Month: Ιουλίου 2025

Τα θηράματα της ιστορίας

*

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

Αλέξανδρος Μηλιάς
Απ’ την Αθήνα φάντασμα
Πατάκης, 2025

Πώς μπορεί η τέχνη να μιλήσει για τα σύγχρονα κοινωνικά δεινά, για τις κυνικές μετατοπίσεις των ηθικών ορίων στις διεθνείς σχέσεις, την ανθρωποφαγία ενός και πάλι πολωμένου κόσμου που είναι αποφασισμένος να μονοπωλήσει τη νομή της ισχύος χωρίς να νοιάζεται πλέον για ιδεολογικά επιχρίσματα; Μπορεί να μπει σε ποίημα ό,τι συμβαίνει σήμερα στη Γάζα; Η νέα απροσχημάτιστη ξετσιπωσιά των πανάρχαιων μηχανισμών επιβολής τώρα που δεν πολυνοιάζονται για την απονομιμοποίηση των μεθόδων τους αφήνει για ακόμα μια φορά την ανθρωπότητα αμήχανη μπροστά στο προφανές και το πρωτόφαντο συνάμα. Και ο ρόλος του λογοτέχνη; Αισθάνεσαι συχνά πως ό,τι μπορείς να πεις για τα προσωπικά δεινά είναι μια πολυτελής, μια καταχραστική ιδιοποίηση ενός λόγου που οφείλει να αφήσει χώρο σε ό,τι υπέρτερο συμβαίνει αυτή τη στιγμή μπροστά στη μουδιασμένη μας επανάπαυση. Μα πώς να μιλήσει κάποιος για τη Γάζα, πώς μπορεί να μπει σε ποίημα ό,τι συμβαίνει σήμερα σε εκείνο το «εκεί» που επαναδιατάσσει δια παντός τα όρια του «εδώ»;

Ο Αλέξανδρος Μηλιάς επέλεξε να μιλήσει για το «εκεί» εντάσσοντάς το στο πάντοτε «ενταύθα», συνδέοντας τη σημερινή γενοκτονία με τις ιστορικές της αφετηρίες και τα διαχρονικά παράλληλά της, συστοιχώντας την σύγχρονη εκδοχή της βίας με ό,τι εντόπια και παγκόσμια έχει συμβεί και θα συμβαίνει: την Ελληνική Επανάσταση, τον Εμφύλιο και την Κατοχή, τα επαναστατικά κινήματα της Νότιας Αμερικής, το Βιετνάμ κ.ο.κ. Για να το πετύχει αυτό, στήνει ένα πυκνό δίκτυο σχέσεων ανάμεσα σε διαφορετικά είδη λόγου που επικοινωνούν διαλεγόμενα σε ένα πλατύ διακείμενο. Ένας λόγος-φάσμα που ταλαντώνεται ανάμεσα στην ενικότητα της προσωπικής οδύνης και στην πολλαπλότητα ενός πανοράματος φρίκης με σαφές κέντρο βάρους την τραγωδία στην Παλαιστίνη.

Αυτός ο λόγος-φάσμα εκπορεύεται από ένα ομιλούν και πάσχον υποκείμενο-φάντασμα, που είναι ταυτόχρονα το ποιητικό υποκείμενο, τα σκοτωμένα παιδιά της Γάζας, τα εκάστοτε θηράματα της ιστορίας, ένας λόγος στοιχειωμένος, εγκατοικημένος από τον ακατανόητο φόνο που ενοικεί στην καρδιά του σκότους που είναι η ανθρώπινη κατάσταση. (περισσότερα…)

Loggia

*

Τα δωμάτια είχαν δυσθεώρητο ύψος — στο σούρουπο, για παράδειγμα, το ταβάνι εξαφανιζόταν. Συχνά ξυπνούσε με ασαφή την αίσθηση του ύψους· τον προσγείωνε μια κουκουβάγια που δεν την είχε ακούσει ποτέ να κράζει, αλλά αιωρούνταν σταθερά από ένα κλαδάκι ιτιάς, που φύτρωνε κάθετα από μια ρωγμή στο κούφωμα του βορινού παραθύρου, ακριβώς πάνω απ’ το κρεββάτι του. Ήταν μια παράξενη κουκουβάγια: η πλάτη της ασημοπράσινη, τα νύχια της κίτρινα. Συνήθιζε να στριφογυρίζει γύρω από το κλαδάκι με τέτοια ταχύτητα, ώστε έμοιαζε με χρυσόμυγα — σαν κι αυτές που έδενε με σπάγκο και τις είχε για κατοικίδια όταν ήταν παιδί.

