Derek Walcott, Νοσταλγώντας τη θάλασσα και άλλα ποιήματα

*

Μετάφραση Νίκος Κωσταγιόλας

~.~

ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΑΕΡΑΚΙ

Η Κ., με το γρήγορό της γέλιο, το μελένιο δέρμα και μαλλί,
και πάντοτε λεφτά. Ποιον ίσκιο αμμουδιάς και ποια χρονιά
έχει μυρώσει τόσο με την τρυφερότητά της,
που δε μπορώ να δω νερό να στραφταλίζει
δίχως να τη σκεφτώ; –
εκείνο το έκτακτο πρωινό, κουβάρι ξετυλίγοντας
στιχάκια του Μπεν Τζόνσον: «το χρυσό κουρέλι»
–μήλον της έριδος για δύο ερωτιδείς–
μα και «τον νάρδο στη φωτιά»
– α, ο νάρδος στη φωτιά! –
πάνω στο αλμυρό πεντάγραμμο της θάλασσας
με τη δροσάτη αύρα να μπερδεύει τις μελένιες μπούκλες –
μα ποια χρονιά ήταν η φωτιά;
Πρόσωπα κοριτσιών θολά απ’ τον χρόνο – η Αντρεϊγί χρυσωμένη από το φως
σαν Κυριακή. Το χορτάρι ξεμυτίζει μες από το γκρεμισμένο ντόκο.
Τραπέζια στις σκιές των ακακιών, σαν να μπαίνεις μέσα σ’ έναν Ρενουάρ.
Maintenant je n’ai plus ni fortune, ni pouvoir…
(Τώρα πια δεν έχω ούτε τύχη, ούτε εξουσία…)
Αλλά τότε, που έδυε το φως κρησαρισμένο από λεπτά μαλλιά –
κρατώντας ποιας το χέρι, δίπλα σε ποια δέντρα, σε ποιο παλιό τειχάκι;
Κορίτσια διάφανα – Θεούλη μου, πού πήγαν;
Απ’ όλα τους τα θαύματα τι τάχα συγκρατώ;
Το σκοτάδι καθώς πνίγει το κουπί ενός ψαρά.
Ο φλοίσβος ροκανίζοντας τη λαμποκόπα πέτρα.

///

ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ

Δίχως περίσκεψη για τη γαλήνη που τους περιβάλλει
οι ψαράδες κωπηλατούν το δείλι προς το σπίτι·
έτσι κι εγώ –αφού τα συναισθήματα εδώ πνίγονται–
δεν δικαιούμαι πια να λαχταρώ
το ήρεμο λυκόφως που μου δώρισαν τα χέρια σου.
Άλλωστε κι η νύχτα –τροφός αρχαίων ψευτιών–
και τ’ άστρα στων κυρτών λοφίσκων τις σκοπιές
κλείνοντάς της όλο νόημα το μάτι
δεν πρέπει να συλλάβουνε κανένα μυστικό
να σχίζει, δραπετεύοντας, τα κύματα.
Ο χρόνος φανερώνει τους κυνόδοντες της θάλασσας,
κι η αγάπη θα υψώσει προμαχώνες.

Άνθρωποι, σαφώς, θα υπάρξουν, της πορείας μου θεατές
σ’ ένα πέλαγο τραχύτερο απ’ τα λόγια
που θα περάσουν για γαλήνη
το ίχνος που αφήνω πίσω μου
καθώς ανοίγομαι σ’ ένα νέο μπάρκο
μέσα στην ίδια, κακοφορμισμένη απάτη.
Και κάποιοι άλλοι,
ασφαλείς, ανυποψίαστοι,
θα συνεχίσουν να επιβαίνουν
αμέριμνοι στα υπερωκεάνια
με μόνο φήμες να τους ενοχλούν τ’ αυτιά
για κάποιους που πνίγηκαν
κωπηλατώντας πολύ κοντά στ’ αστέρια.

