*
του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
~.~
Αν η Επανάσταση του 1789 καθόρισε την ιστορική εξέλιξη προς την απόλυτη επιβολή του χρήματος επί της εξουσίας, δηλαδή της οικονομίας επί της πολιτικής, στη Γαλλία, τουλάχιστον, αυτή η διαδικασία χρονολογείται αρκετούς αιώνες πίσω, αν λάβουμε υπόψη την εκτεταμένη εξαγορά αξιωμάτων και τίτλων από τις αρχές του 15ου αιώνα, όταν ο Λουδοβίκος ΙΒ΄ επέτρεψε στους πλούσιους να αναλάβουν σταδιακά τον κρατικό μηχανισμό. Γενικότερα, βέβαια, η λατρεία του χρυσού μόσχου διαπερνά όλα τα κοινωνικά και πολιτικά καθεστώτα: ήταν π.χ. η μοναρχία, δέσμια του υλισμού, αυτή που έδωσε το σύνθημα της υποταγής της ευγένειας στον πλούτο και στη διάλυση της οργανικής και συντεχνιακής μεσαιωνικής κοινωνίας. Και υπήρξε αρκούντως τυφλή και αυτοκαταστροφική η εκδίκηση των ευγενών: αυτοί ήταν που άναψαν την πυρά του διαφωτισμού στην οποία θα καίγονταν τα τελευταία τους προνόμια. Τούτων δοθέντων, το 1789 ήρθε μόνο για να άρει τα τελευταία εμπόδια στη βασιλεία της πλούσιας αστικής τάξης και να εγκαινιάσει έναν αιώνα στον οποίο, όπως θα συνοψίσει ο Αλέξις ντε Τοκβίλ, «η επιθυμία να πλουτίσει κανείς με κάθε κόστος, η αγάπη για το κέρδος, η αναζήτηση της ευημερίας και των υλικών απολαύσεων ήταν τα πιο μεγάλα πάθη».
Μέσα στον 19ο αιώνα, ωστόσο, υπάρχει μια ιστορική περίοδος που καμμία άλλη δεν συγκρίνεται μαζί της (μιλούμε για τη Γαλλία πάντα) ως προς το πάθος για χρήμα, που γίνεται εμμονή, όχι απλώς κοινωνική νόρμα αλλά και κεφαλαιώδες λογοτεχνικό αντικείμενο. Στον αιώνα αυτόν των τραπεζιτών, των τοκογλύφων και των νεόπλουτων, που επέβαλε και στους συγγραφείς τον πνευματικό ζυγό του (το πνεύμα του χρήματος, τι τρομερή αντίφαση!), τον αιώνα κατά τον οποίο η Γαλλία γνώρισε δύο επαναστάσεις, δύο αυτοκρατορίες, δύο δημοκρατίες και δύο μοναρχίες, κομβική στάθηκε η περίοδος της Ιουλιανής Μοναρχίας (1830-1848), όταν ο κλάδος της Ορλεάνης για να στηρίξει την Παλινόρθωση και τον σφετερισμό της μοναρχικής νομιμότητας, παραδίδει όλη την εξουσία στην αστική τάξη. Είναι η εποχή που τα γράμματα αρχίζουν να καταβροχθίζονται από το χρήμα και γεννιέται η λαχτάρα του μπεστ σέλλερ προκειμένου οι εκδότες να πλουτίσουν και οι συγγραφείς να επιζήσουν.
Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, οι ραγδαίες εξελίξεις στην μηχανική τυπογραφία που κατέστησαν όλο και πιο φθηνή την εκτύπωση και ο μαζικός αλφαβητισμός, δεκαπλασίασαν τον αριθμό των αναγνωστών. Η ετήσια παραγωγή νέων τίτλων θα αυξηθεί από 6.200 τη δεκαετία του 1840 σε 28.000 στις αρχές του 20ου αιώνα. Σε αυτή τη νέα εποχή, ο εκδότης θα γινόταν η καρδιά της λογοτεχνικής ζωής επειδή θα ήταν πλέον ο απαραίτητος ενδιάμεσος για την άμεση πρόσβαση στο νέο πλήθος αναγνωστών. Στα χρόνια της Ιουλιανής Μοναρχίας εξαπλώνεται εξάλλου το χαρτόδετο βιβλίο, το οποίο βασιζόταν στο μεγάλο τιράζ και δημιουργούσε κέρδη από το σταθερό κόστος παραγωγής και τη μειωμένη τιμή πώλησης, με τα περίφημα βιβλία του ενός φράγκου. Συνολικά, η μέση τιμή ενός βιβλίου μειώθηκε σχεδόν στο μισό μεταξύ 1840 και 1870. Άρχιζε η εποχή της «Βιομηχανικής Λογοτεχνίας», όπως την ονόμασε το 1839 ο Σαιντ-Μπεβ, ο πατριάρχης της λογοτεχνικής κριτικής του 19ου αιώνα στη La Revue des Deux Mondes με ένα ομώνυμο διάσημο άρθρο.