Ρωγμές υπήρχαν παντού. Κάθε τόσο του έφερναν στον νου τον σεισμό του ’81· κι έπειτα, μια ολόκληρη ακολουθία από μικροσεισμούς που του είχαν τύχει αργότερα, στην ενήλικη ζωή του, λες και η ανάμνηση ήταν ο κύριος σεισμός και ακολουθούσαν οι υπόλοιποι ως αποτέλεσμα της μνήμης και όχι των τεκτονικών μετατοπίσεων.

Ήταν κάπως άβολο που το κρεβάτι βρισκόταν στη γωνία, δίπλα στην πόρτα του δικηγορικού γραφείου. Πολλές φορές, στον ύπνο του, έμπαιναν πελάτες ή επισκέπτες και του έπιαναν την κουβέντα. Δεν μπορούσε να ξεχάσει εκείνο το κοριτσάκι που περίμενε να τελειώσει η μητέρα της το ραντεβού με τη δικηγόρο. Είχε θλιμμένα μάτια και κρατούσε την καρδιά της μέσα σε μια δερμάτινη θήκη — έμοιαζε με θήκη στυλογράφου. Επέμενε να βγάλουν μαζί μια σέλφι. (περισσότερα…)

Προστάτης άγγελος

*

Ποιος έχει γλιτώσει κι από πόσα ατυχήματα; Ποιο είναι το στατιστικό όριο του μοιραίου, του ανεπίστρεπτου;

Πρώτη Δημοτικού. Κρατούσε τη δερμάτινη σάκα του, το κοντραπλακέ με τις λέξεις από πλαστελίνη –Λόλα, μήλο;– και πέρασε χωρίς να κοιτάξει τον κεντρικό και μοναδικό σχεδόν τότε, ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Πετάχτηκε έξω η μάνα με το φρενάρισμα, τα γράμματα της πλαστελίνης γράψανε το πεπρωμένο στο οδόστρωμα, σώος ο μαθητής. Μπορεί να συνεχίσει στη Δευτέρα.

Η οδός Παλαιολόγου στο Χαλάνδρι συνδέει τη Φιλοθέη με την Αγία Παρασκευή. Τα αυτοκίνητα  τη δεκαετία του ’70 ακόμα λιγοστά. Ανεβαίνοντας προς το Γυμνάσιο έριχνε η παρέα ό,τι ξύλα πεύκου έβρισκε, κουκουνάρες, στη μέση του δρόμου κι έκανε χάζι με το ζιγκ-ζαγκ των αυτοκινήτων να τ’ αποφύγουν. Είπαμε, μυαλό δεν είχαμε! – και γιατί άλλωστε; Λίγο μετά άρχισε ο κόσμος να ξηλώνει –με λοστούς, ακόμα και με τα χέρια– τις γραμμές του Μουτζούρη που πήγαινε παλιότερα στο Λαύριο, για να μπορεί να περνάει απέναντι. Η λατρεία της ασφάλτου, των ορυκτών καυσίμων και το μένος κατά του Τρικούπη είχε βέβαια ξεκινήσει νωρίτερα. Χάθηκε η εικόνα της μαύρης ατμομηχανής μέσα στους καπνούς· έβγαινε έξω από την πόρτα, μόλις την άκουγε να σφυρίζει και τη χάζευε – κάτι από τον πίνακα του Ουίλλιαμ Τέρνερ, χωρίς την αγγλική βροχή. Μετά ασφαλτοστρώθηκε παράλληλα από τις γραμμές και η οδός Παπανικολή και έγινε άνοδος. Τα αυτοκίνητα αυξήθηκαν μετά το ’80 και ο συμμαθητής μας ο Αντώνης έβαζε στοίχημα για να διασχίσει και τα δυό ρεύματα με το ποδήλατο, χωρίς να κοιτάξει. Έπαιρνε φόρα, έδινε μια και πέρναγε. Είχε, φαίνεται προστάτη άγγελο τότε· γιατί αργότερα στον καρκίνο του, εκείνος μάλλον κουράστηκε μαζί του. Δεν είχε την ίδια τύχη η κυρία Ανθή, μητέρα του φίλου μας που προσπάθησε να περάσει την Παπανικολή βάζοντας το κεφάλι κάτω. Έμεινε με ένα χέρι σακατεμένο το υπόλοιπο του περίκλειστου αλλά υπερήφανου βίου της. Από τότε δεν ξαναφάγαμε νεραντζάκι γλυκό. (περισσότερα…)

