*
Μετάφραση Νίκος Κωσταγιόλας
~.~
Ο ΦΑΡΟΣ
I
Σαν μέσα σε φυσούνα φωτογράφου
η οροσειρά που βλέπει προς την πόλη
κεντράρει το ηλιοβασίλεμα, τραβάει ένα κορδόνι –
κι όλα μεμιάς τα φώτα της ανάβουν.
Το σετ των καρτ-ποστάλ του περιστρέφεις
–τρίζουν λιγάκι– μια πενηνταετία μπροστά:
ο φάρος, ένα νέφος
καϊκιών σε διάπυρα νερά,
κι αστέρια στίκτοντας τις συνεπείς τους θέσεις
πάνω απ’ το Κάστρις· ξεπατικωμένες
τελείες που ήταν να συνδέσεις
σε παιδικό βιβλίο, τώρα μόλις ενωμένες
λάμπα τη λάμπα ως τη Λα Πλας, τούτο το βράδυ
που η ανάσα του άσπρο ρούμι αναδίνει
κι έχει ένα βάδισμα κηδείας το σκοτάδι
που σαν την πόλη να προεκτείνει,
ώσπου το φως του προβολέα –η σελήνη–
σβέλτα περνώντας τ’ ανεμόδαρτα φιτίλια
των θαλασσοκλημάτων, να επιμείνει
στο μπαρ Νέα Ιερουσαλήμ, όπου τα χείλια
σε λίγο βρέχεις με ουίσκι. Αστέρες άλλοι
τις μάζες μοιάζει εσχάτως να ηλεκτρίζουν
κι όμως ακόμη ετούτου η μπογιά μετράει
– τ’ αστεία του στ’ αντιλλιάνικα σ’ αγγίζουν
«αυτά ’πε ’πόψε ο ’πουργός»· ξεκαπακώνει,
τραβάει μια γουλιά κι ύστερα φτύνει
του νέου ζεν πρεμιέ την κόπρο να ξεπλύνει –
το έχει ακόμα: από τα γέλια σε διπλώνει,
μα μόνο εσένα – αυτός, που άλλοτε μπορούσε
να ξεσηκώσει υστερικά το πλήθη
μ’ ενός φρυδιού τον γάντζο· τώρα ο θόρυβός τους
ομνύει σε λογάδες, δήθεν «ατσαλάκωτα» ήθη –
μαύρα χέρια βροντάνε ντόμινο σε μια γωνία.
Σφουγγίζοντας τα νωπά μάτια με νωπές παλάμες
– πνιγμένες σε ρούμι διπλό η μνήμη, η τώρα ανία –
στο σκοτεινό δρομάκι θα χωρίσετε. Εσύ
προς της Vigie το μαύρο ακρωτήρι – οι τελείες
να πασπαλίζουνε τις βίλες του – εκείνος
προς ένα ένδοξο κατούρημα και ύπνο.
Πάνω απ’ το δρόμο θ’ ανατείλει μια πανσέληνος
και ξάφνου λέπια βγάζει το λιμάνι –
κέρμα άπαξ πεταμένο πάνω απ’ το κεφάλι
που κάπου σκάλωσε, αμφίρροπο στον αιώνα
σε κάποια πίσσα ουράνια – γράμματα ούτε, ούτε κορόνα.
Του φάρου η δέσμη εν τάχει θα μετρήσει
στο κοιμητήρι τις ταφόπλακες μία μία
πλάι στο αεροδρόμιο – κι έπειτα, τρίαινα, θα χωρίσει
το πέλαγο, απ’ τους άταφους να πάρει μαρτυρία
κι ο δρόμος, αν στο φως του τον κρατήσεις
θα δείξει βέβαια, καθώς αρνητικό,
τις μέρες που εκεί βάδισες ή θα βαδίσεις·
θα εμπιστευθείς σ’ ετούτο το μηδενικό
ό,τι ποτέ σου πίστεψες. Θολή κοπέλα
πίσω από κάποιους θάμνους θα γελάσει: έλα.
