀνοιχτάδα, κάτω ἀπὸ τὰ μάτια τῶν σφακιανῶν καπετάνιων, πού ’χανε τραβηχτεῖ στὶς ράχες καὶ στὶς κορφές, γιὰ νὰ τοὺς δείξει πὼς ἡ παλικαριὰ εἶναι ποὺ δίνει τὴ νίκη κι ὄχι τὰ μετρήματα κι οἱ ὑπολογισμοί.
Ἔχτισε πέντε πρόχειρα ταμπούρια κι ἐπερίμενε τὴν ἐπίθεση τοῦ Μουσταφᾶ. […] Μ’ ὅλη τὴν ἀψηφησιὰ τοῦ θανάτου ἡ μάχη εἶχε χαθεῖ πρὶν ἀρχίσει. Τ’ ἀσκέρια τῶν Τούρκων, πεζούρα καὶ καβαλαρία, πλημμυρίσανε τὸν κάμπο. Πέσανε πάνω στὰ ταμπούρια, σφάζοντας ὅσους δὲ θέλησαν ἢ δὲν ἐπρόλαβαν νὰ φύγουν. Ἐκεῖνοι ποὺ γλυτώσανε τρέχανε νὰ κλειστοῦνε στὸ καστέλλι, ἐνῶ οἱ Τοῦρκοι, μπαίνοντας ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς καὶ στὸ κάστρο, τοὺς ἔφραζαν τὸ δρόμο. Ἄρχισε τότε κοντὰ στὰ τείχη μιὰ ἀπελπισμένη σύγκρουση σῶμα μὲ σῶμα. Ὁ ἴδιος ὁ Νταλιάνης ὅρμησε μὲ τοὺς καβαλάρηδές του ν’ ἀνοίξει πέρασμα πρὸς τὸ σωτήριο κάστρο. Δίνοντας καὶ παίρνοντας σπαθιὲς κυλίστηκε ἀπὸ τ’ ἄλογό του κι ὁ ἴδιος κι οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄντρες του.
[…] Στὸν κάμπο κείτουνταν […] καὶ κάπου ἑξακόσιοι Τοῦρκοι. […].[11]
Ἐκείνη ἡ παράτολμη μάχη κρατιόταν ἀκόμη ζωντανὴ τὸ 1969 ποὺ ὁ Μανουσάκης ὁδοιποροῦσε στὰ Σφακιά· καὶ κρατιόταν κυρίως μέσα ἀπὸ τὴν παράδοση γιὰ τοὺς «Δροσουλίτες»· τὴ μεταφέρει στὸ βιβλίο μὲ ἐλεύθερο πλάγιο λόγο, ὅπως τὴν εἶχε ἀκούσει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ «ἀλαφροΐσκιωτου καφετζῆ» τῆς περιοχῆς, ποὺ τὴν πίστευε γιὰ ἀληθινή, γιατὶ ἰσχυριζόταν ὅτι:
τοὺς ἔχει δεῖ μὲ τὰ ἴδια του τὰ μάτια. Κι ὄχι μιά, πολλὲς φορές. […] Παρουσιάζουνται πρωί-πρωὶ μὲ τὴ δροσούλα, πρίχου νὰ βγεῖ ὁ ἥλιος, ὅταν δὲ φυσᾶ ἀέρας κι εἶν’ ἡ ἀτμόσφαιρα καθαρή. Μπροστὰ ξεχωρίζει ἕνας καβαλάρης, ἡ κεφαλή του κι ἡ κεφαλὴ τ’ ἀλόγου του διαγράφουνται ὁλοκάθαρα. Πίσω του ἀκλουθᾶ μιὰ σταχτόχρωμη μάζα, ὅπου καλά-καλὰ δὲ διακρίνεις φιγοῦρες ἀνθρώπων, μὰ πιὸ πολὺ καταλαβαίνεις ἀπὸ τὴν κίνηση πὼς εἶναι μιὰ σειρὰ πεζοὶ ποὺ προχωροῦν ἀργὰ καὶ σὰ μὲ κάποια προσπάθεια, γέρνοντας σὲ κάθε βῆμα τους λίγο μπροστά. Ἡ συνοδεία τούτη τῶν ἴσκιων, μὲ τὸν καβαλάρη πάντα κεφαλή, […]. Ὅταν φτάσει ἐκεῖ πού ’ναι ὁ κόρφος μὲ τοὺς ἀμμοσωροὺς χάνεται, σὰ νὰ πέφτει ἀπὸ τὸ γκρεμνὸ στὴ θάλασσα. [..,]