Lawrence Durrell, «Όμηρε τυφλέ»

*

Μετάφραση ΛΗΤΩ ΣΕΪΖΑΝΗ

Εκτός από το ατμοσφαιρικό και βαθυστόχαστο Αλεξανδρινό κουαρτέτο, εκτός από τα υπόλοιπα μυθιστορήματά του και τα ηλιόλουστα ταξιδιωτικά του, εκτός από τις ενδιαφέρουσες επιστολές του προς τον Χένρυ Μίλλερ, ο λογοτέχνης Λώρενς Ντάρρελλ έγραψε και αξιόλογα ποιήματα. Ένα μικρό δείγμα εδώ με αναφορές στην Ελλάδα, την ιστορία και την μυθολογία της.

///

Όμηρε τυφλέ

Χειμωνιάτικη νύχτα ξανά, η σελήνη μελάνι
Στα μάρμαρα χύνει και αποσύρεται

Τα έξι πεύκα σφυρίζουν, τεντώνονται κι εκεί,
Στην ανατολή, έτοιμο περιμένει το πινέλο του πρωινού

Εκεί όπου λίγα άστρα ελληνικά σβήνουν και αναγεννώνται
Κάθε νύχτα σε ηχηρά και λαμπυρίζοντα λουτρά.

Τώρα προς τον χειμώνα κάθε τι έχει αποβάλει
Κάτι σημαντικό, το δέρμα του φιδιού, τα κέρατα του ελαφιού,

Άσε να φύγει της ποίησης το δέρμα και του σταφυλιού.

Όμηρε τυφλέ, οι σαύρες την ζέστη ρουφάνε
Απ’ τα βράχια, κι ωστόσο η άνοιξη,

Αθόρυβη σαν τα νομίσματα επάνω στα μαλλιά
Αιώνια επαναλαμβάνει τους διφθόγγους.

Αντάλλαξε ένα βλέμμα με κάποιον που η τέχνη του
Όλο μυστικοπάθεια κατά της μοναξιάς συνωμοτεί

Αυτόν τον Φεβρουάριο του ’46, σφυγμός κανονικός, νεύρα εν ηρεμία:
Διάδοχος πάθησης παρόμοιας, που ήρθε όμως αργότερα

Πολύ πιο αβέβαιος για το χάρισμα των λέξεων,
Δίπλα από ένα πιάτο ελιές, από ένα μελανοδοχείο στεγνό. (περισσότερα…)

Η κόλαση των άλλων

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ

/// 

Η αγάπη τελειώνει όταν σταματάς να φέρνεις λεφτά στο σπίτι. Ο γάμος: ένα παιχνίδι προσδοκιών και συμφερόντων, μια καθημερινή παράσταση όπου τα χαμόγελα εξαρτώνται από τις οικονομικές επιδόσεις. Από την ύπαρξη του άλλου παίρνουμε μόνο όσα εξυπηρετούν τα συμφέροντά μας. Δεν αγαπάμε το πρόσωπο ή την ψυχή του, δηλαδή την ιερότητά του. Αγαπάμε πακέτα παροχών. Όσο δίνεις, όλα καλά. Όταν σταματήσεις, αρχίζουν οι γκρίνιες και τα δράματα. Υπάρχουν και εξαιρέσεις αλλά αυτός είναι ο κανόνας.

~~~

Προκαλούμε το ενδιαφέρον των άλλων στον βαθμό που πιστεύουν ότι κάτι έχουν να κερδίσουν από μας ή όταν η εικόνα που έχουν σχηματίσει για μας ανταποκρίνεται στις προσδοκίες τους. Όσο υπάρχουν αυτές οι προσδοκίες υπάρχει και μια ψευδαίσθηση σχέσης. Όταν ανακαλύψουν ότι η πραγματική μας κατάσταση –κυρίως οικονομική– δεν είναι αυτή που φαντάζονταν, η αυταπάτη καταρρέει. Δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει που δεν απαντούν στις κλήσεις μας ή όταν σε κάποια τυχαία συνάντηση στο δρόμο αποφεύγουν να μας κοιτάξουν ή να πιάσουν κουβέντα μαζί μας.

