Τὸ γρήγορον φῶς

Η κτητορική επιγραφή του Αγίου Γρηγορίου Θηβών, όπως αναπτύσσεται στους δύο λίθους του επιστυλίου.

~.~

ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ #14
Εκλογή κειμένων-Επιμέλεια στήλης
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ

«Καὶ καινὸν οὐδέν, εἰ λαλεῖ σοι καὶ τάφος· ἡ γὰρ γραφὴ κράζοντας οἶδε τοὺς λίθους»: οι στίχοι αυτοί του Θεόδωρου Πρόδρομου, του Βυζαντινού ποιητή του 12ου αιώνα, μας θυμίζουν ότι ο γραπτός λόγος έχει τη δύναμη να κάνει ακόμα και τις πέτρες να μιλούν. Η αρχαιότητα μας κληροδότησε χιλιάδες επιγραφές σε λίθο, με ποικίλο περιεχόμενο. Κατά τους χρόνους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της κοινώς γνωστής ως Βυζάντιο, ο αριθμός τους μπορεί να μειώθηκε αισθητά, δεν έπαυσαν όμως να είναι παρούσες και δεν υστερούν ούτε ως ιστορικά τεκμήρια, ούτε ως μνημεία της γλώσσας και της λογοτεχνίας της περιόδου. Η μικρή εκλογή που αναπτύσσουμε εδώ, στοχεύει στο να κάνει ευρύτερα γνωστές τις βυζαντινές επιγραφές των μεσαιωνικών χρόνων, μέσα από μια επιλογή κειμένων διαφόρων ειδών, προερχόμενων από διαφορετικές περιοχές της αλλοτινής βασιλείας των Ρωμαίων.

~.~

Τὸ γρήγορον φῶς

Κατά τους μέσους βυζαντινούς χρόνους, η Θήβα ήταν μια από τις πιο σπουδαίες και ανθηρές πόλεις της νότιας Ελλάδας — πολύ πιο σημαντική από τη γειτονική της Αθήνα. Η εμφάνιση του σημερινού οικισμού δεν υποψιάζει τον επισκέπτη ότι την εποχή των Μακεδόνων και των Κομνηνών εδώ υπήρχαν οχυρώσεις, υδραγωγείο, εργαστήρια, αγορά, πλήθος από ναούς και μοναστήρια, από τα οποία εντοπίζονται πια λιγοστά λείψανα. Οι ανασκαφές που γίνονται λόγω της σύγχρονης οικοδομικής δραστηριότητας, έχουν αποκαλύψει σπάνια ευρήματα που μαρτυρούν τον ξεχωριστό πλούτο της βυζαντινής Θήβας, όπως ένα αργυρό πινάκιο με σφραγίδα της αυτοκράτειρας Ειρήνης της Αθηναίας.

Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις εκκλησίες της πόλης φαίνεται ότι είχε ο ναός του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ένα μέρος του οποίου ανέσκαψε το 1921-1922 ο Γεώργιος Σωτηρίου, στη συμβολή των σημερινών οδών Δίρκης και Πελοπίδα. Επρόκειτο για ένα μεγάλο κτήριο, πιθανώς στον τύπο της βασιλικής με τρούλο, πλούσια διακοσμημένο με μαρμάρινα ανάγλυφα. Τα τελευταία, όπως και ο αρχιτεκτονικός τύπος του Αγίου Γρηγορίου, έχουν πολλά κοινά με τη σωζόμενη μεγάλη εκκλησία της Παναγίας Σκριπούς στον Ορχομενό, η οποία μας δίνει μία ιδέα για τη μορφή που θα είχε ο πρώτος. Τους δύο ναούς χωρίζει εξάλλου χρονολογικά μόλις ένα έτος — είναι ουσιαστικά συνομήλικοι.

Την ολοκλήρωση του Αγίου Γρηγορίου συνόδευσαν δύο επιγραφές, μία πεζή και μία έμμετρη, οι οποίες διατηρούν σχεδόν όλα όσα θα ήθελε να μάθει κανείς για το κατεστραμμένο μνημείο: το όνομά του, το έτος οικοδόμησής του, την ταυτότητα και τα κίνητρα του κτήτορά του. Οι δύο επιγραφές χαράχτηκαν με κεφαλαία γράμματα επάνω στα τμήματα ενός μεγάλου επιστυλίου, το οποίο ήταν τοποθετημένο μέσα στο ιερό βήμα. Η πρώτη, που βρίσκεται σήμερα μέσα στο μικρό παρεκκλήσι επί των καταλοίπων του αρχικού ναού, κατείχε μάλλον την κεντρική θέση:

☩ Ἐθεμελιώθη ὁ πάνσεπτος ναὸς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἐπὶ τῆς βασιλείας Βασιλείου, Κωνσταντίνου | καὶ Λέοντος, παρὰ Βασιλείου βασιλικοῦ κανδιδάτου, ἔτους ἀπὸ κτίσεως κόσμου ͵ςτπ΄, ἰνδικτιῶνος ε΄· ἀμήν· | οὕτως τιμᾶτε οἱ ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ τὴν ἐκκλησίαν, ὡς τὸν οὐρανόν, τὸ δὲ θυσιαστήριον ὡς τὰ ἄδυτα τῶν ἀδύτων.

