*
Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Από τον Μάιο έως τον Δεκέμβριο του 1479, ο Λαυρέντιος ο Μεγαλοπρεπής επέτρεψε στον ευνοούμενό του Άντζελο Πολιτσιάνο, εικοσιπεντάχρονο τότε, να διαμείνει στην προσωρινά άδεια Βίλα των Μεδίκων στο Φιέζολε. Κατά πάσα πιθανότητα τον Ιούνιο, ο Πολιτσιάνο ολοκλήρωσε εκεί την εμβληματική λατινική μετάφραση του Εγχειριδίου του Επίκτητου. Αν και είχε ήδη προηγηθεί η μετάφραση του Εγχειριδίου από τον Περόττι το 1450, η τελευταία πρέπει να διανεμήθηκε σε πολύ στενό κύκλο, είναι δε πολύ πιθανόν ο Πολιτσιάνο να την αγνοούσε. Άμεση γνώση της μετάφρασης του Πολιτσιάνο έλαβε ο Μπαρτολομέο Σκάλα, Καγκελάριος της Φλωρεντίας. Απευθυνόμενος στον Πολιτσιάνο, ο Σκάλα άσκησε κριτική στα «ασαφή», «ανεδαφικά» και «ψευδή» στωικά παραγγέλματα που αναπτύσσει στο Εγχειρίδιον ο Επίκτητος. Την κριτική του Σκάλα τη γνωρίζουμε σήμερα μόνον μέσα από τις αναφορές που κάνει ο ίδιος ο Πολιτσιάνο στη διάσημη απαντητική επιστολή του, η οποία υπογράφεται την 1η Αυγούστου. Για την υπεράσπιση του Επίκτητου απέναντι στον Σκάλα, ο Πολιτσιάνο αντλεί έμπνευση από το έργο του Σιμπλίκιου Εξήγησις εις το του Επικτήτου Εγχειρίδιον. Ακολουθώντας τον Σιμπλίκιο, προσφέρει μια συγκρητιστική, πλατωνίζουσα ερμηνεία των παραγγελμάτων του Επίκτητου, θεωρώντας ότι ο στωικός φιλόσοφος αντιλαμβάνεται το σώμα ως «εργαλείο» της ψυχής, κατά το υπόδειγμα του ‘πλατωνικού’ Αλκιβιάδη.
Ο Πολιτσιάνο θεωρούσε την επιστολογραφία υψηλή λογοτεχνική δραστηριότητα, θέτοντας απαιτήσεις ευγλωττίας που ξεπερνούσαν εκείνες των συγχρόνων του. Δεν είναι τυχαίο ότι, επί δύο αιώνες, οι συλλογές των επιστολών του γνώρισαν πολυάριθμες εκδόσεις σε όλη την Ευρώπη. Ο Έρασμος, χαρακτηριστικά, θεωρούσε την επιστολογραφία του Πολιτσιάνο ανώτερη κάθε άλλου συγγραφέα των νεότερων χρόνων. Στην επιστολή αυτή προς τον Σκάλα, ο Πολιτσιάνο υιοθετεί ένα ύφος κομψής εμφατικότητας, απαντώντας εύστοχα και ευσύνοπτα στις αιτιάσεις του Καγκελάριου.
~.~
ΠΟΛΙΤΣΙΑΝΟ
Επιστολή προς τον Μπαρτολομέο Σκάλα
σε υπεράσπιση του στωικού φιλοσόφου Επίκτητου [1]
Αγαπητέ μου Σκάλα, φαίνεται πως δεν αρκείσαι στο να εκτελείς τα καθήκοντα ενός γενναίου στρατιώτη και ενός ατρόμητου στρατηγού, αλλά, με τη χαρακτηριστική σου σχολαστικότητα, δεν επιτρέπεις και στους νεοσύλλεκτούς σου να μαραζώσουν στη σχόλη και την οκνηρία. Αντιθέτως, τους καλείς να εγκαταλείψουν τη σκιερή σκηνή για το σκονισμένο πεδίο, το ιδροκόπημα του πεδίου ασκήσεων και τα γυμνάσια, θεωρώντας ότι ολόκληρο το σώμα των στρατιωτών υπάγεται στη δική σου και μόνον δικαιοδοσία.
Από την πλευρά μου, πίστευα ότι είχα κάνει αρκετά μεταφράζοντας τον Επίκτητο από τα Ελληνικά. Αλλά τώρα με ξεσηκώνεις, σημαίνοντας τη σάλπιγγα για μάχη, να τον υπερασπιστώ κιόλας. Επομένως, όπως λέει ο Οράτιος,
σ’ αυτόν και κάθε άλλο πόλεμο πρόθυμα θα συγκρουστώ
με μόνη ελπίδα την εύνοιά σου να κερδίσω[2].