~~~

«Μόνο εγώ θα μπορούσα να σε αντέξω» – η συνηθισμένη δήλωσή μου σε αγαπημένο πρόσωπο. «Κι εγώ εσένα» η απάντησή της.

~~~ (περισσότερα…)

Το παιχνίδι του Τραμπ με τους δασμούς

*

ΟΙ ΗΠΑ ΣΗΜΕΡΑ #3
γράφει ο Κώστας Μελάς

~.~

Από τον Απρίλιο, και την «Ημέρα Απελευθέρωσης», η κυβέρνηση Τραμπ έχει αυξήσει τους μέσους δασμούς εισαγωγών αγαθών, από 2,3% σε 8,8%, για το σύνολο των χωρών του πλανήτη. Για την ΕΕ, η μέση αύξηση υπολογίζεται από 1,3% σε 6,7%. Σημειώνουμε ότι κάθε ευρωπαϊκή χώρα υπόκειται σε διαφορετικό ύψος δασμού σε συνάρτηση με το εμπορικό της πλεόνασμα αλλά και με τα εξαγόμενα προϊόντα. Τα αποτελέσματα της δασμολογικής πολιτικής δεν είναι εύκολο αυτή τη στιγμή να αξιολογηθούν δεδομένου ότι ακόμη δεν έχουν ολοκληρωθεί οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της ΕΕ. Πάντως δυσκολίες θα υπάρξουν για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις μέχρι να βρεθεί νέο σημείο ισορροπίας, προφανώς με νικητές και ηττημένους. Μακροοικονομικά, πιθανολογείται ότι ένας δασμός 10%, όπως ισχύει σήμερα, σημαίνει επιβράδυνση της μεγέθυνσης κατά 0,1% για την ΕΕ. Βεβαίως αυτές είναι εκτιμήσεις ceteris paribus που συνήθως δεν επιβεβαιώνονται, διότι στην κοινωνία και στην οικονομία το παρελθόν δεν προβάλλεται αυτούσιο στο μέλλον.

Η υποτίμηση του δολλαρίου έναντι του ευρώ (-13% από την έναρξη της θητείας Τραμπ) αποτελεί επίσης ένα περαιτέρω πλήγμα για τους Ευρωπαίους εξαγωγείς. Καθιστά τις ευρωπαϊκές εξαγωγές λιγότερο ανταγωνιστικές και λειτουργεί ως «έμμεσος δασμός», αυξάνοντας τις πιθανές απώλειες για τους εξαγωγείς έως και 21% σε σύγκριση με την εποχή πριν από τον Τραμπ. Η απρόσμενη –σε σχέση με τις αποφάνσεις της «οικονομικής θεωρίας»– υποτίμηση του δολλαρίου έναντι του ευρώ αλλά και των υπόλοιπων βασικών νομισμάτων βοηθά μέχρι σήμερα την οικονομική λογική της κυβέρνησης Τραμπ, η οποία επιδιώκει πάση θυσία την υποτίμηση της αξίας του δολλαρίου πιστεύοντας ότι με τον τρόπο αυτό θα επανεκβιομηχανιστεί η χώρα και θα μειωθεί το εμπορικό έλλειμμα. (περισσότερα…)

Τὰ στοιχειωμένα δέντρα τοῦ Πρωτεσίλαου

*

του ΗΛΙΑ ΚΕΦΑΛΑ

Κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Τρωικοῦ πολέμου, δηλαδή χίλια διακόσια χρόνια μέσες ἄκρες πρὶν ἀπὸ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, πολλοὶ στρατοὶ ἀπὸ τὶς πόλεις-κράτη τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας συνεξεστράτευσαν κατὰ τῆς Τροίας, ἐπειδὴ τὸ πριγκιπόπουλό της ὁ Πάρις ἔκλεψε (μὲ τὴν θέλησή της ἤ ὄχι, δὲν ἔχει