*
του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
~.~
Στην «Εισαγωγή στον Θ. Σ. Έλιοτ» του Γιώργου Σεφέρη (1936) και με αφορμή το ζήτημα της «καθαρής ποίησης» (poesie pure) που δέσποζε στις λογοτεχνικές συζητήσεις εκείνου του καιρού, μία παράγραφος έχει ίσως επιπρόσθετη αξία. Αναφερόμενος στην ροπή να τίθεται η συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες του Κ. Καρυωτάκη ως όριο της νέας «καθαρής ποίησης» και αφού θέσει ως απαρχή της σύγχρονης ποίησης το έργο του Μπωντλαίρ (χαρακτηρίζοντας γενικότερα τον συμβολισμό ως το «πρώτο σημαντικό στάσιμο»), ο Σεφέρης αισθάνεται την ανάγκη να μιλήσει και για τις οφειλές του Τ. Σ. Έλιοτ προς τον Ζυλ Λαφόργκ, τον λιγόχρονο και ελάχιστα γνωστό στις ημέρες μας, Γάλλο συμβολιστή που υπήρξε ένας εκ των πρωτοπόρων της νεωτερικής ποίησης.
«Η αποφασιστική επίδραση πάνω στο έργο του Έλιοτ και η πιο γόνιμη, στάθηκε η επίδραση του Jules Laforgue: πικρά συναισθήματα κάτω από μια χιουμοριστική απάθεια, λεπτομέρειες κοινότοπες με μια ροπή να γίνουν συγκλονιστικές, δίψα του απολύτου που καταλήγει σε μηδενισμό, εικόνες ρεαλιστικές εναρμονισμένες με την αίσθηση μιας ψυχικής απομόνωσης, ποίηση γελωτοποιού όπου οι επιστημονικοί όροι και οι λόγιες εκφράσεις χρησιμοποιούνται για να καλύψουν μιαν αμλετική αναποφασιστικότητα, μουσική γεμάτη από παρατονισμούς, όπως και η ψυχολογία. Κάτι γνωρίσαμε κι εμείς από τη διάθεση αυτή με τον Καρυωτάκη».
Ποιος ήταν όμως αυτός ο ποιητής, η «διάθεση» του οποίου επηρέασε δραστικά τον Τ. Σ. Έλιοτ μα και τον Κ. Καρυωτάκη; Ο Ζυλ Λαφόργκ γεννήθηκε το 1860 στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης, απ’ όπου, μικρό παιδί, επέστρεψε στη Γαλλία για να εξελιχθεί εκεί σε αριστοτέχνη της λυρικής ειρωνείας και σ’ έναν από τους πιο προικισμένους εισηγητές του ελεύθερου στίχου, πριν πεθάνει στο Παρίσι, σε ηλικία μόλις 27 χρονών, φυματικός και πάμπτωχος. Είχε προλάβει να εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές (Μοιρολόγια / Les Complaintes, 1885· «Μίμηση της Παναγιάς των Φεγγαριών» / Imitation de Notre Dame la Lune, 1886· και Σύνοδος των ξωτικών / Le Concile feerique, 1886) καθώς και μια συλλογή διηγημάτων (Ηθογραφικοί θρύλοι / Moralites legendaires, 1887).
