*
Αναρωτιέμαι τώρα γιατί ο Σεφέρης χαρακτήρισε τον στίχο του du Bellay ξένο
και στους δυο, το φάντασμα του Οδυσσέα εμφανίστηκε βυθισμένο στη νοσταλγία
θάλασσα, αγάπη, θύμηση—ενωμένα σε ένα,
σαν την Αγία Τριάδα,
τους πρόσφερε γαλήνη,
την πίστη πως η απώλεια δεν είναι απώλεια
μέσα στη ταραχή της ανάμνησης
Και οι δυο μού είναι οικείοι,
σύντροφοι, σαν αδελφοί, αυτόχθονες,
αποπνέουν ανάσες ηρεμίας και ανησυχίας·
κι αυτός ο νέος στίχος, που συμφιλιώνει τ’ ασυμφιλίωτα,
τα κάνει όλα πάτρια,
καθώς κοιτά πίσω, μακριά,
σχεδόν οραματικά
γυρεύοντας
Μια αγάπη με ακατέλυτο ρυθμό,
ακατανίκητη σαν τη μουσική και παντοτινή,
όπως λέει και ο ποιητής·
την άκουσε στο Αιγαίο η σύγχρονη ποιήτρια
αγναντεύοντας το αρχέγονο πέλαγος:
ξαναδιαβάζω τώρα τις «Μεταφορές»
τα κύματα θεριεύουν
τον Οδυσσέα ανεμοδέρνουν·
μια παλιά σκέψη μού μουρμουρίζει στο αυτί:
οι αναμνήσεις σου είναι δυο λογιών
ηφαιστειακές και παγετωνικές,
μα η ποιήτρια βρήκε τη χρυσή κλωστή
λίγο λάδι δηλαδή,
το νήμα της ζωής που οδηγεί
στην αρχέγονη πηγή,
την αγάπη δηλαδή,
ζωοφόρος θησαυρός
αυτή η αναγγελία:
δεν είμαστε νεκροί
ακόμη ζούμε, κατά βάθος
Αρίστη Τρεντέλ
*
*
*

