«Ἄργειε νά ’λθῃ…»

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ φιλολογικὴ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

///

«Ἡ Ἑλλάδα πέθανε!» Εἶναι μιὰ φράση ποὺ ἀκούγεται συχνὰ στὴν Εὐρώπη ἀπὸ στόματα πολιτικῶν ἢ πνευματικῶν ἀνθρώπων τὸν καιρὸ τῆς Τουρκοκρατίας.  «Ἡ Ἑλλάδα δὲν ὑπάρχει πιά!».

Κι ἄξαφνα γίνεται τὸ θαῦμα. Ἡ Ἑλλάδα εἶναι ζωντανὴ καὶ μάχεται καὶ καταπλήσσει. Γιὰ ὅσους δὲν ἔχουν ἐξοικειωθεῖ μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία, αὐτὴ τὴν ἱστορία τῶν ἐπλήξεων, τὸ πράγμα καταντᾶ σχεδὸν ἀπίστευτο.

Τί ἦταν, ἀλήθεια, ἐκεῖνοι ποὺ κάμανε τὴν ἐπανάσταση τοῦ ’21; Ἄνθρωποι πού ’χανε περάσει ὅλα τὰ χρόνια τῆς ζωῆς τους στὴ σκλαβιά. Κι ὄχι μόνο οἱ ἴδιοι μὰ κι οἱ πατεράδες τους κι οἱ παπποῦδες τους καὶ μιὰ μακρότατη σειρὰ προγόνων ποὺ ἡ ἀρχή τους ἔφτανε ὣς τὰ μέσα τοῦ 15ου αἰώνα. Σκλάβοι, γιοὶ σκλάβων.

Τετρακόσια χρόνια εἶναι πολὺ μεγάλο διάστημα. Οἱ ξένοι εἴχανε πιστέψει πὼς ὁ λαὸς τούτης τῆς χώρας δὲ θὰ μποροῦσε νὰ βαστάξει τοὺς τέσσερεις αἰῶνες τῆς τυραννίας καὶ τοῦ πνευματικοῦ σκοταδιοῦ. Θὰ λύγιζε. Θὰ συμβιβαζότανε. Θὰ παραδέχουνταν πὼς ἔτσι ἤτανε καμωμένος ὁ κόσμος, πὼς οἱ ἄνθρωποι εἶναι πλασμένοι ἄλλοι γι’ ἀφέντες κι ἄλλοι γιὰ δοῦλοι καὶ πὼς ἡ δική τους μοῖρα τὸν εἶχε προορίσει γιὰ τὴν πικρὴ ζωὴ τῆς ὑποταγῆς. Θὰ ξεχνοῦσε ἀπὸ ποῦ ξεκίνησε, τί ἤτανε κάποτε καὶ πῶς βρέθηκε νὰ σκύβει τὴν πλάτη κάτω ἀπ’ τὸ μαστίγιο τοῦ Ἀσιάτη.

Ἡ πραγματικότητα ἀποδείχτηκε διαφορετική. Ὁ λαός μας ἔδειξε μιὰ σπάνια ἀντοχὴ καὶ μιὰ πεισματικὴ προσήλωση στὶς ρίζες του. Χωρὶς πολιτικὴ ἡγεσία καὶ χωρὶς πνευματικοὺς ὁδηγούς, τὸν πρῶτο καιρὸ ὕστερ’ ἀπὸ τὴ διάλυση τῶν ὑπολειμμάτων τῆς ἄλλοτε Μεγάλης Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας,  συσπειρώνεται γύρω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὴ μόνη δύναμη ποὺ ἄφησε ἀπείραχτη ὁ σκληρὸς ἀφέντης του. Ἀπ’ αὐτὴ ζητᾶ προστασία καὶ καθοδήγηση. Ἀργότερα θὰ προχωρήσει στὴν κοινοτικὴ ὀργάνωση καὶ στὴν προσπάθεια τοῦ φωτισμοῦ μὲ τὰ γράμματα. Καὶ σὰν ἀπὸ ἔνστιχτο κοιτάζει νὰ φυλάξει ὅ,τι κληρονόμησε ἀπὸ τοὺς πατεράδες του κι ὅ,τι τὸν ξεχώριζε ἀπὸ τὸν δυνάστη του.