Η ζωή του Λαφόργκ υπήρξε σύντομη αλλά η επίδρασή του υπήρξε αξιοσημείωτα ισχυρή, κυρίως στους Αμερικανούς ποιητές του εικοστού αιώνα, στους μοντερνιστές όσο και στους υπερρεαλιστές. Ο Έλιοτ θα εξομολογηθεί ότι άρχισε να γράφει σε μια μορφή βγαλμένη από τη μελέτη του Λαφόργκ και του ύστερου ελισαβετιανού δράματος ενώ ο Πάουντ θαύμαζε τον τρόπο με τον οποίο στην ποίηση του Λαφόργκ «το πνεύμα χόρευε ανάμεσα στις λέξεις». Αν αυτή η επιρροή έχει σαφώς αναγνωριστεί, αυτό που πιστεύω ότι δεν έχει εκτιμηθεί στο βαθμό που θα έπρεπε, είναι οι επιρροές του στην ελληνική ποίηση. Όχι μόνο ως προς τις απηχήσεις του έργου του στον Καρυωτάκη (που μετέφερε και «εξελλήνισε» δημιουργικά τον Λαφόργκ, αφομοιώνοντας τα κινητά και γενικά στοιχεία του, την κλαυσίγελη φαντασία και την ειρωνεία) αλλά, μέσω του Έλιοτ (του οποίου διακηρυγμένη νεανική φιλοδοξία ήταν «να εργαστεί πάνω στον αντίκτυπο που είχε το έργο του Λαφόργκ») και ως προς τον Γ. Σεφέρη. Έχοντας αυτό κατά νου, δεν θα ήταν δύσκολο να συνδέσει κανείς Καρυωτάκη και Σεφέρη, νοουμένου του πρώτου ως εισαγωγή στον δεύτερο, ως απαραίτητου προλόγου στη μοντερνιστική «κοσμογονία» της δεκαετίας του 1930.
Ο Λαφόργκ εξέφρασε ειρωνικά και με κλαυσίγελο την εμμονή του στην ιδέα του θανάτου, τη μοναξιά και την ανία που του προκαλούσε η αστική καθημερινότητα. Η γερμανική φιλοσοφία από τη μια (και ειδικά η απαισιοδοξία του Σοπενάουερ και το ασυνείδητο του Χάρτμαν) και από την άλλη η μαθητεία του στο ποιητικό παράδειγμα του Τριστάν Κορμπιέρ και του Ρεμπώ, σφράγισαν την λεξιπλαστική του ικανότητα με διαρκείς γλωσσικούς πειραματισμούς και με συνδυασμούς στίχων από δημοφιλή τραγούδια των μιούζικ χωλ μέχρι επιστημονικούς και φιλοσοφικούς όρους. Η ατμόσφαιρα και η σκηνογραφία του υπέβαλαν φυσικότατα τους νέους ρυθμούς και τον ελεύθερο στίχο, επιβάλλοντας αμέσως τον χαρακτηρισμό του ως πρωτοποριακού. Τα Μεταθάνατια ανάλεκτα (Melanges posthumes) που εκδόθηκαν το 1923 έκαναν τα ποιητικά του επιτεύγματα ακόμη πιο καθαρά.
Δεν είναι αυθαίρετο να πει κανείς ότι πίσω από τις «Σάτιρες» του Καρυωτάκη υποφώσκει ο «Εαυτόν τιμωρούμενος» του Μπωντλαίρ και κυρίως οι «Complaintes» του Ζυλ Λαφόργκ. Αλλά ο Καρυωτάκης δεν αναδέχθηκε μεταπρατικά τον τόνο και το ύφος αυτής της ποίησης. Την είχε συνείδηση, φύση και ένστικτό του. Ζώντας και δημιουργώντας σε ένα μεταίχμιο –ηθικό, λογοτεχνικό και κοινωνικό– πέτυχε να συνθέσει την αισθητική λεπτότητα με το σαρκαστικό χαμόγελο και τη σιωπηλή του φιλοσοφία με έναν ηρωισμό ανέκφραστο. Και όλα τούτα κάτω από τον διαρκώς πυκνούμενο ίσκιο του θανάτου. Είναι παράξενο πως αυτόν τον άνθρωπο κι αυτή την ποίηση την είπαν αντιηρωική όσοι από άγνοια ή σκοπιμότητα μπερδεύουν τον ηρωισμό με τις κραυγές και την ανδρεία με τη ρητορεία. Καιρός να το πούμε: τίποτε πιο ηρωικό δεν ακούστηκε στη γενιά του Καρυωτάκη από την ποίησή του. Και τίποτε δεν προετοίμασε την έξοδο από την «παρακμή» (που αν υπάρχει στη ζωή, είναι πάντα ψυχική διάθεση και όχι αντικειμενικό γεγονός) από την πεισιθάνατη λύπη και τη βαθιά απαισιοδοξία του Καρυωτάκη. Όταν ψύχραιμος και αποφασισμένος, γράφει την «Αισιοδοξία» και περιγελά τα «τερραίν του Παραδείσου», έτοιμος να επικυρώσει το έργο του με το χρίσμα του εκούσιου θανάτου, έχει απολύτως αποδεσμευτεί από κάθε στίγμα «παρακμής».