///

ΜΑΘΗΜΑ ΓΙ’ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ

Η ράθυμη πρασινάδα του καλοκαιριού,
γεμάτη εύθρυπτους χαρταετούς αφιονισμένες πεταλούδες
αποζητά ενός εγκωμίου τη δροσιά
σε ρυθμό πιο ήπιο απ’ το λίκνισμα της αιώρας μου
και τελετές όχι πιο κραυγαλέες
απ’ τη μαύρη υπηρέτρια που τινάζει τα σεντόνια τραγουδώντας
τους απέριττους φθόγγους κάποιου προτεσταντικού ωσαννά –
ιδανικό σενάριο για μια μέρα ραχατιού
με το μυαλό κλειστό στα γεγονότα

Ώσπου ν’ ακούσω τις φωνές
δύο μικρών παιδιών που κυνηγάνε κίτρινα φτερά,
κάνοντας αμαρτωλό το Σάββατο –
αδερφός και αδερφή, γυμνά γόνατα στη σκόνη,
κι ένα συνοφρύωμα δήθεν εντομολόγων
επάνω απ’ ό,τι έλειπε απ’ της μάνας τους τα ραφτικά.
Ο μικρός χειρουργός τρυπά τα λεπτά μάτια
εκείνη οκλαδόν στα στρουμπουλά της πόδια
τσιρίζοντας απ’ την αδρεναλίνη.

Το μάθημα σβέλτα θα κλιμακωθεί:
ένα φτερό θα τρεμοπαίξει,
μια κοιλιά θ’ ανοιχθεί σιωπηλά,
το φως θα γίνει αιχμηρότερο·
η υπηρέτρια θα κόψει το μάθημα στη μέση.

Το κορίτσι, μέσα στο λεμονί της φόρεμα, αρχίζει να ουρλιάζει
καθώς το άτυχο, τρεκλίζον πλάσμα πασχίζει να πετάξει.
Είναι κι αυτή πλασμένη από το ίδιο φως του θέρους,
εύθραυστη σαν λουλούδι στον γλαυκό αέρα του Αυγούστου,
ακόμη ανύποπτη απ’ ό,τι ελλοχεύει εκεί μπροστά.

Τι αναδίπλωση του νου
και τι ναυτία
όταν τραβιέται απότομα
η κουρτίνα η παιδική!

Πόσο μακριά
να κείται η εκλογή;
Πόσο βαθιά
η φύτρα της σκληρότητας;

Αθόρυβα κι ειρηνικά
ο ίσκιος ενός θέριστρου
μολύνει το χορτάρι.

///

ΑΚΡΩΤΗΡΙΟ ΜΠΕΚΙΟΥΝ

Ι

Στάσιμο κάμα του μεσημεριού. Στον ίσκιο κανελιά
γελάδια, μεταξένια – στους κορμούς ακρίδες να τρεκλίζουν.
Βροντάνε ανυπόμονες οπλές – πουλάρια νεογνά
λαγοκοιμούνται κι άλλοτε τρελά απ’ τη δίψα χρεμετίζουν.

Σε ξερικά κι ωχρά ακρωτήρϊα λεπίδες της αγαύης
πιστές σε κάποια αρχέγονη άμυνα τσιτώνουν
– θα προλάβεις
ζώου στριμωγμένου ράχη να τις δεις – ύστερα χαμηλώνουν.

Προς το ξερό γρασίδι μια μαγκούστα –δες!– καλπάζει
κι από μια τύψη πιο γοργά σβήνοντας προς τον φράχτη
πάρεξ η σκόνη που στο διάβα της τινάζει,
σκόνη σαχάρια κι αχλή της μνήμης – στάχτη

από το ξεροπήγαδο μιας Αφρικής ή από
την έρημο εδώ του ακρωτηρίου; Όπως και να ’χει
εύκολα πάντα σηκωμένη – σολομώντεια θα πω:
με κελεμπίες που κυματίζουν έφιπποι φελάχοι

οι αυτουργοί – ή αντιλλιάνοι απόγονοί τους παντρεμένοι
με τα γκρίζα των λόφων, όπως μόνο
το χέρι ενός ιμπρεσιονιστή ζωγράφου πετυχαίνει.
«Κληρονομούμε δύο κόσμους συσχετίσεων», σημειώνω:

μια ξηρασία σε Βόρεια Αφρική του Ντελακρουά μεταρσιωμένη·
πέπλα, στιλέτα, λόγχες, βοσκοτόπια και νομάδες
– μι’ Ανατολή κρυφά στη φλέβα περασμένη,
που ο διψασμένος ίχνη της γυρεύει στις συστάδες

των φοινικιών με χέρι σκίαστρο – ηρωικών προγόνων·
κι η άλλη; Ό,τι εδώ η ξηρά εποχή θα φέρει:
μια εσάνς Ευρώπης, μια μανία ξελιγώνον-
τας το μυαλό για τάξη που θα συνεφέρει

μονάχα η θέαση ενός κύκλου στων πουλιών τα σχήματα,
το στρίμωγμα των φύλλων της αγαύης στην ιδέα ενός ξίφους –
κι όλα θα γίνουνε ξεζουμισμένα παραρτήματα
– Ασίες, Ινδίες, Σαχάρες, το Μπενίν το Ποντουάζ – ενός εγγλέζικου ύφους.

Της ιστορίας είμαστε η τύψη που όλο τρέχει ως η μαγκούστα
μήπως και βγει απ’ το πεπρωμένο της· η ξηρασία ξυπνά
μορφές αυθαίρετης καταγωγής – χαρμάνι σκιών για όλα τα γούστα:
Γουινέας μονόξυλα, Νείλου φελούκες και κανό πελαγινά.

ΙΙ

Τ’ απίθανο γαλάζιο με το δελεαστικό
για τα πουλιά του σύννεφο που εντός του καταλύει
τρούλους, πύργους και λάβαρα· το αφρικανικό
ηλιοβασίλεμα που σιγαλά θ’ αποσυρθεί

πάνω σε τροχαλίες σαν Καρχηδόνα από τους προβολείς·
το μαρμαρένιο σάβανο ύστερα πάνω από συσχετίσεις
που είν’ της Ελλάδας και της Ρώμης και σπανίως της Αφρικής –
επίμονες στους δϊαδρόμους του κρανίου μου αντηχήσεις,

ενός διαδρόμου απόψεις του Βατικανού με προορισμό
όχι παράδεισο μα περισσότερές του απεικονίσεις,
ιδέες κοσκινισμένες, σουρωμένες μέχρι κορεσμό
– μέχρι απ’ την άψογή τους τέχνη να μπουχτίσεις

κι η πιο στέρεη πίστη να στουμπώσει απ’ τη σπατάλη,
από τους σίγουρους Χριστούς, τις άκαμπτες Παρθένους
απαλλαγμένες απ’ την κάθε τους μητρότητα. Ω, σ’ ετούτο τ’ ακρογιάλι
με το γαλάζιο ετούτο εδώ αφήστε με να πλέξω επαίνους:

στην αδειοσύνη των θινών, γυμνή από αφιερώσεις
ή θυμιατά των ισχυρών, στον αφελή μας ουρανό
δίχως θόλους ή σήμαντρα· στο χώμα όπου αν ξαπλώσεις
στεριώνει η πίστη σου βαθύριζο βουνό.

Από το βιβλο Σε μια πράσινη νύχτα (1962)

///

ΝΟΣΤΑΛΓΩΝΤΑΣ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣA

Κάτι αφαιρεμένο βρυχάται μες στ’ αυτιά ετούτου του σπιτιού,
εξαναγκάζει σ’ άπνοια τις κουρτίνες, αφήνει τους καθρέφτες σαστισμένους
ώσπου τα είδωλα να εξαϋλωθούν.
Κάποιος ήχος σαν τρίξιμο από ανεμόμυλους
που σταματήσαν ξαφνικά·
μια εκκωφαντική απουσία, ένα πλήγμα.
Περιζώνει ετούτη την κοιλάδα, δίνει βάρος σ’ ετούτο το βουνό
ξενίζει κάθε κίνηση, κάνει ετούτο το μολύβι να τσουλά
κατά μήκος ενός τίποτα παχύρρευστου, ετούτη τη στιγμή.
Φορτώνει τα ντουλάπια με σιωπή, διπλώνει τα ασπρόρουχα
σαν ρούχα των νεκρών, αφημένα ακριβώς
όπως οι αγαπημένοι θέλουν να φαντάζονται
πως τους ευχαριστεί,
δύσπιστοι, περιμένοντας από στιγμή
σε στιγμή να τα ξαναγεμίσουν.

