*
2025: Έτος Μίκη Θεοδωράκη – Μύθοι και πραγματικότητες #4
γράφει ο Θάνος Γιαννούδης
Σειρά άρθρων που καλύπτουν όλη τη διάρκεια του «Αφιερωματικού έτους Μίκη Θεοδωράκη». Ερευνώνται οι διαφορετικές πτυχές της ζωής και του έργου του, οι ιδεολογικές του μεταστροφές, οι συνάφειές του με το μοντερνισμό, καθώς και με άλλους καλλιτέχνες. Τι μένει εντέλει από το πολύπλευρο έργο του πλέον μείζονος Έλληνα δημιουργού του 20ού αιώνα εκατό χρόνια μετά τη γέννησή του.
***
Η ιστορία, ως γνωστόν, δεν γράφεται με υποθέσεις και εναλλακτικά σενάρια, αλλά κατά βάση κινείται μπροστά από τα άτομα εκείνα που παίρνουν πρωτοβουλίες στο πεδίο, επηρεάζοντας καθοριστικά τον καιρό και την εποχή τους. Αξίζει, ωστόσο, στο σημερινό μας άρθρο να εισέλθουμε στην επικράτεια μιας εναλλακτικής πραγματικότητας, ερευνώντας το τι θα μπορούσε να έχει συμβεί στο ελληνικό τραγούδι αλλά και στο έργο του ίδιου του συνθέτη, στην περίπτωση που ο Μίκης Θεοδωράκης δεν είχε εμπλακεί τόσο ενεργά στην πολιτική ζωή του τόπου και δεν είχε προβεί, ταυτόχρονα, στη συστηματική μελοποίηση του ποιητικού λόγου. Δεδομένου ότι και οι δύο υποθέσεις είναι άμεσα και άρρηκτα συνδεδεμένες με τον πυρήνα της ζωής και του έργου του συνθέτη, σε τέτοιο βαθμό που αδυνατούμε πια να τον φανταστούμε και να τον ανασυστήσουμε άνευ εκείνων, γίνεται προφανές ότι εντέλει αυτό που επιδιώκουμε με το παρόν άρθρο δεν είναι τόσο να στήσουμε ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας παρά περισσότερο να ερευνήσουμε το πώς ήταν το ελληνικό τραγούδι πριν την έλευση του μείζονος δημιουργού και (κυρίως) τι έχει απομείνει την επόμενη μέρα που το παράδειγμά του έχει φαίνεται πως έχει απολέσει οριστικά (;) την άλλοτε δυναμική του.
Αν ο Μίκης Θεοδωράκης δεν είχε ασχοληθεί ενεργά με την πολιτική, το έργο του μάλλον θα είχε κερδίσει αλλά και ταυτόχρονα… χάσει συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων που το προώθησαν ή το χρησιμοποίησαν από τη μία, αλλά και το ανέγνωσαν μονοδιάστατα από την άλλη, βάσει αυτής και μόνο της ιδιότητας του δημιουργού του. Πράγματι, η σχεδόν απόλυτη σύζευξη του έργου και της περσόνας του Μίκη με την πολιτικο-κοινωνική του πορεία και περιπέτεια αποτέλεσε την αιτία να παραναγνωστεί ουκ ολίγες φορές η δημιουργία του: αφενός από σφοδρούς κι εμμονικούς επικριτές του ιδεολογικού του στίγματος που προσπάθησαν να το μειώσουν αισθητικά (π.χ. προδικτατορικά με τα «Γράμματα από τη Γερμανία»), να το απαγορεύσουν (καθεστώς 21ης Απριλίου), να το αποκλείσουν (σχεδόν σε όλες τις περιόδους έχουμε χαρακτηριστικά παραδείγματα) και να το σατιρίσουν (ιδίως στην ύστερη και όψιμη Μεταπολίτευση) ώστε να χτυπήσουν ιδεολογικά, ενίοτε δε σε έναν άξονα αμιγώς εφήμερο κι επικαιρικό, την πηγή του, δηλαδή τον ίδιο τον δημιουργό του, και αφετέρου από πιστούς ομοϊδεάτες του συνθέτη που προέτασσαν (συχνά ανάλογα με την εκάστοτε μετατόπιση ή βραχύβια πολιτική συμμαχία του) παραχαραγμένα ή ξαναδιαβασμένα τμήματα και αποσπάσματα μονάχα του έργου του ώστε αυτά να χωρέσουν βολικά στα ήδη έτοιμα αφηγήματά τους και στις συγκεκριμένες στοχεύσεις της κάθε περίπτωσης και συγκυρίας. Ένας Θεοδωράκης εκτός του πολιτικού νυμφώνος πιθανότατα να είχε αποφύγει αυτού του τύπου τις «φίλιες» και «εχθρικές» ματιές και αναγνώσεις του έργου του, με τίμημα, όμως, από την άλλη, όπως θα εξετάσουμε και παρακάτω, μια σαφώς μικρότερη συγκριτικά απεύθυνση και αποδοχή από τα ευρύτερα λαϊκά ακροατήρια.