Η αναγνώριση δεν άργησε – και είναι ηθικά επιβεβλημένο νομίζω να θυμόμαστε τον Τέλλο Άγρα και τον Κλέωνα Παράσχο που αμέσως και με θάρρος υπεράσπισαν όχι απλώς τη μνήμη του Καρυωτάκη από τους δογματικούς της δεξιάς και της αριστεράς, αλλά κυρίως την αλήθεια της ποίησής του. Ωστόσο η γενιά που ακολούθησε, η περίφημη γενιά του Τριάντα, παρότι παραδέχθηκε αυτή την αλήθεια ως «ανάβρυσμα πολύτιμης ουσίας» (Ανδρέας Καραντώνης), δεν αναγνώρισε όσο έπρεπε τις μεγάλες της οφειλές. Κι αυτές οι οφειλές θεωρώ πως είναι εμφανείς ιδιαίτερα μεταξύ Καρυωτάκη – Σεφέρη και στην κρίσιμη επίδραση που άσκησε ο πρώτος στο δεύτερο. Επίδραση που θα γινόταν πιο εμφανής αν γυρίζαμε στον Λαφόργκ του οποίου η επιρροή στον Έλιοτ μπορεί να παραλληλιστεί με την επιρροή του Καρυωτάκη στον Σεφέρη.
Πρόκειται ασφαλώς για ζήτημα μεγάλο που απαιτείται να στηριχθεί με μια διεξοδικότερη μελέτη. Σε αυτή την κατεύθυνση, θα ήταν νομίζω χρήσιμο να παρατηρήσουμε μια σειρά στοιχείων (όπως ο κλαυσίγελος, ο γεμάτος πονεμένη σύσπαση σαρκασμός, η ειρωνεία και το μοντέρνο πικρό χιούμορ) που παραπέμπουν στον Λαφόργκ και συναπαρτίζουν μια σάτιρα κατά βάθος λυρική που ανάγεται στο ίδιο το υποκείμενό της. Μια σάτιρα που πηγάζει από οίκτο και όχι από διάθεση νουθεσίας ή μίσος. Κάτω από την ειρωνεία της διαφαίνεται έτοιμος να ξεσπάσει ο λυγμός. Πάλλει η αγωνία για την ίδια μας την ύπαρξη και την αδυναμία να πλάσουμε τον εαυτό μας, το ίδιο μας το πεπρωμένο, ενώπιον του γεγονότος του θανάτου.