σημασία) τὴν Ὡραία Ἑλένη, σύζυγο τοῦ βασιλιᾶ τῆς Σπάρτης Μενελάου. Μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων βασιλιάδων καὶ πολεμαρχῶν, ποὺ ἤθελαν νὰ ξεπλύνουν τὴν ντροπή, ἦταν καὶ ὁ Πρωτεσίλαος, ἀρχηγὸς τοῦ στρατοῦ τῶν Θεσσαλικῶν πόλεων Φυλάκης, Ἀνδρώνας, Πυράσου καὶ Πτελεοῦ, ποὺ βρίσκονταν στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ Μαγνησίας. Καὶ νάτος ἐπικεφαλὴς σαράντα πλοίων ὁ Πρωτεσίλαος ποὺ ἔτρεξε ἀμέσως κι ἕνωσε τὶς δυνάμεις του μὲ ἐκεῖνες τῶν ἄλλων Ἑλλήνων. Ὡστόσο στὶς ἐνέργειες αὐτὲς προσέτρεξε ὠθούμενος καὶ ἀπὸ ἕνα ἄλλο, ἐντελῶς προσωπικὸ χρέος. Ἡ παράδοση τὸν μνημονεύει κι αὐτὸν ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς πολλοὺς μνηστῆρες ποὺ πολιορκοῦσαν τὴν Ὡραία Ἑλένη, προτοῦ ἐκείνη ἐπιλέξει τελικὰ τὸν Μενέλαο. Ὅλοι οἱ μνηστῆρες εἶχαν δεθεῖ τότε μὲ ὅρκο ὅτι θὰ ἦταν πάντα στὸ πλευρὸ τοῦ Μενελάου, ἂν κάποιο κακὸ τοῦ συνέβαινε στὸ μέλλον.

Τὸ ὄνομά τοῦ ἥρωά μας ὅμως δὲν ἦταν ἐξαρχῆς Πρωτεσίλαος, ἀλλὰ Ἰόλαος, καὶ ἦταν πρωτότοκος γιὸς τοῦ Ἰφίκλου καὶ τῆς Ἀστυόχης καὶ ἀδελφὸς τοῦ Ποδάρκη. Ἡ κακή του τύχη ἀρχίζει ἀπὸ τότε ποὺ ζοῦσε στὶς ἀνοιχτὲς πεδιάδες τῆς Θεσσαλίας καὶ ὡς Ἰόλαος εἶχε νυμφευθεῖ τὴν Λαοδάμεια, τὴν ὁποία παράτησε νύφη μιᾶς μέρας, γιὰ νὰ ἀκολουθήσει τοὺς ἄλλους Ἕλληνες στὴν Τροία. Καὶ ὄχι μόνο τὴν γυναίκα του παράτησε ὁ Ἰόλαος, ἀλλὰ καὶ τὸ καινούριο μισοχτισμένο σπίτι του, ἐπειδὴ τὸ χρέος καὶ ἡ φωνὴ τῆς πατρίδας μετροῦσαν περισσότερο ἀπ᾽ ὅλα καὶ τὸν καλοῦσαν ἐπιτακτικά.

(περισσότερα…)

Κενό επιθυμίας

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Πάθος, επιθυμία, πόθος, φλογισμένα κορμιά, ένστικτο, κάψα, φλόγα, ηδονή: πόσες φορές μπορεί να συναντήσει κανείς τις παραπάνω λέξεις στους τίτλους ταινιών του μεταπολεμικού κινηματογράφου κατά τον 20ό αιώνα και κατά τον 21ο αιώνα. Οι λέξεις, ενδεικτικές περιεχομένου φυσικά, δείχνουν τη βαθιά αλλαγή στους λόγους περί σεξουαλικότητας που συνέβη κατά την αντίστοιχη περίοδο, που αποτυπώθηκε στον λόγο του κινηματογράφου, ο οποίος με τη σειρά του ενίσχυσε και νομιμοποίησε τη διάχυση του λόγου αυτού εντός των κόλπων του κοινωνικού σώματος. Το δικαίωμα στην «επιθυμία» έγινε πλέον ένα κεκτημένο, η εν λόγω έννοια πιστοποιήθηκε πλέον ως καύσιμη ύλη της ανθρώπινης συμπεριφοράς και της ατομικής στάσης.