Αν ο Μίκης Θεοδωράκης δεν είχε προβεί μαζικά στην ποιητική μελοποίηση, τότε ίσως οι νεανικές μελοποιήσεις έμμετρων ποιημάτων του τύγχαναν μεγαλύτερης αναγνώρισης. Ο «σπόρος» της ποίησης και της ενασχόλησης με εκείνη (με βασικό δίαυλο, όπως ο ίδιος ομολογεί, τον Κωστή Παλαμά) είχε μπει από μικρή ηλικία στον συνθέτη κι εκφράστηκε τόσο με την αυτοέκδοση μιας νεανικής ποιητικής συλλογής όσο και με τη μελοποίηση, κατά την ίδια χρονική περίοδο, αρκετών ποιημάτων, έμμετρων κι εστιασμένων στην παιδική και νεανική ηλικία. Τα συγκεκριμένα ποιήματα, που εκκινούν από ποιητές στο επίκεντρο του νεοελληνικού «κανόνα» (Παλαμάς, Δροσίνης) και καταλήγουν να αγγίζουν μέχρι και ελάσσονες μοντερνιστές, φαίνεται πως στην πορεία του έργου του Μίκη, ιδιαίτερα έπειτα από την οργανωμένη απόπειρα του «έντεχνου – λαϊκού» τραγουδιού, αφέθηκαν εντελώς στην άκρη και τη λήθη, προορισμένα κατά βάση για παιδικές χορωδίες ή για πολύ νεανικές ηλικίες. Η ύπαρξή τους και μόνο, ωστόσο, φανερώνει τόσο το ρόλο της ποίησης στο έργο του συνθέτη ήδη από τα πρώτα του βήματα και το δημιουργικό του ξεκίνημα όσο και μια διαφορετική μουσική κι αισθητική προοπτική που θα μπορούσε να έχει ακολουθήσει αν δεν επιχειρούσε να συνδέσει αργότερα προγραμματικά την ποίηση με το λαϊκό τραγούδι.
Αν ο Μίκης Θεοδωράκης δεν είχε ασχοληθεί ενεργά με την πολιτική, τότε ενδεχομένως οι «δυτικότερες» εκφάνσεις του πολυσχιδούς του corpus, ιδίως η συμφωνική – ορχηστρική, να αναπτύσσονταν περισσότερο. Σταθερό παράπονο του Θεοδωράκη υπήρξε η υποτίμηση και ο παραγκωνισμός του (εκτεταμένου ποσοτικά) συμφωνικού του έργου, με τον ίδιο να τονίζει σε κάθε ευκαιρία ότι η πολυτάραχη ζωή του υπήρξε εντέλει ο κρίσιμος εκείνος παράγοντας που δεν του επέτρεψε να αφοσιωθεί στη μουσική ακόμα περισσότερο και να δώσει ακόμα δυνατότερα νεοκλασικά και συμφωνικά έργα, απότοκα μιας μακρόχρονης και πληρέστερης σπουδής και τριβής. Ένας συνθέτης Θεοδωράκης που στα κρίσιμα χρόνια της ενηλικίωσης και της διαμόρφωσης δεν θα είχε διέλθει όλων εκείνων των κόπων και των βασάνων που η πολιτική στράτευση και η αταλάντευτη στάση του επέφεραν, πιθανόν να είχε κατορθώσει να εντρυφήσει περισσότερο στο «δυτικότροπο» τμήμα του έργου του, ακολουθώντας τις ήδη διαμορφωμένες πεπατημένες των μεγάλων κλασικών και των μειζόνων νεωτερικών επιγόνων τους (Σοστακόβιτς κ.α.) κι έχοντας μικρότερη ανάγκη για τον ελληνικό εμπλουτισμό και τη δημιουργική ανατροπή τους μέσω της πρόσμιξης με το ελληνικό και το «ανατολίτικο» στοιχείο, κίνηση που εν πολλοίς εκπορεύτηκε (και) από την πολιτική στράτευση του καλλιτέχνη, αποτελώντας μια πολιτική / κοινωνική / πολιτισμική «απάντηση» και αντιπρόταση στη μονοπώληση του πατριωτισμού και των καλλιτεχνικών εκφάνσεων του τελευταίου από την πλευρά του δυτικόφιλου κυρίαρχου μεταπολεμικού συστήματος.