Οἱ παλιοί μας πιστεύγουνε πὼς εἶναι οἱ ψυχὲς τοῦ Χατζῆ Μιχάλη καὶ τῶν ἀθρώπων του ποὺ χαθήκανε στὴ μάχη. Μπορεῖ νά ’ναι κι ἔτσι. Λένε πὼς ὁ τόπος ὅπου χύθηκε αἷμα πάντα σφαντάσσει.[12] (σ. 68‒69)
Ὁ Μανουσάκης μὲ ποιητικὸ τρόπο ἀναφέρει στὸ Ὁδοιπορικὸ τὴν ὑπερφυσικὴ παρουσία τοῦ κάστρου ὡς χτίσματος «ἀπόκοσμου», τὸ ὁποῖο ὡς «νυχτόβια ὕπαρξη ἀλλόκοσμη» τὸν περιτριγυρίζει ἀπειλητικὰ καί, συμφύροντας τὸ παρὸν μὲ τὴ χαμένη μάχη τοῦ 1828 καὶ τοὺς Δροσουλίτες, νιώθει ἀκαταμάχητο δέος. Τὸ κάστρο, γράφει:
Δὲν εἶν’ ἕνας ὄγκος ἀπὸ πέτρα, μὰ ἕνας ὄγκος ἀπὸ σιωπή – σιωπὴ βαριά, ἀδιαπέραστη, κατοικημένη ἀπὸ πλῆθος φασματικοὺς ἤχους.
Θά ’θελα νὰ μποροῦσα νὰ φύγω, ν’ ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ τὴν περιοχὴ ποὺ τὴ δυναστεύει τὸ δέος. (σ. 71)
Σὲ τούτη τὴν ἄκρα τῆς σφακιανῆς γῆς τὰ στοιχεῖα τῆς φύσης καὶ τ’ ἀπομεινάρια τῆς Ἱστορίας ζοῦνε κάθε νύχτα τὴ δική τους ζωή. (σ.72)
Ἡ ἔνταση τῆς ἰσχυρῆς ἐσωτερικῆς δόνησης ποὺ εἶχε νιώσει δὲν μειώθηκε, ὅταν καταπιάστηκε «τὸ ἴδιο καλοκαίρι (1969) νὰ γράφει τὶς ἐντυπώσεις του βιαστικά, πρὶν τὶς ξεθωριάσει ὁ χρόνος».[13] Γι’ αὐτό, σχεδὸν ταυτόχρονα, ἐπιχειρεῖ κι ἄλλη διέξοδο ἔκφρασης, μὲ ἀμιγὴ ποιητικὸ τρόπο, μήπως καὶ καταλαγιάσει μέσα του ἡ μεταφυσικὴ ἀναστάτωση, ποὺ τοῦ εἶχε προκαλέσει ἡ παράδοση γιὰ τοὺς Δροσουλίτες. Καὶ γράφει τὸ ποίημα «Φραγκοκάστελλο».[14]
Στὸ ποίημα ἡ ἄνιση μάχη τοῦ Χατζῆ Μιχάλη Νταλιάνη μὲ τοὺς Τούρκους, παρὰ τὰ ἀρκετὰ κοινὰ σημεῖα μὲ τὸ Ὁδοιπορικό, χάνει τὸν ρεαλισμὸ τῆς περιγραφῆς κι αἴρεται στὴ σφαίρα τοῦ ὑπερφυσικοῦ ἢ πιὸ σωστὰ τοῦ μεταφυσικοῦ. Τὸ φαινόμενο δίνει ἀπάντηση, «ὁρατὴ κι ἀδιάψευστη», στὸ καυτὸ ἐρώτημα ποὺ τὸν ἀπασχολεῖ: ὑπάρχει ζωὴ μετὰ τὸν θάνατο, εἶναι ἀθάνατη ἡ ψυχή; Παραθέτω:
Μᾶς εἶπαν: Ἐδῶ εἶν’ ἡ ἀκμὴ
ὅπου ζυγιάζεται τὸ βλέφαρο
ἀνάμεσα στὸ τώρα καὶ στὸ μετέπειτα.
