*
ΟΣΤΙΑ
Κόπιασα – ανήγγειλε στο απέραντο δωμάτιο· κόπιασα πολύ
τονίζοντας μια-μια τις συλλαβές
– μια απόπειρα να πείσει ή να επιπλήξει
ίσως με στόχο πάνω απ’ όλα τον εαυτό του –πέρασα τριάντα έτη συναπτά
– ολόκληρο, δηλαδή, το απόγευμα –
βλέποντας τις κερασιές
στα μάγουλά μου να φυλλορροούν
θρέφοντας του δειλινού τα ολοκαυτώματα
δίχως να Τους δώσω τη χαρά
ενός καν μορφασμούεπιστράτευσα, αντιθέτως,
όλη μου την εγκράτεια να μη δω
τον ταριχευτή χρόνο να περνά
αργά μα σταθερά
μ’ ασήμι τα μαλλιά μου
– επένδυση αδρή
στο τρόπαιο που θα γίνω
στο σαλόνι τουμα πάνω απ’ όλα έβαλα τα δυνατά μου
να κατεβάσω ως τα θεμέλια του οισοφάγου μου
κείνο το «έχει ο Θεός» που σαν όστια
έσπρωξε στο πληγιασμένο στόμα μου
το κορίτσι με τα διάφανα, ακαταλόγιστα χέρια
– αφόρητα λίγη μου,
απέθαντη ελπίδα –
όταν στα χιλιάδες δέντρα
που φύτεψα χθες
είχαν ως το πρωί
φυτρώσει ή κρεμαστεί
ισάριθμες φθαρμένες σαμπρέλες
να κάνει κούνια
επάνω από τις τέφρες των ονείρων μου
– θυμίζοντας το καθρεφτάκι
όταν μας μούτζωναν παιδιά,
μανούλα στον νόμο του μπούμερανγκ –
μ’ αναγνωριστικό στο μπράτσο του
άστρο εβραϊκό
ένα κεφαλαίο Θήτα
ο Μέγας Ενεχυροδανειστής.///
FRAGMENTUM
Δεν τελεσφόρησε. Κάτι
σπαράγματα επιγραμματικά
μόνο μας άφησε το έργο του
– απωθημένων σουβενίρ
και γυναικείων ποδιών που δεν φορέθηκαν
βραχιόλια στους λαγόνες τουΚι ωστόσο πλήρως ολοκληρώθη
– τοις ρήμασι πειθόμενος
πως είθισται η ζωή
να σ’ αποδίδει ράκος
τω θανάτω///
ΕΠΙΣΦΑΛΗΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ
Οι νύχτες δε μας τινάζουν πια
ηλεκτροφόρα σύρματα·
μόνο μας σκουντούν
στον ώμο εμπαικτικά
για κάθε επόμενο κομμάτι μας
που απέδρασε απ’ την τσέπη μας στην άσφαλτο
– επανάσταση πάντα πνιγμένη πρόωρα
δια χειρός διερχόμενου τροχούΤις ακούς όπως διανύουν
κάθετα τις εποχές
παραληρώντας σαν οθόνες
άτεγκτα πολύχρωμες,
ενώ στο βάθος τσουγκρίζουν γυαλιά
κι ένα σαράβαλο παλτό
χειρονομεί παραιτημένα
για ένα ακόμη ποτόΕνώ πατάς γερά την τελεία
σ’ ένα ακόμη ποίημα μου,
σ’ έναν ακόμα λυκόφιλο,
γαλίφη καθρέφτη
που με συρράπτει εκεί που λάσκαρα
πλημμυρίζοντας άχυρο το δάπεδο
ή φθηνό κονφετίόμως εγώ θέλω και πάλι το παιδί
σ’ ατέλειωτο μονόπλανο να διερευνά
τον ύπνο των νερών
ζητώντας τεκμήρια
κήπων του κάποτε
στις κόμες των πνιγμένων
– σ’ ό,τι αρρωστημένα
πράσινο ενεδρεύει
ανόητο ερπετό
στα σκαλπ των βοτσάλωννα συνάζει αμεταμέλητα κοχύλια υπό βροχή
– κομμένα αυτιά επικηρυγμένων αγγέλων –
να προσαρμόζει άτσαλα αστερίες – μοσχεύματα χεριών
για κείνους που λαθροβιούν
δυτικά της αγάπηςκι όλα τα αγνοούμενα
καλοκαίρια μας να μένουν
μια επισφαλής ισορροπία
ανάμεσα στο «μου χρωστάς»
και τη συγχώρεση.///
ΣΑΡΚΙΝΟ ΦΛΑΟΥΤΟ ή ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ
«Με κάθε οπή δωρίζεις
νέο εύρος
στα πνευστά»
ήταν το μάντρα τουένα ματωμένο νύχι γάζωνε
ανέλεο έμβολο
όλο και πιο μανιακά– όλο και πιο εκφραστικά
σφάδαζε
στα γόνατά του
Εκείνη///
ΕΔΩ ΡΗΜΑΖΕΙ ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ!
Ναι, τις συνηθίσαμε τις ματαιώσεις μας.