Εφορμάς, λοιπόν, στην ίδια την ακρόπολη και σε αυτό που είναι στην πραγματικότητα το οχυρό ολόκληρης της πόλης, ακυρώνοντας το πρώτο κεφάλαιο του Επίκτητου, το οποίο αποτελεί κάτι σαν το κέντρο ολόκληρου του κύκλου, ή μάλλον της σφαίρας, του πιο τέλειου σχήματος. Προβάλλεις τρεις αντιρρήσεις, αν και αυτά στα οποία αντιτίθεσαι είναι στην πραγματικότητα εντελώς αντίθετα με τις αρχές της διδασκαλίας του: ισχυρίζεσαι ότι οι προτροπές του είναι ασαφείς, ότι να τις ακολουθήσει κανείς βρίσκεται πέρα από τις ανθρώπινες δυνάμεις, και, τέλος, ότι είναι ψευδείς. Οι προτροπές του είναι ασαφείς, καθώς αρνείσαι ότι ο Επίκτητος εξηγεί, τελικά, τι βρίσκεται στον έλεγχό μας. Είναι πέρα από τις ανθρώπινες δυνάμεις, –ισχυρίζεσαι– καθώς μας προστάζει να εκφράσουμε την οδύνη μας απέναντι σε τέτοιες προτροπές η ίδια η φύση· η φύση, της οποίας το εύρος και την ισχύ, καθώς λες, δεν μπορεί να υπερβεί καμία ανθρώπινη δύναμη. Οι προτροπές του είναι, τέλος, ψευδείς, καθώς, σε αντίθεση με ό,τι πιστεύει ο Επίκτητος[3], εσύ ισχυρίζεσαι πως το σώμα περιλαμβάνεται σε όσα υπάγονται στον έλεγχό μας, αφού αποτελούμε μια σύνθεση σώματος και ψυχής. Αυτά εγώ πρέπει τώρα να τα πραγματευτώ και να τα αντικρούσω, μιας και αυτό σε ευχαριστεί. Και θα το κάνω, οπωσδήποτε όχι με σκοπό να σε διδάξω –γιατί αυτό θα ήταν σαν να πήγαινε ένα γουρούνι να διδάξει την Αθηνά[4], όπως λένε οι Έλληνες–, ούτε επειδή θεωρώ τον εαυτό μου νόμιμο υπερασπιστή του Επίκτητου εναντίον σου· αφενός δεν θεωρώ τον εαυτό μου άξιο τέτοιας τιμής, αφετέρου δεν εκτιμώ τον Επίκτητο τόσο καλά όσο εσύ -τούτο το γνωρίζω με βεβαιότητα. Ωστόσο, αφού μου ανέθεσες αυτόν τον ρόλο, θα τον παίξω όσο καλύτερα μπορώ.
Θα ξεκινήσω κάνοντας ορισμένες βασικές επισημάνσεις, σπέρνοντας ούτως ειπείν τους σπόρους από τους οποίους θα ξεπηδήσουν οι πιο αξιόμαχες και καλά εξοπλισμένες στρατιές για την υπεράσπιση του Επίκτητού μας, όπως οι άνδρες της Θήβας και της Κολχίδας –σύμφωνα με τους μύθους– φύτρωσαν από τα δόντια των δράκων που σκορπίστηκαν στο έδαφος. Ωστόσο, όπως ο Όμηρος τοποθέτησε τον Αίαντα τον Σαλαμίνιο στον δρόμο του Έκτορα όταν ο τελευταίος ορμούσε στο ελληνικό στρατόπεδο[5], έτσι θα τοποθετήσω και εγώ τον Αθηναίο Πλάτωνα στον δρόμο σου. Ο Πλάτων, στον διάλογο που φέρει τον τίτλο Περί της ανθρώπινης φύσης, παρουσιάζει τον Σωκράτη να συζητά με τον Αλκιβιάδη, που είχε το παρατσούκλι ‘Ωραίος’. Εκεί αποδεικνύει ότι ο άνθρωπος –το θέμα της συζήτησής μας– δεν είναι τίποτε άλλο από μια ψυχή που διαθέτει λογική και πως ο άνθρωπος χρησιμοποιεί τα χέρια του κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ένας υποδηματοποιός χρησιμοποιεί το σουβλί. Λαμβάνοντας αυτό υπ’ όψιν, προχωρεί σε μια δεύτερη παρατήρηση. Άλλο είναι αυτό που κάνει χρήση ενός πράγματος, λέει, και άλλο το πράγμα του οποίου γίνεται χρήση, καθώς το δεύτερο είναι ένα εργαλείο. Έπειτα ισχυρίζεται ότι, αληθινός άνθρωπος είναι εκείνος ο οποίος κάνει χρήση του σώματός του ωσάν να ήταν ένα εργαλείο. Κι είναι ακριβώς μια ψυχή η οποία διαθέτει λογική που χρησιμοποιεί το σώμα σαν να ήταν εργαλείο, είτε όταν δημιουργεί πράγματα είτε όταν ασχολείται με άλλες δραστηριότητες. Και σε αυτήν, λοιπόν, τη βάση, υποστηρίζει στη συνέχεια ότι η λογική ψυχή όχι μόνον χρησιμοποιεί το σώμα αλλά και το κυβερνά. Ακολούθως, διαπιστώνει τρεις εναλλακτικές: είναι αναγκαίο ο άνθρωπος είτε να αποτελεί μια ψυχή, είτε ένα σώμα, είτε έναν συνδυασμό και των δύο. Εάν ο άνθρωπος κυβερνά το σώμα του, αλλά το σώμα δεν κυβερνά το ίδιο, δεν μπορεί ο άνθρωπος να αποτελεί σώμα. Ούτε μπορεί να συνιστά συνδυασμό