Yπερείδος και Υπεράνθρωπος: Από τη λογοτεχνία στο Μυθιστόρημα

*

Άγιος ή προδότης;
Το «αδύνατον» Μυθιστόρημα του Νίκου Σαμψών

γράφει η ΔΗΜΗΤΡΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

[4/12]

~.~

Ο ειδολογικός προσδιορισμός του μυθιστορήματος από τον Κυριάκο Μαργαρίτη, με τα ερείσματά του, ως πρότερα έχουν περιγραφεί, στη θεωρία του Μιχαήλ Μπαχτίν, διαθέτει ίδιον ενδιαφέρον και χαρακτηριστικά που υπερβαίνουν κατά πολύ το μεταμοντέρνο αισθητικό πρότυπο. Όπως παρατηρεί ο Κώστας Χατζηαντωνίου με αναφορά στο Εννέα, «ο συγγραφέας, διαλύοντας κάθε εκφορά που ορίζεται ως “ιστορικό μυθιστόρημα”, δεν παρασύρεται σε μια μεταγλώσσα ή μια μεταμοντέρνα συρραφή».[228] Η δε ενότητα μορφής και περιεχομένου προσδιορίζει υλικοπνευματικά το μυθιστορηματικό του εγχείρημα, το οποίο «επεκτείνεται ώς την ιδέα της θεανθρώπινης ένωσης».[229] Το δε σχέδιο νέας Νέας Κρόνακας, στο σύνολό του και αυτοτελώς σε έκαστο τόμο, ως έχω αναφέρει και αλλού, «συναιρ[εί] στο ιδεώδες της Ενότητας-Ένωσης ειδολογικά ποίηση και πεζογραφία, μεθοδολογικά μύθο και ιστορία, εκκλησιαστικά τον Θεό και τον Άνθρωπο, έμφυλα τον άντρα και τη γυναίκα».[230] Το θεωρητικό παράδοξο σε αυτή την αισθητικο-θεολογική, μεταμυθοπλαστική προσέγγιση του είδους είναι πως, ενώ καταργεί τις αφηγηματικές συμβάσεις, καθιστώντας ορατά τα νήματα παραγωγής του κειμένου, «η ενότητα, η πληρότητα και η συνοχή διατηρούνται, εκπορεύονται και απολήγουν στην υπέρτατη μετα-αφήγηση, ήτοι στο πρόσωπο του Λόγου ως πηγής κάθε νοήματος. Εάν η ενδεχομενικότητα και η διαρκής αυτοαναφορικότητα υπονομεύουν τον Εαυτό ή την ανθρώπινη εμπειρία ως ρυθμιστή, είναι γιατί αποδίδουν το νόημα στον Λόγο ως απόλυτη νοηματοδοτική αρχή».[231]

Πέρα από την εντυπωσιακή μίξη λογοτεχνικών ειδών και αισθητικών προτύπων, πολυπολιτισμικών και πολυγλωσσικών επιρροών και διακειμένων, το μυθιστορηματικό σχήμα του Μαργαρίτη συναιρεί, με τη λυρικότροπη πεζογραφική και δοκιμιακή του έκφραση, όχι μόνο τα λογοτεχνικά είδη και γένη μεταξύ τους, αλλά και τη λογοτεχνία με άλλες μορφές τέχνης, όπως τα εικαστικά, η μουσική, ο κινηματογράφος, τα κόμικς και το graphic novel, τα κινούμενα σχέδια και ευρύτερα η δημοφιλής κουλτούρα (pop culture). Εκφράσεις εικαστικών έργων, σκηνές από κινηματογραφικές ταινίες, μουσικές συνθέσεις, βιωμένες εμπειρίες, δικές του ή τρίτων, αποκόμματα εφημερίδων, επιστολές, μεσαιωνικά avvisi, στίχοι τραγουδιών, ανεκδοτολογικές αφηγήσεις, ημερολογιακή γραφή και τόσα άλλα λειτουργούν αφηγηματικά ως συστοιχούντα παράλληλα και σημαίνοντα του Λόγου ως απόλυτου αφηγηματικού κέντρου.