Τώρα, δεσμώτες πειθήνιοι
τις βγάζουμε βόλτα το τετράγωνο
αυστηρά τρις την ημέρα
όσο αρκεί για ν’ αντικρίσουν ομοφύλους,
να προσεγγίσουν
μυρίζοντας η μια την άλλη
– κάποτε και να γυμνώσουνε
δίκην εκφοβισμού
τα δόντια σα να λένε
«Εδώ ρημάζει δικός μας άνθρωπος!»Κατά τ’ άλλα τα βράδια υπογράφουν
μια σιωπή νεκροτομείου
κι ενίοτε των γειτόνων η ποδοβολή
όπως παραπατάνε ως τον απόπατο
όταν η κραυγή του διακόπτη
κόβει απότομα το νήμα του ύπνου μας
– κάνει τ’ άστρα στο ταβάνι να βελάζουνε
τρομάζει τα χρυσόψαρα
στους γύψινους μαιάνδρουςΕίναι τότε που κι αυτές ακόμα
– υπάρξεις αγιογδύτισσες
με μάτια κουταβιού
και την ουρά στα σκέλια – μας ακολουθούν
κι εμείς, από οίκτο
για το στεγνό λαρύγγι τους
κάνουμε τους ρουμπινέδες να στριγκλίζουν
κι αποθέτουμε εμπρός τους
το δοχείο νυκτός που άλλοτε χρησίμευε
για να δροσίζουν τα φτερά
στα προσκεφάλια μας οι έκπτωτοι άγγελοι
κι ύστερα τις παραστέκουμε μέχρι να ξεδιψάσουνΩ, μην και τυχόν ο πεθαμένος υπνοβάτης
– απωθημένη μας ζωή που βρυκολάκιασε
και δε λέει να ξορκισθεί –
στις τακτικές επιδρομές της προς τα σπλάχνα μας
τις πάρει αμπάριζα άθελά της
κι ελευθερωθούμε///
YOU WANT IT DARKER
Τράβηξαν ντελικάτα την φουρκέτα
απ’ τα μαλλιά της κρεμασμένης
– η αδέσποτη αλογουρά
βίτσισε τη σιωπή
(μια μικρή νίκη του μαύρου)θρονιασμένη στις κεραίες
η δωσίλογη σελήνη
έτεινε την άπληστη παλάμη της
– ο δείκτης του άλλου της χεριού
μπροστά απ’ τα τανυσμένα χείλη
έδειχνε δώδεκαένας ανάμεσά τους, ο πιο αλαφροΐσκιωτος
– εκείνος που περνιόταν για ποιητής –
απόθεσε μ’ ευλάβεια το κόσμημα
σ’ ένα μαξιλάρι και το πρόσφερειδρωμένα χέρια
ψηλαφούσαν τα μαχαίριακάποιος έσερνε νύχια σε μαυροπίνακες
έκοβε λουρίδες το σκοτάδι
– το πετούσε στα σκυλιά///
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
Διπλωμένες οι μέρες πάνω στον εαυτό τους
χωνεμένες στην αδράνεια ή την επανάληψη
προπονώντας κάθε άνυδρο μέλλον
– κι όμως όλα, κάποτε, συνωθούνται και σμίγουν, διαπίστωσε·
ρινίσματα σ’ αθέατο μαγνήτη
χρώματα διαρκώς που ανακατώνονται
σ’ ένα τρομακτικά αδιατάρακτο
μα υπέρπυκνο Λευκό
φτωχαίνοντας και ταυτόχρονα πλουτίζοντας,
όσο περίεργο κι αν φανείμαζεμένες τέντες, μαζεμένες ιστορίες
ρούχα να τα σιδερώνει ο άνεμος
κι ο ακάλυπτος με τα δεκάδες τσαλαπατημένα, τρύπια λάβαρα
τις εχέμυθες γάτες φέρνοντας βόλτα ανάμεσά τους
– ξεβρασμένες ιέρειες
μιας άλλοτε αίγλης αστικής –
κι όσα άσεμνα ή απόστρατα φυτά
είχαν κριθεί ακατάλληλα για πρόσοψη
καθώς τα μυστικά μας·
με τον νεκρό να κατεβαίνει, γεμίζοντας τη γαριασμένη του σκελέα
κάνοντας γκριμάτσες σα να θέλει να γελάσουμε ή να μας περιγελά– κι ήταν, λέγαν, αυτός ο κατά τ’ άλλα
αθώος προσδιορισμός της πρόθεσής του
ικανός να διασώσει ή να γκρεμίσει όλα τα υπόλοιπα
είτε μεταμφιέζοντας, για παράδειγμα, το σούρουπο
σε μιαν ακόμη λοταρία
που διεξάγη ερήμην σου
ή σε πειστήριο πως ακόμη δεν εγγράφηκες
σε μιαν αλάνθαστη
– και για τούτο
οικτρά παγιδευμένη –
αθανασία///
ΑΝΙΣΤΟΡΗΤΟ
Έζεψαν το μουλάρι στον κορμό
μάζεψαν καυσόξυλα
κι έστρωσαν την καρό κουβέρτα
πάνω στις πευκοβελόνες
– προσκέφαλο των γρύλων οι ψαλμοίθ’ απαριθμούσαν – είπανε –
αλφαβητικά αστερισμούςμε τα κλαριά της νύχτας να ζαρώνουν
γύρω απ’ την άλω της φωτιάς
τον κρότο όπως κατέρρεαν οι ώρες
βρήκαν το ξημέρωμα –δεν είχαν περάσει ποτέ
τον Βοώτη.ΝΙΚΟΣ ΚΩΣΤΑΓΙΟΛΑΣ
///
*
*
*
