D. H. Lawrence, Ὁ θρίαμβος τῆς μηχανῆς


*

Mιλοῦν γιά τόν θρίαμβο τῆς μηχανῆς,
ἀλλά ἡ μηχανή ποτέ δέν θά θριαμβεύσει.

Ἀπό τίς χιλιάδες καί χιλιάδες αἰώνων τοῦ ἀνθρώπου
μέ τό ξετύλιγμα τῆς φτέρης,
τίς λευκές γλῶσσες τῆς ἄκανθας λείχοντας τόν ἥλιο,
χάρη σ’ ἕνα θλιβερό αἰώνα
οἱ μηχανές θριαμβεύουν, κατρακυλώντας μας ἐδῶ κι ἐκεῖ,
ταρακουνώντας τή φωλιά τοῦ κορυδαλλοῦ ὥσπου τ’ αὐγά νά σπάσουν.

Τρανταγμένοι οἱ ὑγρότοποι, ὥσπου φύγανε οἱ χῆνες
καί οἱ ἄγριοι κύκνοι πέταξαν μακριά
γιά μᾶς τραγουδώντας τό κύκνειο ἄσμα.

Σκληρά, σκληρά πάνω στήν γῆ οἱ μηχανές κυλοῦν,
ἀλλά μέσα ἀπό κάποιες καρδιές ποτέ δέν θά κυλήσουν.

Ὁ ἄγριος κύκνος κολυμπᾶ στoύς ὑγρότοπους τῶν λαγόνων του,
καί στίς πλατιές παιδιάδες τοῦ στέρνου του
νεαρός ταῦρος ποιμαίνει τίς ἀγελάδες του,
ἀρνάκια σκιρτοῦν ἀνάμεσα στίς μαργαρίτες τοῦ μυαλοῦ του.

Στό τέλος, ὅλα τοῦτα τά πλάσματα
πού δέν μποροῦν νά πεθάνουν,
σπρωγμένα πίσω στίς ἀκρότατες γωνιές τῆς ψυχῆς τους,
θά ὑψώσουν τήν ἄγρια κραυγή τῆς ἀπόγνωσης.

Ὁ ἐκστατικός κορυδαλλός σέ ἄγρια ἀπόγνωση
θά τοξεύσει τρίλιες ἀπό τόν οὐρανό,
ὁ κύκνος ὀργισμένα θά φτεροκοπήσει τά νερά,
λευκή ὀργή ἐξοργισμένου κύκνου,
ἀκόμη καί τ’ ἀρνάκια θά τεντώσουν ἐμπρός τό λαιμό τους σάν φίδια,
σάν φίδια μίσους, ἐνάντια στόν ἄνθρωπο μέσα στή μηχανή:
ἀκόμη κι ἡ τρέμουσσα λεύκα θά στραφεῖ ἐκτυφλωτική
ὅπως θραύσματα γυαλιοῦ ἐναντίον του.

Καί ἐνάντια σέ τούτη τήν ἐνδόμυχη ἐπανάσταση
τῶν γηγενῶν πλασμάτων τῆς ψυχῆς
ὁ μηχανικός ἄνθρωπος, καθισμένος θριαμβευτικά
πάνω στή θέση τῆς μηχανῆς του
θά εἶναι ἀνίσχυρος, γιατί καμιά μηχανή δέν μπορεῖ
νά φτάσει στούς ὑγρότοπους καί τά ἀνθρώπινα μύχια.

Λοιπόν ὁ μηχανικός ἄνθρωπος
καθισμένος θριαμβευτικά πάνω στή θέση τῆς μηχανῆς του
θά τρελαθεῖ ἐκ τῶν ἔνδον του, καί θά τυφλωθεῖ,
καί κείνη τή μέρα οἱ μηχανές θά στραφοῦν
νά συγκρουστοῦν ἡ μιά μέ τήν ἄλλη
ἡ συγκοινωνία θά μπλεχτεῖ προσκρούοντας
σέ μιά μακρά παρασυρμένη προς τά ἔξω συντριβή
καί οἱ μηχανές θά ὁρμήσουν στά συμπαγῆ σπίτια,
τό oἰκοδόμημα τῆς ζωῆς μας
θά σείεται στό σόκ τῆς τρελῆς μηχανῆς,
καί τό σπίτι θά καταρρεύσει.

Τότε, πέρα μακρά ἀπό τό ἐρείπιο,
στή μεγάλη ἀπόσταση, στά ἔσχατα, μακρινά μέρη
ὁ κύκνος θά ὑψώσει πάλι τό ἰσοπεδωμένο, καταχτυπημένο κεφάλι
καί θά κοιτάξει ὁλόγυρα, καί θά ὑψωθεῖ,
καί πάνω στίς μεγάλες ἁψίδες τῶν πτερύγων του
θά φέρνει κύκλους γύρω καί πάνω νά χαιρετήσει τόν ἥλιο
μέ τήν μεταξένια φεγγοβολή μιᾶς νέας μέρας
κι ὁ κορυδαλλός θ’ ἀκολουθήσει μέ τρίλιες ξανά, δίχως θυμό,
καί τ’ ἀρνάκια θά τσιμπολογοῦν τίς μαργαρίτες
στά κεφάλια ἀπό τήν πολλή ζωηράδα.
Ἀλλά πάνω ἀπό τό μέσο τῆς γῆς θά πλανιέται
τό ντουμανιασμένο ἐρείπιο τοῦ σίδερου,
ὁ θρίαμβος τῆς μηχανῆς.

Μετάφραση – Επιμέλεια στήλης
ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

*

*

*