Ἐδῶ τὸ ρώτημα τ’ ἀγκαθωτὸ
τὸ πυρακτωμένο γίνεται κατάφαση
ὁρατὴ κι ἀδιάψευστη,
δικαίωση τοῦ ἀρχαίου λόγου:
«Ἐπείπερ ἀθάνατόν γε ἡ ψυχὴ φαίνεται οὖσα».[15]
Ὁ Πλάτωνας φαίνεται νὰ δικαιώνεται, γιατὶ:
Πλῆθος οἱ μαρτυρίες ἐκείνων ποὺ εἴδανε
καὶ πάντα τ’ ὅραμα τὸ ἴδιο:
Ὁ καβαλάρης κεφαλὴ τῆς φάλαγγας
καὶ πίσω ἡ τεφρὴ ἀνθρώπινη μάζα
νὰ βαδίζει μὲ κινήσεις ἀργῆς πορείας.
Μιὰ θεωρία ἀσώματη ποὺ πλέει
στὸ κρύσταλλο τοῦ πρωινοῦ φωτός.
Ὅμως γιατί ὁ ἴδιος δὲν εἶδε τίποτε, παρόλο ποὺ τὸ ποθοῦσε; Διερωτᾶται:
Ποιά μάτια τάχα νὰ χρειάζουνται
γιὰ τὴν ἰχνηλασία τῶν ἴσκιων;
Μ’ ὅλο τὸν πόθο τῆς ὅρασης
μήτε φευγαλέα πνοὴ ἀπ’ ἀντίπερα
δὲν ἀναρρίπισε τὶς στέρεες παρουσίες:
Τὸ γυμνὸ κάμπο, τὸ κάστρο καὶ τὴν ἀσύνορη θάλασσα.
Ὅλα ὁ ἐγκόσμιος ἥλιος τὰ τύλιγε
στ’ ἀδιαπέραστο δίχτυ του.
Καμιὰ χαραματιὰ στὸ γελαστὸ σῶμα τῆς μέρας.
Μήτ’ ἀχνὸ σημάδι ἀπὸ τὴν ἄγνωστη γῆ.
Μόνο τὸ βλέφαρο χάιδευε πάντα ἡδονικὰ
τὸ ἐδῶ καὶ τὸ τώρα
σπρώχνοντας ἁπαλὰ τ’ ἀχόρταγο ρώτημα
στὸ σκοτεινὸ θολάμι
νανουρίζοντάς το μὲ τρεμάμενα κρόσσια φωτός.
Ἐκείνη τὴν ἀπογοήτευση ποὺ δὲν εἶδε «μήτ’ ἀχνὸ σημάδι» προσπαθοῦσε νὰ καταχωνιάσει γιὰ χρόνια «στὸ σκοτεινὸ θολάμι», νὰ μὴν τὸν βασανίζει. Καὶ παρέμενε δεμένος στὸ «ἐδῶ καὶ τὸ τώρα» καὶ στὶς πληροφορίες τῶν αἰσθήσεων· θὰ τὸ ὁμολογήσει τριάντα περίπου χρόνια ἀργότερα στὰ ποιήματα «Φαγιοὺμ»[16] καὶ «Φῶτα καὶ δεσμά».[17] Παραθέτω ἀπὸ τὸ δεύτερο:
[…]
μὰ πῶς ν’ ἀπαρνηθεῖς τὴ βεβαιότητα
τῶν πέντε αἰσθήσεων; Αὐτὲς εἶναι
τ’ ἀκρωτήρια τῆς ὕπαρξής μας. Αὐτὲς
σημαδεύουν τὰ ὅρια τοῦ κόσμου.