σώματος και ψυχής, διότι εάν είναι ο άνθρωπος εκείνο που κυβερνά το σώμα, και το σώμα δεν κυβερνά ούτε τον εαυτό του, σίγουρα δεν μπορεί να είναι ένας συνδυασμός σώματος και ψυχής αυτό που κυβερνά[6]. Επιπλέον, εάν το σώμα είναι εκ φύσεως ακίνητο, πρέπει να είναι η ψυχή εκείνη που το κινεί. Και πράγματι, σε όλες τις τέχνες παρατηρούμε ότι ο τεχνίτης είναι εκείνος που κινεί, ενώ τα εργαλεία είναι αυτά που κινούνται· και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το σώμα έχει το ρόλο ενός εργαλείου σε σχέση με την ψυχή. Ο άνθρωπος, επομένως, αποτελεί μία ψυχή, και όποιος ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο φροντίζει την ψυχή του· εκείνοι, ωστόσο, που ενδιαφέρονται για χρήματα ή για άλλα παρόμοια πράγματα, όχι μόνο δεν ενδιαφέρονται για τον άνθρωπο, αλλά δεν φροντίζουν καν το εργαλείο του οποίου κάνει χρήση ο άνθρωπος[7]. Επομένως, είτε βασιζόμενοι στην αυθεντία του Πλάτωνα, η οποία τόσο ισχυρή είναι ώστε, όπως η Φήμη στον Βιργίλιο, την κεφαλή της κρύβει μες στα νέφη[8], είτε βασιζόμενοι στις σιδερένιες και στέρεες λογικές του αποδείξεις, νομίζω ότι έχει τεκμηριωθεί αναμφισβήτητα πως το σώμα δεν αποτελεί μέρος μας. Μπορείς λοιπόν να απαλλάξεις πια τον Επίκτητο από την κατηγορία της ψευδολογίας. Ας πάμε παρακάτω, τώρα.
Υπάρχουν τρία επίπεδα αρετών σύμφωνα με τον Πλάτωνα[9]. Οι ύψιστες όλων ονομάζονται ‘πρότυπες’· αυτές τις αναζητούμε στον σοφό άνθρωπο και τις αποδίδουμε στον Θεό. Εκείνες που έπονται ονομάζονται αρετές της ‘αποκαθαρμένης ψυχής’· πιστεύουμε ότι αυτές υπάρχουν στον φιλόσοφο που έχει απομακρυνθεί από κάθε ρύπο και επιρροή του σώματος. Για αυτόν τον λόγο ο Πλάτων, του οποίου το γλυκό όνομα γεύομαι καθώς το προφέρει η γλώσσα μου, δηλώνει στον Πρωταγόρα ότι για να γίνει κανείς φιλόσοφος πρέπει να πεθάνει[10]. Η τρίτη κατηγορία αρετών είναι εκείνες που ονομάζονται ‘καθαρτικές’· τις αποδίδουμε στον εγκρατή άνθρωπο αλλά αρνούμαστε ότι υπάρχουν στον σώφρονα. Το άτομο στο οποίο μπορούν δικαίως να αναγνωριστούν αυτές οι αρετές είναι εκείνο που έχει πεισθεί ότι ο άνθρωπος πραγματικά συνιστά μια ψυχή που διαθέτει λογική. Δεν κρίνει το σώμα ως ισάξιο με την ψυχή, ούτε πιστεύει ότι το σώμα συμβάλλει στην τελειότητα του ανθρώπου, αλλά έχει κρίνει ότι η ψυχή πρέπει να χρησιμοποιεί το σώμα ως εργαλείο της. Εκείνος που θεωρεί το σώμα του ισάξιο ή ανώτερο από την ψυχή του, δεν αξίζει το όνομα του ανθρώπου περισσότερο από εκείνα τα ζώα που αποκαλούμε ‘άγρια’, τα οποία η φύση έχει πλάσει να κείτονται με το πρόσωπο προς τα κάτω, δούλοι των κοιλιών τους, όπως το θέτει θαυμάσια ο Σαλλούστιος. Επομένως, λέει, χρησιμοποιούμε τον νου για να εξουσιάζει, το σώμα για να υπηρετεί[11] προκειμένου να διατηρήσουμε την ελευθερία μας μέσω εκείνου που μόνο μας διακρίνει από τα θηρία και που μόνο αυτό αποτελεί την ουσία του ανθρώπου. Ας χρησιμοποιούμε, λοιπόν, το σώμα μας όχι ωσάν να ήταν κάποιο μέρος μας, ενωμένο με την ψυχή, αλλά περισσότερο ως ένα εργαλείο.
Αυτόν ακριβώς τον άνθρωπο ανέλαβε να διδάξει ο Επίκτητος. Ένας σοφός άνθρωπος δεν θα είχε ανάγκη από αυτές τις προτροπές, έχοντας από καιρό κατακτήσει την ελευθερία του αφού
. . . επέταξε στα πόδια του τον κάθε
Φόβο την ασυγκίνητη τη μοίρα και τον κρότο
Του Αχέροντα. [12]
Ο Επίκτητος δεν πίστευε ότι αξίζει να ασχοληθεί σοβαρά με ένα άτομο που είχε αποστεί τόσο πολύ από τη φύση του ώστε να συγκαταριθμείται με τα θηρία. Μόλις συνειδητοποιήσεις, λοιπόν, σε ποιον άνθρωπο απευθύνεται η διδασκαλία του Επίκτητου, νομίζω ότι θα πάψεις να αγνοείς τι είναι αυτό που εξαρτάται από τις ενέργειες του ανθρώπου.