Ἡ γλώσσα ποὺ μιλοῦσε, ὅσο κι ἂν δέχτηκε μερικὲς λέξεις ἀπὸ τὴ γλώσσα τοῦ καταχτητῆ, ἔμεινε πάντα ἡ ἴδια παλιὰ γλώσσα, αὐτὴ ποὺ κάποτε εἶχε δώσει τ’ ἀριστουργήματα τῆς λογοτεχνίας, τῆς φιλοσορίας καὶ τώρα γινόταν ἡ γλώσσα τοῦ πόνου, τοῦ καημοῦ καὶ τῆς ἐλπίδας του, ἡ γλώσσα τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν του.

Ἡ θρησκεία του, μ’ ὅλο ποὺ καταδιώχτηκε πολλὲς φορές, κρατήθηκε ἀνάλλαχτη. Θρησκεία καὶ γλώσσα, μαζὶ  μ’ ἕνα σωρὸ πατροπαράδοτες συνήθειες γύρω ἀπὸ τὶς ποικιλόμορφες ἐκδηλώσεις τῆς οἰκογενειακῆς καὶ τῆς κοινωνικῆς ζωῆς του, τοῦ θυμίζανε πάντα πὼς ἐκεῖνοι ποὺ ἀφεντεύανε τὴ χώρα του ἤτανε ξένοι, ἄλλης φυλῆς κι ἄλλης πίστης, καὶ τόνε κάνανε νὰ βαστιέται πάντα σ’ ἀπόσταση ἀπ’ αὐτούς.

Καὶ κάπου, στὰ βάθη τῆς σκέψης του τρεμόφεγγε ἡ μικρὴ φλογίτσα τῆς ἱστορικῆς μνήμης. Δὲ θυμοῦνταν οἱ ὑπόδουλοι ἀγράμματοι καὶ κατατρεγμένοι Ἕλληνες πολλὰ πράματα ἀπὸ τὰ περασμένα. Ἀπ’ ὅλη τὴ λαμπρὴ ἀρχαία ἱστορία δὲν ἔμενε στὴ μνήμη τους ἔντονη παρὰ μόνο ἡ μορφὴ Μεγαλέξαντρου. Ὅμως ἡ μορφὴ αὐτὴ φορτώθηκε ὅλα τὰ χαρίσματα, ὅλες τὶς ἀντρίκειες ἀρετὲς ποὺ θαύμαζε πάντα ὁ Ἕλληνας: νιάτα, ὀμορφιά, λεβεντιά, παλληκαριά, ἐξυπνάδα. Ἀπόχτησε ὑπεράνθρωπες ἱκανότητες γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ πραγματοποιεῖ τοὺς πιὸ ἀπίθανους ἄθλους ποὺ γέννησε ἡ λαϊκὴ φαντασία.

Μὰ ἂν τὸ μακρινὸ παρελθὸν τυλίχτηκε στὴν καταχνιὰ τοῦ μύθου, τὸ πιὸ κοντινό παρελθὸν ἔμεινε ζωντανό, στὶς γενικές του γραμμές, στὴ μνήμη τῶν ραγιάδων. Τὸ πότισε, βέβαια, κι ἐκεῖνο ὁ θρύλος, μὰ τόσο μόνο, ὅσο νὰ τοῦ δώσει τὴ δύναμη ν’ ἀντισταθεῖ στὸ χρόνο, τὸν ἐχθρὸ «πάσης μνήμης».[1] Στὰ τετρακόσια χρόνια τῆς σκλαβιᾶς δὲν ὑπῆρχε Ἕλληνας ποὺ νὰ μὴν ἔχει ἀκούσει γιὰ τὴν ἀπελπισμένη ἀντίσταση τῆς Πόλης ἐνάντια στοὺς Ἀγαρηνούς, γιὰ τὴν τελευταία λειτουργία στὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ καὶ τὰ δάκρυα τῆς κυρα-Δέσποινας, γιὰ τὸν τραγικὸ αὐτοκράτορα ποὺ σκοτώθηκε, καὶ δὲ σκοτώθηκε, στὴν πύλη τοῦ Ρωμανοῦ καὶ ποὺ πάντως περίμενε μαρμαρωμένος στὴν ἄγνωστη κρύπτη του τὸν ἄγγελο ποὺ θὰ τόνε ξυπνοῦσε.