Η τραγική του φιλοσοφία, η αντιρητορική απελπισία και ο απόλυτος νιχιλισμός (όπου ακόμη και η φύση είναι μια όμορφη αλλά άψυχη και ανάλγητη μητέρα: «Με ονομάζουν μητέρα μα δεν είμαι παρά ο τάφος» έγραφε ο Αλφρέ ντε Βινύ) στιγμάτισαν τον Καρυωτάκη ως «ποιητή της παρακμής». Εξίσου άδικα αλλά διόλου τυχαία χαρακτηρίστηκε και ο Τ. Σ. Έλιοτ. Αν λάβουμε υπ’ όψιν τις επιρροές του Λαφόργκ στον Έλιοτ και του Έλιοτ στον Σεφέρη, είναι λογικό νομίζω να υποστηρίξουμε ότι αυτό που υπήρξε ο Λαφόργκ για τον Τ. Σ. Έλιοτ, υπήρξε αρρήτως για τον Σεφέρη ο Καρυωτάκης. Υπήρξε ο ποιητής που άνοιξε τον δρόμο για τη μεγάλη ποιητική στροφή στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1930. Με τον Καρυωτάκη κλείνει ένας αιώνας νεοελληνικής ζωής, ένας αιώνας νεοελληνικής ποίησης. Η παλιά ποιητική παράδοση ήταν πια κομμάτια. Αλλά όταν ο Καρυωτάκης διαλύει την κανονική προσωδία κρατώντας φαινομενικά απείραχτα τη μορφή και τα μέτρα, δεν κάνει άλλο από να προετοιμάζει τη νέα σύνθεση. Αυτός ο «απελπισμένος νιχιλιστής», όπως άλλωστε «όλοι όσοι αντίκρισαν στην ουσία της τη ζωή και δε θέλουν (ή δεν μπορούν) να ξεγελούν τον εαυτό τους» (Κλέων Παράσχος), για τα νεοελληνικά γράμματα αποδείχθηκε μείζων δημιουργός. Χαλαστής μα και πλάστης, κατά τον λόγο του Παλαμά.
«Ερχόταν, μόνος του, απ’ αλλού. Ερχόταν αργά, από δρόμο δικό του». Τα λόγια αυτά του Άγρα δεν εξαντλούν την παρουσία ενός ποιητή στον οποίο πολλά χρωστούν οι μεταγενέστεροι. Εκείνη την κρίσιμη εποχή που η παράδοση έπνεε τα λοίσθια και ο μοντερνισμός ζητούσε σχήμα για να μιλήσει για όλα τα αισθήματα που εμπνέει η μεγάλη πολιτεία, ο Καρυωτάκης, με τη μοναξιά του, με το αστραποβόλο πέρασμά του, με την απελπισία και κυρίως με την περήφανη έξοδό του, υπήρξε η θυσία μιας γενιάς, το αίτημα μιας νέας ζωής και μιας νέας υγείας, μιας νέας, σύγχρονης ελληνικότητας, πέρα από ρητορείες και ψεύδη. Αν τούτο έγινε δυνατόν, τη δεκαετία που ακολούθησε, το χρωστούμε ακριβώς στη θυσία αυτή που έγινε γέφυρα, πρόκληση και καταλύτης.
Δεν έμενε πλέον παρά να συνδεθεί από τον Σεφέρη η ατομική απελπισία του Καρυωτάκη με τη συλλογική εμπειρία και τη συλλογική απώλεια. Και τότε, όταν με οδηγό την τραγική οξύνοια και τη μουσική ψυχή του, χωρίς ίχνος φιλολογίας, αισθηματισμού ή φιλαρέσκειας, θα εκφραστεί με νέα μορφή ο πληθωρικός πόθος της ζωής που είναι πάντα καταδικασμένος να εκβάλλει στην πικρή αίσθηση του μάταιου και του οριστικά χαμένου, θα φανεί πως η στέρεα, μοναχική και καθαρή φωνή του Καρυωτάκη ήταν προϋπόθεση για να φυσήξει ο δυνατός αέρας της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Το αγωνιώδες ερώτημα που τέθηκε με τα Ελεγεία και Σάτιρες θ’ απαντηθεί με τη Στροφή, τη Στέρνα και κυρίως με το Μυθιστόρημα. Η νεοελληνική ποίηση περνούσε σε μιαν άλλη εποχή. Μα αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Εμείς, έστω κι αν είμαστε πια από καιρό σε ένα άλλο μεταίχμιο, στην άκρη της γλώσσας, στην άκρη της ύπαρξης, πολλά θα είχαμε να μάθουμε αν γυρίζαμε στις υποθήκες του Καρυωτάκη, αναζητώντας «κάποιον τόπο μυστικό, στον πλατύ κόσμο μια θέση».
~.~
ΕΠΙΧΡΩΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ΚΕΝΟ
γράφει ο Κώστας Χατζηαντωνίου
*
*