Η εισβολή του καπιταλισμού στη λογοτεχνία προκάλεσε, όπως ήταν εύλογο, έναν πληθωρισμό έργων και, μαζί με αυτόν, μια διάκριση μεταξύ ευγενούς λογοτεχνίας και «εύκολης λογοτεχνίας» – όπως την ονόμασε ο Ντεζιρέ Νισάρ σε ένα φυλλάδιο του 1833. Σε μία εποχή που (όπως γράφει ο Τοκβίλ στο Το Παλαιό Καθεστώς και η Επανάσταση),
«όλοι αισθάνονται συνεχώς παρακινημένοι από τον φόβο της καθόδου και τον ενθουσιασμό της ανόδου· και καθώς το χρήμα, ταυτόχρονα με το κύριο χαρακτηριστικό που ταξινομεί και διακρίνει τους ανθρώπους μεταξύ τους, έχει αποκτήσει μια μοναδική κινητικότητα […] δεν υπάρχει σχεδόν κανείς που να μην είναι υποχρεωμένος να καταβάλει μια απεγνωσμένη και συνεχή προσπάθεια για να το διατηρήσει ή να το αποκτήσει»,
δεν είναι καθόλου περίεργο που το χρήμα γίνεται η εμμονή της λογοτεχνίας.
Αυτή την εμμονή ανυπέρβλητα περιέγραψε στα σχεδόν εκατό έργα του (μυθιστόρημα, νουβέλα, διήγημα) ο Μπαλζάκ, συνθέτοντας μια μεγάλη κοινωνική τοιχογραφία της Γαλλίας από την Επανάσταση του 1789 έως την Ιουλιανή Μοναρχία, «με συγγραφική τόλμη, επαναστατική διαλεκτική και ποιητική δικαιοσύνη», όπως θα παρατηρήσει ο Φρ. Ένγκελς. Στη γεμάτη ξέφρενη νυχτερινή εργασία ζωή του (τροφοδοτούμενος από τεράστιες ποσότητες καφέ: υπολογίζεται ότι ήπιε σε όλο του τον βίο 500.000 φλιτζάνια!), που τον έστειλε πρόωρα στον τάφο, σε ηλικία μόλις 51 ετών (τον Αύγουστο του 1850), ο Μπαλζάκ έδωσε, ειδικά με το μείζον έργο του, την «Ανθρώπινη Κωμωδία», ένα ενιαίο, αριστουργηματικό πανόραμα της γαλλικής κοινωνίας, όλων των «κοινωνικών ειδών», με μια ευθύτητα απαράμιλλη:
«Τι είναι η Γαλλία του 1840; Μια χώρα αποκλειστικά απασχολημένη με υλικά συμφέροντα, χωρίς πατριωτισμό, χωρίς συνείδηση, όπου η εξουσία είναι χωρίς δύναμη, όπου η Εκλογή, καρπός της ελεύθερης βούλησης και της πολιτικής ελευθερίας, αναδεικνύει μόνο μετριότητες, όπου η ωμή βία έχει καταστεί απαραίτητη ενάντια στις λαϊκές βιαιότητες, και όπου ο διάλογος, που επεκτείνεται στα πιο ασήμαντα πράγματα, καταπνίγει κάθε δράση του πολιτικού σώματος· όπου το χρήμα κυριαρχεί σε όλα τα ζητήματα, και όπου ο ατομικισμός, το φρικτό προϊόν της άπειρης διαίρεσης των κληρονομιών που καταργεί την οικογένεια, θα καταφάει τα πάντα, ακόμη και το έθνος, το οποίο ο εγωισμός θα παραδώσει μια μέρα στην εισβολή».