Στα 1965, όταν γυρίζεται δηλαδή η Αποστροφή του Πολάνσκι, η διαδικασία κατοχύρωσης της «επιθυμίας» κάνει τα πρώτα της βήματα. Όχι ότι δεν υπήρχε πρωτύτερα· ανιχνευόταν όμως μόνο από τη λαγωνική μύτη κάποιων ανήσυχων κριτικών ή από την τάση για κρυμμένους συμβολισμούς κάποιων θεατών. Από κει και πέρα τα πράγματα θα αλλάξουν άρδην και ο κινηματογράφος θα γίνει από τους κατεξοχήν εκπροσώπους της νέας σεξουαλικής ηθικής και των μοντέλων συμπεριφοράς που προοιωνίζονται την εδραία κατάσταση της δικής μας εποχής.

Και ναι μεν η επιθυμία αναδύεται, εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με την αποστροφή, με το αρνητικό τρόπον τινά, ή το αντίστροφο, της επιθυμίας. Όχι με το σβήσιμο, με την εξάλειψή της αλλά με τη δυναμική απόκρουσή της, ούτε καν με την απώθησή της, που δεν θα σήμαινε κατάργησή της, αλλά με τον δυναμικό παραμερισμό της, αν νοείται κάτι τέτοιο. Εξάλλου, η γλώσσα δεν μας βοηθά: μπορεί η απώθηση να έχει παραγάγει το επίθετο «απωθητικός», όπως, ας πούμε, απωθητικός μηχανισμός, αλλά το «αποστροφή» δεν μπορεί να παραγάγει κάποιο σύστοιχο επίθετο ή παράγωγο στα ελληνικά. (περισσότερα…)

Μια παγιωμένη δυστοπία: Για την κριτική στην Ελλάδα

*

της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

Στα «απόνερα» ενός ακόμα παροδικού παροξυσμού ως προς τα χαρακτηριστικά της κριτικής βιβλίων στην Ελλάδα, ανακυκλώθηκαν κοινότοπες πλέον διαπιστώσεις που ορίζουν και περιγράφουν μια παγιωμένη δυστοπία: παρακμιακοί μικρόκοσμοι στους οποίους συναθροίζονται ποιητές/τριες, λογοτέχνες και «κριτικοί» στο πλαίσιο ενός άμετρου δούναι και λαβείν, εγκωμιαστικοί σχολιασμοί για κάτω του μετρίου κείμενα, συνεχείς εκδουλεύσεις και ανταλλαγές ανάμεσα στις διαφορετικές συντεχνίες, υπερπαραγωγή κειμένων και διογκωμένες φιλοδοξίες αναγνώρισης σε ό,τι εκλαμβάνεται ως λογοτεχνικό/κριτικό πεδίο, «θρήνος και οδυρμός» για την ευτέλεια όσων παρατηρούνται, λογοτεχνικά βραβεία, συνεχόμενες εκδηλώσεις με απαγγελίες ποίησης, βιβλιοπαρουσιάσεις του συρμού όπου ανταλλάσσονται κολακευτικοί λόγοι, άχρωμες εταιρείες και συναθροίσεις παντός τύπου, «λογοτεχνικά περιοδικά» με σχεδόν την ίδια συντακτική ομάδα και πληθώρα αδιάφορων κειμένων από αυτούς/ες, μονογραφίες πρόχειρες και κακόγουστες.

Ο παραπάνω κατάλογος θα μπορούσε να γίνει περισσότερο λεπτομερής και να συνεχιστεί για πολλές σελίδες με την παράθεση μάλιστα ονομάτων, λίγο-πολύ γνωστών, και τη διαπίστωση ότι η κατάσταση αυτή παγιώνεται με όλο και πιο ισχυρούς τρόπους, δημιουργώντας τελικά ένα «γαϊτανάκι» υποκρισίας με διαφορετικές ιεραρχικές διαστρωματώσεις και ευτράπελα παιχνίδια εξουσίας από όσους έχουν μεγαλύτερο ή μικρότερο κύρος στις κριτικές αυθεντίες του χώρου. Δεν είναι επίσης λίγες οι φορές που στους κύκλους της τέχνης το ζητούμενο δεν έγκειται μόνο στην πώληση των βιβλίων και την ταυτοτική εγκαθίδρυση της ποιητικής ή κριτικής περσόνας αλλά και στην επιδίωξη μιας θέσης στον ακαδημαϊκό χώρο.