Μέσα στὴ φτώχεια  καὶ  στὴν καταπίεση, στὸ φόβο γιὰ τὴν ζωή του καὶ γιὰ τὴ ζωὴ τῶν παιδιῶν του, ὁ σκλάβος Ἕλληνας πίστευε πάντα πὼς κάποτε, σ’ ἕνα ἀκαθόριστο μέλλον, «μὲ χρόνους, μὲ καιρούς», ὅλα τοῦτα θὰ παίρνανε τέλος καὶ θὰ ξαναρχόταν τὸ παλιὸ μεγαλεῖο. Κάμποσες φορὲς τοῦ φάνηκε πὼς πλησίαζε ὁ καιρὸς νὰ λευτερωθεῖ, μὲ τὴ βοήθεια τῶν ξένων ὁμοθρήσκων τῆς Δύσης ἢ τῆς Ἀνατολῆς. Ἡ ἐλπίδα φτερούγισε  στὴν καρδιά του, ἀνέβηκε στὰ χείλη του κι ἔγινε τραγούδι:

Ἀκόμα τούτ’ τὴν ἄνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες
τοῦτο τὸ καλοκαίρι…

Μιά, δυό, τρεῖς φορὲς γελάστηκε ὁ «πάντα εὐκολοπίστευτος καὶ πάντα προδομένος», κατὰ τὸ στίχο τοῦ ποιητῆ Σολωμοῦ,[2] λαὸς καὶ πλήρωσε μὲ κάμποσες καταστροφὲς καὶ μ’ αἷμα στὸ Μωριὰ καὶ στὴν Κρήτη τὴν ἐλπίδα του, ὥσπου εἶδε πὼς ἔπρεπε νὰ στηριχτεῖ στὶς δικές του δυνάμεις, γιὰ νὰ ξαναδεῖ τὸ φῶς. Ἔπρεπε κοντὰ στὰ βάσανα τῆς σκλαβιᾶς νὰ γνωρίσει καὶ τὸν ἐξευτελισμὸ τοῦ ἐμπαιγμοῦ, νὰ δοκιμάσει τὴν πίκρα τῆς ἐγκατάλειψης, νὰ νιώσει πὼς οἱ ὁμόδοξοι ξένοι ἐνδιαφέρονταν ὄχι γι’ αὐτὸν παρὰ γιὰ τὸ συμφέρον τους· ἔπρεπε νὰ φτάσει στὴν ἀκρότατη ἀπελπισία καὶ στὸ δυνατότερο πόνο γιὰ νὰ βρεῖ τὴ δύναμη νὰ τολμήσει αὐτὸ ποὺ κανεὶς δὲ φανταζότανε. Τὴν ἐπανάσταση δίχως ἐξωτερικὴ βοήθεια.

Τὸ Εἰκοσιένα, ὅταν τὸ κρίνομε μὲ τὰ μέτρα τῆς λογικῆς, εἶναι στὸ ξεκίνημά του μιὰ πράξη παράλογη. Λίγες χιλιάδες Ἕλληνες παίρνουν ἀπὸ ἕνα παλιοτούφεκο ὁ καθένας ‒ πολλὲς φορὲς δὲν τό ’χουν οὔτε αὐτὸ κι ἀρχίζουνε τὸν πόλεμο μὲ δρεπάνια καὶ τσεκούρια ‒ κι ἀποφασίζουνε νὰ τὰ βάλουνε μὲ τὴν Τούρκικη Αὐτοκρατορία. Κι ἡ αὐτοκρατορία αὐτὴ μπορεῖ νὰ μὴ βρίσκεται πιὰ στὴν ἀκμή της, μπορεῖ νά ’ναι ὁ «μεγάλος ἄρρωστος», ὅπως τὴ λένε στὴν Εὐρώπη, ὅμως δὲν παύει νά ’ναι ἕνα τεράστιο κράτος ποὺ ἁπλώνεται ἀπὸ τὴν Ἀδριατικὴ ὣς τὸν Καύκασο κι ἀπὸ τὸν Προῦθο ὣς τὴν χερσόνησο τῆς Ἀραβίας, ποὺ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ στρατολογήσει καὶ νὰ μεταφέρει ἀνεξάντλητες μάζες ἀνθρώπων σὲ κάθε ἐπαναστατημένη γωνιά της. Ποὺ ἔχει πλοῦτο κι ὅπλα ὅσα θέλει. Καὶ ποὺ ἔχει, πάνω ἀπ’ ὅλα, τὶς εὐλογίες τῶν μεγάλων μοναρχιῶν τῆς Εὐρώπης, τῶν ἀνίερων συνεταίρων τῆς Ἱερῆς Συμμαχίας, ποὺ ἀπεχθάνονται κάθε ἀλλαγὴ καθεστῶτος, κάθε ἐπαναστατικὸ κίνημα.