Σύμφωνα με το κείμενο, ο ναός του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου κτίστηκε το έτος 6380 από κτίσεως κόσμου (871/2 μ.Χ.), όταν συμβασιλείς των Ρωμαίων ήταν ο Βασίλειος (Α΄), ο γενάρχης της μακεδονικής δυναστείας, και οι γιοί του Κωνσταντίνος —που πέθανε πριν από τον πατέρα του— και Λέων (ΣΤ΄, ο Σοφός). Κτήτοράς του ήταν ο βασιλικός κανδιδάτος Βασίλειος, αξιωματούχος που θα υπηρετούσε στη Θήβα. Τις τυπικές αυτές πληροφορίες ακολουθούν προτροπές προς τους κληρικούς που θα ιερουργούσαν μέσα στο βήμα του ναού, όπου και θα είχαν την επιγραφή προ οφθαλμών. Οι ιερείς καλούνταν να τιμούν την εκκλησία σαν να είναι μέρος του επουράνιου κόσμου, και το θυσιαστήριό της σαν το πλέον ιερό σημείο — τα ἄδυτα τῶν ἀδύτων. Λόγοι τέτοιου είδους, που καθοδηγούσαν είτε ιερείς είτε πιστούς, απαντούν αυτή την περίοδο και σε άλλες επιγραφές, ακόμη και επάνω σε ιερά σκεύη.

Ο κανδιδάτος Βασίλειος δεν αρκέστηκε όμως σε μία επιγραφή, αλλά παρήγγειλε —ή συνέθεσε— ένα μικρό επίγραμμα σε δωδεκασύλλαβο μέτρο, το οποίο αναγράφηκε στο αριστερό άκρο του ίδιου επιστυλίου. Η θέση του και η ομοιότητα των γραμμάτων του με εκείνα της πρώτης επιγραφής, βεβαιώνουν ότι δύο τα κείμενα χαράχθηκαν συγχρόνως, από τα ίδια χέρια. Το επίγραμμα, που εκτίθεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών, έχει ως εξής:

☩ Τέρεμνον ὅνπερ | ὡραϊσμένον βλέ|πεις,
Βασίλειος | τέτευχεν ἐκ βάθρων πόθῳ·
δέχοιο τόνδ’ ἐμοῦ πονήματος δόμον,
τὸ γρήγορον φῶς τῶν Θεοῦ αὐγασμάτων,
ἀντεισάγων μοι ἀμπλακημάτων λύσιν.

Εδώ ο Βασίλειος απευθύνεται στον άγιο, χωρίς να τον κατανομάζει ευθέως· προτιμά τον χαρακτηρισμό γρήγορον φῶς τῶν Θεοῦ αὐγασμάτων, υπονοώντας το όνομά του μέσω του επιθέτου γρήγορος και την ιδιότητα του θεολόγου μέσω του φωτός — αυτός που διαφωτίζει τον θείο λόγο. Ο ναός αποκαλείται αρχαιοπρεπώς τέρεμνον, οίκος, λέξη που απαντά εξαιρετικά σπάνια σε επιγραφές της περιόδου και υποδεικνύει πρόσωπο υψηλής παιδείας. Ο Βασίλειος προσφέρει τον ναό στον άγιο Γρηγόριο, τονίζοντας ότι τον έκτισε προσωπικά, εκ θεμελίων, και πόθῳ — από ολόθερμη επιθυμία και βαθειά πίστη. Οι εκφράσεις αυτές είναι από την άλλη αρκετά κοινές· ο δωρητής υπογραμμίζει —ενίοτε καθ’ υπερβολήν— το κάλλος της δωρεάς του και τα ευσεβή κίνητρά του, ώστε να εξασφαλίσει την ποθητή ανταμοιβή, που όπως και εδώ, είναι η άφεση των αμαρτιών και η μετά θάνατον σωτηρία.

Οι δύο επιγραφές από τον Άγιο Γρηγόριο της Θήβας, μαζί με εκείνες της Παναγίας Σκριπούς στον κοντινό Ορχομενό, που λαξεύτηκαν ένα χρόνο αργότερα, αντιπροσωπεύουν μια αλλαγή πολιτικής της βυζαντινής διοίκησης. Πρόκειται για την επιχείρηση ανασυγκρότησης των ελλαδικών επαρχιών, μετά από δύο αιώνες αλλεπάλληλων εξωτερικών και εσωτερικών προβλημάτων, η οποία περιλάμβανε μεταξύ άλλων την ίδρυση νέων μεγάλων ναών από τους κατά τόπους αξιωματούχους που διόριζε η Κωνσταντινούπολη. Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία δεν υπαγορευόταν μόνον από θρησκευτικά κίνητρα· η οικοδόμηση μίας νέας εκκλησίας υψηλών προθέσεων, αναζωογονούσε την τοπική οικονομία, εκπαίδευε τεχνίτες, διέδιδε τις νέες τάσεις στην αρχιτεκτονική, τη γλυπτική και τη ζωγραφική, και δημιουργούσε κλίμα ασφάλειας στους υπηκόους. Το γεγονός ότι πολλά από αυτά τα έργα συνοδεύτηκαν από επιγραφές, είναι ενδεικτικό του κύρους και της δύναμης που εξακολουθούσε να απολαμβάνει στη βυζαντινή κοινωνία ο γραπτός λόγος, στη δημόσια, μνημειακή μορφή του.

*

Το επίγραμμα του κτήτορα Βασιλείου, στη μόνιμη έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Θηβών.

 


 

Οι επιγραφές του Αγίου Γρηγορίου πρωτοδημοσιεύθηκαν συστηματικά στο Corpus Inscriptionum Graecarum IV (Βερολίνο 1887) και έκτοτε σχολιάστηκαν επανειλημμένως. Η πιο πρόσφατη κριτική έκδοση του επιγράμματος, την οποία ακολουθούμε εδώ, οφείλεται στον Andreas Rhoby (Εpigramme auf Stein, Βιέννη, 2014, αρ. GR117).

Το σχέδιο της πρώτης επιγραφής προέρχεται από τον τόμο του 1924 της Αρχαιολογικής Εφημερίδος. Η φωτογραφία της δεύτερης είναι του γράφοντος.

///

 

*

*