Οι ανάξιοι που μας αξίζουν

*

Λογοθεσίες από τον
ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

~

Οι ανάξιοι που μας αξίζουν

Ερωτώμενος γιατί ψήφισε τον εξοστρακισμό του Αριστείδη ένας Αθηναίος πολίτης απάντησε: Βαρέθηκα να τον λένε δίκαιο! Μ’ αυτό το αξεπέραστο πρότυπο πορευόμαστε ως τα σήμερα. Εξοστρακίζουμε τους άξιους και επιβραβεύουμε τους ανάξιους. Δεν επιλέγουμε απλώς κατ’ ομοίωσιν αλλά τη χειρότερη εκδοχή του προσώπου μας. Ο ολίγος τον ολίγιστο, ο μπαγαπόντης τον φαταούλα, ο ημιμαθής το ντουβάρι. Η προσωπικότητα μόνο κατ’ εξαίρεσιν γίνεται ανεκτή ενώ από τη φτυσιά σε υποδεέστερα μούτρα (επισήμως καλείται ψήφος), αντλείται προφανώς κάποιο είδος διαστροφικής ικανοποίησης. Έτσι εξηγείται ότι στην πλειονότητά του το πολιτικό προσωπικό της χώρας απαρτίζεται από λιγονούσηδες που στερούνται έστω και στοιχειώδους μακροσκοπικής οράσεως. Κόπτονται δήθεν για την Οικονομία και εννοούν αποκλειστικά τον αδυσώπητο εκχρηματισμό των κοινωνικών σχέσεων γιατί δεν νογάνε ότι το μέλλον του ανθρώπου εξαρτάται από τη δικαιότερη κατανομή του πλούτου και την ολιγάρκεια στη διαχείριση των φυσικών πόρων. Παριστάνουν τους τεχνοκράτες και δεν νογάνε καν ότι σε συνθήκες παγκόσμιου ανταγωνισμού για την καινοτομία, η ανάπτυξη είναι αδιαχώριστη από την τεχνική παιδεία. Έτσι, κάποιοι αναφέρονται θαυμαστικά στην επιστημονική πρωτοπορία του Ισραήλ και ύστερα ψηφίζουν για την έρευνα και την τεχνολογία ένα κονδύλιο γελοίο. Δεν νογάνε τη διαφορά ούτε σε καθαρούς αριθμούς. Μιλούν για Άμυνα και εννοούν αποκλειστικά αεροπλάνα και βαπόρια γιατί δεν έχουν την ικανότητα μεθερμηνείας της έννοιας του εξοπλισμού. Επομένως δεν νογάνε ότι μια σειρά μεγάλων, διεθνούς εμβέλειας, πανεπιστημιουπόλεων στα ακριτικά νησιά που θα φιλοξενούσαν εκτός από τους Έλληνες εκατό χιλιάδες ξένους καθηγητές, φοιτητές και ερευνητές, στην πλειονότητά τους ευρωπαίους, θα καθιστούσε κάθε επιβουλή από την Τουρκία αδύνατη. Αν αυτό το πρόγραμμα του Μεγάλου Τείχους ξεκινούσε από το 1922, όπου φάνηκε πιά ότι ήταν απολύτως αναγκαίο, ή έστω πενήντα χρόνια αργότερα, σήμερα θα είχαμε προχωρήσει αρκετά στην υλοποίησή του. Αλλά είπαμε, οι άνθρωποι είναι κοντόθωροι, δεν νογάνε — όπως δεν νογάμε κι εμείς που τους ψηφίζουμε.

///

Έρως και πάτος !

