H πύλη της κυράς Άννης

Η επιγραφή της κυράς Άννης, όπως σώζεται σήμερα.

~.~

ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ #12
Εκλογή κειμένων-Επιμέλεια στήλης
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ

«Καὶ καινὸν οὐδέν, εἰ λαλεῖ σοι καὶ τάφος· ἡ γὰρ γραφὴ κράζοντας οἶδε τοὺς λίθους»: οι στίχοι αυτοί του Θεόδωρου Πρόδρομου, του Βυζαντινού ποιητή του 12ου αιώνα, μας θυμίζουν ότι ο γραπτός λόγος έχει τη δύναμη να κάνει ακόμα και τις πέτρες να μιλούν. Η αρχαιότητα μας κληροδότησε χιλιάδες επιγραφές σε λίθο, με ποικίλο περιεχόμενο. Κατά τους χρόνους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της κοινώς γνωστής ως Βυζάντιο, ο αριθμός τους μπορεί να μειώθηκε αισθητά, δεν έπαυσαν όμως να είναι παρούσες και δεν υστερούν ούτε ως ιστορικά τεκμήρια, ούτε ως μνημεία της γλώσσας και της λογοτεχνίας της περιόδου. Η μικρή εκλογή που αναπτύσσουμε εδώ, στοχεύει στο να κάνει ευρύτερα γνωστές τις βυζαντινές επιγραφές των μεσαιωνικών χρόνων, μέσα από μια επιλογή κειμένων διαφόρων ειδών, προερχόμενων από διαφορετικές περιοχές της αλλοτινής βασιλείας των Ρωμαίων.

~.~

H πύλη της κυράς Άννης

Ψηλά στα Κάστρα της Θεσσαλονίκης, στο σημείο όπου τα ανατολικά τείχη της πόλης συναντούν εκείνα της ακρόπολης, ανοίγονται δύο πύλες, μία προς το εσωτερικό της δεύτερης και μία προς την —άλλοτε— ύπαιθρο. Και οι δύο εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα από τους πεζούς, οι οποίοι διαβαίνοντάς τες προσθέτουν νέα βήματα επάνω στα χιλιάδες που έχουν προηγηθεί, εδώ και αιώνες, και τις κρατούν έτσι ζωντανές και οικείες, μακριά από την αποστείρωση που αναπόφευκτα τυλίγει κάθε απρόσιτο αρχαιολογικό μνημείο.

Στη δεξιά πύλη —για αυτόν που έρχεται μέσα από την πόλη— υπάρχει μία επιγραφή χαραγμένη στην παραστάδα της, η οποία μνημονεύει τα πρόσωπα που τη διάνοιξαν. Όπως και η η πύλη, το κείμενο διατηρεί ακόμα την αρχικό του σκοπό: βρίσκεται στη θέση του, έτοιμο να «μιλήσει» σε όποιον σταθεί να το διαβάσει. Τα γράμματα είναι κεφαλαία, στο ωραίο σχήμα της γραφής του ύστερου Βυζαντίου, και σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση, πλην των τελευταίων σειρών, όπου μερικά έχουν σβηστεί εξαιτίας μιας βαθιάς ρωγμής και κάποιων ανθρώπινων χεριών.

☩ Ἀνηγέρθη ἡ παροῦ-
σα πύλη ὁρισμῷ τῆς
κραταιᾶς καὶ ἁγίας ἡμῶν
κυρίας καὶ δεσποίνης
κυρᾶς Ἄννης τὴς Παλαι-
ολογίνης, ὑπηρετήσαντος
καστροφύλακος Ἰωάννου Χαμαετοῦ
τοῦ κοιαίστορος τῷ ͵ςω-
ξδ΄ ἔτει ἰνδικτιῶνι θ΄

Πρόκειται λοιπόν για την πύλη που κατασκεύασε το έτος 6864 από κτίσεως κόσμου ο καστροφύλαξ και κοιαίστωρ Ιωάννης ο Χαμαετός, με εντολή —ὁρισμ— που έδωσε η κυρά Άννα η Παλαιολογίνα. Βρισκόμαστε στο 1356, λίγα χρόνια μετά το τέλος της φοβερής εξέγερσης των Ζηλωτών, που εξουσίασαν τη Θεσσαλονίκη από το 1342 ως το 1349. Η κυρά Άννα της επιγραφής, η κραταιά και αγία κυρία και δέσποινα, δεν είναι άλλη από την Άννα της Σαβοΐας, τη χήρα του αυτοκράτορα Ανδρόνικου του Γ΄ Παλαιολόγου και μητέρα του Ιωάννη του Ε΄. Η αυτοκράτειρα εγκαταστάθηκε στην πόλη το 1351 και έζησε εκεί ως το τέλος της ζωής της, γύρω στο 1365, διοικώντας τη σαν βασίλισσά της. Για τον Χαμαετό, που βρισκόταν στην υπηρεσία της, δεν γνωρίζουμε κάτι περισσότερο. Ήταν ένας στρατιωτικός που είχε την ευθύνη της φύλαξης και της συντήρησης των τειχών· το αξίωμα του κοιαίστορος (από το λατινικό quaestor) αποτελούσε πια μία άνευ ιδιαίτερης σημασίας τιμή.