Ταυτόχρονα, ο Μαργαρίτης συγγράφει κατά τρόπο διαθεματικό, συνάπτοντας στην καθαυτό λογοτεχνική γραφή τα πατερικά κείμενα, τον ευαγγελικό λόγο και την ησυχαστική θεολογία Αγιορειτών, την ιστοριογραφία και το χρονικό, την αυτοβιογραφία και τους βίους αγίων και αγωνιστών, προσφερόμενος σε κατεξοχήν συγκριτολογικές προσεγγίσεις. Εκκινώντας από ένα κατά βάση βιωματικό/αυτοβιογραφικό υπόβαθρο, ο συγγραφέας τρέπει τη γραφή του σε άρθρωση όχι ενός λόγου περί ποιητικής, αλλά ενός λόγου περί τον Λόγο. Η Ανάσταση, εν προκειμένω, λειτουργεί ως θεμελιώδες σημείο αναφοράς, το οποίο προσδίδει εσχατολογική προοπτική στο παρόν και καθιστά δυνατή την κατανόηση της ανθρώπινης περιπέτειας ως ανοιχτού, εν δυνάμει σωτηριολογικού αφηγήματος:

   Πέρασα πάνω από δεκαπέντε χρόνια να γράφω ημερολόγιο, συμπλήρωμα απαραίτητο, μαζί με άλλα, στην κατ’ εξοχήν συγγραφική μου εργασία.

   Τρία χρόνια παλιότερα, μια εποχή οδύνης και χάριτος, βρέθηκα στον Άθωνα. […]

   Φτάσιμο κάπου.

   Έπαψα να γράφω ημερολόγιο. Μετά την εκλογίκευση, υπάρχει η ευλογία. Ο καλός λόγος – σημαίνει ανάσταση στα κυπριακά ελληνικά. [232]

Η εμφανής στον Μαργαρίτη συμπαράταξη υψηλών και χθαμαλών ειδών, προτύπων και θεμάτων, από την Αγία Γραφή στα κόμικς και «από τον βόρβορο στ’ αστέρια»,[233] επιδιώκει μια πιο ολιστική κατανόηση της τέχνης, διανοίγοντας τις προοπτικές ερμηνείας της όχι στον σχολαστικισμό και την κατηγοριοποίηση, αλλά στη μετα-ειδολογία της μεταφυσικής:[234]

Μ’ ένα σφυρί τσακίζω ιδεολογία και ειδολογία, μ’ ένα σφύριγμα γράφω το βιβλίο Σαμψών, αυτό το μυθιστόρημα της μετάνοιας, αυτό το αριστούργημα της διαφυγής. Και να σκεφτείς ότι μιλάω σοβαρά —θα φταίει το πανηγύρι της ματαιοδοξίας μου.[235]

[H] εισβολή, η ερωτική πάλη και ένωση με την Ιστορία, δίνει το Μυθιστόρημα,  […], στο δικό μου πλαίσιο αναφοράς, αυτό είναι ένα άλλο όνομα για τον Θεάνθρωπο.[236]

Σε αυτή την κατεύθυνση, η μαργαρίτεια ανάγνωση του νιτσεϊκού Υπερανθρώπου ως Θεανθρώπου εξυπηρετεί την ποιητική της ενότητας ή της Ένωσης, εφευρίσκει το Μυθιστόρημα ως θεοειδές υπερείδος και καθιστά το σύνολο της Νέας Κρόνακας έναν εκκλησιαστικό σχολιασμό μεταποιητικής:

Εμένα με ενοχλεί που δεν είμαι υπεράνθρωπος, το φέρω βαρέως. Και μιλώ βέβαια για την αγιότητα, την κατά χάριν ομοίωση με τον Θεό. Αυτός είναι ο στόχος, αυτό και το έλλειμμα.[237]