Ο Επίκτητος, έχοντας δηλώσει ότι το ‘ένστικτο’ (θα μπορούσες επίσης να το ονομάσεις ‘επιθυμία’, αφού ο ελληνικός όρος είναι ὁρμή) όπως επίσης και η όρεξη, η γνώμη και η κλίση, συνιστούν πράγματα που βρίσκονται υπό τον έλεγχό μας, προσθέτει δε αμέσως: και όλα όσα εξαρτώνται από τις ενέργειές μας[13]. Αυτό αναμφίβολα δείχνει ότι ορίζει ως πράγματα υπαγόμενα στον έλεγχό μας όλα όσα εξαρτώνται από τις ενέργειές μας. Το ζήτημα, τώρα, εάν αυτά που ονομάζουμε συναισθήματα ή συγκινήσεις (αυτό που ελληνικά ονομάζεται πάθη) συνδέονται με το σώμα ή με την ψυχή, είναι πολύ μεγάλο για να συζητηθεί εδώ. Παρ’ όλα αυτά, κανείς δεν θα αρνιόταν ότι όλα τα συναισθήματα συνδέονται με την ψυχή. Βέβαια, προσιδιάζουν σε αυτήν κατά τον ίδιο τρόπο που η καλή ή κακή υγεία προσιδιάζει στο σώμα, αφού είναι τόσο ευεργετικά ή επιβλαβή για την ψυχή όσο η καλή ή κακή υγεία είναι για το σώμα. Οτιδήποτε κάνουν λανθασμένα τα συναισθήματα –στην πραγματικότητα, οτιδήποτε κι αν κάνουν εν γένει– εξαρτάται από εμάς. Σε ένα καλά ρυθμισμένο σώμα, η καλή υγεία παράγεται από την κατάσταση που ονομάζουμε ‘ισορροπία’, και καταστρέφεται όταν η ζυγαριά γέρνει προς την κατεύθυνση είτε της υπερβολής είτε της έλλειψης. Το ίδιο πράγμα συμβαίνει αναμφισβήτητα και με τα συναισθήματα. Όταν είναι ανεξέλεγκτα και βίαια, καθιστούν τον άνθρωπο δυστυχισμένο, αλλά όταν είναι μετριοπαθή και ειρηνικά, τον καθιστούν ευτυχισμένο. Η ψυχή είναι, όπως ο ίδιος ο Πλάτων θεϊκά γράφει[14], ωσάν αρματοδρόμος ή ηνίοχος. Τούτος, αν φείδεται το καμουτσίκι και χρησιμοποιεί τα χαλινάρια με δύναμη, εύκολα θα φτάσει στο τέρμα με επιτυχία. Αν όμως χαλαρώσει υπερβολικά τα χαλινάρια, ή χρησιμοποιήσει το καμουτσίκι πιο έντονα από όσο πρέπει, αναπόδραστα θα παρασυρθεί στον χαμό σαν ένας Φαέθων ή ένας Βελλεροφόντης. Με αυτή λοιπόν τη λογική, το αν θα καταλήξουμε δυστυχισμένοι ή ευτυχισμένοι, είναι στα χέρια μας.
Εύκολα θα καταλάβεις ποια είναι αυτά που εξαρτώνται από τις ενέργειές μας, όταν εξετάσεις τι υπάγεται στον έλεγχό μας. Όσα διδάσκει ο Επίκτητος σε ολόκληρο το βιβλίο αφορούν αυτά που υπάγονται στον έλεγχό μας· θα ήταν ανόητο να μας διδάξει για πράγματα που δεν εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία. Ήταν, ρωτώ λοιπόν, ασαφής ή μπερδεμένος ο Επίκτητός μας; Μα τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρο, πιο ακριβές, ή πιο λαμπρό από όσα εκείνος γράφει! Το έργο του μπορεί να το θωρήσει κανείς πεντακάθαρα· κι όχι μόνον εσύ, που έχεις μάτια λύγκα, μα ακόμη και ο πιο αμβλύωπας άνθρωπος. Εντούτοις, εσύ αντιτείνεις ότι είναι υπερβολικά απαιτητικά και πάνω από τις ανθρώπινες δυνάμεις αυτά που διδάσκει. Όπως το εξής: ‘εάν αγαπάς τον γιο σου, εάν αγαπάς τη γυναίκα σου, να λες στον εαυτό σου ότι αγαπάς απλώς έναν άνθρωπο, διότι έτσι, όταν πεθάνει, δεν θα ταραχτείς’[15]. Άραγε, λοιπόν, αυτό που μας προτρέπει ή μας υπόσχεται το μέμφεσαι ως κάτι δύσκολο να πραγματοποιηθεί; Διότι αν όντως αυτό μας διδάσκει, τότε είσαι εσύ εκείνος που φαίνεται να θεωρεί δύσκολα, πράγματα που στην καθημερινή ζωή συζητιούνται ευρέως και που ακούει κανείς στους δρόμους ή την αγορά. Υπάρχει μήπως κανένας άνθρωπος που να μην βάζει ποτέ στο μυαλό του τι μπορεί να του συμβεί; Ακόμα και ο νεαρός δούλος του Τερέντιου λέει:
— Ω, Δημέα,
αυτό είναι σοφό, να βλέπεις όχι μόνον αυτό
που είναι μπροστά στα πόδια σου, αλλά και να προβλέπεις
όσα πρόκειται να συμβούν. [16]
Και για να μείνουμε στη θεατρική σκηνή, άκου τι λέει ένας γέροντας, πάλι στον Τερέντιο:
— Δεν ξέρω καθόλου τι να κάνω, γιατί αυτό που μου συνέβη
τόσο αναπάντεχο και απίστευτο είναι. Τόσο έχω αναστατωθεί,
που δεν μπορώ να βάλω το μυαλό μου να σκεφτεί.
