Ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Ελεήμονος στο Λιγουριό
~.~
ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ #17
Εκλογή κειμένων-Επιμέλεια στήλης
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ
«Καὶ καινὸν οὐδέν, εἰ λαλεῖ σοι καὶ τάφος· ἡ γὰρ γραφὴ κράζοντας οἶδε τοὺς λίθους»: οι στίχοι αυτοί του Θεόδωρου Πρόδρομου, του Βυζαντινού ποιητή του 12ου αιώνα, μας θυμίζουν ότι ο γραπτός λόγος έχει τη δύναμη να κάνει ακόμα και τις πέτρες να μιλούν. Η αρχαιότητα μας κληροδότησε χιλιάδες επιγραφές σε λίθο, με ποικίλο περιεχόμενο. Κατά τους χρόνους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της κοινώς γνωστής ως Βυζάντιο, ο αριθμός τους μπορεί να μειώθηκε αισθητά, δεν έπαυσαν όμως να είναι παρούσες και δεν υστερούν ούτε ως ιστορικά τεκμήρια, ούτε ως μνημεία της γλώσσας και της λογοτεχνίας της περιόδου. Η μικρή εκλογή που αναπτύσσουμε εδώ, στοχεύει στο να κάνει ευρύτερα γνωστές τις βυζαντινές επιγραφές των μεσαιωνικών χρόνων, μέσα από μια επιλογή κειμένων διαφόρων ειδών, προερχόμενων από διαφορετικές περιοχές της αλλοτινής βασιλείας των Ρωμαίων.
~.~
Ένας οικοδόμος από την Κέα
Μία επιγραφή δεν χρειάζεται να είναι απαραιτήτως εκτενής, έμμετρη ή λόγια, για να έχει σημασία. Ακόμα και το πιο σύντομο και απλοϊκό κείμενο —μια μικρή φράση, ένα σκέτο όνομα ή μία μεμονωμένη χρονολογία— μπορεί να προσφέρει πολύτιμες ειδήσεις για πρόσωπα και πράγματα του παρελθόντος. Σε αυτή την περίπτωση ανήκει η επιγραφή που σώζεται σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα βυζαντινά μνημεία της Αργολίδας, κοντά στην αρχαία Επίδαυρο.
Ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Ελεήμονος βρίσκεται στην είσοδο του Λιγουριού, ενός οικισμού που έχει γίνει στις μέρες μας γνωστός λόγω της γειτνίασής του με το θέατρο της Επιδαύρου. Πρόκειται για μία χαρακτηριστική εκκλησία των αρχών του 12ου αιώνα, στη μορφή που κτίζονταν τότε οι ναοί της νότιας Ελλάδας, με τη σταυροειδή στέγαση και έναν τρούλο στο κέντρο. Το ποικίλο υλικό που έχει χρησιμοποιηθεί στην οικοδόμησή της —μεταξύ άλλων ανάγλυφα μάρμαρα και μεγάλοι λίθοι που ήρθαν μάλλον από τα ερείπια της Επιδαύρου—, ορισμένες ατέλειες της κατασκευής και η φθορά του χρόνου, της προσδίδουν τη χάρη ενός κάπως αδρού, «χειροποίητου» κτίσματος.
Δίπλα στη βόρεια είσοδο του ναού, διατηρείται εντοιχισμένος ένας ορθογώνιος λίθος από ροδόχρωμο πέτρωμα, επάνω στον οποίο διαβάζεται με ευκολία μία σύντομη επιγραφή. Το κεφαλαιογράμματο κείμενο έχει λαξευτεί κατακόρυφα, σαν στήλη, ακολουθώντας την τοποθέτηση του λίθου — έχει μάλιστα λάβει υπόψιν του και μία ρηγμάτωση που υπήρχε ήδη στην επιφάνειά του.