Ἔτσι, ὁ ραγιὰς ποὺ ἀποφασίζει ν’ ἀντιδράσει στὴ θέληση τοῦ Ἀφέντη, τὸ Μάρτη τοῦ 1821, δὲν ἔχει νὰ κάμει μόνο μὲ τὸν Τοῦρκο ποὺ βρίσκεται ἀπέναντί του στὰ κάστρα καὶ στὶς πολιτεῖες. Ἔχει νὰ παλέψει μὲ τὶς ἐλλείψεις του, ἐλλείψεις ὁπλισμοῦ, ἐλλείψεις τροφίμων, ἐλλείψεις χρημάτων, μὲ τὴ σκληρότητα τῆς φύσης τὸ χειμώνα, ἔχει νὰ προστατέψει τοὺς γέρους καὶ τὰ γυναικόπαιδά του κι ἀκόμη ν’  ἀντιμετωπίσει τὴν  ἀντίδραση τῶν κοτζαμπάσηδων κι ὅσων ἄλλων καλοπερνοῦνε στὴν ὑπηρεσία τοῦ Τούρκου, τὴν ἡττοπάθεια τῶν δισταχτικῶν καὶ τῶν δειλῶν, τὴν ἀδιαφορία ἢ καὶ τὴν ἐχθρότητα τῆς εὐρωπαϊκῆς διπλωματίας.

«Ὁ κόσμος μᾶς ἔλεγε τρελούς», γράφει ἀργότερα ὁ Κολοκοτρώνης «διὰ χειρὸς» Γ. Τερτσέτη:

Ἡμεῖς ἂν δὲν εἴμεθα τρελοὶ δὲν ἐκάναμεν τὴν ἐπανάστασιν, διατὶ ἠθέλαμεν συλλογισθεῖ πρῶτον διὰ πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυριταποθῆκες μας, τὰ μαγαζιά μας, ἠθέλαμεν λογαριάσει τὴν δύναμιν τὴν ἐδικήν μας, τὴν τουρκικὴν δύναμιν…

Ἀλλοίμονο ἂν καθίζανε νὰ τὰ συλλογιστοῦνε καὶ νὰ τὰ λογαριάσουν ὅλα τοῦτα οἱ πρωτεργάτες τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας κι οἱ καπεταναῖοι τοῦ ’21! Καμιὰ ἐπανάσταση δὲ στηρίχτηκε ποτὲ στὴ λογική. Ἦταν ὅλες τους ἀποτέλεσμα μιᾶς ἱερῆς τρέλας, τῆς τρέλας αὐτῆς ποὺ τὴ γεννᾶ ἕνα κράμα ἀπὸ ταπείνωση καὶ πόνο χρόνων πολλῶν, ἀπὸ ὀργὴ καὶ μίσος γιὰ τὸ δυνάστη, ἀπὸ πίστη, ἐνθουσιασμὸ καὶ λαχτάρα γιὰ σπάσιμο τῶν ἁλυσίδων. Εἶναι ἡ κατάχτηση  τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς τόλμης ποὺ θεωρεῖ ὁ Ἀνδρέας Κάλβος σὰν ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴ διεκδίκηση τῆς Λευτεριᾶς. Ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1821 εἶναι ὁ θρίαμβος τούτης τῆς Ἅγιας Τρέλας.

