*
Στον αντιδικτατορικό αγώνα έλαβε μέρος στο περίφημο Κίνημα του Ναυτικού, όντας ο νεότερος από τους αξιωματικούς του στόλου που συνελήφθησαν και βασανίστηκαν για τη δράση τους. Μερικά χρόνια αργότερα, ίδρυσε και διηύθυνε έναν από τους σημαντικότερους εκδοτικούς οίκους της Μεταπολίτευσης, την ιστορική «γνώση». Οι αναγνώστες του Νέου Πλανόδιου είχαν την ευκαιρία τα προηγούμενα χρόνια να διαβάσουν εκτενή απόσπάσματα από την αυτοβιογραφία του Μανώλη Μπουζάκη «Ο δρόμος του Ποσειδώνη. Αναμνήσεις ενός πλάνητα οδοιπόρου». Σήμερα έχουμε τη χαρά να προδημοσιεύουμε ένα ακόμη κεφάλαιο του έτοιμου πλέον βιβλίου που θα κυκλοφορήσει τις αμέσως επόμενες ημέρες από τις Εκδόσεις Κίχλη.
~.~
Ἡ περίοδος τῶν ἀνακρίσεων ἔχει τελειώσει. Ἔξω ἀκούγονται ρυθμικὰ βήματα καὶ χορωδιακὲς ἀπαγγελίες: «Ζήτω, ζήτω ὁ Πα-πα-δό-που-λος! Ζήτω, ζήτω ἡ Ἐ-πα-νά-στα-σις!».
Νέα παιδιά, φαντάροι ἀπὸ διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδας, τὰ πιὸ πολλὰ ἀμόρφωτα, ἐκβιαζόμενα, παρασυρμένα ἀπὸ ἄγνοια ἢ κι ἀπὸ φόβο, εἶχαν μεταμορφωθεῖ σὲ σκληροὺς ἐκτελεστὲς βάρβαρων ἐντολῶν, ἀπάνθρωπων. Πόσα χρόνια ἄραγε θὰ περάσουν γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ, νὰ καθαρίσει τὸ κορμὶ τῆς πατρίδας μας ἀπὸ τὶς μολύνσεις καὶ τὴ βρόμα ποὺ ἄφησαν πάνω καὶ μέσα του οἱ βιαστές της. Ὧρες ἀτέλειωτες πηγαινοέρχομαι στὸ κελί, τρία βήματα στὴν εὐθεία, τεσσεράμισι διαγωνίως. Ὀχτακόσιες εἴκοσι ἑφτὰ φορὲς πηγαινέλα. Ἕνα βασανιστικὰ ἐπαναλαμβανόμενο γιατί, γιατί, γιατί τρυπᾶ τ’ αὐτιά, τὸ νοῦ καὶ τὴ σκέψη μου. Δὲν παίρνω καμιὰ ἀπάντηση καὶ τρελαίνομαι. γιατί εἶμαι ἐδῶ; Ποιοί μοῦ στέρησαν τὸν ἀέρα καὶ τὸ φῶς μου; Ποιοί εἶναι αὐτοὶ ποὺ ρυπαίνουν τὸν τόπο μου; Ἡ ἀνθρώπινη φύση μου ἀκρωτηριάζεται, στενεύει, ἀλλοιώνεται. καταρρέω. Σωριάζομαι μὲ λυγμοὺς στὸ τσιμεντένιο δάπεδο.
Ζοφερὲς φαντασιώσεις ἢ ὄνειρα… δὲν ξέρω. Κλείνω τὰ μάτια καὶ χάνομαι. Ὁ ἴδιος βασανιστικὸς καὶ ἀπελευθερωτικὸς ταυτόχρονα ἐφιάλτης ἐπανέρχεται καὶ σκεπάζει τὰ πάντα: Εἶμαι πεσμένος κάτω, δεμένος χειροπόδαρα. Δὲν θυμοῦμαι πότε μὲ ἔγδυσαν καὶ μὲ ἔδεσαν. Εἶμαι τυφλός.
Ἔτσι γεννήθηκα. χρώματα, φῶς καὶ σκοτάδι δὲν ὑπάρχουν γιὰ μένα. Κάποιος δήμιος, δεσμοφύλακας, φαντάρος ἢ χωροφύλακας βρίσκεται ἀπὸ πάνω μου. Οὐρλιάζει καὶ μὲ ἀπειλεῖ:
«Ἕνα ἕνα, ρὲ τσογλάνι, θὰ σοῦ βγάλουμε τὰ νύχια καὶ τὰ δόντια καὶ θὰ τὰ στείλουμε πεσκέσι στὴ μάνα σου!»
Πονῶ, ὀργίζομαι, ἀγωνιῶ, φοβοῦμαι. Οὐρλιάζω κι ἐγὼ χωρὶς νὰ ξέρω τί λέω, τινάζοντας τὸ δεμένο κορμί μου δεξιά, ἀριστερά, πάνω, κάτω. βρόμικα χνότα ἔρχονται στὴ μύτη μου καὶ μιὰ βροντερὴ φωνὴ προστάζει:
«Σκάσε καὶ πλάνταξε, ρεμάλι τοῦ κερατᾶ. λέγε, πῶς εἶναι τὸ κόκκινο χρῶμα;»
«Παπαροῦνες καὶ σφυροδρέπανο», τοῦ ἀπαντῶ στριγκλίζοντας.
