Day: 08.11.2025

Jacques Prévert, Αυτός ο έρωτας

*

Αυτός ο έρωτας
Ο τόσο βίαιος
Ο τόσο εύθραυστος
Ο τόσο τρυφερός
Τόσο απελπισμένος
Αυτός ο έρωτας
Όμορφος σαν τη μέρα
Κακός σαν τον καιρό
Όταν ο καιρός είναι κακός
Αυτός ο έρωτας ο τόσο αληθινός
Αυτός ο έρωτας, τόσο ωραίος
Τόσο ευτυχισμένος
Τόσο χαρούμενος
Τόσο γελοίος επίσης
Τρέμει απ’ τον φόβο του σαν το παιδί μες στο σκοτάδι
Και τόσο σίγουρος για τον εαυτό του
Σαν άνθρωπος ήρεμος στο μέσον της νύχτας
Αυτός ο έρωτας που έκανε τους γύρω να φοβούνται
Τους έκανε να συζητούν
Να χλωμιάζουν
Αυτός ο έρωτας
Που οι γύρω τον παραμονεύουν ανυπόμονοι
Που εμείς οι ίδιοι καιροφυλακτούμε γι’ αυτόν
Κυνηγημένος, τραυματισμένος, ποδοπατημένος
Σκοτωμένος, απαρνημένος, λησμονημένος
Γιατί εμείς τον καταδιώξαμε, εμείς τον τραυματίσαμε
Τον ποδοπατήσαμε, τον σκοτώσαμε, τον αρνηθήκαμε
Τον λησμονήσαμε
Αυτός ο έρωτας ακέραιος
Ακόμα τόσο ζωντανός
Τόσο λαμπρός
Είναι δικός σου
Είναι δικός μου
Αυτός που (περισσότερα…)

Μικρή σπουδή εις γέλωτα Μείζονα

*

του ΑΓΓΕΛΟΥ ΑΛΑΦΡΟΥ

~.~

Σ’ εκείνη τη διάσημη πρότασή του ο Έγελος γράφει πως η γλαύκα της Αθηνάς ξεκινά το πέταγμά της μόνο κατά το σούρουπο. Τώρα, ο ίδιος ο Έγελος εννοούσε κάτι είτε πολύ συγκεκριμένο είτε το εξαιρετικά ασαφές, όμως ούτως ή άλλως εμένα οπωσδήποτε μου διαφεύγει το καθαρό νόημα της σκέψης του στα ορθά της συμφραζόμενα. Υποπτεύομαι πως δεν είμαι ο μόνος. Την πρόταση του τη σκέφτομαι όλο και συχνότερα –έρχεται και μου καρφώνεται στον νου, σαν να θέλει κανείς να μου υπενθυμίσει πως την όποια σοφία διαθέτω την κατέκτησα πολύ αργά, έτσι που μόνο στην κατανόηση του παρελθόντος με ωφελεί, δίχως να με προφυλάσσει από τις κακοτοπιές που μέλλονται να φανούν εμπρός μου. Σε αυτό μου το παρελθόν ωστόσο πολύ θα μου ήταν χρήσιμη λίγη σύνεση παραπάνω, αφού τα όσα θα περιγράψω ακολούθως θα μπορούσαν ευκόλως να αποφευχθούν από κάποιον λίγο πιο πονηρό ή συνετό ή ταπεινό ή, τέλος πάντων, από εκείνον που αντί της ανέμελης υπερηφάνειας του –συνοδευόμενη συνήθως αυτή από μια ανάλαφρη αδιαφορία για τα αισθήματα των γύρω– θα πρόκρινε μια προσεκτικότερη στάση απέναντι τους. Την ελαφρομυαλιά μου την πλήρωσα εν τούτοις σε νόμισμα σκληρό, μάλιστα, έτσι που ο νους μου βάρυνε έκτοτε απότομα και κατέληξα να τον σέρνω αδρανή εδώ κι εκεί, ίδιο κουφάρι δυσκίνητο και άχθος καθαρό.

Κάποτε ζούσα δίχως φορτία: Πέρασα χρόνια παιδικά αμέριμνα, με παιχνίδι, γέλιο και ένα κορμί πάντα ζεστό, ανίδεο έστω και της πλέον ήπιας ασθενείας. Σαν κουραζόμουν απ’ τις τρεχάλες στους δρόμους και στην εξοχή, γυρνούσα πίσω κι ύστερα απ’ το δροσερό μου μπάνιο έπιανα το βιβλίο. Κανείς από τους δικούς μου δεν ήτανε άνθρωπος των γραμμάτων, μα τα βιβλία μού τα πρόσφεραν τόσο απλά όσο τους τα ζητούσα –κι ούτε ποτέ κανείς με πίεσε για να διαβάσω κάτι ή το αντίθετο. Η ελευθερία μου ήταν πλήρης –το ίδιο και η ευδαιμονία μου.

Στον κύκλο μου γίνανε όλοι μηχανικοί ή ακολούθησαν σπουδές διοίκησης και, σε κάθε περίπτωση, οι περισσότεροι κατέληξαν στη φιλόξενη αγκαλιά της μεγάλης οικογενειακής επιχείρησης ή (περισσότερα…)