Για αυτό όλοι, όταν τα πράγματα πηγαίνουν πολύ καλά, τότε κυρίως
πρέπει να στοχάζονται πώς θα αντιμετωπίσουν τις αντιξοότητες,
τους κινδύνους, τις απώλειες, τις εξορίες· καθώς επιστρέφεις από ταξίδι
πάντα να σκέφτεσαι παραστρατήματα του γιου, το θάνατο της συζύγου,
την αρρώστια της κόρης, ότι αυτά είναι κοινά,
ότι μπορούν να συμβούν, ώστε τίποτα να μην εκπλήξει την ψυχή·
κι έτσι, καθετί πέρα από όσα έμαθες να περιμένεις, κέρδος θα το θεωρείς. [17]
Κι ύστερα, είναι και τούτοι οι βαρυσήμαντοι στίχοι του Βιργιλίου:
Ο νους του ανθρώπου άμαθος το τι του μέλλεται δεν ξέρει, ξιπασμένος
με την καλή του τύχη δεν μπορεί το μέτρο των πραγμάτων να κρατήσει! [18]
Όπως βλέπεις, αυτά τα πράγματα δεν είναι κρυμμένα, μα ορατά τοις πάσι. Και οι δύο ποιητές επαινούν την πρόβλεψη μελλοντικών γεγονότων έως τα ουράνια, ενώ καταδικάζουν την αντίθετη στάση στα τάρταρα. Κι αφού είναι κάπως μάταιο να χρησιμοποιήσω αναγκαία επιχειρήματα για να τεκμηριώσω κάτι το τόσο προφανές, θα προχωρήσω στην εξέταση της αντίρρησής σου. Διότι, αν κατάλαβα σωστά, δεν επικρίνεις τόσο την προτροπή του, όσο αυτό που εκείνος έπειτα υπόσχεται θεαματικά: ότι δεν θα αναστατωθούμε, δηλαδή, εφόσον τις έχουμε στοχαστεί προκαταβολικά, από καταστάσεις όπως ο θάνατος των παιδιών μας ή της συζύγου μας. Σε αυτήν την προτροπή εσύ προτάσσεις, ωσάν να ήταν η ασπίδα του Αίαντα, το σεβαστό όνομα της φύσης το οποίο, σύμφωνα με τους φυσικούς, επηρεάζει πιο πολύ από κάθε άλλο παράγοντα τα ανθρώπινα συναισθήματα· διότι λες ότι θρηνούμε κατά προσταγή της φύσης[19]. Μα μήπως ο Επίκτητός μας καταπιέζει τα δάκρυα; Αυτός μάλιστα μας προτρέπει, όταν προκύπτουν τέτοιες συνθήκες, να συμπαραστεκόμαστε στον θρήνο των άλλων, να προσφέρουμε τους στεναγμούς μας και να κλαίμε μαζί τους[20]. Ούτε όμως ο ίδιος ο Γιουβενάλης, στον οποίο ανήκει αυτή η ρήση, θα απαιτούσε να συμφωνήσουμε ότι στην κηδεία των παιδιών μας κλαίμε από ‘προσταγή’ της φύσης. Γιατί κανείς δεν αντιστέκεται στη φύση, και όποιος της εναντιώνεται, αυτός, καθώς λένε, βρίσκεται να πολεμά με τους θεούς όπως οι Γίγαντες. Για πολλούς ανθρώπους, όμως, έχουμε διαβάσει ότι, στον θάνατο των πιο αγαπημένων τους προσώπων, απείχαν από δάκρυα και στεναγμούς, όπως εκείνος ο Σόλων ο Αθηναίος, ή ο Κάτων ο Τιμητής –αμφότεροι δε, θεωρήθηκαν και θεωρούνται σοφοί. Βέβαια, τούτα δεν είναι εύκολο να γίνουν· δεν είναι όμως και πάνω από τις ανθρώπινες δυνάμεις. Αν το παραδέχεσαι για τον τάδε ή τον δείνα, θα πρέπει να το παραδεχτείς σίγουρα και για πολλούς άλλους. Αξιοποιώ εδώ το είδος της απόδειξης που οι διαλεκτικοί ονομάζουν ‘επαγωγή’, την οποία χρησιμοποιεί πάρα πολύ ο Σωκράτης στον Πλάτωνα, τον ηγεμόνα όλων των φιλοσόφων. Διότι είναι αναγκαίο, αφού βέβαια παραδέχτηκες ότι αυτό έλαβε χώρα στην πράξη σε έναν ή δύο ανθρώπους, να μην αρνείσαι ότι το ίδιο υπάρχει τουλάχιστον ως αρετή και δυνατότητα σε ολόκληρο το είδος.