Όταν λέω σήμερα ότι θέλω να γίνω ιππότης, ντετέκτιβ, σούπερ ήρωας, εν τέλει υπεράνθρωπος, δεν αστειεύομαι. Εκπαιδεύομαι σ’ αυτό από δέκα ετών. Και μαθαίνω σιγά σιγά ότι ο υπεράνθρωπος είναι ο τρελός του χωριού. Ο σαλός του.[238]

Η νέα ποίηση με περιμένει […], είδος μεικτό, αυτάδελφο, ασυντέλεστο. Θα το πω Μυθιστόρημα. Είναι ο Θεάνθρωπος.[239]

Κατ’ αναλογίαν προς τον Θεάνθρωπο, ο Υπεράνθρωπος αντιστοιχεί για τον Μαργαρίτη στην αυθυπέρβαση εκείνη της ανθρώπινης φύσης που δύναται να οδηγήσει στη θέωση. Η παρωδιακή απόδοση, συνεπώς, της ιδιότητας του Υπερανθρώπου στον Νίκο Σαμψών ή τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη διά της παιγνιώδους εμπλοκής των ηρώων κόμικς Σούπερμαν και Μπάτμαν (βλ. ειδ. το κεφ. «Batman v. Superman») είναι ευφυής και επιτρέπει στην ειδολογική αντίθεση υψηλού και χαμηλού την άκρως ειρωνική συμπαράθεση της ανθρώπινης ματαιοδοξίας και της θεανθρώπινης θυσίας:

Ο Γιωρκάτζης, ο πιο ισχυρός άνδρας της Κύπρου, είναι εδώ ο εξωγήινος υπεράνθρωπος που σπανίως λερώνει τα χέρια του. […] Ο Σαμψών, απείρως πιο παράφορος, θυμίζει τον Σκοτεινό Ιππότη του Γκόθαμ […]. Σε τι διαφέρουν οι εκδικητές των κόμικς από το παρακράτος;[240]

Για τον Νίκο Σαμψών, […] ο χρόνος συρίζει τη χλεύη του με μια λέξη που ξηλώνει τον Σόουμαν, τον Μπάτμαν, τον Σούπερμαν, αυτήν εδώ: Strawman. Ο αχυράνθρωπος.[241]

Μετά την πρεμιέρα [=την ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας] ο Νίκος έγινε περιοδεύων ημίθεος· ή: σόουμαν, λέξη που […] παραπέμπει επίσης στον σούπερμαν. Το είπα ότι αυτό είναι ένα αδύνατον κείμενο. Ιστορώ υπερανθρώπους, υπερδυνάμεις, υπερβολές. Μασκαραλίκια.[242]

Κατά παρόμοιο τρόπο, για την παρώδηση του κυπριακού παρακράτους της δεκαετίας του ’60 και των αρχηγετικών του προσωπικοτήτων, Σαμψών και Γιωρκάτζη, ο Μαργαρίτης επιστρατεύει ειδικότερα το είδος του γουέστερν, όπου μοναχικοί πιστολέρο εμπλέκονται σε μονομαχίες ουχί περί τιμής και δικαιοσύνης, αλλά αξιωμάτων και πρωτείων, ή ακόμα αιμοσταγείς ντεσπεράντος (desperados), που, δρώντας ως αυτόκλητοι τιμωροί και εκφεύγοντας, άρα, του θεϊκού σχεδίου, προσδιορίζουν την «Άγρια Δύση της Κύπρου»[243] ως συνεκδοχή σύνολου του έκπτωτου δυτικού κόσμου:

Αυτή εδώ είναι μια ιστορία γουέστερν […]: η Άγρια Ανατολή, η Άγρια Δύση, η σφήνα τους.[244]

[…] όλοι αυτοί επέβαλλαν τον νόμο της Άγριας Δύσης στην Κύπρο. Μπαμ μπουμ.[245]

Αν και το ιδεώδες για την αφήγησή μου θα ήταν μια μονομαχία στο Ελ Πάσο, ή στην οδό Λήδρας, με τον Πόλυ και τον Νίκο να τραβούν τα πιστόλια, φοβάμαι ότι τίποτα τέτοιο δεν έγινε.[246]