Μετά από μία διάλεξη του Ολόφ Ζιγκόν στο Ελεύθερο Βήμα της ΑΣΟΕΕ με θέμα την Ουτοπία, το 1981 αν θυμάμαι καλά, μαζευτήκαμε για να γιορτάσουμε την περίσταση στο Άμα Λάχει, μια ταβέρνα της οδού Καλλιδρομίου. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης που, έχοντας κάνει ήδη δύο διαλέξεις στη σχολή, μας συνέστησε θερμά να καλέσουμε και τον διαπρεπή Ελβετό ελληνιστή, ο Παναγιώτης Κονδύλης, που εξέδωσε αργότερα το έργο του Βασικά Προβλήματα της Αρχαίας Φιλοσοφίας ο Βασίλης Γιακουμάκης, ο Κωστής Παπαγιώργης, και πολλοί άλλοι φίλοι. Ο Ολόφ πίστευε με πάθος πως και η σύγχρονη Ελλάδα μπορούσε να ξεφύγει από τον χθαμαλό ορίζοντα της πολιτικής μιζέριας και της πνευματικής ανημπόριας, να σταθεί στα πόδια της ξανά και να διεκδικήσει μια καλύτερη μοίρα στον κόσμο. Όντας ερωτευμένος μάλιστα με μια ελληνίδα τότε, είχε μάθει και κάποια, ελάχιστα, νέα ελληνικά και τα μιλούσε με την χαρακτηριστική δυσχέρεια των ευρωπαίων να προφέρουν το θήτα. Ύψωσε λοιπόν το ποτήρι του με την πρόποση: Η Ελλάς είναι έρως και πάτος! Το πανδαιμόνιο που ακολούθησε είναι εύκολο να το φανταστεί κανείς. Γύρισαν πιατέλες, έσπασαν μπουκάλια και δυο τρεις από την παρέα, αναπηδώντας στις καρέκλες τους από τα γέλια, βρέθηκαν στο πάτωμα. Μόλις συνήλθαμε λιγάκι ο Ολόφ, αν και σφόδρα απορημένος, περιορίστηκε να με ρωτήσει χαμηλόφωνα: Έκανα κανένα λάτος; Όχι ακριβώς, τον διαβεβαίωσα, βασικά ναι… αλλά τελικά, όχι… μακάρι να έκανες. Τώρα επικρατούσε στο τραπέζι μια αύρα στοχαστικής σιωπής. Ώσπου, εξ αυθορμήτου προμελέτης, σύμφωνα δηλαδή με τη σκηνοθεσία που υπέβαλε η στιγμή, αλλά και κατόπιν ψυχικά ωρίμου αποφάσεως, σηκώσαμε όλοι τα ποτήρια μας με την κραυγή: Έρως και πάτος!

///

Τώρα που η μέρα πέφτει και το φως λιγοστεύει

Βλέπω τους μυθιστορηματικούς μου ήρωες από την απόσταση που τους επαναφέρει στην ηλικία της αφθαρσίας και παρατηρώ την εικόνα τους ν’ αλλάζει διαστάσεις μαζί με το κοίλο, καλειδοσκοπικά μεταβαλλόμενο, σκηνικό της βάθος. Αγόρια του καλοκαιριού και ανοιξιάτικα κορίτσια, σε μέρη με παλιρροϊκά φαινόμενα κατεβαίνουν στη θάλασσα διαλέγουν ένα ακρωτήρι — τίποτα μεγάλο, πέντε δρασκελιές τόπο — και οργανώνουν την υπεράσπισή του από την πλημμυρίδα με την ποιότητα της εντατικής σοβαρότητας που μόνο τα παιδιά διαθέτουν. Στήνουν σημαιάκια στα ψηλώματα, υψώνουν αναχώματα στα ευπαθή σημεία και γέφυρες με πρόχειρα υλικά, πετρούλες, βότσαλα, κοχύλια κι ότι ξύλα τύχει να τους φέρει το κύμα. Μόλις το ακρωτήρι τους κυκλώνεται, η μορφολογία του αλλάζει και γίνεται σιγά-σιγά νησί, μετατοπίζουν τις σημαίες τους, εγκαταλείπουν όσες άκρες είναι ανέφικτο πια να υπερασπίσουν, διαλύουν βιαστικά τα αναχώματα, μεταφέροντας τα υλικά τους για να τα ξαναστήσουν σε ασφαλέστερα σημεία. Καμιά φορά μια γέφυρα καταρρέει μέσα σε κραυγές χωρίς να προλάβουν να τη σώσουν, μια μικρή γλώσσα στεριάς κόβεται απότομα σε άναρθρα επιφωνήματα, η επικράτεια κερματίζεται απρόσμενα σε διάφορα σημεία, οι αμυντικές τους γραμμές ανασχηματίζονται διαρκώς, το τρεχαλητό κινδυνεύει να εξελιχθεί σε άτακτη υποχώρηση. Καθώς η μέρα πέφτει και η δόξα της παρέρχεται αργά πίσω απ’ τις κορφές, τυλιγμένη με μια παγωμένη γαλαζωπή λάμψη, ένα βαρύ και χοϊκό, σκοτωμένο βαθυκόκκινο σύννεφο υποχωρεί πέρα στο βάθος του ορίζοντα και το σούρουπο προσβάλλεται από κάτι ελώδες. Ένα σηπτικό πράσινο φουσκώνει παντού, σκοτεινιασμένες λόγχες πλευροκοπούν τα υψώματα και κάτω στο ελάχιστο νησί που έχει απομείνει η δουλειά γίνεται πιο δύσκολη, το βουητό της θάλασσας κάνει τη συνεννόηση σχεδόν αδύνατη. Ο ρυθμός της πλημμυρίδας ανεβαίνει, το ίζημα του βυθού προελαύνει ανεμπόδιστα και οι λιγοστοί υπερασπιστές του αφανιζόμενου νησιού τραβιούνται σφιχταγκαλιασμένοι στο εσωτερικό ως την έσχατη περίμετρο, ξυπόλητοι με τα μπατζάκια ανεβασμένα ως το γόνατο ενώ από τη μακρυσμένη ακτή ασαφείς φιγούρες τους γνέφουν να γυρίσουν πιά κι ανεμίζουν με αγωνία τα χέρια σε σήματα κινδύνου φωνάζοντας παραγγέλματα κατ’ ανέμου.