Η προσαγόρευση της Άννας, με τα πληθωρικά επίθετα αλλά και εκείνο το σεβαστικό και οικείο κυρά, το ωραίο επώνυμο Χαμαετός, ο ορισμός να ανοιχτεί η πύλη στα τείχη, όλα συνθέτουν στο πρώτο άκουσμά τους την ύλη ενός παραμυθιού του ελληνικού μεσαίωνα, με τη στοργική βασίλισσα και τον πιστό καστροφύλακα. Η πραγματικότητα είναι όμως πολύ διαφορετική και καθόλου ρομαντική. Η κυρά Άννα υπήρξε μία ραδιούργα και μισητή αυτοκράτειρα που έπαιξε ολέθριο ρόλο στον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο της εποχής των Παλαιολόγων. Κόρη του Αμεδαίου της Σαβοΐας, ήταν μια ξένη για τον λαό, που από το 1204 είχε υπομείνει μεγάλα δεινά εξαιτίας των δυτικών σταυροφόρων. Όταν χήρεψε, με τον γιό της ακόμη ανήλικο, η Άννα ανέλαβε την αντιβασιλεία και σύντομα εκδίωξε τον επίτροπο που είχε ορίσει ο σύζυγός της, τον έμπιστό του Ιωάννη Καντακουζηνό, ο οποίος επαναστάτησε και στέφθηκε αυτοκράτορας στο Διδυμότειχο. Η Άννα ρίχτηκε με πάθος στην πολύχρονη αναμέτρηση που ακολούθησε, κατά την οποία, μεταξύ άλλων, αποδέχτηκε το παπικό πρωτείο για να κερδίσει υποστήριξη από τη δύση, προσκάλεσε —όπως και ο Καντακουζηνός— Τούρκους μισθοφόρους και αναμίχθηκε στην λεγόμενη ησυχαστική έριδα της Εκκλησίας. Ο εμφύλιος πόλεμος εξανέμισε τις τελευταίες δυνάμεις της αυτοκρατορίας, εξουθένωσε τον πληθυσμό, επέφερε βαριές εδαφικές απώλειες και άνοιξε τον δρόμο στην εγκατάσταση των Οθωμανών στην Ευρώπη.

Η πύλη με την επιγραφή είναι ίσως το μόνο απτό ίχνος της παρουσίας της κυράς Άννης στη σημερινή Θεσσαλονίκη, μαζί με τα νομίσματα που έκοψε κατά την παραμονή της στην πόλη. Σύμφωνα με τα κρατούντα τον καιρό εκείνο, στη δύση της ζωής της εκάρη μοναχή και εξεμέτρησε το ζην ως Αναστασία, σε κάποιο από τα πολλά μοναστήρια που άκμαζαν εντός των τειχών της συμβασιλεύουσας. Ο βίος της και η κακή της φήμη είναι πράγματα που γνωρίζουν πλέον μόνον οι ιστορικοί του Βυζαντίου. Η σκόνη του χρόνου και η  όμορφη γλώσσα της επιγραφής, μας την έχουν αποδώσει τώρα εξαγνισμένη και συμπαθητική.

 


Η επιγραφή της κυράς Άννης δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1877 στον τέταρτο τόμο του Corpus Iscriptionum Graecarum της Ακαδημίας του Βερολίνου (αρ. 8760). Εδώ ακολουθούμε την έκδοση του Jean Spieser, Inventaires en vue d’un recueil des inscriptions historiques de Byzance, I. Les inscriptions de Thessalonique, Travaux et Mémoires 5 (1973), αρ. 28.

Ευχαριστώ τον συνάδελφο Κωνσταντίνο Ράπτη από τη Θεσσαλονίκη για τη φωτογραφία της πύλης.

*

Η πύλη της κυράς Άννης στα Κάστρα της Θεσσαλονίκης.

*

*

*