Πιὸ πέρα ἀρχίζει ἡ ὁμίχλη.
Προχωρεῖς ψαχουλεύοντας, στὰ τυφλά.
Δὲν βλέπεις, δὲν ἀκοῦς, δὲν ἀγγίζεις.
Μόνο ὑποθέτεις. Ἴσως… μπορεῖ… πιθανόν.
Φῶτα καὶ δεσμά μας οἱ αἰσθήσεις.
Ἡ ἐπιφάνεια τοῦ ποιήματος «Φραγκοκάστελλο», τὸ πρῶτο δηλαδὴ ἐπίπεδο, εἶναι βέβαια ἡ μάχη τοῦ 1828 καὶ ἀφόρμησή του εἶναι οἱ Δροσουλίτες. Βαθύτερα ὅμως, σὲ δεύτερο ἐπίπεδο, βρίσκεται ἡ οὐσία του, ὁ πυρήνας του: ἡ ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ κατανοήσει τὸ ἐπέκεινα, νὰ ἀποδεσμευτεῖ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς λογικῆς καὶ τῶν αἰσθήσεων καὶ νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν ὕπαρξη ἄλλης ζωῆς μετὰ τὸν θάνατο.
Στὸ «Φραγκοκάστελλο» ὑπόκειται, νομίζω, ἡ ἀνθρώπινη ἐπιθυμία νὰ κερδηθεῖ μιὰ ἄλλη μάχη, διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν ἱστορική, πιὸ δύσκολη, ποὺ διεξάγεται ἔνδον, χωρὶς ἐξωτερικοὺς ἐχθρούς, χωρὶς συμπολεμιστὲς καὶ θεατές, μιὰ μάχη ποὺ δὲν ἐνδιαφέρει τὴν Ἱστορία.
Στὸ Ὁδοιπορικό του ὁ Μανουσάκης καταλήγει στὸ συμπέρασμα ὅτι τὰ μεγάλα ἱστορικὰ γεγονότα, ὅπως ὲκεῖνα στὸ Ἐλαφονήσι καὶ στὸ Φραγκοκάστελλο, οἱ νεώτεροι ἄνθρωποι ἢ δὲν τὰ γνωρίζουν ἢ τὰ ἔχουν σπρώξει μέσα τους, σὲ μεγάλο βάθος, νὰ μὴν τοὺς ἐνοχλοῦν, νὰ μὴν ἐμποδίζουν τὴν καθημερινότητά τους, γιατὶ ἐπιθυμοῦν νὰ χαίρονται τὴ φανταχτερὴ καὶ εἰδυλλιακὴ μόνο ἐπιφάνεια τοῦ ἱστορικοῦ τόπου, μιὰ ἐπιφάνεια ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει ἐπικίνδυνα ὀλισθηρή, ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ ὁδηγήσει ἀκόμη καὶ στὸν ἀφανισμὸ τῆς ἱστορικῆς ὕπαρξής του. Θὰ διαβάσω δύο σχετικές, μικρὲς παραγράφους ἀπὸ τὸ Ὀδοιπορικό.
