*
της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ
Μοι απεκρίθη ευμενής
— Τι με κοιτάζεις τρέμων;
Εγώ δεν είμαι δαίμων,
Ψυχάς να κυνηγώ.
Είμαι θεός του γέλωτος,
Των πονηρών ο τρόμος,
Χαρά των άλλων, Μώμος
Ο σκώπτης είμ’ εγώ.
Οπόσα πάθη σύγχρονα
Σου έσχισαν τα στήθη
Γνωρίζω, μ’ απεκρίθη
Κ’ επίτηδες εδώ,
Σε ήλθα μόνον να ιδώ,
Και να τα βαλσαμώσω
Κατέβην να σε σώσω
Από τον μαρασμόν.
Στο ποίημα «το Κυνήγιον» του Ζαλοκώστα ο θεός του γέλιου, του σαρκασμού και της ειρωνείας Μώμος παίρνει τον ποιητή σε ένα ταξίδι προκειμένου να τον σώσει από τον μαρασμό, την πικρία και τα βάσανα που προκλήθηκαν από τον θάνατο των παιδιών του. Από το ποίημα αυτό λείπει το τέλος. Δεν γνωρίζουμε ποια λύση δίνεται και αν ο Μώμος σαν τα φάντασματα του Ντίκενς στη Χριστουγεννιάτικη ιστορία καταφέρνει να μεταφέρει ξανά κάτι από τη χαρά της ζωής. Αυτή η εκκρεμότητα του τέλους είναι κατά τη γνώμη μου διπλά σημαίνουσα προς δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. Στην πρώτη περίπτωση οι αξιολογικές κρίσεις, οι αποτιμήσεις και οι διαφορετικές ερμηνευτικές προσλήψεις για το έργο ενός ποιητή ή ποιήτριας στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον δεν συνοδεύονται ποτέ από μια οριστική τελεία και παύλα. Παραμένουν διαρκώς ανοιχτές και διλημματικές, εγκιβωτίζοντας την εκάστοτε ιστορικότητα και τους κοινούς τόπους της εποχής, τα διαφορετικά αισθητικά, πολιτικά και ιδεολογικά διακυβεύματα, καθώς και τις υποκειμενικές φωνές κριτικών και αναγνωστών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω ως προς τον ποιητή Γεώργιο Ζαλοκώστα είναι η διαμάχη του Ροΐδη το 1877 με τον Άγγελο Βλάχο. Εισηγητής ο πρώτος της κριτικής επιτροπής στον διαγωνισμό του συλλόγου Παρνασσός, ο Ροΐδης απορρίπτει συνολικά την ποιητική παραγωγή της εποχής και τον ποιητή, ενώ ο Βλάχος προτάσσει ανάμεσα σε άλλους ποιητές τον Ζαλοκώστα με το επιχείρημα ότι δεν είναι οι κοινωνικές επιδράσεις που πρέπει να διαμορφώνουν το έργο των ποιητών αλλά η ποιητική ευφυία και το ταλέντο τους. Οι διαφορετικές κρίσεις για τους ποιητές και το έργο τους επιδρούν παράλληλα στο ταυτοτικό περιεχόμενο των χαρακτηριστικών που αποδίδονται στους ποιητές. Έτσι ο Ζαλοκώστας μπορεί να καταγραφεί σαν ένας «ατάλαντος ποιητής» που δεν καταφέρνει να μεταφέρει το στίγμα της εποχής και να το αποδώσει στο έργο του, ενώ στην αντίθετη θέση του Βλάχου κεντρικό στοιχείο της ταυτότητας του Ζαλοκώστα είναι η ποιητική του ικανότητα η οποία τον ακολουθεί σε όλα τα ποιήματα και τις θεματικές τους.