Πέρα κάποια καλύβα φωτισμένη
– η λάμπα πετρελαίου σου, Φιλομένη,
πίσω από τρικολόρε παραπέτασμα, φτενό
όσο μιας Βίβλου. Σεληνόφωτο άχρονο
βρέχει τους τάφους· πένες γρασιδιού
αλλιώτικα αρχικά χαράζουν στου σκολειού
μας τα θρανία – ο νους πετά ξανά στον κωμικό.
Σ’ έναν γκισέ ταχυδρομείου τώρα ξεβρασμένος
απ’ το σενάριο του τόπου ξεγραμμένος
– αυτός και ό,τι άλλο περιττό –
ένα ταξίδι όλο κι όλο στο εξωτερικό
κι ύστερα εδώ σερί πενήντα χρόνια –
λευκά πουλιά πετούσαν γράμματα και χρόνια
ένα προπ πια του νησιού συμβολικό
με τα λοιπά ταξίδια του σ’ αυτό υποθηκευμένα.
Έτσι σπάνε των αγοριών τα πηγαδάκια
– από τα σύννεφα φεγγάρια κυλισμένα
μες σε ποτήρια τζογαδόρων, ζάρια
ή διαβατήρια για χρόνια παιδικά,
για ρεμβασμούς επάνω σε κρεβάτια στριμωγμένα
– στην αναλλοίωτη φωνή, κι ύστερα λες, τα γέλια πιστωμένα
όχι στο ξέφωτο κεφάλι, στα ψαρά μαλλιά
κι ίσως κάτι σ’ αυτό να συναιρεί
στο ντόμινο ή στα ζάρια τις κουκκίδες με τ’ αστέρια
– ό,τι αναπόσπαστα τα θέλει από τα χέρια
των τζογαδόρων κι η βιασύνη μάς στερεί.
Πίσω πια στην πανσιόν. Το αιρ κοντίσιον την πληγή παγώνει.
Στάζει. Σφαδάζει. Ο βόμβος του όλους τους φιμώνει
– την Φιλομένη, τ’ άστρα, του σπιτιού τη ζέστη.
Το κύμα ή ένας χορός παλάμες κάποτε εξανέστη
«Πέσε κοιμήσου. Ες αύριον ο τρόμος
για ό,τι μπορεί απ’ τον ουρανό να πέσει».
Κι όμως, βαραίνει ακόμα η λαιμητόμος
από ό,τι επάνω τις ελπίδες σου έχεις αποθέσει.
«Τα χέρια λίγα κι η παλιά κατάρα
θα τα φορτώσει με ναυάγια ως απάνω.
Κύματα, λόφοι, δέντρα ζουν χωρίς λαχτάρα·
κοιμούνται με παράθυρο ανοιχτό». Το πιάνο
στο πατρικό ξυπνάει – μια βροχή που πέφτει.
Άλλοτε βόστρυχοι τα κλήματα στους στύλους
δώσανε τα κλειδιά στα νέον και στους θρύλους –
στου φθινοπώρου τη βεράντα φύλλο πια δεν πέφτει.
ΙΙ
Πρωί. Αλαφροδάχτυλες σκιές. Πόρτα μπορντό.
Λεκάνες σκουριασμένες κάτω απ’ την υδρορροή
– απ’ το χρυσό της στέμμα το νερό
σ’ ένα λευκό μαστίγιο θα πλεχθεί.
Νεαροί Ράστα γέρνουν στην αυλή.
Παρελαύνει κόκορας καμαρωτός.
Κόκκινος, κίτρινος και πράσινος – μια ζωντανή αλλη-
γορία κρώζει: ΜΙΑ ΒΑΒΥΛΩΝΑ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ.
Το μεσημέρι, ουρλιάζοντας, σ’ έναν δρόμο στρεβλό
παιδιά που βιάζονται απ’ το σχολείο να φύγουν.
Μερικά πέφτουν. Άλλα θα βρουν τον ομαλό
δρόμο• απ’ τη γαλβανισμένη κόλασή τους θα ξεφύγουν.