Μὰ ἂν ἡ ἀπόφαση γιὰ ἐξέγερση, ἂν ἡ τόλμη γιὰ τὸ ἀρχίνισμα τοῦ μεγάλου ἀγώνα εἶναι ἀξιοθαύμαστη, πόσο πιὸ ἀξιοθαύμαστος εἶν’ ὁ ἴδιος ὁ ἀπελευθερωτικὸς πόλεμος! Κουρελιασμένοι, πεινασμένοι, πληγωμένοι, μὲ τὰ σπίτια τους ἐρειπωμένα ἀπὸ τὴν ἐκδικητικὴ μανία τοῦ Τούρκου, μὲ τὰ χωριάφια τους χέρσα,τὰ μαγαζιά τους λεηλατημένα, μὲ τὶς γυναῖκες τους καὶ τὰ παιδιά τους νὰ κρύβουνται στὶς σπηλιὲς τῶν βουνῶν, οἱ ἀγωνιστὲς πολεμοῦν χρόνια. Κάποτε ἀπελπίζονται καὶ τὰ παρατοῦν, γιὰ νὰ ξαναρχίσουν  σὲ λίγο. Ἔχουν τὰ πάθη τους καὶ τὶς μικρότητές τους. Λαθεμένες ἀντιλήψεις, πληγωμένοι ἐγωισμοί, συμφέροντα δικά τους ἢ ξένα τοὺς ὁδηγοῦνε σὲ φατριασμούς ‒ ἄνθρωποι εἶναι κι αὐτοί, δὲν εἶναι ἅγιοι. Πολλὲς φορὲς θολώνει ἡ σκέψη τους καὶ στρέφουν τὰ ὅπλα τους ὁ ἕνας στὸν ἄλλο κι ἀλληλοσκοτώνουνται.

Ὁ σουλτάνος φέρνει ἀπὸ τὴν Ἀσία τὸν ἕνα στρατὸ ὕστερ’ ἀπὸ τὸν ἄλλο. Κι ὅταν ἀπελπιστεῖ ἀπὸ τοὺς δικούς του σερασκέρηδες καλεῖ καὶ τὸν εὐρωπαϊκὰ γυμνασμένο κι ὁπλισμένο στρατὸ τοῦ Μωχάμετ Ἄλυ. Καίει, καταστρέφει, σφάζει. Οἱ Μεγάλες Δυνάμεις τηροῦνε στὴν ἀρχὴ τὴν ταχτικὴ τοῦ Πιλάτου, γιὰ ν’ ἀρχίσουνε, ὅταν πιὰ ἔχουν πειστεῖ γιὰ τὶς βαθιὲς ρίζες τοῦ Σηκωμοῦ, τὸν ἀνταγωνισμὸ πάνω στὴν αἱμόφυρτη ράχη τῆς Ἑλλάδας. Ἕναν ἀνταγωνισμὸ ἄλλοτε μεταμφιεσμένο κι ἄλλοτε ἀσυγκάλυπτο γιὰ τὸ ποιός θὰ πάρει κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιρροή του τὸ μελλοντικὸ κράτος. Μέσα σὲ τοῦτο τὸ χαλασμό,  ὁ ἐπαναστατημένος ραγιὰς συνεχίζει τὸν ἀγώνα του στὴ στεριὰ καὶ στὴ θάλασσα· μὲ τὴν ψυχὴ πάντα ὄρθια, νικᾶ συχνὰ στὴν κρίσιμη ὥρα τὸν μικρόψυχο ἑαυτό του, ξανασηκώνει ὀρθὴ τὴ λυγισμένη ψυχή του καὶ μάχεται.

Κι ἂν εἴμαστε ὀλίγοι εἰς τὸ πλῆθος τοῦ Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ’ ἕναν τρόπο, ὅτι ἡ τύχη ἔχει τοὺς Ἕλληνες πάντοτε ὀλίγους. Ὅτι ἀρχὴ καὶ τέλος, παλαιόθεν καὶ ὣς τώρα, ὅλα τὰ θεριὰ πολεμοῦν νὰ μᾶς φᾶνε καὶ δὲν μποροῦνε· τρῶνε ἀπὸ μᾶς καὶ μένει καὶ μαγιά. Καὶ οἱ ὀλίγοι ἀποφασίζουν νὰ πεθάνουν· κι ὅταν κάνουν αὐτὴν τὴν ἀπόφασιν, λίγες φορὲς χάνουν καὶ πολλὲς κερδαίνουν.