Στη δεύτερη περίπτωση η απουσία οριστικού τέλους αφορά στην κατασκευή του δίπολου ζωή-θάνατος και χαρά-λύπη. Και τα δύο αυτά αντιθετικά ζεύγη είναι κεντρικά στις βιογραφικές καταγραφές για τη ζωή του Ζαλοκώστα αλλά και διατρέχουν κατά τη γνώμη μου ολόκληρη την ποιητική του. Στην αυτονόητη λοιπόν διαπίστωση πως οι εναλλαγές χαράς και λύπης, καθώς και ζωής θανάτου είναι αναπόφευκτες ο ποιητής παρά τις βαρύτατες απώλειες με τους συνεχόμενους θανάτους των οικείων του από νεαρή ηλικία και μέχρι το τέλος της ζωής του που διαποτίστηκε από τον θάνατο εφτά από τα εννιά παιδιά του δεν σταμάτησε στη ζωή και την ποίησή του να φέρνει στα όριά της τις αντινομίες ζωής και θανάτου και να τις κινητοποιεί στην ποίησή του, φέρνοντάς τες συχνά σε μια λεπτή ισορροπία. Η χρήση της διπλής γλώσσας στην ποιητική του καθαρρεύουσας και δημοτικής ορίζει τη διάκριση των γεγονότων της δημόσιας και ιδιωτικής του ζωής, συμφωνώντας ίσως με την άποψη του Κ. Θ. Δημαρά πως ο Ζαλοκώστας ήταν «αισθητικά και γλωσσικά διχασμένος». Μέσα στο έργο του διασταυρώνεται η αθηναϊκή με την εφτανησιώτικη σχολή, τέμνοντας παράλληλα την επική και λυρική ποίηση.
Επαναστάτης και αγωνιστής στην επανάσταση του 1821 και στους αγώνες του Μεσολογγίου ο Ζαλοκώστας μετέφερε σε επικούς τόνους το όραμα της εθνικής απελευθέρωσης, κάνοντας συνεχή χρήση των κυρίαρχων κατασκευών που κινούνταν γύρω από τα πατριωτικά οράματα και τη σύνδεση με τη θρησκεία και τη γενναιότητα των Ελλήνων και δημιουργώντας συνεχείς αντιστίξεις για τις ηρωικές θυσίες των Ελλήνων, τερατώδεις απεικονίσεις των Τούρκων κατακτητών και της σκληράδας τους κι επίσης φρικιαστικές εικόνες θανάτου και σφαγών από τις διάφορες μάχες.
Ό,τι εν κάλπη κρύπτεται, ό,τι θνητός δεν βλέπει
Θνήσκων ο μάρτυς διορά.
Ακούσατε τα θλιβερά,
Τα εμπνευσμένα έπη
ανέφερε ο Ζαλοκώστας στο απόσπασμα του ποιήματος «Η τελευταία νυξ».
Όπως αναφέρει και ο καθηγητής Ευάγγελος Αυδίκος στο άρθρο του «Ο θάνατος ως δημόσιο και ιδιωτικό γεγονός στην ποίηση του Ζαλοκώστα» , η ποίηση του Ζαλοκώστα εμπλέκει μια θανατολογία, μπορεί να ειδωθεί ως μια διαρκή μελέτη για τον θάνατο. Στα επικά του ποιήματα που εμπλέκουν σκηνές της επανάστασης και του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα κυριαρχεί ο ηρωικός θάνατος. Πρόκειται για το καθήκον των Ελλήνων να θυσιαστούν για την πατρίδα τους. Αυτός είναι σύμφωνα με τον ποιητή η υπέρτατη οφειλή που καλύπτει κάθε άλλη ανάγκη. Ο θάνατος εδώ είναι δημόσιο γεγονός. Σε αυτά τα ποιήματα ο Ζαλοκώστας μιλά από τη θέση υποκειμένου του πατριώτη που οραματίζεται την ελεύθερη χώρα του και αγωνίζεται γι’ αυτή. Στην πατριωτική του ταυτότητα ο Ζαλοκώστας αναφέρει τους θανάτους γνωστών και άγνωστων Ελλήνων αγωνιστών, ως υπερασπιστής των αδικημένων της επανάστασης, προσπαθώντας να τονώσει το πατριωτικό φρόνημα των συμπατριωτών του, τιμώντας το αξιακό σύστημα που επιβάλλει η εθνική ελληνική ταυτότητα και η εθνική μνήμη. Ο ποιητής θεωρεί καθήκον του να συμμετέχει στην ενίσχυση της ελληνικής ταυτότητας, δημιουργώντας ένα σύνθετο μαρτυρολόγιο με όσους τίμησαν την πατρίδα τους. Ο ένδοξος θάνατος γίνεται τοιουτοτρόπως υπενθύμιση του εθνικού καθήκοντος κάθε Έλληνα πολίτη, ενώ ο ίδιος ο ποιητής λειτουργεί σαν μάρτυρας που εξιστορεί. Με αυτήν την έννοια έχει δίκιο ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος ο οποίος διαβάζει τον Ζαλοκώστα και ως πολιτικό ποιητή.