Κι έπειτα, όσο κρατάνε τα σπασίματα
μιας εφηβείας τον άνεμο που ιππεύει
του νου τους η τρελή ροδιά πάνω απ’ τα σύρματα
– στόλος χαρταετών το φύλλωμά της – θ’ αλαργεύει
ώσπου ο μαΐστρος που τη θάλασσα μπερδεύει
τη φλούδα της στον ίσκιο του να πάρει
– σ’ ένα λιμάνι που ορίζοντες ζηλεύει
να σπείρει λήθης φως του Ιανουάρη.
ΙΙΙ
Το φάντασμα του φάρου θα κοιμάται
απ’ το πρωί μέχρι τη βραδινή πρεμιέρα.
Ένα τραγούδι απλώνει ρούχα και μια λαγουδέρα
παίρνει εκεί που ανήκουν άλλους επιβάτες
καθώς κοιτώ έναν γλάρο χαμηλό να παραβγαίνει
την ίδια την κραυγή του, ένα πίξελ που τσιρίζει
στον ουρανό των καρτ-ποστάλ, εκεί που αρχίζει
η σπαζοκεφαλιά των τελειών, τώρα λυμένη
κι ένας πλανόδιος γελά: «Πενήντα; Συνεπώς
πιότερο θ’ αγαπάς το σπίτι σου απ’ τη νιότη!» –
σαν την πανσέληνο στης μεσημβρίας τα σκότη:
το θαμπωμένο χνάρι, το θνητό της φως.
///
ΜΑΡΙΝΑ ΤΣΒΕΤΑΓΙΕΒΑ
Εφημερίδες πολυκαιρισμένες σε μια πολυθρόνα, κι ο ναρκωμένος καναπές
σε ηλιόλουστη αδειοσύνη. Στο σπίτι που έμπαινε στο κύμα
κρατάει ένα κρεβάτι το καρό του κάλυμμα στρωμένο· σκιές
διασχίζουν και ξαναδιασχίζουν τον καθρέφτη – τα φτερά του ανεμιστήρα
Ξερός σαν τ’ ακρογιάλι μπήκα στην κουζίνα.
Γρύλισε η δίψα μου στη σκουριασμένη βρύση.
Απ’ τ’ ανοιχτό ψυγείο μια ριπή έδειξε πως η λευκή λειχήνα
–δάσος σιβηρικό– τις παγοθήκες είχε επικαλύψει.
Κεράστηκα νερό απ’ το παγερό μπουκάλι
με θράσος εισβολέα. Του ταβανιού οι λεπίδες τρίζαν εν ειρήνη.
Στην πόρτα που κρεμόταν σαν από μια κλωστή απ’ το ντουλάπι
είδα ένα βιολί που ακουμπά στου αέρα το πηγούνι.
Βάζοντας πίσω το νερό το μάτι μου έπιασε τα τρένα, πέρα, στον σταθμό
στον πάγο ισόβια κολλημένα. Γύρω στο περβάζι
σταλαγματιές υπομονής – κάπου θα σαν παγόβουνο, φρονώ,
η κραυγή ενός γλάρου· το πρόσωπο ο πάγος βελονιάζει.
Γλιστράς από την πόρτα του βιβλίου σου σ’ ένα μαύρο κασκόλ –
σαν την αρχαία μάσκαρα του Τείχους των Δακρύων τρέχουν στη βροχή
οι χαρακτήρες του· σαν τα ματόκλαδά σου που τονίζονται με κολ·
σα στο χαμόγελο μιας κούκλας πορσελάνινη ρωγμή.
Πίσω απ’ την κουνουπιέρα ένα φύλλο λάιμ ή δάφνης
έχει εμπεδώσει τη σιωπή σου. Την άλλη γλώσσα. Τάχα ο καρπός
να ’χει σφυγμό της κληματσίδας; Να ’χει
αφετηρία τον λαιμό σου κάθε βόστρυχος κυρτός;
Οι μύγες ζευγαρώνουν και βουίζουν στο μονό κρεβάτι
– άι, το άσμα του ανατέλλοντος κορυδαλλού σου το ψαλιδισμένο!