Εἶν’ ἡ ἁπλὴ κι ἀντρίκεια φωνὴ τοῦ στρατηγοῦ Μακρυγιάννη. Μαζί του μιλεῖ τὸ πλῆθος τῶν ἀνώνυμων ἀγωνιστῶν. Ξέρουνε πόσο μικρὲς εἶν’ οἱ δυνάμεις τους, πόσο ἀδύναμοι εἶναι μπροστὰ στὸν ἀντίπαλο κι ὅμως χτίζουνε τὰ πρόχειρα ταμπούρια τους ἢ πιάνουνε θέση πίσω ἀπὸ ἕνα «φράχτη» καὶ μένουν ἐκεῖ, εἴτε Ἀλαμάνα λέγεται ὁ τόπος, εἴτε Μεσολόγγι, εἴτε Μανιάκι, εἴτε Φραγκοκάστελλο καὶ δέχονται τὸ θάνατο, τὸ θάνατο τὸ δικό τους ποὺ θά ’ναι ἡ σωτηρία τῶν ἄλλων. Εἶναι ἡ ἀπόφαση τῆς θυσίας, ὄχι ἀσυνήθιστη στὶς κρίσιμες ἐποχὲς τῆς ἱστορίας μας.

Ὅποιος καταφέρει νὰ στεριώσει τούτη τὴν ἀπόφαση μέσα του, ἔστω καὶ γιὰ λίγες στιγμές, ξεπερνᾶ ὅλες τὶς ἀδυναμίες τῆς γήινης ὑπόστασής του· ζωντανὸς ἀκόμη λυτρώνεται ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ὕλης καὶ γίνεται ἄξιος γιὰ πράξεις ποὺ ἀγγίζουνε τὸ ὑπεράνθρωπο.

Οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πολεμιστὲς τοῦ ’21 τήνε πήρανε, τουλάχιστο μιὰ φορά, στὸ διάστημα τοῦ Μεγάλου Ἀγώνα, τὴν ἀπόφαση τῆς θυσίας. Γι’ αὐτὸ ὁ ἡρωισμός τους συχνὰ ξεπέρασε τὸ ἀνθρώπινο μέτρο. Γι’ αὐτὸ κατορθώσανε νὰ βαστάξουν ἀναμμένη τὴ φλόγα τῆς Ἐπανάστασης μέσα σὲ τόσες ἀντιξοότητες, ὥσπου, τελικά, νὰ λυγίσει ἡ ἀδιαφορία ἐκείνων ποὺ κανονίζουνε τὶς τύχες τῶν μικρῶν λαῶν[3] καὶ νὰ γεννηθεῖ, μέσα ἀπὸ τὴ φωτιὰ καὶ τὸ αἷμα, μικρὸ κι ἀδύναμο, τὸ νεότερο ἑλληνικὸ κράτος, ποὺ σιγά-σιγὰ ἀντρώθηκε καὶ αὐξήθηκε προπάντων μὲ τοὺς Βαλκανικοὺς πολέμους.

Ἡ 25η Μαρτίου τοῦ 1821 παύει τὰ τελευταῖα χρόνια νά ’ναι μιὰ ἁπλὴ ἐπέτειος, μιὰ μέρα γιὰ νὰ θυμούμαστε καὶ νὰ τιμοῦμε τοὺς ἥρωες ‒ δημιουργοὺς τῆς νεότερης Ἑλλάδας. Γίνεται ἕνα σάλπισμα ἑτοιμότητας. «Ὅσοι ζωντανοὶ»[4] πρέπει νά ’μαστε πάντα ἄγρυπνοι κι ἀποφασισμένοι νὰ μὴν ἀφήσομε οὔτε σπιθαμὴ ἀπὸ τὰ ’ματοποτισμένα  χώματά μας στὴ βουλιμία τῶν «συμμάχων» γειτόνων μας.  Ἂν θέλομε νὰ ἐπιζήσομε σὰν ἔθνος ‒ σὰν ἐλεύθερος λαός.

