Η επιγραφή από το κάλυμμα της σαρκοφάγου του Ιωάννη Κομνηνού Καμύτζη, μέσα του 13ου αιώνα (Βυζαντινό Μουσείο Βέροιας).
~.~
ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ #13
Εκλογή κειμένων-Επιμέλεια στήλης
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ
«Καὶ καινὸν οὐδέν, εἰ λαλεῖ σοι καὶ τάφος· ἡ γὰρ γραφὴ κράζοντας οἶδε τοὺς λίθους»: οι στίχοι αυτοί του Θεόδωρου Πρόδρομου, του Βυζαντινού ποιητή του 12ου αιώνα, μας θυμίζουν ότι ο γραπτός λόγος έχει τη δύναμη να κάνει ακόμα και τις πέτρες να μιλούν. Η αρχαιότητα μας κληροδότησε χιλιάδες επιγραφές σε λίθο, με ποικίλο περιεχόμενο. Κατά τους χρόνους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της κοινώς γνωστής ως Βυζάντιο, ο αριθμός τους μπορεί να μειώθηκε αισθητά, δεν έπαυσαν όμως να είναι παρούσες και δεν υστερούν ούτε ως ιστορικά τεκμήρια, ούτε ως μνημεία της γλώσσας και της λογοτεχνίας της περιόδου. Η μικρή εκλογή που αναπτύσσουμε εδώ, στοχεύει στο να κάνει ευρύτερα γνωστές τις βυζαντινές επιγραφές των μεσαιωνικών χρόνων, μέσα από μια επιλογή κειμένων διαφόρων ειδών, προερχόμενων από διαφορετικές περιοχές της αλλοτινής βασιλείας των Ρωμαίων.
~.~
Πάντα φροῦδα πλὴν ἀρετῆς
Με την πρώτη Άλωση του 1204, πολλά μέλη επιφανών οικογενειών της Κωνσταντινούπολης σκορπίστηκαν ως πρόσφυγες στις περιοχές που παρέμειναν υπό βυζαντινό έλεγχο — τη βορειοδυτική Μικρά Ασία, με κέντρο τη Νίκαια, τον Πόντο και την Ήπειρο. Εκεί, μεγάλα γένη με βασιλικό παρελθόν, όπως των Κομνηνών και των Αγγέλων, ανέστησαν τη βυζαντινή αυλή και απέκτησαν νέους ηγετικούς ρόλους, με το βλέμμα στραμμένο πάντοτε στη μέρα που θα επέστρεφαν στην υποδουλωμένη στους Φράγκους βασιλεύουσα. Παράλληλα ήρθαν στο προσκήνιο οικογένειες μικρότερης περιοπής οι οποίες διασταυρώθηκαν με τις παλαιές, σε μια αναδιάταξη των ανώτερων στρωμάτων της βυζαντινής κοινωνίας, η οποία εισερχόταν στην τελευταία φάση του ιστορικού της βίου.
Μέσα σε αυτές τις ιστορικές συνθήκες εμφανίστηκε το πρόσωπο που θα μας απασχολήσει, ο Ιωάννης Κομνηνός Καμύτζης. Το διπλό του επώνυμο μαρτυρεί συγγένεια με τον αυτοκρατορικό οίκο των Κομνηνών, και πράγματι, οι ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι ένας στρατιωτικός αξιωματούχος με το όνομα Κωνσταντίνος Καμύτζης είχε παντρευτεί τη Μαρία Κομνηνή, εγγονή του Αλεξίου του Α΄. Απόγονος αυτού του Κωνσταντίνου φαίνεται ότι ήταν ο Ιωάννης Καμύτζης, που κατέλαβε υψηλά στρατιωτικά αξιώματα στην αυτοκρατορία της Νίκαιας, επί βασιλείας του Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη (1222-1254). Από τη δράση του είναι γνωστά λίγα μόνον επεισόδια, που υποδεικνύουν ότι ήταν αρκετά πλούσια. Όταν το 1246 ο Βατάτζης πέτυχε να επεκτείνει την κυριαρχία του στη Μακεδονία, ο Ιωάννης Καμύτζης πρέπει να εγκαταστάθηκε εκεί, αναλαμβάνοντας στρατιωτικά ή διοικητικά καθήκοντα. Στην πόλη της Βέροιας τον βρήκε ο θάνατος, γύρω στα μέσα του 13ου αιώνα.