Βλέπεις, λοιπόν, πόσο συνεπής είναι η λογική του Στωικού μας, βλέπεις πόσο ξεκάθαρα, με πόση σαφήνεια μιλάει, είτε αναφερόμενος διεξοδικά σε όλο το βιβλίο του στα πράγματα τα οποία εξαρτώνται από τις ενέργειές μας –γιατί μόνον σε αυτά στηρίζει τις προτροπές του–, είτε απαριθμώντας τα πάθη της ψυχής από τα οποία πηγάζουν όλες οι ενέργειές μας. Αντιλαμβάνεσαι δε πόσο πολύ συμβάλλει στην κατανόηση των λεγομένων του Επίκτητου η ανάλυση του Πλάτωνα –υπό την προϋπόθεση ότι τη συλλαμβάνουμε οξυδερκώς. Βλέπεις, δηλαδή, ότι το σώμα δεν υπάγεται στον έλεγχό μας. Μα τους θεούς τους αγαθούς, λοιπόν, απέναντι σε έναν τέτοιον μαχητή, απέναντι στα λογικά επιχειρήματα που αξιοποιεί για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, εάν προσάπταμε πεισματικά ότι οι διδασκαλίες του είναι ψευδείς, θα ξεσηκώναμε εναντίον μας την ίδια τη μεγαλοσύνη του Πλάτωνα και όλη την Ακαδημία! Τόσο πολύ απέχει από την αλήθεια ο ισχυρισμός ότι οι προτροπές του Επίκτητου είναι πολύ πιο απαιτητικές από όσα είναι δυνατόν να κατορθώσει η ανθρώπινη φύση, ώστε, στην πραγματικότητα, θα έπρεπε ο φιλόσοφός μας να μας φανεί πολύ επιεικής, αφού δεν επέτρεψε στον εαυτό του να μας παράσχει τίποτε άλλο από προτροπές τις οποίες όχι μόνον καταξιώνουν η αρετή και οι δυνάμεις μας, μα που στηρίζουν οι πράξεις και τα παραδείγματα των ανθρώπων διαχρονικά. Αν παραδεχτείς ότι αυτά που έχουμε πει μέχρι στιγμής είναι σωστά, τότε τα υπόλοιπα σημεία κριτικής που έχεις μηχανευτεί στην επιστολή σου, θα τα γκρεμίσουμε χωρίς δυσκολία. Διότι δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο μέμφεσαι ως ξερή και ανούσια εκείνη τη διάκριση με την οποία εκείνος –βραχύλογα, σοφά και επιμελώς– κατένειμε όλα όσα υπάρχουν σε δύο κατηγορίες[21]. Γιατί, όπως ούτε κι εσύ ο ίδιος αρνείσαι, τίποτε από όσα υπάρχουν δεν ξεφεύγει από αυτήν τη διαίρεση, και δεν χρειάζεται περαιτέρω διαίρεση, αφού και οι δύο κατηγορίες είναι τόσο συνεκτικές, ώστε αν επιχειρήσεις να διαιρέσεις εκ νέου, περισσότερο θα θρυμματίσεις ή θα κατακερματίσεις, παρά θα χωρίσεις σωστά. Αυτό, λοιπόν, δεν είναι κάτι το ξερό, αλλά, αντιθέτως, ένα σώμα στέρεο και εύχυμο· τίποτα δεν περισσεύει ούτε λείπει από αυτήν τη διαίρεση, δεν προκύπτει η παραμικρή αερολογία, κι ο Επίκτητος χρησιμοποιεί με ακρίβεια λέξεις που εξυπηρετούν μια απολύτως ενδεδειγμένη σύλληψη, ώστε είναι αδύνατον να φανταστεί κανείς ότι θα μπορούσε να έχει διατυπωθεί επιτυχέστερα. Βέβαια, εδώ ίσως κάποιος θα μπορούσε να πει «−Γιατί, λοιπόν, δεν μας επεσήμανε από την αρχή ο Επίκτητος τι είδους άνθρωπος ήταν αυτός τον οποίο είχε κατά νου να διδάξει;». Το έδειξε βέβαια κι αυτό, απλώς με λίγα λόγια. Πώς θα μπορούσε να υπάρχει αμφιβολία ότι το έδειξε, από τη στιγμή που αρνείται ότι το σώμα και άλλα παρόμοια πράγματα υπάγονται στον έλεγχό μας; «−Ναι, αλλά αυτό έπρεπε να έχει καταστεί πιο σαφές και να εξηγηθεί πιο λεπτομερώς». Όμως αυτή η πληροφορία δεν ήταν κάτι που είχε αποκρυφθεί, απλά βρισκόταν ούτως ειπείν στην αποθήκη, διαθέσιμη για όποιον ήθελε να την αξιοποιήσει. Για παράδειγμα, υπάρχει φιλόσοφος ενδοξότερος του Πλάτωνα; Θα μπορούσε, φαίνεται πως λες, να συνοψίσει κάπως τα επιχειρήματα του Πλάτωνα. Ναι, θα μπορούσε ενδεχομένως, όμως κάτι τέτοιο δεν θα