Το οξύτατο πένθος του Ζαλοκώστα για τον θάνατο των παιδιών του είναι ορατό και στην ποιητική του που διαφοροποιείται σε σχέση με τα ποιήματα με θεματική την επανάσταση και το πατριωτικό ήθος που περιγράψαμε παραπάνω. Εδώ ο θάνατος και ο θρήνος προέρχονται από συμβάντα της ιδιωτικής ζωής που όμως με την ποιητική εκφορά εντάσσονται στον δημόσιο χώρο και γίνονται κοινό κτήμα όλων των ανθρώπων που έχουν υποφέρει και διαψευστεί μέσα από τις διαφορετικές προσωπικές τους οδύνες. Στοιχεία από το δημοτικό τραγούδι, το μοιρολόι και ο ελεγειακός λυρικός τόνος χρησιμοποιούνται από τον Ζαλοκώστα για να εκφράσει τις προσωπικές του τραγωδίες και να τοποθετηθεί πάνω στα βάσανα της ζωής. Ο ποιητής δεν έχει μόνο την ταυτότητα του πατέρα που θρηνεί. Γίνεται ο φιλόσοφος, ο στοχαστής και ο αφηγητής που υπενθυμίζει συνεχώς στο κοινό του τη μοίρα του θανάτου που είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη ζωή. Ό,τι εκλαμβάνεται ως προσωπική ήττα και απώλεια μετασχηματίζεται σε αυτό που ο Δημαράς αναγνώρισε ως τρυφερότητα. «Αγαπά την αίσθηση της τρυφερότητας, αγαπά την αίσθηση της οικειότητας, και οι συγκινήσεις και τα πάθη του καθημερινού ανθρώπου τον εμπνέουν καλύτερα από το δραματικό μεγαλείο των μοναδικών στιγμών της ιστορίας» . Ταυτοτικά ο ποιητής οικειοποιείται την ταυτότητα κάθε ανθρώπου που χάνει δικό του άνθρωπο: των μανάδων, των ερωτευμένων γυναικών και αντρών που έχασαν τους αγαπημένους τους, των πατεράδων και των παιδιών. Στο ποιητικό του έργο ακόμα και τα ζώα βιώνουν τον θάνατο με σπαρακτικό τρόπο όπως φαίνεται στο ποίημα η «Πέρδικα». Σε αυτό ο Ζαλοκώστας καταλήγει στη διαπίστωση:
Η μάνναις των παιδιώνε μας γεράκι δεν φοβούνται
Το μυριοχαϊδεμένο τους στα νύχια του να πάρη…
Από άλλα βάσανα σκληρά στον κόσμο τυρρανούνται –
Έχουν αρρώστιες φοβερές και Χάρο μακελλάρη
Ο μακελλάρης Χάρος, σκληρός και «ψυχοκυνηγάρης» είναι ένας Χάρος που βλέπει το μεγάλο κακό μυστικιστικά να μεταφέρεται με το «βοριά που τα’ αρνάκια παγώνει», έτσι ώστε «η ζωή να είναι κόλαση και πανηγύρι ο Χάρος». Ο ρομαντισμός του είναι γνήσιος και απλός μέσα στην περιγραφή της οδύνης, των συχνοαναστεναγμών, των πόνων και των ατέλειωτων βασάνων. Υπάρχει ενεργός σε όλο το έργο του Ζαλοκώστα να αντιμάχεται τις στιγμές της χαράς ή την παντοδυναμία της φύσης, του φυσικού τοπίου, της ανθρώπινης επιθυμίας και της προσπάθειάς τους να οργανώσουν και να ελέγξουν τις ζωές τους. Με σύμμαχο τον χρόνο στις διαφορετικές εκφάνσεις του ο θάνατος δεν αποφεύγεται και το απρόοπτο μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Ο θρήνος του ποιητή Ζαλοκώστα είναι πάντα ηχηρός. Λειτουργεί όμως παράλληλα ως διαρκής ρεαλιστική υπενθύμιση των διαρκών μεταβάσεων από τη χαρά στη λύπη. Σύμφωνα με την ποιητική του Ζαλοκώστα ο ποιητής οφείλει να θυμάται και να εξιστορεί με γενναιότητα και αποδοχή όσα συγκλονιστικά συμβαίνουν με τον θάνατο και κάθε τύπου ανθρώπινη απώλεια. Επιστρέφοντας, όπως αναφέραμε και στην αρχή του κειμένου αυτού, σε έναν κύκλο που δεν έχει τέλος.