Εισαγωγή στο Περί της Αικατερίνης των Μεδίκων
Η ηθική απόρριψη των νέων νόμων του χρήματος –αυτής της «αιτίας όλου του κακού», όπως γράφει ο Φλωμπέρ στο Λεξικό των Παραδεδεγμένων Ιδεών– αλλά και η απεγνωσμένη προσπάθεια να επιβληθεί επ’ αυτού (άλλοτε με αποτυχημένες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες και άλλοτε με δανεικά κι αγύριστα), είναι το κινούν αίτιο όλης της συγγραφικής ζωής του Μπαλζάκ που υπήρξε ένας εκ των πρώτων μεγάλων συγγραφέων του 19ου αιώνα οι οποίοι μπήκαν στη σειρά, συνεργαζόμενοι με το κομμάτι με τον τύπο μαζικής κυκλοφορίας (που εμφανίστηκε ταυτόχρονα με την εκδοτική επανάσταση) για να κερδίσει την οικονομική του ανεξαρτησία.
Η La Presse και η Le Siècle που ιδρύθηκαν το 1836, ανταγωνίζονταν άμεσα τους εκδότες λογοτεχνίας χάρη στο μυθιστόρημα σε συνέχειες, που ξεκίνησε η La Presse τη χρονιά γέννησής της με την Κόμισσα του Σόλσμπερυ του Αλέξανδρου Δουμά και τη Γεροντοκόρη του Μπαλζάκ. Μια μεγάλη παράδοση δημιουργήθηκε και θα γινόταν κυρίαρχη μέχρι την άφιξη του κινηματογράφου και την περαιτέρω μαζικοποίηση που –ειδικά μετά την εμφάνιση των κοινωνικών δικτύων– θα μετέτρεπε τη λογοτεχνική δημοκρατία σε… λογοτεχνική οχλοκρατία, με τους συγγραφείς πανικόβλητους να συνωθούνται πλέον στον Τύπο δημοσιεύοντας… δωρεάν.
Διαβάζοντας τα συμβαίνοντα στον Τύπο, εκείνη την εποχή, όπως ανατέμνονται με μοναδική ακρίβεια από τον Μπαλζάκ, έχει κανείς την αίσθηση ότι διαβάζει όλα όσα θα εξελίσσονταν π.χ. στην Ελλάδα έναν αιώνα μετά (αλλά αυτό είναι μια άλλη… ιστορία). Διότι δεν ήταν μόνο της Ιουλιανής Μοναρχίας φαινόμενο το ότι «η επιτυχία μπορεί να δικαιολογήσει κάποτε όλα τα μέσα, ακόμη και τα πιο επονείδιστα» όπως θα συνοψίσει ο Μπαλζάκ στις Χαμένες ψευδαισθήσεις, το περίφημο μυθιστόρημα όπου ο ποιητής Λυσιέν Σαρντό θα γίνει ο περιώνυμος δημοσιογράφος Λυσιέν Ντυ Ρυμπαμπρέ που όπως προέβλεπε ο Βινιόν, για να σταδιοδρομήσει θα έπρεπε
«το μυαλό του ν᾿ αποστεγνώσει, η ψυχή του να βρωμιστεί, να κάνει ένα σωρό ανώνυμες δειλές πράξεις μέσα στον πόλεμο των ιδεών, να γίνει ένας μισθοφόρος των πιο απαίσιων συμφερόντων. Κι όταν κι αυτός, όπως χίλιοι δυο άλλοι θάχει ξοδέψει τ᾿ όμορφο ταλέντο του προς όφελος των εμπόρων του Τύπου, θα τον αφήσουν να πεθάνει από πείνα αν πεινά, κι από δίψα αν διψά».
Ο Γκέοργκ Λούκατς είδε σε αυτό το μυθιστόρημα «το τραγικοκωμικό έπος της κεφαλαιοποίησης του νου», και πιο συγκεκριμένα, τον «μετασχηματισμό σε εμπόρευμα της λογοτεχνίας (και μαζί της κάθε ιδεολογίας)», την «κεφαλαιοποίηση της λογοτεχνίας από την παραγωγή χαρτιού σε λυρική αίσθηση».
Στο άλλο περίφημο μυθιστόρημα του Μπαλζάκ, τον Μπαρμπα-Γκοριό, όπου θα περιγραφεί με πρωταγωνιστή τον Ευγένιο Ραστινιάκ η πρώτη μορφή αδίστακτης ανόδου και αδιαίρετης ανάμειξης δύναμης και περιουσίας, για να πετύχει κανείς σε αυτόν τον κόσμο χρειάζεται τα «κλειδιά» που ο Βωτρέν υποδεικνύει: όλα είναι έγκλημα σε αυτήν την κοινωνία όπου ο άντρας με τα γάντια έχει «διαπράξει δολοφονίες όπου δεν χύνεται αίμα» και «τα θηράματα τον χαιρετούν, τον γιορτάζουν, τον δέχονται στην καλή κοινωνία». Για να πετύχει κανείς, πρέπει να είναι «κυνηγός εκατομμυρίων» έτοιμος για οτιδήποτε, αφού «το μυστικό της μεγάλης περιουσίας χωρίς εμφανή αιτία είναι ένα ξεχασμένο έγκλημα, εφόσον διαπράχθηκε σωστά». Ο Ραστινιάκ θα πάρει τα κατάλληλα μαθήματα, θα βασίσει την περιουσία και τη δύναμή του σε μια σχέση συμφέροντος με την Ντελφίν ντε Νυσενζέν, που είναι απλώς ένα εφαλτήριο για καριέρα.