Κατά τις διαρκείς απόπειρες να απαντηθούν σε κάθε ιστορική φάση αοριστολογικά ερωτήματα ως προς το τι είναι τέχνη, λογοτεχνία, ποίηση και κριτική, τις περισσότερες φορές διεισδύει μια ποιμαντολογική αίσθηση, όπου ο καθένας προσπαθεί να τεκμηριώσει πληθώρα ιδιοτήτων: την εγγραμματοσύνη, την κριτική σύνθεση, τις γνώσεις, την εμπειρία, την εξειδίκευση στα κριτικά αιτούμενα. Στις ανταγωνιστικές και αναμενόμενες συγκρούσεις θεωρίας και πράξης εγείρονται λοιπόν ζητήματα πολιτικά και αισθητικά τα οποία συνδυάζονται με τη φουκωική έννοια την κυβερνησιμότητας. Και πιθανότατα σε μια συνθήκη με τα χαρακτηριστικά που κατονομάστηκαν σύντομα προηγουμένως ένα από τα ζητούμενα στα οποία πρέπει να επιμείνουμε και να διερευνήσουμε είναι πού τοποθετείται ο καθένας αναγνωστικά και προσωπικά απέναντί τους αλλά και τι ακριβώς μπορεί να γίνει σε ένα τοπίο με τέτοια χαρακτηριστικά. (περισσότερα…)

Ἐμπρὸς στὴν ἀναπόφευκτη πτώση

*

τοῦ ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Πῶς διαχειρίζεται μιὰ καλοζωισμένη κοινωνία, μιὰ ἐποχὴ ἀνέμελης εὐημερίας, τὸν μαρασμὸ ποὺ τὴν ἀπειλεῖ, τὴν παρακμή, τὴν ἀναπόφευκτη πτώση; Οἱ Ἀρχαῖοι εἶχαν τον στωικισμό, οἱ χριστιανοὶ τὴν καρτερία, οἱ βάρβαροι, οἱ ἐξαθλιωμένοι, οἱ ἀπόβλητοι εἶναι ἀνέκαθεν ἐξοικειωμένοι μὲ τὴν ὠμότητα. Στὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Ἱστορίας, τὰ πλήθη εἶχαν μιὰ κάποια ψυχικὴ προπαίδευση γιὰ τὸ μοιραῖο. Ἡ πιὸ μεγάλη τους θεότητα, κι ἂς μὴ τὸ παραδέχονταν ἐπίσημα, ἦταν ἡ Τύχη. Μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, ἦταν προϊδεασμένα γιὰ τὰ κέφια της.

Στὶς ὁριακὲς συνθῆκες, ἡ ἱστορικὴ πείρα διδάσκει ὅτι ἀναπτύσσονται δύο βασικὲς ροπές, δύο τάσεις ποὺ μπορεῖ νὰ μοιάζουν μετέωρες στὰ μάτια τῆς λογικῆς ἀλλὰ οἱ μάζες τὶς ἔχουν ἀνάγκη, ἀφοῦ βλέπουν σ’ αὐτὲς τὸ ψυχικὸ ἀποκούμπι τους. Ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ ἔχουμε τὴν προσμονή, τὴν παραδοχὴ μάλιστα τοῦ ἀναγκαίου τῆς Συντέλειας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὴν προσδοκία τῆς Λύτρωσης, ἂς εἶναι καὶ γιὰ τοὺς λίγους ἐκλεκτούς, ἂς εἶναι καὶ τὴν τελευταία στιγμὴ μέσα ἀπὸ τὴν ἄκρα δοκιμασία. Ὁ Κατακλυσμὸς καὶ ἡ Σωτηρία, οἱ Ἱππεῖς τῆς Ἀποκαλύψεως καὶ τὸ Φωτοστέφανο τοῦ Μεσσία: ὅταν ὁ κόμπος φτάνει στὸ χτένι τὰ πλήθη παλινδρομοῦν ἀνάμεσα στὶς δύο αὐτὲς στάσεις.