Αν ο Μίκης Θεοδωράκης δεν είχε προβεί μαζικά στην ποιητική μελοποίηση, μάλλον δεν θα ήταν ίδια και η μοίρα ορισμένων μειζόνων Ελλήνων ποιητών, ιδιαίτερα ως προς την απήχηση του συγγραφικού τους έργου στις πλατύτερες λαϊκές μάζες. Μεγάλη αλήθεια, που πρώτοι, μάλιστα, παραδέχθηκαν και οι ίδιοι οι ποιητικοί δημιουργοί, αποτελεί το γεγονός ότι ακριβώς οι μελοποιήσεις του Θεοδωράκη, αρχικά, και το ευρύτερο αισθητικό κίνημα που τον ακολούθησε, έπειτα, ήταν εκείνες που έδωσαν νέα ώθηση στο έργο τους, βοηθώντας το να φτάσει στα χέρια μεγαλύτερου κομματιού αναγνωστών, πέραν των στενών φιλολογικών και καλλιτεχνικών κύκλων και των λοιπών παροικούντων τη λογοτεχνική συντεχνία. Από τις ενστάσεις, αρχικά, του Σεφέρη και του Ρίτσου, στην τυφλή κι απόλυτη εμπιστοσύνη του Ελύτη και –κατόπιν– στην ομόθυμη αποδοχή όλων τους, αποτελεί πια κοινό τόπο ότι το τολμηρό εγχείρημα της συνένωσης του «λόγιου» κι «έντεχνου» ποιητικού λόγου με την«μαζική» λαϊκή μουσική ωφέλησε εντέλει καθοριστικά και τους ίδιους τους ποιητές, τη δημοφιλία τους, την επιδραστικότητά τους στη μακροχονία και τη μοίρα του αυτόνομού τους έργου, ακόμα (κι ας επιμείνουμε σ’ αυτό το στοιχείο) και του μη μελοποιημένου τμήματός του που εξ αντανακλάσεως φωτίστηκε εξίσου. Ο Μίκης Θεοδωράκης κατέστη, έτσι, το κρίσιμο «κλειδί» που άνοιξε στο ευρύ κοινό έναν νέο κόσμο, ο απαραίτητος εκείνος δίαυλος που επέκτεινε το πεδίο για την εγχώρια και διεθνή τους απήχηση –κι ενδεχομένως, ακόμα, κι ένας ακόμα παράγοντας για τις πλέον μείζονες διεθνείς τους βραβεύσεις που ακολούθησαν, στον οποίο δεν έχουν αποδοθεί ως προς αυτό τα εύσημα που του πρέπουν.