ήταν ταιριαστό: διότι σε αυτό το σύντομο βιβλίο συντάσσει προτροπές και, ωσάν να θεσπίζει νόμους, δεν υπεισέρχεται σε αντιπαραθέσεις. Κάθε επάγγελμα, άλλωστε, έχει τα όριά του· αν μπεις σε ξένα χωράφια, θα πρέπει να αντιμετωπίσεις τις συνέπειες του νόμου. Βλέπεις, λόγου χάρη, ότι οι μαθηματικοί δεν αποδεικνύουν τις αρχές των αποδείξεών τους, αλλά εμπιστεύονται την υπεράσπισή τους σε εκείνον που αποκαλούμε πρώτο φιλόσοφο. Σε αυτόν ανήκουν εκείνα που ονομάζονται ‘καθολικά’. Το σημείο, λέει ο Ευκλείδης, είναι αυτό που δεν έχει κανένα μέρος[22]. Αν το αρνηθείς αυτό, ο μαθηματικός θα σιωπήσει, αλλά ο φιλόσοφος θα σπεύσει να συνδράμει τον κινδυνεύοντα. Τι μας λέει λοιπόν αυτός; Κάθε όριο ενός μεγέθους είναι μικρότερο από αυτό κατά μία διάσταση. Τούτου δοθέντος, προχωράμε. Το σώμα έχει τρεις διαστάσεις. Όριό του είναι η επιφάνεια, η οποία έχει μόνο δύο διαστάσεις, μήκος και πλάτος· δεν έχει αποκτήσει βάθος, αυτή είναι η μία διάσταση που της λείπει σε σχέση με το σώμα. Η επιφάνεια, η οποία έχει δύο διαστάσεις, ορίζεται από τη γραμμή που έχει μόνο μία διάσταση, το μήκος. Τέλος, η γραμμή ορίζεται από το σημείο, το οποίο χωρίς καμία αμφιβολία δεν έχει διαστάσεις, αφού ισχύει απολύτως ότι το όριο ενός μεγέθους είναι μικρότερο από αυτό κατά μία διάσταση[23]. Έτσι λοιπόν και ο Επίκτητος ξεκινά αυτό το σύντομο βιβλίο λαμβάνοντας ως δεδομένο αυτό που αποδείχθηκε από τον Πλάτωνα, και πάνω σε αυτό υφαίνει όλη τη σειρά των προτροπών του. Όπως, λοιπόν, στον Όμηρο ο Τεύκρος προστατεύεται από την ασπίδα του Αίαντα[24], έτσι και ο δικός μας Στωικός μάχεται θαρραλέα με ασπίδα τις λογικές αποδείξεις του Πλάτωνα. Αλλά αποφάσισε να μην υπερβεί τα όρια που είχε χαράξει, για να μην αναγκαστεί, όπως λένε, να χορέψει έξω από τον χορό[25].
Αυτά μου ήρθαν στον νου προς το παρόν προς υπεράσπιση του Επίκτητου, και καταλαβαίνω ότι είναι πολύ περισσότερα από όσα αρμόζουν σε μια επιστολή. Νομίζω πάντως ότι απέφυγα να εξηγήσω παραπάνω σημεία (και με παραπάνω λόγια) από όσα χρειαζόταν. Αν τα δέχεσαι αυτά, αγαπητέ Σκάλα, ας ενώσουμε τα δεξιά μας χέρια σε συμφωνία. Αν τα απορρίπτεις, τότε εμπρός, όπως στάθηκες επικριτής, γίνε τώρα υπερασπιστής του Επίκτητου. Όλοι, βέβαια, παραδέχονται ότι υπήρξε σπουδαίος άνδρας και εγώ, που τον έχω διαβάσει εκατό φορές, τον απολαμβάνω αδιάλειπτα. Πρέπει όμως να προσέξω μήπως η μετάφρασή μου με μαγέψει, όπως μαγεύει ένα όμορφο παιδί τον πατέρα του, και καταλήξω να αντιμετωπίζω τον συγγραφέα μόνον ευνοϊκά.
Σε ευχαριστώ που με προκάλεσες σε αυτήν την –ούτως ειπείν– μάχη. Όπως λέει και ο Αριστοτέλης, η αντιπαράθεση γυμνάζει το πνεύμα[26], ενώ ήδη ο θείος Όμηρος ονομάζει την ίδια τη μάχη κυδιάνειρα[27] επειδή καθιστά τους ανθρώπους ένδοξους. Ο ίδιος δε ο συγγραφέας μας, αποκαλεί –όχι λιγότερο θαυμαστά– τη σχόλη αναξιοπρεπή[28]. Για αυτό σε θερμοπαρακαλώ να με προκαλείς συχνά, ακόμη και να με κεντρίζεις. Διότι οφείλουμε, αγαπητέ Σκάλα, να αντιστεκόμαστε στη στροφοδίνη τέτοιων καιρών[29] επιδαψιλεύοντας στους εαυτούς μας, στο μέτρο του δυνατού, τη μελέτη των γραμμάτων και της φιλοσοφίας. Τη δε βοήθειά σου, την οποία προσφέρεις γενναιόδωρα όπως συνηθίζεις, θα τη χρησιμοποιήσω όταν έλθει η ώρα το ίδιο θαρρετά όπως το κάνω μέχρι σήμερα.