Στὴν πρώτη, ἀφορμή τοῦ δίνουν ὅσα ἀντίκρισε τὸ 1969 στὸ ἱστορικὸ Λουτρό, «Τὸ λιμανάκι τῆς λευτεριᾶς», ὅπως τὸ ἀποκαλεῖ στὸ οἰκεῖο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου:
Ὅταν ἀναλογίζεσαι τὰ αἵματα καὶ τοὺς καπνούς, τοὺς ἐνθουσιασμοὺς καὶ τοὺς γόους, τὶς ἀγωνίες καὶ τὶς ἐλπίδες τόσων γενεῶν, ὅταν σκέφτεσαι πόσος πόθος γιὰ λευτεριὰ χώρεσε σὲ τοῦτο τὸ στενὸ τόπο, πικραίνεσαι κι ἀγανακτεῖς. Γιὰ τὸν ξεπεσμὸ καὶ τὴν ἐρημιά. Καὶ γιὰ τὴ βάρβαρη φωνασκία τῶν ἀδιάφορων «Φράγκων», ποὺ δὲ νιώθουν ἄλλο παρὰ τὸν ἥλιο ποὺ πυρώνει τὸ κορμί τους καὶ τὴ θάλασσα ποὺ τὸ δροσίζει. Τὸ κορμί τους, μέτρον χρημάτων ἁπάντων. (σ. 156)
Νά τὸ «κατακάθι τῆς θλίψης» ποὺ ἀκούσαμε στὴν ἀρχή, διακριτὸ καὶ στὴ δεύτερη παράγραφο ἀπὸ κεφάλαιο «Τὸ πέρασμα τοῦ φαραγγιοῦ», μὲ τὴν ὁποία κλείνει τὸ Ὁδοιπορικό:
Ἡ κάποτε ἀγέρωχη κι ἡρωικὴ πρωτεύουσα τῶν Σφακιῶν ἀκολούθησε τὴ μοίρα κι ἄλλων ἱστορικῶν ἑλληνικῶν τόπων. Ξεπεσμένη ἀρχόντισσα, πουλεῖ στοὺς ξένους τὶς φυσικὲς ὀμορφιές, τὴ γραφικότητα καὶ τὴν ἱστορία της γιὰ νὰ ζήσει. Φτιασιδώνεται ὅπως-ὅπως, ἁπλώνει στὴν ὄψη της ὑποχρεωτκὰ χαμόγελα καὶ προσπαθεῖ, ἀμέθοδα κι ἀκάτεχα ἀκόμη, νὰ τραβήξει χρῆμα ἀπὸ τοὺς ἐπισκέπτες της. Σὲ μιὰν ἐποχὴ ποὺ ἡ περηφάνια κι ἡ παλικαριὰ δὲν ἔχουνε πιὰ πέραση, πρέπει νὰ μάθει σιγά-σιγὰ νὰ ἐμπορεύεται τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό της. (σ. 189)
Εὐδιάκριτη εἶναι ἡ πικρὴ ἀπαισιοδοξία, τῆς ὁποίας ἦταν ὑπέρμαχος ὁ Μανουσάκης, γιατὶ, ὅπως ἔγραφε τὸ 1961 στὴν προαναφερόμενη ἐπιφυλλίδα «Μελαγχολικὸς λαός»:
Εἶν’ ἡ ἀπαισιοδοξία ποὺ πολλὲς φορὲς δίνει δύναμη. Περισσότερη δύναμη ἀπὸ τὴν ἀλόγιστη αἰσιοδοξία. Ποὺ χαλυβδώνει τὴν ψυχὴ μ’ ἕνα πεῖσμα καὶ μιὰ πικρὴ περηφάνια.
Ἔχει λοιπόν ἡ ἀπαισιοδοξία καὶ θετικὴ πλευρά; Ἔχει, ἰσχυρίζεται ὁ ποιητής, γιατὶ ὠθεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ παλεύει· νὰ παλεύει καὶ γιὰ τὴ διατήρηση τῆς ἱστορικῆς μνήμης. Τέτοιες ἡμερίδες, ὅπως ἡ σημερινή, συμβάλλουν, νομίζω, σ’ αὐτό.
Ἀνακοίνωση στὴν Ἡμερίδα τοῦ Δήμου Ἡρακλείου μὲ θέμα «Ἐπαναστάσεις καὶ ξεσηκωμοὶ τῶν Κρητῶν ἐναντίον τοῦ Ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ τὸν 19ο αἰώνα ‒ Καταγραφὲς καὶ Ἀπηχήσεις στὸν Λόγο τῶν Κρητῶν δημιουργῶν». Βικελαία Δημοτικὴ Βιβλιοθήκη, 6.11.2021.
///
ΕΛΑΦΟΝΗΣΙ, 24 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1824
Γιάντα ’ναι μαῦρα τὰ βουνὰ κι οἱ κάμποι χλομιασμένοι;
Γιάντα δὲν τραγουδοῦν πουλιὰ στὰ Ἐννιὰ Χωριὰ στὰ δάση;
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΗΣ ΚΙΣΣΑΜΟΥ
Χαμηλὸ ἦταν τὸ νησάκι
μὲ χόρτα καὶ θάμνα στὴν ἄμμο του
κι ἡ ἀπόσταση ἀπὸ τὴ στεριὰ μικρή.