Αν ο Μίκης Θεοδωράκης δεν είχε ασχοληθεί ενεργά με την πολιτική, πιθανότατα και η ίδια η δημοφιλία του, καθώς και η αναγνώρισή του ως καλλιτέχνη, δημιουργού κι εν γένει διανοούμενου να μην είχαν ποτέ φτάσει στο σημείο που έφτασαν. Η στράτευση του Θεοδωράκη από την εφηβική ηλικία στο χώρο της Αριστεράς και –ιδίως– οι συνέπειες που εκείνη είχε ως προς τη ζωή του, με τους εκτοπισμούς, τις φυλακίσεις, τα βασανιστήρια, τις εξορίες και τις ανά περιόδους απαγορεύσεις του έργου του, έδρασαν εντέλει μάλλον αντίστροφα από το επιθυμητό για το μετεμφυλιακό καθεστώς, καταλήγοντας να γιγαντώσουν το μύθο του και φέρνοντας τον ίδιο αλλά και τη δημιουργία του σε επαφή με μεγάλες λαϊκές μάζες «μη ειδημόνων», οι οποίες σε αντίθετη περίπτωση δεν θα είχαν ποτέ και με κανέναν τρόπο διασταυρωθεί μαζί του. Ο Μίκης Θεοδωράκης κατέστη μέσω αυτής της διαδικασίας ένα αέναο σύμβολο του αταλάντευτου και αδιάκοπου αγώνα κόντρα στην εξουσία και σε κάθε είδους «κατεστημένο», γεγονός που λειτούργησε πολλαπλασιαστικά τόσο για την ατομική του αναγνωρισιμότητα όσο και για την ευρύτερη διάχυση της καλλιτεχνικής του δημιουργίας σε ευρύτερα ακροατήρια που βρίσκονταν πέραν των ως τότε παγιωμένων μουσικών οριοθετήσεων, καταλήγοντας, έτσι, να χαρτογραφήσει εκ νέου την ελλαδική μουσική επικράτεια ως τμήμα ενός ευρύτερου εντέλει ανύσματος που την περικλείει και την υπερβαίνει.
Αν ο Μίκης Θεοδωράκης δεν είχε προβεί μαζικά στην ποιητική μελοποίηση, κατά πάσα πιθανότητα και το ευρύτερο επίπεδο του στιχουργικού λόγου δεν θα είχε φτάσει στα ύψη που έφτασε κατά την εικοσαετία 1960-80. Η τολμηρή προσπάθεια προώθησης του ποιητικού λόγου σε ευρύτερα ακροατήρια κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα «υψηλό πρότυπο» και να γεννήσει μια αξιοσημείωτη άμιλλα μεταξύ των ομοτέχνων, οδηγώντας προοδευτικά ακόμα και την «απλούστερη» λαϊκή στιχουργία που δεν προέτασσε εν γένει προγραμματικά αξιώσεις ποίησης σε μια αισθητική ανόρθωση χωρίς προηγούμενο. Με άτυπο πρωτεργάτη αυτού του κινήματος τον Νίκο Γκάτσο, ποιητή που στράφηκε εν συνεχεία εξ ολοκλήρου στην έντεχνη στιχουργία και βασικό συνεργάτη (και) του Μίκη Θεοδωράκη κατά τα κρίσιμα χρόνια της διαμόρφωσης ενός νέου καλλιτεχνικού παραδείγματος, βγήκε στο προσκήνιο και την επιφάνεια μια νέα γενιά στιχουργών (ή και φτασμένων και αναγνωρισμένων ποιητών που άνοιγαν τα φτερά τους και σ’ αυτό το πεδίο), η οποία προϋπέθετε ως βάση το εγχείρημα του συνθέτη και τις νέες δυνατότητες που εκείνο άνοιγε μπροστά τους. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί σταδιακά μια νέα αίσθηση του λόγου που υπερέβαινε το ως τότε διαμορφωμένο λεκτικό του λαϊκού τραγουδιού, μιλούσε ενίοτε ισάξια με τον αμιγώς ποιητικό λόγο κι εντέλει σημάδεψε ως σημείο αναφοράς το νεότερο λαϊκό μας πολιτισμό.