Μια μέρα, ένα απ’ αυτά τα παιδιά δεν θα φανεί στην παραλία, ύστερα δεύτερο, τρίτο…

///

Αυθεντικοί μποέμ

Περνώντας κανείς από τον κήπο του Λουξεμβούργου στο Παρίσι, ας μη παραλείψει να σταθεί για λίγο μπροστά στην προτομή του Ανρύ Μυρζέ και να θυμηθεί τους ήρωές του. Εκείνους τους μποέμ που «κυνηγούν από το πρωΐ ίσαμε το βράδυ το άγριο ζώο που το λένε πεντόφραγκο, κι όταν τελικά πεθάνει και ενταφιαστεί και η τελευταία τους πεντάρα, ξαναρχίζουν να γευματίζουν στο ξενοδοχείο της τύχης όπου το τραπέζι είναι πάντα στρωμένο». Ως αλήτες περιωπής έχουν το ένα πόδι στα αμφιθέατρα των ελευθέρων τεχνών και το άλλο στα σκυθρωπά σοκάκια, ανάμεσα στις γέφυρες και στα φτωχά τους πανδοχεία. Διάγουν σε μόνιμη σαρακοστή αλλά μόλις αρπάξουν έστω και μια τρίχα από τα μαλλιά της Θεάς, καβαλάνε τις πιο πολυδάπανες φαντασίες και βρίσκουν πολύ μικρά τα παράθυρα για να πετάξουν τα λεφτά τους. Τσιμπάνε ψήγματα σοφίας από την παρέα αρχαιόφιλων Εβραίων και κάνουν βουτιές στη χρυσοφόρο βελάδα λεβαντίνων εμπόρων. Στα ζόρια τους ξοφλάνε εκκρεμείς λογαριασμούς με μια σειρά άρθρων στον Ασμοδαίο ή μια σπαθιά στον απαιτητικό δανειστή. Διασκευάζουν αφορισμούς του Βωβενάργκ για μια επαρχιακή φυλλάδα και πιρουέτες του Σαμφόρ για κάποιο εργάκι περιοδεύοντος θιάσου. Αλλάζοντας μάσκες είναι παντού εξίσου ευπρόσδεκτοι. Πίνουν αψέντι σε καταγώγια και τσάι σε αστικά σαλόνια. Συναναστρέφονται αδιακρίτως κυρίες που φορούν άσπρα γάντια για να παραστούν στην καρατόμηση κάποιου διαβόητου κακούργου και χαριτόβρυτα δεσποινάρια με μικρά δόντια και βουλιμικές προθέσεις. Φλερτάρουν ηθοποιούς που ισχυρίζονται ότι διαβάζουν την Άννα Καραμαζώφ (!) στο πρωτότυπο και εταίρες διατεινόμενες ότι μπορούν να εκτελέσουν άριστα μια Πολωνέζα του Σοπενχάουερ (!) σε διασκευή μαζούρκας. Ερωτεύονται ελαφρές μοδιστρούλες που βάφουν τα νύχια τους με όλα τα λάθη της ελευθερόστομης γραμματικής τους και ωραίες καπελούδες που στο γείσο τους ενεδρεύουν βελόνες. Μα δεν φοβούνται μήπως τρυπηθούν γιατί οι ίδιοι είναι παροδίτες και τα πάθη τους παροδικά σαν μπουρίνια. Κάποτε δωροδοκούνται αλλά ποτέ δεν αγοράζονται, αφού η αυριανή τους διάθεση εξαρτάται απ’ το σημερινό ξενύχτι. Καταναλώνουν βιαστικά την ύπαρξή τους, σαν σκονάκι που υπόσχεται καταιγίδα, στο διάλειμμα ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη πράξη μιάς βιεννέζικης οπερέτας — και φεύγουν χωρίς να δουν το φινάλε.

///

*

*

*