Ο Οίκος Νυσενζέν, ένα ακόμη από τα μυθιστορήματα της «Ανθρώπινης Κωμωδίας», επικεντρώνεται στα τεχνάσματα της χρηματοοικονομικής κερδοσκοπίας. Ο Νυσενζέν είναι ένας από τους χαρακτήρες που επαναλαμβάνονται σε διάφορα έργα του μυθιστορηματικού κύκλου ως αρχετυπική εικόνα τραπεζίτη και αδίστακτου κερδοσκόπου της Ιουλιανής Μοναρχίας, που κέρδισε μια τεράστια περιουσία με ριψοκίνδυνες πράξεις, και ταυτόχρονα ένας άνθρωπος αμφιβόλου ηθικής, που επιτρέπει στη σύζυγό του Ντελφίν, κόρη του Μπαρμπα- Γκοριό, να έχει σχέση με τον Ραστινιάκ, ενώ ο ίδιος προσπαθεί να δημιουργήσει άλλες σχέσεις. Στο πρόσωπο του Νυσενζέν, ο Μπαλζάκ περιέγραψε λεπτομερώς τους μηχανισμούς του χρηματιστηρίου, της πίστωσης, της κερδοσκοπίας και τη δημιουργία μεγάλων περιουσιών κατά τη διάρκεια της εκβιομηχάνισης της Γαλλίας.
Είναι εντυπωσιακό πως όπως ο φτωχός αρωματοποιός του, ο Μπιροττώ, που οδηγήθηκε σε πτώχευση και θα πεθάνει επειδή ήθελε να αποπληρώσει τα χρέη του, ο Μπαλζάκ πέρασε τη ζωή του γράφοντας για να ξεπληρώσει χρέη που προκαλούνταν από τα ακριβά γούστα του και τις επικίνδυνες επιχειρηματικές του δραστηριότητες. Στον αιώνα όπου η προστασία του Ancien Régime δεν υπήρχε πλέον, οι συγγραφείς έπρεπε και αυτοί να υποτάσσονται στους κανόνες του νέου κόσμου. Αν ο Μπαρμπα-Γκοριό αποκαλύπτει τα μυστικά της τύχης μας, οι σελίδες του χειρογράφου σε ένα έξοχο συμβολισμό, χρησίμευσαν επίσης ως βιβλίο λογαριασμών για τον Μπαλζάκ, ο οποίος κατέγραφε εκεί τα χρέη του.
Σε αυτή την κούρσα με τον χρόνο και το χρήμα, ο Μπαλζάκ, όπως ο Ρυμπαμπρέ, πίστεψε ότι μπορούσε να απελευθερωθεί από την ευαγγελική προειδοποίηση: «Δεν μπορείς να υπηρετήσεις τον Θεό και τον Μαμωνά (το χρήμα)». Δεν τα κατάφερε. Όπως τόσοι και τόσοι ματαιόδοξοι άνθρωποι πριν και μετά από αυτόν, επιζήτησε να υπηρετεί δύο κυρίους, για να χάσει τελικά και στα δύο πεδία, μολύνοντας τη ζωή του και συντομεύοντάς την. Μας άφησε ωστόσο ένα ανυπέρβλητο έργο που μιλά για τη σχέση χρήματος και λογοτεχνίας, αλλά και γενικότερα για την εποχή του, με ακρίβεια που κανείς ιστορικός ή κοινωνιολόγος δεν πλησίασε.
Κλείνοντας αυτό το κείμενο, δεν μπορώ να αποφύγω τη σκέψη πως αν η Ιουλιανή Μοναρχία και μια ολόκληρη εποχή της Γαλλίας βρήκε στον Μπαλζάκ τον μέγα ζωγράφο της, η (κατά πολλά παρόμοια) εποχή της Μεταπολίτευσης στην Ελλάδα ζητεί ακόμη τον δικό της.
*
~.~
ΕΠΙΧΡΩΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ΚΕΝΟ
γράφει ο Κώστας Χατζηαντωνίου
*
*