Ὅμως ἐκεῖ κατάφυγαν οἱ ἑφτακόσιοι
ἄμαχοι προσδοκώντας τὸ πέρασμα καραβιοῦ.
Μαζί τους καὶ σαράντα ἀρματωμένοι.
Σὰν εἴδανε τοὺς καβαλάρηδες
τοῦ Χουσεῒν μπεη ἀντίκρυ τους τρομάξανε.
Τό ’ξεραν πὼς ἡ θάλασσα
ποὺ τοὺς ἐχώριζε ἤτανε ρηχή.
Οἱ σαράντα ὁπλοφόροι ἄντεξαν
ὅσο μπορέσανε. Κι ὅταν τὸ πρῶτο
ἄλογο προχώρησε, εἶδαν πὼς τὸ νερὸ
δὲν ἔφτανε μηδ’ ὣς τὶς ρίζες τῶν ποδιῶν του.
Κι ἤτανε ν’ ἀπορεῖ κάθε ἄνθρωπος
πῶς τὸ μικρὸ Ἐλαφονήσι
ποὺ φαίνουνταν νὰ πλέει στὴ θάλασσα
σήκωνε τόσους πάνοπλους καβαλαρέους.
Τὸ θάνατο τῶν ἄμαχων ἀρχίσανε
πρῶτα τ’ ἀλόγατα. Τὰ πέταλά τους θρυμματίζανε
τὰ κεφαλάκια τῶν παιδιῶν, τρυποῦσαν
τὶς κοιλιὲς τῶν ἔγκυων γυναικῶν, συντρίβανε
τὶς ραχοκοκκαλιὲς τῶν γερόντων. Τὰ σπαθιὰ
εἴχανε βγεῖ ἀπὸ τὸ θηκάρι τους.
Μὲ μιά τους κίνηση κόβαν τὰ χέρια
ποὺ ἁπλώνουνταν πρὸς τοὺς σπαχῆδες
ἱκετευτικά, ἀνοίγανε στὰ δυὸ τὰ κεφάλια
ποὺ κοιτάζανε τρομαγμένα
κι ἂν κανένας κατέβαινε στὴ θάλασσα
ἕνας στρατιώτης τὸν ἔπαιρνε ἀπὸ πίσω
τὸν ἔφτανε καὶ τὸν ἐμοίραζε στὰ δυὸ
καθὼς τὸ κρεμασμένο ἀρνί του ὁ μακελάρης.
Πόση ὥρα νὰ κράτησε ἡ σφαγή;
Κι ὅταν τὰ ἑξακόσια γυναικόπαιδα
κι οἱ γέροντες ἐκείτουνταν ἀσάλευτοι
στὴν ἄμμο, οἱ καβαλάρηδες τοῦ Χουσεῒν
μπήκανε πάλι στ’ ἄβαθο νερὸ
πού ’χε ἀπ’ τὸ αἷμα κοκκινίσει
καὶ βγῆκαν στὴ στεριά. Μαζί τους ἔσερναν
πάνω ἀπὸ ἑκατὸ γυναῖκες καὶ παιδιὰ
ποὺ ἡ σπλαχνοσύνη τους ἔσωσε ἀπὸ τὸ θάνατο
σίγουρο λάφυρο γιὰ σκλαβοπάζαρα.
Ἕν’ ἀεράκι πῆρε νὰ φυσᾶ
κι ἔπαιζε μὲ τὰ ξέπλεκα μαλλιὰ
τῶν κορασίδων καὶ μὲ τὰ λευκὰ
κρινάκια πού ’χανε γλυτώσει
ἀπ’ τῶν ἀλόγων τὸ πάτημα.
Ἤτανε μέρα τῆς Λαμπρῆς.
[2007]
///
Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ
[1] «Μελαγχολικὸς λαός», Κῆρυξ, Χανιὰ 16.7.1961.