Της ευτυχίας τόνειρο σαν αστραπή διαβαίνει
Και αφίνει μια πικρή βαφή στα πονεμένα στήθια
Όλα φαντάσματα στη γη, ένα και μόνο μένει,
Ένα δεν είναι φάντασμα, της συμφοράς η αλήθεια.
«Ο Φώτος και η Φρόσω»
Εν δυνάμει ο κάθε άνθρωπος που υποφέρει θυμίζει φάντασμα που περιπλανάται. Όπως μια περιπλάνηση είναι και η ποιητική του Ζαλοκώστα στα σχόλιά του για τον ανθρώπινο πόνο που προκαλεί ο θάνατος. Αν λοιπόν σε μια εκδοχή των κοινών τόπων για την απώλεια και τον χρόνο υπάρχει η ρήση πως «ο χρόνος όλα τα γιατρεύει» ο Ζαλοκώστας φαίνεται πως αποποιείται τέτοιες απλουστεύσεις και προτιμά να επιμένει στην επίμονη διερεύνηση του ανθρώπινου πόνου και στις αλήθειες που τη συνοδεύουν. Οι λόγοι περί θανάτου στην ποιητική του Ζαλοκώστα σε συνδυασμό με τα βιογραφικά του στοιχεία εύκολα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε παραποιήσεις-κατηγοριοποιήσεις που επανέρχονται διαρκώς και που ενδέχεται να αποδώσουν στον ποιητή την κυρίαρχη ταυτότητα του πεσιμιστή και του πολύ δυστυχισμένου ανθρώπου, όπως έγινε για χρόνια με τον Κώστα Καρυωτάκη που το όνομα του συνδέθηκε με την πόλη της Πρέβεζας. Είναι εξάλλου γνωστή η τάση στην κριτική να αποδίδονται οι ποιητικές γραφές στη γενική κατάταξη «της ποίησης της ήττας». Και είναι επίσης γνωστό πώς τέτοιες απλουστεύσεις οδηγούν σε ταυτοτικές περιγραφές των ποιητών που αρχίζουν και τελειώνουν με επικλήσεις σε έναν κοινότοπο βιογραφισμό ο οποίος τους αποδίδει τα επίθετα του πεσσιμισμού και της ηττοπάθειας. Με αντίστοιχους τρόπους ερμηνεύεται και η ποιητική τους.
Απέναντι σε αυτές τις τάσεις ο Ντανίλο Κις υπογράμμιζε: «Πρέπει να σώσουμε τη γλώσσα από την πλημμυρίδα αυτών των μαχητικών κλισέ», προσθέτοντας πως ό,τι νοείται ως ήττα είναι τελικά κάτι διαφορετικό: «μια δημιουργική ήττα» και όχι ήττα «ενός μύθου, μιας σχολής, μιας αισθητικής ταυτότητας ή μιας κοσμοθεωρίας» . Και τελικά και οι περί θανάτου λόγοι «είναι επίσης μέρος της πραγματικότητας» και του υπαρκτού στην ποίηση και την πεζογραφία.
Στο πλαίσιο μιας ταυτότητας ποιητικής και προσωπικής που εμπεριέχει κάθε τύπου δημιουργικής ήττας η οποία σταχοιολογεί λεπτομερώς τον θάνατο όχι το αντίθετο της ζωής αλλά ως αδιάσπαστο μέρος της θα κλείσω αυτό το κείμενο επιστρέφοντας στον θεό Μώμο.
Στον μονόλογο του Μώμου στο Α΄ Μέρος από το Φως που καίει του Κώστα Βάρναλη, ο θεός που ο Δίας έδιωξε από τον Όλυμπο αναφωνεί:
Και μετά θάνατον;
Αέρας φρέσκος.
*
*
*