Αν ο Μίκης Θεοδωράκης δεν είχε ασχοληθεί ενεργά με την πολιτική, εντέλει δεν θα του είχε δοθεί η δυνατότητα να συνθέσει ορισμένα από τα πλέον κομβικά και καθοριστικά του έργα. Αδυνατούμε σήμερα, δικαίως, να φανταστούμε έναν Θεοδωράκη χωρίς τον Ρίτσο και τον Λειβαδίτη, δίχως τα επαναστατικά τραγούδια και τους «Θούριους», άνευ της απόλυτης σύμπλευσης με τον παλμό, τους αγώνες και τα οράματα της κάθε εποχής και της εκάστοτε συγκυρίας που εμπνεύστηκαν από / ταυτίστηκαν με την πολυτάραχη ζωή του, τις στρατεύσεις και τους αγώνες του, όντας σε μια αταλάντευτη διαλεκτική μαζί τους. Ένας τέτοιος συνθέτης ενδεχομένως να είχε μεν κατορθώσει να αποκτήσει μια εφήμερη (ή και ευρύτερη χρονικά) εγχώρια και διεθνή επιτυχία τύπου Ξενάκη (που, επίσης, πάντως είχε υπάρξει στα νιάτα του «στρατευμένος»), να ήταν αναγνωρισμένος από τους κύκλους των ειδημόνων, των μοντερνιστών ή των θιασωτών της νέας συμφωνικής μουσικής, με επιμέρους έργα του πιθανότατα να παίζονταν ανά διαστήματα σε εξειδικευμένες βραδιές στα Μέγαρα Μουσικής και τα Ωδεία, αλλά δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να ταυτιστεί με τον «εθνικό» και τον «παλλαϊκό» Μίκη, όπως τον έχει διαμορφώσει το συλλογικό μας ασυνείδητο. Το ολιστικό του όραμα θα έμενε ξεκάθαρα σε μια τέτοια περίπτωση λειψό και τμηματικό.
Αν ο Μίκης Θεοδωράκης δεν είχε προβεί μαζικά στην ποιητική μελοποίηση, τα αιτήματα και η «δικαίωση» της λεγόμενης λογοτεχνικής Γενιάς του ’30 πιθανόν να έμεναν μετέωρα. Παρόλο που σε μια πρώτη κι επιφανειακή ανάγνωση πιθανόν να μην γίνεται εύκολα κατανοητό, η εικόνα και η αντίληψη που έχουμε σήμερα για τη λεγόμενη «Γενιά του ’30» προέρχεται εν πολλοίς από τη μαζική μελοποίηση των επιφανέστερων ποιητικών εκπροσώπων της, με τον Θεοδωράκη να αποτελεί το «διαβατήριο» για την ευρύτερη απήχηση του συγγραφικού τους έργου, όπως, άλλωστε, προαναφέρθηκε. Με την κριτική να έχει συχνά επισημάνει πως η συνθετική απόπειρα των Μίκη Θεοδωράκη – Μάνου Χατζιδάκι και της γενιάς που τους ακολούθησε αποτελεί ό,τι πιο κοντινό σε μια μουσική προβολή των αιτημάτων της λογοτεχνικής Γενιάς του ’30 στους άξονες της επεξεργασμένης επικοινωνίας με μια ευκταία ανόθευτη λαϊκότητα και της προσέγγισης των εννοιών της παράδοσης και της εντοπιότητας με νεωτερικούς αυτή τη φορά όρους, καθίσταται προφανές πως και η δόμηση του κανόνα της νεότερης ελληνικής Λογοτεχνίας, μέσω της ετερογονίας των σκοπών, έχει εντέλει διαμορφωθεί μέσω της κομβικής και καθοριστικής μεσολάβησης του συνθέτη και δημιουργού Θεοδωράκη. Μια διαφορετική καλλιτεχνική επιλογή του, επομένως, αλλά και μια απομάκρυνση από το αισθητικό του υπόδειγμα, όπως αυτή που συντελείται πλέον εκ νέου, ολοένα και πιο κραυγαλέα και απροκάλυπτα, θα είχε (και έχει) αλυσιδωτές συνέπειες σε όλο το μήκος και το φάσμα του νεοελληνικού πολιτισμικού παραδείγματος…
///
-> Στο επόμενο άρθρο μας θα προβούμε στην παρουσίαση ορισμένων χαρακτηριστικών τραγουδιών σε στίχους του ίδιου του Μίκη Θεοδωράκη, επιλεμένων από διαφορετικές φάσεις και περιόδους του έργου του, επιχειρώντας να τα συνδέσουμε με τα δεδομένα, τους αγώνες και τα προτάγματα της εποχής τους.
*
*
*