[2] Κρητικὲς ἐπαναστάσεις 1821-1905, ἐκδ. Ἐθνικὸ Ἵδρυμα Ἐρευνῶν καὶ Μελετῶν «Ἐλευθέριος Κ. Βενιζέλος», 2004.
[3] Δύο ἐπιστολὲς τοῦ Ἠλία Γκρῆ πρὸς τὸν Μανουσάκη, ἡ πρώτη ἀχρονολόγητη· μὲ τὴ δεύτερη (19.1.2007) τὸν ἐνημερώνει ὅτι ἔλαβε τὸ ποίημα. Ἀρχεῖο τοῦ ποιητῆ ποὺ φυλάσσεται στὸ σπίτι του.
[4] Γιὰ τὴν ἱστορικὴ μόνο ἀκρίβεια τοῦ γεγονότος ἀναφέρω ὅτι τὸ Πάσχα τοῦ 1824 δὲν εἶχε πέσει στὶς 24 Ἀπριλίου, ἀλλὰ στὶς 6 Ἀπριλίου (παλιὸ ἡμερολόγιο).
[5] Τώρα τὸ ποίημα καὶ στὸ Τὰ Ποιήματα 1967-2007. Β΄ τόμος Ἀνέκδοτα-Άθησαύριστα, Γαβριηλίδης 2013.
[6] Τὰ ἄλλα δύο εἶναι τὸ «Σφακιανὸ κοιμητήρι» τῆς συλλογῆς Τὸ σῶμα τῆς σιωπῆς (1970). Τώρα: Τὰ Ποιήματα 1967-2007. Α΄ τόμος. Οἱ δημοσιευμένες συλλογές, Κίχλη 2021. Τὸ ποίημα «Ἰούδας» ἀπὸ τὴν ἑνότητα [Ἀναζήτησα τὸ πρόσωπό Σου], Τὰ Ποιήματα 1967-2007. Β΄τόμος, ὅ.π.
[7] Συνέντευξη στὸν δημοσιογράφο Δημήτρη Μαριδάκη, Χανιώτικα νέα / διαδρομές, ἀρ. 7, Δεκέμβριος 2005, σ. 7.
[8] Ὁδοιπορικὸ τῶν Σφακιῶν, 1η ἔκδοση Κέδρος (1980). Κρατικὸ Βραβεῖο Ταξιδιωτικῶν Ἐντυπώσεων 1981. 2η ἔκδοση Μίτος, Ρέθυμνο 2002. Κεφ. «Τὸ κάστρο τῶν ἴσκιων καὶ τῆς σιωπῆς», ὅπου καὶ οἱ παραπομπές, σ. 58 ‒72.
[9] Τὸ σῶμα τῆς σιωπῆς. Τώρα ὅπου σημ. 7, 2021.
[10] Ὅπου σημ. 9, σ. 61. Μὲ τὶς ἴδιες λέξεις ἀρχίζει τὸ ποίημα «Ἐν ἀγρυπνίᾳ V» τῆς συλλογῆς Χῶροι ἀναπνοῆς (1988).Τώρα ὅπου σημ. 7, 2021.
[11] Ὅπου σημ. 9, σ. 63-64.
[12] σφαντάσσει: εἶναι στοιχειωμένος, βγαίνουν φαντάσματα.
[13] Ὁδοιπορικό… ὅ.π. «Δυὸ λόγια εἰσαγωγικά», σ. 9.
[14] Τὸ σῶμα τῆς σιωπῆς. Τώρα ὅπου καὶ σημ. 7, 2021.
[15] «Ἐπείπερ ἀθάνατόν γε ἡ ψυχὴ φαίνεται οὖσα»: Πλάτωνος Φαίδων 114d «Ἀφοῦ βέβαια εἶναι φανερὸν ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι κάτι ἀθάνατον», μτφρ. Εὐ. Παπανούτσου.
[16] Σπασμένα ἀγάλματα καὶ Πικροβότανα (2005). Τώρα ὅπου σημ. 7, 2021.
[17] Στ’ ἀκρωτήρια τῆς ὕπαρξης (2003), ὅ.π.
*
*
*
