*
ΣΑΠΙΟ ΝΕΡΟ
Βαστώ μιαν ανάσα φωτιά στο πνευμόνι·
φελλοί στα ρουθούνια, στο στόμα πανί.
Η σάρκα μου αλέθεται, σπάζει, παλιώνεικι αλέθει: φορέματα, δείπνα, ηδονή.
Γωνιές σκαληνών ανεκπλήρωτων λειαίνω
να γίνουνε τσέρκια, δακτύλιοι στιλπνοί·κυλάνε μακριά μου και πίσω ξεμένω,
σαν πάσσαλος μοιάζω μπηγμένος στη γη.
Και ποιο είν’ ενός πάσσαλου το πεπρωμένο;Να στέκει. Το σώμα του όλο πληγή·
μ’ αγκίστρια και σύρμα τα μέλη μπλεγμένα·
λιγότερος μένει από δύση σ’ αυγήκαθώς η σκουριά τα ’χει κανονισμένα…
Φορές σαν διαβαίνω από έλη κοντά
–σαν τραύματα χάσκουν κακοφορμισμένα–η εικόνα σε κάποια απορία απαντά:
«Ποια είμαι; Ποιας βίο διάγω;» Τι κρίμα
εδώ ο εαυτός σου να σε συναντάστις λάσπες του βούρκου… Αβάδιστο βήμα
σ’ αργό σημειωτόν ξοδεμένο, νωθρό· (περισσότερα…)