Άι φυκιών κυριλλικά και του τσικνιά τούτο τ’ αχνάρι –
στενογραφίες της ζωής σου, παύλες και συνδετικά – και το σπασμένο
αφρόξυλο στην άμμο. Είν’ εποχή τυφώνων πια, Μαρίνα·
κάποιες ημέρες βρέχει κι άλογο το πέλαγο με κατηφές κεφάλι,
στέκεται – ή σαν κορίτσι μ’ απλωμένα χέρια στη μασίνα –
και τότε κάθε φουρκισμένο εδώ κανάλι
μ’ όλη τη θλίψη του ξεσπά, μα ξαφνικά, κάποιες φορές
ένας γλάρος θα ξετυλίξει τη γλαυκή φωνή του
κι είν’ η Τριάδα πέρα που από θίνες προζαϊκές
τη γαλανότητά της επεκτείνει, κι είναι της μορφής σου
της μικροκαμωμένης το θαυμαστικό που κυνηγά το κύμα.
Και τα φύκια στεγνώνουνε την κόμη τους Μαρίνα,
κι ο πελεκάνος σπάει την πτήση του σ’ ενός σταυρού το σχήμα·
κι είν’ ο νυμφίος, κύκλιος γλάρος που αψηφά την πείνα
που χαριτώνει ετούτο το παραθαλάσσιο σπίτι,
την τουαλέτα όπου ντυνόσουν, ένα ουρανί κουτί
με πούδρα, το σιδερωμένο του ορίζοντα σιρίτι,
τον άδειο τοίχο – ένα διαβατή-
ριο απ’ όπου τη φωτογραφία σου ξεκολλήσαν,
του ρολογιού ο άχρηστος χτύπος που επιμένει,
μιας πεταλούδας κίτρινης το φόρεμα που λησμονήσαν
τα βιαστικά να φύγουν μάτια σου, τη σαρωμένη
άμμο απ’ τα σεντόνια μου, τον τάφο ενός μαξιλαριού,
ένα ωκεάνιο δάκρυ. Ο ήλιος τους ζυγούς του ανακινά.
Ο χρόνος, η μισή αιωνιότητα, σα θάλασσα ενός παραθυριού
φουσκώνει των σελίδων σου τα στατικά πανιά.
///
ΚΑΠΟΥ ΑΛΛΟΥ
Για τον Στήβεν Σπέντερ
Κάπου ένα άσπρο άλογο καλπάζει
σ’ ένα χωράφι με ορίζοντα δοκάρια
ζωσμένα συρματόπλεγμα· η χαίτη του σκαμπανεβάζει
συγχρονισμένη μ’ ό,τι απόμερα σπάζει αγκωνάρια
–κι όμως αδύνατο να παραβλέψεις– ή στοιβάζει
άχυρο σε δεμάτια
Κάπου γυναίκες κούρασαν οι θρήνοι
της μαυροφόρας θάλασσας για όσους με τρεχαντήρια
ακόμα ανοίγονται – ψαράδες με στην πρύμνη
δετά (ενίοτε κι επιπόλαια) μαντήλια
που γυρισμούς υπόσχονται. Κι όμως, γαλάζια ειρήνη.
Κάπου κουράσαν οι διηγήσεις για βασανιστήρια
και πως κάπου κάποιον κάποιοι συλλάβαν –
πως κάπου υπήρξε μια μικρούλα –τόση δα– συγκομιδή
κορμιών. Κάποιοι αναλάβαν
σε φορτηγού καρότσα επ’ ευτελή αμοιβή
–σβέλτα και μας κοιτούν– να τα φορτώσουν. Κάπου ανάβαν
τσιγάρο οι φαντάροι· καλαμπούριζαν· φτύναν στη γη.
Κάπου συνεδριάζει, ακονίζεται η οργή
– οι ανοχές με κρότο πια τελειώνουν.
Κάπου κάποια σελίδα είναι να ξηλωθεί
– σα μέλος σηπτικό την ξεριζώνουν.
Κάπου η λέξη φυλλωσιά παύει να συνηχεί
μ’ ό,τι χλωρό· μάλλον με μια παραλλαγή – ένα επ’ ώμου.