Σήμερα, σὲ σπαργανώδη ἀκόμη βαθμό, τὶς βλέπουμε καὶ πάλι νὰ στοιχειώνουν τοὺς φόβους καὶ τὶς ἐλπίδες τῶν μαζῶν. Στὰ λαλίστατα ΜΜΕ, ἡ ἄνοδος τῆς θερμοκρασίας τοῦ πλανήτη λ.χ. εἰκονογραφεῖται ὡς κλιματικὸς Ἁρμαγεδδὼν ποὺ τὸν ἀντιπαλεύει ἕνας τεχνολογικός, κυριολεκτικὰ ἀπὸ μηχανῆς, θεός. Ὅμως σὲ γενικὲς γραμμὲς ὁ ἐνδοκοσμικὸς μεσσιανισμὸς τὰ ἔχει φάει τὰ ψωμιά του. Κανεὶς δὲν πιστεύει πιὰ σοβαρὰ στὸ ὅραμα τῆς ἰδανικῆς πολιτείας, τὸ ὁποῖο γαλούχησε τόσες καὶ τόσες γενιές, στὴν οὐτοπία ἑνὸς τέλειου οἰκονομικοῦ συστήματος, στὶς ἐπαγγελίες τοῦ παντοσώτηρος τεχνοπολιτισμοῦ. (περισσότερα…)

Εσχάτη Κρίση

*

Στον Θανάση Γαλανάκη

Αχ κριτικέ, που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις
Κι αντί να μου νομοθετείς έγινες παραβάτης
Που ήξερες τον Μπένγιαμιν, τον Βέμπερ από στήθους
Και ήσουνα υπόδειγμα αισθητικής και ήθους
Που έβρισκες τους άγνωστους και υποτιμημένους
Και έπλεκες εγκώμια και μοίραζες επαίνους
Που μια ζωή ολάκερη δεν είπες ένα ψόγο
Κι έρχεται κάθε μπαγλαμάς να σου ζητά τον λόγο;
Πού βούταγες στην ποίηση ίσαμε το μεδούλι
Πώς γίναν ίσα κι όμοια αφεντικά και δούλοι;
Εσύ που ’σουν ανάχωμα στη ποίηση που φθίνει
Και τώρα ψάχνεις μάταια να ρίξεις την ευθύνη
Αχ κριτικέ, ποιος θα βρεθεί για σένα να δακρύσει
Και ποιος την δόλια κριτική θα βγάλει απ’ την κρίση;
Και τώρα δίχως κριτικούς, ποιον θα ’χουμε Μεσσία
Να μας κουνά το δάχτυλο με τόση παρρησία
Για μας τους ματαιόδοξους, ποιος θα ’ρθει να μιλήσει;
Η κριτική της κριτικής ήταν κι αυτή μια λύση.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

*

*

*

Άκληροι τράφοι || Το χειμωνιάτικο βράδυ ενός ηλικιωμένου ζευγαριού

*

Άκληροι τράφοι

Τα πρωινά βλέπαμε στις στράτες
πέτρες ξετραφισμένες, σωρούς από ξερολιθιές,
τρύπες να χάσκουνε να τις γυρολογά οκνά ο άνεμος.
Μην κι αποκάμανε να στέκουνε άπραγοι κι ανωφέλευτοι
και να ’ναι μόνο μέρη ενός τοπίου;
Μην τους χαλούνε οι καημοί των πεθαμένων
σαν ξαποσταίνουν πάνω τους όταν περνούνε;
Μην είναι αυτό το κεφαλιάτικο του χρόνου
και των στοιχειών το μερτικό;
Μην είναι οι πετρομάστορες που τους τρανώσαν
και παίρνουν τώρα πίσω την αγκούσα και τον μόχθο τους
γιατί δεν είναι πια κανείς την αξιοσύνη τους να την παινέψει
κι ένα κρασί να βάλει να φραθούνε;

Κι είναι νυχτιές πολλές που ακούγονται βελάσματα,
σφυρίγματα, κουδούνια, αχός από κοπάδια που διαβαίνουνε
και το πρωί μήτε κοπριές μήτε πατήματα
μήτε σημάδι από το πέρασμά τους
μονάχα ξετραχηλισμένοι τράφοι και πετροπέρδικες. (περισσότερα…)