Day: 20.04.2025

Στίχοι για τη Μεγάλη Εβδομάδα: Ἀληθῶς ὁ Κύριος

*

Παράξενες μέρες, ανάστατες.
Τρέχω στο μνήμα και λείπεις.
Κλειδώνομαι σπίτι και νά ʼμαστε
πάλι μαζί. Μα της λύπης

δέν παύει το μαύρο φτερούγισμα
να με σκεπάζει, και κάπου
στα βάθη της μνήμης ακούγεσαι
να λές αυστηρά: Μή μου ἅπτου.

Παράξενες μέρες. Δύσκολες.
Σάν να μή θέλεις νʼ αφήσω
τη νύχτα που η σπείρα μας κύκλωσε
ποτέ πιά, κι ας τό ʼσκασα, πίσω.

Της νύχτας εκείνης το σάστισμα
νά ʼρχεται πάλι και πάλι
και να μου περνά το αναστάσιμο
κερί στην τρύπια παλάμη.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΚΡΙΔΗΣ

*

*

*

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ὁ Κοσμολαΐτης

*

Ἕνα καιρὸν ὁ πατήρ του ἦτον εὐκατάστατος ἔμπορος εἰς τὸν Πειραιᾶ, ὕστερον ἦλθον δυστυχίαι, καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐξέπεσε. Ἀλλὰ καὶ ἂν διετηρεῖτο ἔκτοτε τὸ μαγαζί, εἶναι ζήτημα ἂν ὁ Στέλιος θὰ εἶχε τὴν ἱκανότητα νὰ ἐξακολουθήσῃ ἐπωφελῶς τὸ ἔργον μετὰ τὸν θάνατον τοῦ πατρός του. Εἶχε μάθει ὀλίγα κολλυβογράμματα. Ἔτρεφε καλογηρικὰς κλίσεις, ἐφοίτα εἰς τοὺς ναούς, εἶχε συλληφθῆ ἀπὸ τὸ πνευματικὸν ἀμφίβληστρον τοῦ ἱερομονάχου Μεθοδίου, ὅστις ἡσύχαζε κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἔν τινι μονυδρίῳ ἐπί τινος λόφου, ἐγγὺς τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ Στέλιος εἶχε γίνει ὁπωσοῦν καλὸς διαβαστὴς εἰς τὰς ἱερὰς ἀκολουθίας. Ἐσείετο ὅλος ὅταν ἐδιάβαζε τὸ Συναξάρι τῆς ἡμέρας. Ὅταν ἔψαλλε τὸν μικρὸν Πολυέλεον (ψαλμὸν τοῦ ὁποίου ὅλοι οἱ στίχοι λήγουσιν εἰς τὴν φράσιν «ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ», καὶ ἐντεῦθεν ὠνομάσθη «πολυέλεος» καὶ τὸ πολυλάμπαδον τὸ κρεμάμενον εἰς τὸ μέσον τοῦ ναοῦ, τὸ ὁποῖον καὶ σείουσι καθ᾽ ἣν ὥραν ψάλλεται ὁ ρηθεὶς ψαλμός) εἷς ὅστις ἤθελε νὰ κάμῃ τὸν ἀστεῖον ―διότι δὲν λείπουν καὶ τὴν ὥραν τῆς ἀκολουθίας ἀκόμα τοιοῦτοι πειρασμοὶ ἐντὸς τοῦ ναοῦ― ἔλεγε: «Μὴν κουνᾶτε τὸν πολυέλεο· κουνιέται ὁ Καλοχεράκης».

Ὅταν κατεχώριζε καμμίαν μικρὰν διατριβὴν εἰς ἐφημερίδα, ὑπέγραφε: «Στυλιανὸς Καλοχεράκης, δημοσιογράφος». Ἐπὶ μίαν σελήνην εἶχεν ἐκδώσει εἰς Πειραιᾶ ἐφημερίδα «Ὁ Θρίαμβος», θρησκευτικήν, πολιτικὴν καὶ ἐμπορικήν.

Τέλος ὁ Στέλιος ἐφάνη ὅτι ἔμελλε μίαν ἡμέραν νὰ φθάσῃ εἰς τὸ τέρμα τοῦ προορισμοῦ του, εἰς τὸν πρόσκαιρον τοῦτον κόσμον. Κάποιος ἔκπτωτος ἡγούμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶχεν ἔλθει εἰς τὰς Ἀθήνας. Οὗτος δὲν εἶχε τὰς στενὰς ἰδέας ἐκείνων τῶν αὐστηρῶν μοναχῶν, τῶν μὴ ἐξελθόντων ποτὲ ἀπὸ τὸ Ὄρος, οἵτινες συνηθίζουν ν᾽ ἀποθαρρύνουν σκληρῶς πάντα νέον προσερχόμενον μὲ πόθον ὅπως ἐνδυθῇ τὸ μοναχικὸν σχῆμα.

«Ἡμεῖς, παιδί μου, ποὺ μᾶς βλέπεις ἐδῶ, εἴμεθα μετανοημένοι ποὺ ἤρθαμε, ἔτσι βρεθήκαμε κ᾽ ἡμεῖς. Τώρα εἶναι εἰς παρακμὴν τὸ μοναχικὸν τάγμα. Ἄχ! τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα, παιδί μου, εἶναι μεγάλο πρᾶγμα… Βλέπεις τὸν Καλόγηρον, πῶς τὸν ἔχουν ζωγραφίσει καρφωμένον εἰς τὸν Σταυρόν, εἰς ὅλους τοὺς νάρθηκας τῶν ναῶν, εἰς τὸ Ὄρος!… Σῦρε πίσω στὸν κόσμο, παιδί μου. Στὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ! Εἰς ὁδὸν εἰρήνης, τέκνον μου». (περισσότερα…)