Ἕνα στειλιάρι ἢ σιδερολοστὸς προσγειώνεται μὲ πολυβολικοὺς ρυθμοὺς στὰ πέλματά μου. Ὁ πόνος εἶναι ἀφόρητος. Τὸ στειλιάρι συνεχίζει νὰ κεντάει. Ἕνα ἠλεκτρικὸ ρεῦμα σὰν ξυράφι διατρέχει τὸ σῶμα μου. Ὁ πόνος δὲν ὑπάρχει πιά. Οὔτε ὁ φόβος. Τὸ σῶμα μου εἶναι σὲ φάση διάσπασης.
«Πές μου, ρὲ παλιοκουμμούνι, πῶς εἶναι τὸ μπλέ;»
Ἡ κραυγή μου, ἀστραπή, τ’ ἀλλάζει ὅλα.
«Ἡ θάλασσα, ἡ λεύτερη θάλασσα καὶ ἡ σημαία μου, ρὲ μπάσταρδε, φασισταρά!»
Οἱ σκηνὲς ἐναλλάσσονται κινηματογραφικὰ καὶ μὲ ἀπογειώνουν. Ἕνα ἀχνὸ φῶς διαχέεται στὸν ἀνοιχτὸ πιὰ χῶρο. Ὁ δεσμοφύλακας ἔχει ἐξαφανιστεῖ. Εἶμαι ὄρθιος κι ἔχω στραμμένο τὸ βλέμμα μου πρὸς τὸν ἥλιο ποὺ μόλις φαίνεται νὰ προβάλλει στὴ θάλασσα ἐμπρός μου. Πέντε δέκα βήματα καὶ πέφτω μὲ ἀνοιχτὰ τὰ χέρια στὴν ἀγκαλιά της. Εἶμαι γονατισμένος στὴ μέση μιᾶς μικρῆς σχεδίας. Μὲ τὰ χέρια ἁπλωμένα κουπιὰ καὶ τὶς παλάμες ἀνοιχτές, τραβῶ νευρικά, ἀσταμάτητα τὴ θάλασσα καὶ εἶμαι κιόλας καταμεσῆς τοῦ πελάγου. Ξέπνοος πέφτω μπρούμυτα κι ἀγκαλιάζω σφιχτὰ τὴ σχεδία μου.
«Θάλασσα, μ’ ἀκοῦς;» φωνάζω. «Εἶμαι παιδί σου κι ἐγώ, μ’ ἀκοῦουους;». καὶ περιμένω τὸ δικό της λυτρωτικὸ ἀεράκι ποὺ θὰ μὲ φέρει μακριά, σὲ λεύτερη ἀκτή, ἀμόλυντη… Ξυπνῶ καὶ πετιέμαι ἀπάνω. «Ὄχι, ὄχι!» φωνάζω δυνατά, οὐρλιάζω καὶ χτυπῶ τὰ χέρια μου στὸν τοῖχο. Μάτωσα. Σκουπίζω τὰ χέρια στὸ παντελόνι μου. Συνέρχομαι σιγὰ σιγὰ καὶ ἀγωνίζομαι νὰ κρατηθῶ ὄρθιος μέσα μου.
Ἔφερνα καὶ ξανάφερνα στὴ μνήμη μου τὰ χρόνια ποὺ πέρασα στὶς θάλασσες. Πῶς τὸ ἀποφάσισα τότε, παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις τῶν γονιῶν μου, νὰ πάω στὸ Πολεμικὸ Ναυτικό, δὲν μπορῶ νὰ τὸ πῶ μὲ βεβαιότητα. Ἴσως εὐθύνη ἔχει ὁ νονός μου, ποὺ ἀπὸ τὸ δημοτικὸ ἀκόμη μὲ εἶχε ἐφοδιάσει μὲ ὅλα τὰ βιβλία τοῦ Ἰουλίου Bέρν. Ὁ κάπτεν Νέμο, ὁ Κανάρης καὶ οἱ μπουρλοτιέρηδες τοῦ Αἰγαίου, ὁ Κουντουριώτης, ἀκόμη καὶ ὁ Μπαρμπαρόσα, ἀλλὰ πάνω ἀπ’ ὅλους ὁ συμπατριώτης μου ὁ ναύαρχος τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ὁ Νέαρχος, εἶναι γεγονὸς πὼς ὅλοι αὐτοὶ οἱ μεγάλοι ναυμάχοι μὲ εἶχαν συνεπάρει. Πολλὲς φορὲς θυμᾶμαι τὰ μικράτα μου, ὅταν τεσσάρων πέντε χρονῶν, στὴ μικρὴ παραθαλάσσια κωμόπολη, στὴν Παλιόχωρα, ποὺ ὑπηρετοῦσε ὡς καθηγητὴς ὁ πατέρας μου, τρυπώναμε στὰ ψαροκάικα μὲ τὸν συνομήλικο καὶ φίλο μου Νίκο Θεοδωράκη, ὀφθαλμίατρο σήμερα, καὶ χανόμασταν μὲ τὶς ὧρες ἀπὸ τὰ σπίτια μας. Ἔψαχναν ἀπεγνωσμένα οἱ μανάδες μας νὰ μᾶς ἐντοπίσουν καὶ ὅταν κάποια στιγμὴ τὸ κατάφερναν τὰ ἔψελναν ἀγρίως στοὺς ψαράδες ποὺ δὲν μᾶς πέταγαν κακὴν κακῶς ἔξω ἀπὸ τὰ καΐκια τους.