///

Ο ΤΡΟΜΠΕΤΙΣΤΑΣ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ

Του γερο-Έντυ το πρόσωπο, αργασμένο από τα φώτα
του ποταμού, έμοιαζε μ’ ενός απ’ τον Μισσισιπή.
Τα μάτια του, ειρωνικά μαζί και πατρικά
αεικίνητα κι όμως διεισδυτικά – είχαν αντικρίσει
κηδείες πολλές, πορνείων πολλών έκφυλα φώτα.
Αποστεωμένα και νωθρά τα δάχτυλά του μα όταν
με τις βαλβίδες της κορνέτας του ερωτοτροπούσαν
κάθε σκοπός –θείος ή κοσμικός– θ’ απογειωνόταν
– μια τζούρα απόγνωσης αρκούσε κι άτια μανικά
με σκανδαλώδη άνεση στις νότες εφορμούσαν.

Τα βλέφαρα –τεφρές κουρτίνες– κάλυπταν τα μάτια
κι ο Έντυ –διάκονος σωστός εν ώρα προσευχής–
θα ’παιρνε τον ανήφορο στα ουράνια σκαλοπάτια
το στιλπνό κόρνο πάλλοντας, έξαφνα για να δω
πάνω απ’ τους καρβουνόλοφους γλάρων αναλαμπές
κοντά στα ντόκια, στις παράγκες της γιαγιάς μου – τα τεφρά
πρόσωπα εκείνων των ανθρώπων που στενάζαν, λες
κι απευθείας απ’ τον τάφο, για τον Νέγρο στην Αμέρικα.
Τότε τα κυριακάτικα κόμιξ αραδιασμένα
στο πάτωμά της με μια μυρωδιά ήταν ποτισμένα:
μια οσμή χρημάτων παντρεμένη μ’ άνδρα ιδρώτα.

Κι αν του Έντυ τα καμώματα τη μοίρα μας κρατούσαν
στης νιότης το κουκούλι ασφαλής ποιος να νογά:
από ράγκτάιμ της κάβας, μπλουζ περιθωριακό
(τιμή σε κάθε υπάκουο πλην τσακισμένο σβέρκο)
από τον πένθιμο γυλιό του επαναπατρισμένου
από χωλά γκαρσόνια, Χόρνμπεργκ σκοροφαγωμένα
από φωνές δουλοπρεπείς, μάτια καρβουνιασμένα
από ένα μεροδούλι πολιορκία και σπαραγμό
και τη φωνή εν Ραμά στο σπίτι του ξενιτεμένου;

Πώς να ’ξερα πως ο Έντυ, σαν μας γύρναγε την πλάτη
–σε μια νεολαία πού ’χε μυαλό μόνο για το πιοτί–
με το’ να πόδι στον αέρα, βλέφαρα κλειστά
μάγουλα φουσκωμένα, σημαδεύοντας τη θάλασσα
–τις πολιτείες της εργατιάς αντίπερα στον Κόλπο–
με την κορνέτα του σάμπως κι ένα πικρό να ευλογά
ποτήρι από της Αμαλθείας το κέρας ήταν σα
να δείχνει με το δάχτυλο τον μέλλοντα εαυτό μου
– όλους τους θείους μου που στερέψαν στην Αμερική
ζωή λευκή ζώντας εκεί που δε θα ξαναντίκριζα κατάματα.

Από το βιβλίο Ο ναυαγός και άλλα ποιήματα (1965)

*

*

*