Η δημοφιλής κουλτούρα, εν προκειμένω, είτε αφορά στους υπερήρωες των γραφικών μυθιστορημάτων είτε στους μεσσιανικούς πιστολέρο των γουέστερν, μεγεθύνει μυθοποιητικά την εικόνα του (ανθρώπινου) ήρωα, κατά τρόπο που λειτουργεί υβριστικά, στο πλαίσιο του Σαμψών, απέναντι στη θεϊκή οικονομία. Το άκρον άωτον της μετασχηματιστικής μίμησης των ειδών ίσως εικονίζεται στη μορφή του Λούκι Λουκ, ως σατιρικής αναπαραγωγής των στερεοτύπων της Άγριας Δύσης ή ακόμα και του ηρωικού αμερικανικού αφηγήματος. Κατ’ αυτό τον τρόπο, στο μαργαρίτειο πλαίσιο ο ήρωας των κόμικς λειτουργεί ως ήδη παρώδηση μιας παρώδησης. Αμβλύνοντας τη δυναμική της παρωδίας, υπερβαίνει τη χιουμοριστική ή σατιρική του διάθεση και μετατοπίζει την πολιτισμική κριτική στην ανθρωπολογία της Ορθόδοξης πνευματικότητας. Αυτή προβάλλει την ταπείνωση ως υπαρξιακή στάση, η οποία διαμορφώνει τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, τον εαυτό του και τον Άλλο:

Στα ερείπια του Βερεγγάρια διαλέγω τον πιο ακέραιο τοίχο, και στέκω εκεί, με τον ήλιο, μαύρο, να φωτίζει την πλάτη μου. Κοιτώ, εννοώ, τη σκιά μου. […] – ναι· αλλά αυτό που έχει πραγματικά σημασία είναι ότι ο Λούκι Λουκ, ο φτωχός αυτός και μόνος καουμπόι, πυροβολούσε τον ίσκιο του. Τον ΕΑΥΤΟ του.[247]

Κύρια δε η χάλκευση των ιδιοτήτων του Υπερανθρώπου από το προσωνύμιο « Άτρωτος» του Νίκου Σαμψών, το οποίο αποδόθηκε σε αυτόν χάρη στα ανδραγαθήματά του κατά το 1955–59 και το 1963, αποτελεί για τον Mαργαρίτη αντικείμενο κριτικής και παρώδησης μέσα από το διακείμενο του Βιβλίου των Κριτών, το έβδομο της Παλαιάς Διαθήκης, όπου ο περιώνυμος Σαμψών, Κριτής του Ισραήλ, καλείται να επανοικοδομήσει την πίστη στον πραγματικό Θεό και να επαναφέρει τον περιούσιο λαό του Θεού στην τήρηση των εντολών του, περνώντας και ο ίδιος μέσα από τις Συμπληγάδες των δικών του αδυναμιών, της σάρκας και της παρόρμησης:

Η Δαλιδά ήθελε να λύσει το αίνιγμα της υπεράνθρωπης δύναμης του Σαμψών. […] [Π]αύοντας να αποτελεί ζωντανό τάμα, ο άμοιρος Σαμψών έμοιαζε με τον Σούπερμαν όταν τον βρίσκει ο κρυπτονίτης; ήταν ένας κοινός θνητός.[248]

Η απώλεια της θεϊκής και η υπερμεγέθυνση της ανθρώπινης υπόστασης εμποδίζουν, για τον Μαργαρίτη, την ανάδυση του Υπερανθρώπου: «ο Σούπερμαν· ο Θεάνθρωπος. Τ’ άλλα όλα παραείναι ανθρώπινα».[249] O συγγραφέας θέτει περαιτέρω ως καθοδηγητική αρχή του τη βιβλική ερμηνευτική της Ιστορίας, παραθέτοντας από τον πρόλογο του βιβλίου των Κριτών, όπου η απώλεια της πίστης στον αληθινό Θεό οδηγεί σε δεινά, σε συμφορές και στην απώλεια της ίδιας της ελευθερίας ενός λαού απέναντι σε όσους τον επιβουλεύονται:

«Το βιβλίον των Κριτών είναι πολύ διδακτικόν διά πολλούς λόγους, μάλιστα δε διά το γεγονός ότι παρουσιάζει ανάγλυφον την απομάκρυνσιν από του Θεού ως αιτία κακοδαιμονίας ατόμων και λαών, την δε μετάνοιαν και την κατά Θεόν ζωήν ως προϋπόθεσιν των θείων ευλογιών».[250]

Υπό αυτό το πρίσμα, όπως και στο Χρονικό του Μαχαιρά, έτερο πρότυπο της Νέας Κρόνακας, η Ιστορία τίθεται εξ ορισμού στο πλαίσιο της θείας οικονομίας, ενώ η ιστορική πορεία του έθνους εξαρτάται άμεσα –τιμωρητικά ή ευεργετικά– από την εγγύτητά του προς τον Θεό. Στη δε πατερική εξήγηση,[251] ο Σαμψών ως Κριτής νοείται ως χριστολογικός τύπος (διά της θαυματουργικής του γέννησης, της αφιέρωσής του στον Θεό και του θανάτου του ως προτύπωσης της σταυρικής θυσίας[252]). Η πίστωση του Νίκου Σαμψών με μια δυνητική εξιλεωτική πορεία προς τη μετάνοια είναι ίσως το πλέον ενδιαφέρον και το πιο προκλητικό στοιχείο ολόκληρου του μαργαρίτειου εγχειρήματος.

Σε αντίθεση, ωστόσο, με τον Νίκο Σαμψών, ιστορούμενο στο πρότυπο του βιβλικού Κριτή, ο οποίος λειτουργεί διττά ως τύπος και αντι-τύπος στο πλαίσιο του σωτηριολογικού σχεδίου, ως υπεράνθρωποι στον Μαργαρίτη προσδιορίζονται οι παππούδες και συγγενείς του συγγραφέα, ως πρώτοι αφηγητές της παιδικής του ηλικίας, οι ηρωοομάρτυρες αγωνιστές της ΕΟΚΑ και οι Αγιορείτες μοναχοί, που σαρκώνουν το πρότυπο μιας υπερ-προσωπικής κατάκτησης. Όπως ο ίδιος ο πεζογράφος δηλώνει, «η μεγαλομανία σε μένα είναι κυρίως η μανία μου για το μεγαλείο των άλλων ανθρώπων. Αυτό είναι το ταλέντο μου, η υπερδύναμή μου: να θαυμάζω».[253]

Ζωντανό παράδειγμα ανακαινισμένου προσώπου στο σύνολο της αφήγησης του Σαμψών καθίσταται ο Σωκράτης Παντέλας, Γέρων Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός, του οποίου ο βίος τίθεται ως υπόδειγμα πορείας προς την κάθαρση, τη μετάνοια, την προοπτική της μεταμόρφωσης και της νήψεως.[254] Το γεγονός ότι ο Γέροντας κατάγεται από την Πάφο, όπως και ο συγγραφέας, λειτουργεί ευκαιριακά ως μία ακόμη γενεαλογική υπόδειξη, ενώ ο ίδιος ο Μαργαρίτης ιστορεί την εμπειρία της προσωπικής και λυτρωτικής του επαφής και γνωριμίας με τον Γέροντα.[255] Διδάγματά του, που υποδεικνύουν την ταπείνωση και τη μετάνοια, όπως αντλούνται από τον βίο του, διανθίζουν ολόκληρο το Σαμψών και συνιστούν, κατά τον Μαργαρίτη, «το βαρύ πυροβολικό του βιβλίου [τ]ου»,[256] ίσως ακόμα και το ίδιο το θέμα του, από το οποίο ο βίος του Νίκου Σαμψών φανερώνεται να είναι στην πραγματικότητα μία παρέκκλιση, πλην όμως συστατική:

«Να προσεύχεσαι όσον μπορής περισσότερον και να αιχμαλωτίζης τον νουν σου στην μνήμην του Θεού. Το μυστήριον του θανάτου και ο στόχος του προορισμού μας να βρίσκονται πάντοτε μαζί σου. Κάθε άλλη απασχόλησις είναι ματαιοπονία».[257]

 «Να ξέρεις, γιε μου, ότι σε όσο βάθος αυτομεμψίας κι αν φθάσεις, αυτό είναι αληθινό».[258]

«[…] όλος μου ο αγώνας ήταν αυτός, να μην επιτρέψω στην εκδίκηση να μπει μέσα μου».[259]

Ησυχαστικές ακόμη μορφές της Ορθοδοξίας, όπως οι άγιοι Σιλουανός ο Αθωνίτης και Σωφρόνιος του Έσσεξ λειτουργούν στην αφήγηση ως πνευματικοί καθοδηγητές. Απέναντι στον Σούπερμαν, τον Αχυράνθρωπο ή την απανθρωπία, ο Μαργαρίτης προτάσσει την αγιότητα. Παρόμοια θεολογική προσέγγιση απέναντι στη δυστοπία του μετα-ανθρωπισμού (posthumanism/transhumanism), ως φρούδας υπόσχεσης της Προόδου και των μύθων της για βιολογική και τεχνολογική αναβάθμιση της ανθρωπινότητας, εισάγει και ο Σωτήρης Γουνελάς, επαναφέροντας τον Άγιο στη θέση του μετα-ανθρώπου, με θεμελιακό πρότυπο τον Χριστό.[260]

Συμπερασματικά, η νέα θεώρηση του μυθιστορήματος από τον Μαργαρίτη, κομίζοντας τη σύνθεση ετερόκλητων στοιχείων, φωνών, υφών, τη διακειμενική αναφορά σε πλείστα έργα και πολιτισμικά συμφραζόμενα, την υβριδικότητα υψηλής και λαϊκής κουλτούρας, την αποσπασματικότητα και την αυτοαναφορικότητα, υπερβαίνει κατά πολύ τις αισθητικές πρακτικές του μεταμοντερνισμού. Ο υπέρτατος στόχος του συγγραφέα είναι να γράψει «κάτι πολύ παραπάνω από λογοτεχνία»,[261] διά του εκκλησιασμού της τέχνης. Η Νέα Αφήγηση προσβλέπει ακριβώς σε ένα φιλόδοξο και μεγαλεπήβολο πνευματικό σχέδιο που ιστορεί τον Υπεράνθρωπο ως υπαρκτικό πρόταγμα:

Δεν θέλω […] να γράψω ένα ακόμα καλό μυθιστόρημα. Θέλω να γράψω κάτι πολύ παραπάνω από λογοτεχνία, κάτι που να μην είναι καν λογοτεχνία. Ένα νέον έργο.[262]

Μέγιστος στόχος παραμένει το οριακό έργο, ένα κείμενο άξιο να τοποθετηθεί πλάι στους Μεγάλους, πλάι και στην Αγία Γραφή. […] Μιλώ για μια γραπτή κοσμογονία […], μιλώ για την απογύμνωση των μύθων, το κολοσσιαίο έπος της διήγησης του Ανθρώπου –από τον άνθρωπο– και του Θεού –επίσης από τον άνθρωπο–.[263]

Τι άλλο είμαι εγώ παρά λογοτεχνία; Τα άλλα είναι θόρυβος.[264]