Μ’ αὐτὰ καὶ μὲ τ’ ἄλλα, ἔπεισα ἐντέλει τὸν πατέρα μου νὰ ἑτοιμάσει τὰ χαρτιά μου γιὰ τὶς ἐξετάσεις στὴ Σχολὴ Δοκίμων τοῦ Πολεμικοῦ Ναυτικοῦ. Μάζεψε μὲ ἐπιμέλεια ὅ,τι χαρτούρα χρειαζόταν καί… κόλλησε στὸ περίφημο «πιστοποιητικὸ κοινωνικῶν φρονημάτων». Μαῦρο κι ἄραχλο τὸ πιστοποιητικό. Εἶχε, βλέπετε, ὁ πατέρας μου ἐνταχθεῖ στὸ ΕΑΜ στὴ διάρκεια τῆς γερμανικῆς κατοχῆς καὶ κάτι τέτοιο ἀποτελοῦσε ἀδιαμφισβήτητο στοιχεῖο ἀντεθνικῆς οἰκογενειακῆς συμπεριφορᾶς. Μὲ ἐνημέρωσε ὁ πατέρας μου, καὶ ὁ μέγας μελλοντικὸς ναυμάχος περιέπεσε σὲ μέγιστη, ἀγιάτρευτη θλίψη. Εἶδε τὴ δραματική μου κατάσταση ἡ μάνα μου καί, ἀνέλπιστα, ἀνέλαβε συμμαχικὴ δράση. Ἀπέναντι ἀπὸ τὸ σπίτι μας στὰ Χανιὰ ἔμενε ἡ οἰκογένεια τοῦ Μανώλη Δασκαλάκη, διοικητῆ τῆς Ἀσφάλειας Χωροφυλακῆς τοῦ Νομοῦ Χανίων. Ἡ γυναίκα του ἡ Ἑρμιόνη, στενὴ φίλη τῆς μητέρας μου. Κλαίουσα ἡ μητέρα μου ἐνημέρωσε τὴν Ἑρμιόνη γιὰ τὸ ἀκατανόητο μαῦρο χαρτί. Ἀγκαλιάστηκαν οἱ φιλενάδες καὶ συμφώνησαν ἀπνευστὶ πὼς ἡ κατάσταση δὲν ἦταν ἡ πρέπουσα. Δὲν χρειάστηκε καὶ πολλὴ προσπάθεια γιὰ νὰ πειστεῖ ὁ κύριος διοικητὴς τῆς Ἀσφάλειας, ποὺ ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα τὴν οἰκογένειά μας, πὼς τὸ ἐν λόγῳ πιστοποιητικὸ ἔπρεπε νὰ ἀνατραπεῖ. Ἀπέκτησα λοιπὸν ἐν μιᾷ νυκτὶ θετικὸ πιστοποιητικὸ κοινωνικῶν φρονημάτων καὶ ἡ πόρτα γιὰ τὴ συμμετοχή μου στὶς ἐξετάσεις στὴ Σχολὴ Ναυτικῶν Δοκίμων ἦταν πλέον ἀνοιχτή!
Ὁ καιρὸς ὅπως πάντα περνοῦσε γρήγορα, καὶ ὅταν μετὰ ἀπὸ χρόνια στὴ θάλασσα μὲ ρωτοῦσαν τί σχέση θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει μὲ τὸ ὑγρὸ στοιχεῖο ἕνας κατὰ βάσιν βουνίσιος ἀπαντοῦσα ἀβίαστα πὼς ἀντὶ γιὰ τρίχες στὸ σῶμα μου θὰ μποροῦσα κάλλιστα νὰ ἔχω λέπια! Τὸ ἔλεγα αὐτὸ μὲ βεβαιότητα, γιατὶ μὲ κυρίευσε κυριολεκτικὰ ἡ θάλασσα. Ἀσχολήθηκα μὲ τὴν κωπηλασία, τὴν ἱστιοπλοΐα, τὶς καταδύσεις. Ἀμέτρητες ὧρες, ἀτέλειωτη ποικιλία ἀπολαύσεων, ἀλλὰ καὶ ἀγώνων καὶ ἀγωνίας. Φαίνεται ὅμως πὼς πιθανότατα τὸ μελάνι τῆς σουπιᾶς ἄφησε κάποια ἀνεξίτηλα σημάδια ἐπάνω μου τὰ ὁποῖα βάλθηκα νὰ ἐξερευνήσω στὰ χρόνια τῆς μετέπειτα στεριανῆς ζωῆς μου.
*
*
*