☩ Κύριε βοήθη τοῦ δούλου σου Θεοφηλάκτου
τοῦ ἠκοδόμου ἀπὸ νησήου Κήας
Η επιγραφή περιέχει μία πολύ κοινή κατά τους βυζαντινούς χρόνους επίκληση προς τον Χριστό. Αυτό που την καθιστά ξεχωριστή, είναι η ταυτότητα του προσώπου που την απευθύνει: ο Θεοφύλακτος ήταν οἰκοδόμος και καταγόταν από το νησί της Κέας. Λόγω της θέσης της επιγραφής και της ιδιότητάς του, θεωρείται μάλλον βέβαιο ότι ήταν ο ίδιος που έκτισε τον ναό του Ελεήμονος — με σημερινούς όρους, ο αρχιτέκτων ή ο εργολάβος. Το κείμενο είναι γραμμένο με την ανορθογραφία που διακρίνει πλήθος επιγραφών της εποχής. Αυτό το φαινόμενο είναι μεν ενδεικτικό της εγγραματοσύνης του κατά τόπους πληθυσμού, αλλά συνεπάγεται επίσης μία γενικότερη τάση χαλάρωσης των γραμματικών κανόνων στην επιγραφική.
Οι αρχιτέκτονες και οι κτίστες που οικοδομούσαν εκκλησίες, κάστρα και κάθε άλλου είδους κτίσματα στο μεσαιωνικό Βυζάντιο, μας είναι άγνωστοι ως πρόσωπα. Από τον 12ο αιώνα, για παράδειγμα, γνωρίζουμε μόλις τέσσερα ονόματα σε επιγραφές. Αυτή η αφάνεια οφείλεται στο γεγονός ότι αντιμετωπίζονταν ως κοινοί τεχνίτες και δεν απολάμβαναν κοινωνικής αναγνώρισης και προβολής. Η αίγλη ενός νεόδμητου ναού ανήκε καθ’ ολοκληρίαν στον δωρητή του, ο οποίος μονοπωλούσε τις σχετικές επιγραφές· ήταν εξαιρετικά σπάνιο να τύχουν μνημόνευσης οι αρχιτέκτονες, οι κτίστες, οι λιθοξόοι, οι μαρμαρογλύπτες ή οι ζωγράφοι που είχαν εργαστεί γι’ αυτόν.
Τί γύρευε όμως ένας Κείος —ή Τζιώτης, όπως θα λέγαμε αργότερα— στην Πελοπόννησο, στις αρχές του 12ου αιώνα; Το Λιγουριό δεν βρίσκεται πολύ μακριά από τις ακτές του Σαρωνικού και η Κέα απέχει ελάχιστα από αυτόν. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Θεοφύλακτος γεννήθηκε και μεγάλωσε στο νησί, και όταν απέκτησε κάποια φήμη, άρχισε να ταξιδεύει σε κοντινές περιοχές, όπου του ανέθεταν έργα. Μετακινήσεις αυτού του είδους —και πιο μακρινές— ήταν τότε συνηθισμένες για αρχιτέκτονες και κάθε είδους τεχνίτες και καλλιτέχνες. Η ποιότητα της δουλειάς του Θεοφύλακτου στον Ελεήμονα δείχνει ότι δεν θα μαθήτευσε σε μεγάλα κέντρα της αρχιτεκτονικής της εποχής του, κοντά σε έμπειρους μαΐστορες· υπήρξε ένας επαρχιακός οικοδόμος. Όπως όμως μαρτυρά η επιγραφή, ο ίδιος αισθανόταν υπερήφανος για τις ικανότητές του και ένιωθε νοσταλγία για τη μικρή του πατρίδα.
*
*
Η επιγραφή του Θεοφυλάκτου δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1913 από τον Χρήστο Γιαμαλίδη στο περιοδικό Αθηνά (τ. 25, σελ. 411, αρ. 6). Εδώ μεταφέρεται χωρίς τα επιγραφικά σύμβολα.
*
*
*