Ο Iωάννης ενταφιάστηκε σε ένα πολυτελές ταφικό μνημείο μορφής σαρκοφάγου, με ανάγλυφο διάκοσμο υψηλής ποιότητας — ένδειξη διακεκριμένης κοινωνικής θέσης και σημαντικού πλούτου. Από το μνημείο αυτό, που βρισκόταν σε κάποιον ναό της Βέροιας, σήμερα σώζεται η επιγραφή που υπήρχε στο κάλυμμά του, η οποία εκτίθεται στο Βυζαντινό Μουσείο της πόλης. Χαραγμένη με καλλιγραφημένα κεφαλαία γράμματα που της χαρίζουν αισθητική ομορφιά, έχει ως εξής:
☩ Ὁρᾶτε, θνητοί, τουτονί γε τὸν τῦμβον·
Ἐν τούτῳ κεῖται δομέστικος ἐκεῖνος
ᾧπερ κλήσις μεν ὑπῆρχεν Ἰω(άννης),
τὰ δ’ ἐπίθετα Κομνηνός γε Καμίτζης·
γένους γὰρ ἔσχε καὶ τρόπου παναρίστου·
ἅ συνδραμόντα στήλην, ὡς εἴ τις εἴποι,
μεστὴν ἀγαθῶν ἀπεφήναντο μάλα·
τίς γὰρ ἱκανὸς ἐξιέναι τὰ τούτου
κατορθώματα καὶ τὰς ἀνδραγαθίας;
Ἀλλ’ ὁ τοιοῦτος, ὢ ξένου μυστηρίου,
θανάτῳ λυθεὶς τῶν δεσμῶν τῶν τοῦ σκήνους,
ἐν τάφῳ σμικρῷ νυνὶ ξενοδοχεῖται
καὶ πάντα φροῦδα πλὴν ἀρετῆς δεικνύει. ☩
Το ταφικό επίγραμμα του Καμύτζη, στο τυπικό για την εποχή δωδεκασύλλαβο μέτρο, είναι έργο ενός άγνωστου ποιητή. Ο πρώτος στίχος καλεί τους θνητούς να γνωρίσουν τον τάφο που βλέπουν, συστήνοντας τον νεκρό με το όνομα και τον τίτλο του (δομέστικος). Η καταγωγή του ήταν ευγενική, το ίδιο και το ήθος του χαρακτήρα του — του γένους γὰρ ἔσχε καὶ τρόπου παναρίστου. Αυτά τα δυο στοιχεία, συνεχίζουν οι επόμενοι στίχοι, συγκρότησαν τη στήλη της ξεχωριστής του προσωπικότητάς. Έπειτα ο ποιητής υπογραμμίζει ότι ο Καμύτζης ήταν ανδρείος στον πόλεμο, δίχως να περιγράφει τα κατορθώματά του· διερωτάται μόνον ποιός θα μπορούσε να το κάνει, υπονοώντας ότι ήταν τέτοια που δύσκολα θα βρισκόταν άνθρωπος ικανός τα εξιστορήσει.
Και το ποίημα καταλήγει μελαγχολικά, ότι ένας τέτοιος μεγάλος άνδρας, αφού απαλλάχθηκε με τον θάνατο από τα δεσμά του σώματος, κείται τώρα σε έναν μικρό τάφο — ὢ ξένου μυστηρίου! Αφήνει όμως πίσω του την πεποίθηση πως όλα είναι μάταια, πλην της προσωπικής αρετής που επιδεικνύει κανείς στη ζωή. Το επίγραμμα του Καμύτζη διαφέρει από πολλά σύγχρονά του σε τούτο ακριβώς το σημείο: αναδεικνύει την αρετή ως υπέρτατο αγαθό, παραβλέποντας την άφεση των αμαρτιών και τη μετά θάνατον σωτηρία, που επιζητούσαν οι περισσότεροι άνθρωποι της εποχής του. Η επιγραφή της Βέροιας θυμίζει ως προς αυτό επιτύμβια επιγράμματα της αρχαιότητας, τα οποία ίσως γνώριζε και θαύμαζε ο άγνωστος ποιητής που τη συνέθεσε, μέσα από τις δημοφιλείς στους κύκλους των βυζαντινών λογίων ανθολογίες.
Την επιγραφή του Καμύτζη εντόπισε η αρχαιολόγος Χρυσάνθη Μαυροπούλου-Τσιούμη στον ναό του Αγίου Γεωργίου στη Βέροια το 1966 και τη δημοσίευσε στο περιοδικό Κληρονομία το 1971. Η πιο πρόσφατη κριτική έκδοση, την οποία ακολουθούμε εδώ, οφείλεται στον Andreas Rhoby (Εpigramme auf Stein, Βιέννη, 2014, αρ. GR39).
Η φωτογραφία προέρχεται από τον Kατάλογο του Βυζαντινού Μουσείου Βέροιας (επιμ. Α. Πέτκος – Φλ. Καραγιάννη, Υπουργείο Πολιτισμού, 11η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, 2007).
///
*
*
*