Κάπου ένας σύντροφος υπάρχει,
ένας γραφιάς που κείται ξαπλωμένος·
ορθάνοιχτα –αν καλοβλέπω– πρέπει να ’χει
τα μάτια του, προσηλωμένος
κάπου άγνωστα σε μας – δε θα διαβάσει
ετούτα εδώ, μήτε θα γράψει. Μόνο ρωτάει, με μένος,
«πώς φτιάχνονται οι στυλοί;». Όσο για ’δω;
Εδώ είμαστε πρόσκαιρα ελεύθεροι, όμως
αλλού, σε κάποιο ένα τρίτο, ένα έβδομο
της διαπλανητικής μας άγνοιας ένας όλμος
πέφτει από λάθος σ’ ένα σχολικό
κι είναι υπαίτιος ένας σκονισμένος τόμος –
η ιδέα ενός παράδεισου κατάφορτου δικλίδες
όπου λεπτός σαν τσιγαρόχαρτο είν’ ο αέρας
και ό,τι γράφεις ένας σκασμός σφραγίδες
θα καταντήσει μέρος μιας μανιέρας
– κομμένο σ’ εύπεπτες, νομοταγείς μερίδες
ν’ ασφυκτιά σα δέντρο που του σώθηκε ο αέρας.
Μέσα απ’ τις μαύρες μπάρες που είν’ αυτές οι αράδες
πρόσωπα βουλιαγμένα σ’ αντικρίζουν.
Κι αν δάχτυλα μπορούν τώρα κι αγγίζουν
ετούτες τις στροφές – επάνω στο χαρτί αν έρχονται και πάνε
είναι γιατί αλλού κάποια άλλα βλέμματα γλιστράνε
στη λήθη, άμορφοι αριθμοί που σε ζαλίζουν
σε κάποιο μόνιτορ – σφαγές που θα παραδεχτείς
για μια μόνο στιγμή πριν ξανασκύψεις στην ημέρα.
«Μέσα στη βιάση του ο κόσμος αθωώνεται», θα πεις –
τι πιο υποκριτικό εξάλλου από μια καριέρα
στην ενσυναίσθηση; Να είσαι ανοιχτός στο να κατοικηθείς
από βουβές κραυγές κλαδιών, μια χειμωνιάτικην ημέρα –
θαύματα στα σημάδια τους να δεις.
///
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΜΕΡΙΚΗ
Ελικόπτερα σπαθίζουνε τις άγριες μπανάνες.
Μεταξύ ενός αντίχειρα και δείκτη με κηλίδες νικοτίνης
ασθενικά πρόσωπα θρυμματίζονται – ξερόφυλλα καπνού.
Παιδιά που πλέουν μες στα γιλέκα τους αδέξια παρελαύνουν
κάτω απ’ τα κακαόδεντρα με πόδια λυγισμένα,
μικρές γαρίδες, μαζεμένες κάτω απ’ τους αφαλούς τους.
Τα δόντια των γερόντων – πρέμνα σε καψαλισμένο δάσος.
Τα δέρματά τους ξεφλουδίζουν σαν του ιγκουάνα.
Το βλέμμα τους σχιστόλιθος.
Γυναίκες κάθονται ανακούρκουδα μήπως κι ακούσουν
λόγια παρηγορητικά του ποταμού,
πλάι στα παιδιά που ’χουν βουτήξει ως τα γόνατα,
εκεί που ένα κλωνάρι ανακινεί
ένα σπινθήρισμα γεμάτο πεταλούδες.
Επάνω εκεί, στα γαλανά
εκτάρια του δάσους
μύγες στροβιλίζονται γύρω απ’ τους πατεράδες τους.
Και την άνοιξη, στις πάνω επαρχίες
της Αυτοκρατορίας, κίτρινες παπαδίτσες
ανατέλλουν μέσα απ’ τα γυμνά κλαριά.
Διάκριση δεν υφίσταται
σ’ αυτές τις αποστάσεις.
///
ΑΤΜΟΣ
Για τον Λέσλυ Επστάιν
Κάποιες γυναίκες που φοράνε σάλι
διώχνουν κοράκια από έναν καλαμιώνα.
Κάνουν πως φεύγουν, σβάστικες κουρνιάζουνε και πάλι.
Κόκκινο αστέρι λάμπει πάνω σε δρεπάνι –
καντήλι επτάκλαδο διπλώνουν σ’ ένα στρώμα.