///

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΙΜΕΛΗΤΡΙΑΣ
Τὸ παρατιθέμενο κείμενο δημοσιεύτηκε πρωτοσέλιδο στὴν ἐφημερίδα Κῆρυξ τῶν Χανίων στὶς 25.3.1962 μὲ ὑπογραφὴ Γ. Μ. Πιθανολογῶ ὅτι  ἐπέλεξε νὰ τὸ ὑπογράψει μὲ τὰ ἀρχικά, ἐπειδὴ στὸ ἴδιο φύλλο τῆς ἐφημερίδας καὶ ἀκριβῶς κάτω ἀπὸ αὐτό, δημοσιευόταν καὶ ἡ ἐπιφυλλίδα του «Ἕνας μεγάλος. (125 χρόνια ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Ἀλεξ. Πούσκιν)», μὲ πλῆρες τὸ ὄνομά του. Τὸ ἀρχεῖο τοῦ Γιώργη Μανουσάκη μαρτυράει ὅτι συγγραφέας του ὁ ἴδιος εἶναι.  Στὸ ἀρχεῖο του βρέθηκαν 13 ἀριθμημένα χειρόγραφα φύλλα (Α5) μὲ ἀντιγραμμένο τὸ κείμενο τοῦ 1962 (σελίδες 3‒11), βελτιωμένο ὅμως καὶ ἐπαυξημένο μὲ νέες προτάσεις καὶ λίγες μικρὲς παραγράφους. Στὶς σελίδες 1‒2 ἀναφέρεται στὴ γιορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου καὶ στὶς τελευταῖες (11‒13) στὰ 100 χρόνια ἀπὸ τὴ Σύμβαση τῆς Χαλέπας. Εἶναι προφανὲς ὅτι τὰ χειρόγραφα εἶναι τοῦ 1978.
Μετὰ τὸ φύλλο 13 βρέθηκαν μαζὶ τρία μικρότερα φύλλα (12x 17cm), χωρὶς ἀρίθμηση, ὅπου, μὲ ἀφορμὴ τὴν πρόσφατη τότε (15/11/1983) ἀνακήρυξη τοῦ τουρκοκυπριακοῦ κράτους ὑπὸ τὸν Ραοὺφ Ντενκτάς, ἀναφέρεται στὶς «παμπάλαιες ὀρέξεις τῶν Τούρκων γιὰ κατακτήσεις» (διώξεις τῶν Ἑλλήνων στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1956, εἰσβολὴ στὴν Κύπρο τὸ 1974). Εἶναι φανερὸ ὅτι αὐτὲς προστέθηκαν τὸ 1984. Συνεπῶς οἱ τρεῖς ὁμιλίες ἐκφωνήθηκαν σὲ σχολικὲς γιορτές Γυμνασίων τῆς πόλης τῶν Χανίων, ἡ πρώτη σὲ ἰδιωτικὸ καὶ οἱ ἑπόμενες σὲ δημόσιο. Τὸ ἐδῶ ἀναρτώμενο κείμενο εἶναι βασικὰ τὸ δημοσιευμένο τὸ 1962, μὲ ἀρκετὲς ἀπὸ τὶς μεταγενέστερες ἐπεμβάσεις στὸ κυρίως μέρος. Ἡ φράση τοῦ τίτλου προέρχεται ἀπὸ τὸ ποίημα «Ὕμνος εἰς τὴν ἐλευθερίαν» τοῦ Σολωμοῦ (1ος στίχος, 4η στροφή).
[1] Ἡ φράση ἀπὸ τὴν IV ὠδὴ «Εἰς τὸν Ἱερὸν Λόχον» τοῦ Ἀνδρέα Κάλβου (3ος στίχος , ι΄στροφὴ.
[2] Ἐπίγραμμα τοῦ Σολωμοῦ: «Πρὸς τοὺς Ἑπτανησίους».
[3] Στὸ σημεῖο αὐτὸ τελείωνε τὸ κείμενο τοῦ 1962. Γιὰ νὰ συνεχίσει ὅμως τὴν ἐπικαιροποιημένη ὁμιλία  τοῦ 1978 (βλ. σημ. 1), μετὰ τὴν τελικὴ φράση  «τὶς τύχες τῶν μικρῶν λαῶν» πρόσθεσε μὲ μαεστρία τὴν ἑπόμενη «καὶ νὰ γεννηθεῖ …», ποὺ ἄριστα  κι ἀβίαστα θὰ συνδεθεῖ τὸ 1984 μὲ τὴν πρώτη φράση τῶν προστιθέμενων τριῶν σελίδων: «ποὺ σιγά-σιγά…».  Ἀπὸ τὶς πέντε σύντομες παραγράφους ποὺ ἀκολουθοῦσαν παραθέτω μόνο τὴν τελευταία, δυστυχῶς ἀκόμη ἐπίκαιρη.
[4] Μὲ αὐτὴ τὴ φράση τελειώνει ὁ Ἴων Δραγούμης τὸ κεφάλαιο «Ἑλληνικὴ Ἰδεολογία», τρίτο ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ βιβλίου του Ὅσοι ζωντανοί (Α΄ ἔκδοση 1911), Γ΄ ἔκδοση: «ΑΘΗΝΑ», [1970], σ. 158.

///

*

*

*