///
[228] Κώστας Χατζηαντωνίου, «Υπερ τής των πάντων ενώσεω[ς]», Το Ποντίκι, 2 Απριλίου 2022, ημερ. τελευτ. πρόσβ. 28 Απρ. 2023, https://www.topontiki.gr/2022/04/02/iper-tis-ton-panton-enoseon/.
[229] Ό.π.
[230] Δημητρίου, «Εννέα: Το Χρονικό της αιωνιότητας», ό.π. (σημ. 36).
[231] Ό.π.
[232] Κυριάκος Μαργαρίτης, «Κυριάκος Μαργαρίτης: Θητεία στο νόστιμο: Οι κόμποι μου», Bibliothèque, 4 Μαΐου 2013, ημερ. τελευτ. πρόσβ. 9 Μαρτίου 2024, https://www.bibliotheque.gr/article/20408.
[233] Ellroy, American Tabloid, ό.π. (σημ. 195). Βλ. αν., σημ. 197–198.
[234] Βλ. επ. Λάσκαρη, «Κυριάκος Μαργαρίτης, “Σαμψών”», ό.π. (σημ. 5): «Σε μια τέτοια προοπτική μεταμόρφωσης, η λογοτεχνία γίνεται Λογοτεχνία, τέχνη δηλαδή του Ενσαρκωμένου Λόγου, από δόξης εις δόξαν συνάντηση ερωτική Θεού και ανθρώπου, όπου καμία ιδεολογία και καμιά ειδολογία δεν στέκονται εμπόδιο για την πολυπρισματική ένωση τέχνης και ζωής».
[235] Μαργαρίτης, Σαμψών, ό.π. (σημ. 1), 245.
[236] Κυριάκος Μαργαρίτης και Γιάννης Κολλιάκος, «Ένας στοχαστής της λογοτεχνίας: συνέντευξη με τον Κυριάκο Μαργαρίτη», Η Πόλη Ζει, 24 Μαΐου 2025, ημερ. τελευτ. πρόσβ. 18 Αυγούστου 2025, https://ipolizei.gr/enas-stochastis-tis-logotechnias-synentefxi-me-ton-kyriako-margariti/.
[237] Μαργαρίτης και Μαρίνος, «Κυριάκος Μαργαρίτης: “Ο Φάκελος της Κύπρου», ό.π. (σημ. 5).
[238] Μαργαρίτης, Τζούμπιλι, ό.π. (σημ. 12), 93.
[239] Μαργαρίτης, Εννέα, ό.π. (σημ. 10), 100.
[240] Ό.π., 253.
[241] Ό.π., 303.
[242] Μαργαρίτης, Σαμψών, ό.π. (σημ. 1), 195.
[243] Ό.π., 200.
[244] Ό.π., 205.
[245] Ό.π., 259.
[246] Ό.π., 252.
[247] Ό.π., 212.
[248] Ό.π., 422–423.
[249] Ό.π., 372.
[250] Ό.π., 74.
[251] Charles Kannengiesser, Handbook of Patristic Exegesis: The Bible in Ancient Christianity, Brill, Λέιντεν 2006, 291.
[252] Για την τυπολογική ερμηνευτική των προσώπων της Παλαιάς Διαθήκης, βλ. Jean Daniélou, Sacramentum futuri: Études sur les origines de la typologie biblique, Beauchesne, Παρίσι 1950.
[253] Μαργαρίτης και Σαββινίδης, «Κυριάκος Μαργαρίτης: Η υπερδύναμή μου είναι να θαυμάζω», ό.π. (σημ. 123).
[254] Αρχιμ. Εφραίμ Βατοπαιδινός, Γέρων Ιωσήφ Βατοπαιδινός, Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου 2018.
[255] Μαργαρίτης, Σαμψών, ό.π. (σημ. 1), 15.
[256] Ό.π., 431.
[257] Ό.π., 346.
[258] Ό.π., 359.
[259] Ό.π., 418.
[260] Σωτήρης Γουνελάς, Το τέλος του ανθρώπου ή η παραμόρφωσή του, Αρμός, Αθήνα 2022, 239–252.
[261] Μαργαρίτης, Τζούμπιλι, ό.π. (σημ. 12), 166.
[262] Ό.π., 166.
[263] Ό.π., 81.
[264] Μαργαρίτης, Σαμψών, ό.π. (σημ. 1), 150.

*

*

*