Την λεν Γιουδήθ – κρεμμύδια ξεφλουδίζει,
σ’ ένα λυκόφως χάλκινο, σχεδόν ως την καρδιά.
Όργανο μπρούτζινο την πίστη του βουίζει.
Γάντια χτυπούν την πόρτα της κουζίνας. Απαντά προσεκτικά.
Σ’ ένα μαχαίρι το κεφάλι του Ολοφέρνη να σαπίζει.
Θυμάμαι, ίδια πουλί, σκελετωμένη τη γιαγιά
στο σκούξιμο ενός φορτωμένου άξονα να τιτιβίζει.
Μια νότα ψηλά, μια νότα χαμηλά.
Ποδήλατα, καρότσια, άμαξες – μια ουρά
που σα ρυάκι απ’ την ομίχλη αναβλύζει
κι ως την ακτή του κόσμου κελαρύζει.
Τυφλοπόντικες μ’ αστέρια φιμωμένοι
θα οσφραίνονταν το καραβάνι μας να εγγίζει
και σιωπηλά στις τρύπες τους θα υποχωρούσαν, απαγκιστρωμένοι
απ’ ό,τι τον επάνω κόσμο ξεκληρίζει
– τ’ αστέρια σφύριζαν αδιάφορα κι ας βλέπαν.
Όταν παράξενα θα ηχήσει τ’ όνομά σου
ξέρεις πως βρίσκεσαι σε μια επαρχία στα ξένα.
Σε κάποια Στράσε υπό τις εντολές του μαύρου
κορακιού φωνάζανε σε στήλες τα δικά μας. Μέτρα-
γε τα κρανία μας η ψιχάλα. Γινόμασταν αθροίσματα.
Μπορώ στο δέκα να πιστέψω. Στα δικά μου χέρια.
Μα τα εκατομμύρια κουράζουν – φαλακρά
μηδενικά που αθροίζουν σ’ ένα ψέμα,
σ’ αυγά ψειρών που αλέθονται σε παιδικά
κουρέματα, σε σκαλπ φασόν κι επί τροχάδην ξυρισμένα.
Όμως η Τέχνη ήταν μαζί μας. Τα πουκάμισά μας
που τάιζαν τους φούρνους ήταν ξηλωμένα
από τους άξονες τους ειλητάρια· τα σκαμμένα,
μουτζουρωμένα δάχτυλά μας
θα παίζαν στον αέρα ένα σκέρτσο του Σοπέν
όμως το σφύριγμα της καπνοδόχου
δε θα το βούλωνε ποτέ
– θα κουλουριάζαμε με μια ντροπή ασώτου
ή ενός Αδάμ γυμνοί σε μια γωνία. Πατέ-
ρα, αν κάποτε είπαμε «μας έχει εγκαταλείψει»
συγχώρα το λιγόψυχό μας φάσμα
αν νόμισε πως σ’ είχε εξαλείψει
η σάουνα του Ζυκλόν, αυτό το πλάσμα
που ήτανε κατ’ εικόνα σου – στερνή του τύψη –
ενόσω δέντρα την ομίχλη που λογχίζουν
ακόμα περιφέρονται άσκοπα οι άντρες·
χωράφια όλο χαντάκια διασχίζουν
εργοστασίων αερίου μάντρες
και κάτι ιδιότυπους σωρούς που όλο καπνίζουν
– το κρύσταλλο του κόσμου εδώ θαμπώνει.
Πράγματι, ένα παράθυρο ανοιχτό
φημίζεται συχνά πως αραιώνει
ενός καυτού λουτρώνα τον ατμό
όμως εδώ, ό,τι του μπάνιου μας θολώνει
τον αχανή καθρέφτη, ίχνος μοναδικό
μηδενικών που βράσαν σε πλακόστρωτο νερό
κι απλά γουργούρισαν και χάθηκαν σαν έφυγε το πώμα
μοιάζει, ομολογουμένως, πιο πεισματικό –
λαχανιασμένα χέρια σφουγγαρίζουν με ρυθμό πυρετικό
και μένει εκεί να μας δικάζει ακόμα.
Από το βιβλίο Η Διαθήκη τού Άρκανσω (1987)
*
*
*