Σε χαιρετώ,
Φιέζολε, 1 Αυγούστου 1479.
~.~
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Η μετάφραση βασίζεται στην έκδοση του E. Garin, Angeli Politiani Pro Epicteto Stoico Epistola, εις Prosatori Latini del Quattrocento, Μιλάνο, 1952, 912–924. Ιδ. επίσης την αρχική έκδοση εις Angeli Politiani Opera Quae Quidem Extitere Hactenus Omnia, Βασιλεία, 1553, 405–409.
[2] Οράτιος, Επωδοί, Ι, 23–24.
[3] Πρβλ. Εγχειρίδιον, 1. 1, «οὐκ ἐφ᾿ ἡμῖν δὲ τὸ σῶμα».
[4] «sus Minervam», «ἡ ὗς τὴν Ἀθηνᾶν». Πρβλ. Έρασμος, Adagia, I. 40.
[5] Πρβλ. Ιλιάδα, Ξ 402-441.
[6] Πρβλ. Πλάτων, Αλκιβιάδης, 129b–130d.
[7] Δηλαδή, το σώμα.
[8] Βιργίλιος, Αινειάδα, 4, 177, μτφρ. Θ. Παπαγγελής.
[9] Η θεωρία της διαβάθμισης των αρετών ανάγεται στον Πλωτίνο (Εννεάδες, Ι. 2, ιδ. σχετικά και τα πολύ κατατοπιστικά σχόλια του Π. Καλλιγά εις Εννεάς Πρώτη, Αθήνα, 2018, 3η έκδοση, 219–220). Την ιεράρχηση συστηματοποιεί ο Πορφύριος (Αφορμαί προς τα Νοητά, 32) και η τετραμερής διαβάθμισή του καθίσταται κοινός τόπος στη Δύση χάρις στον Μακρόβιο (In Somnium Scipionis, Ι, 8). Η κλασική ιεράρχηση περιλαμβάνει τις πρότυπες αρετές, τις αρετές της αποκαθαρμένης ψυχής, τις καθαρτικές αρετές και τις πολιτικές αρετές. O Πολιτσιάνο παραλείπει τις πολιτικές αρετές στην «πλατωνική» του ιεράρχηση, πιθανότατα ακολουθώντας τον Σιμπλίκιο (Εξήγησις εις το του Επικτήτου Εγχειρίδιον, Εισαγωγή, ll. 60 κ.ε.).
[10] Όπως επισημαίνει ο Garin (σ. 916), η αναφορά είναι πολύ αμφίβολη εδώ. Το πιθανότερο είναι ότι ο Πολιτσιάνο έχει κατά νου τον Φαίδωνα (65a κ.ε.).
[11] Σαλλούστιος, Bellum Catilinae, 1, 2.
[12] Βιργίλιος, Γεωργικά, ΙΙ, 491–492. Μτφρ. Κ. Θεοτόκη.
[13] Εγχειρίδιον, ό.π.
[14] Φαίδρος, 246a–b.
[15] Πρβλ. Εγχειρίδιον, 3.
[16] Αδελφοί, 386–387.
[17] Φορμίων, 239–246.
[18] Αινειάδα, 10, 501–502. Μτφρ Θ. Παπαγγελή.
[19] Γιουβενάλης, Σάτιρες, 15, 138.
[20] Εγχειρίδιον, 16.
[21] Εννοεί την περίφημη διάκριση με την οποία ξεκινά το Εγχειρίδιο: «Τῶν ὄντων τὰ μέν ἐστιν ἐφ᾿ ἡμῖν, τὰ δὲ οὐκ ἐφ᾿ ἡμῖν».
[22] Ευκλείδης, Στοιχεία, Ορ. 1.
[23] Η Kraye (199, σημ. 23) υποθέτει πως ο Πολιτσιάνο έχει σε αυτό το χωρίο κατά νου το Γ. 5 από τα Μετά τα Φυσικά. Τούτο είναι τουλάχιστον αμφισβητήσιμο. Ο Πολιτσιάνο φαίνεται να αντλεί εδώ ευθέως από τον σχολιασμό του Αλεξάνδρου στα Τοπικά (Ιδ. CAG, 2.2., 30–31).
[24] Ιλιάδα, Θ 266–272.
[25] Πρβλ. Έρασμος, Adag. 1567.
[26] Προβλήματα, 18, 2 = 916b20.
[27] Πρβλ. ενδεικτικά, Ιλιάδα, Α 490, Δ 225, Ζ 124, Η 113, Ω 391.
[28] Πρβλ. Διατριβαί, Δ, 4, 1.
[29] Υπενθυμίζεται ότι η Συνωμοσία των Πάτσι είχε λάβει χώρα μόλις έναν χρόνο πρωτύτερα.
~.~
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Boter, G. J. ‘Εpictetus’, εις V. Brown et al. (επιμ.), Catalogus Translationum et Commentariorum, τ. 9, Ουάσινγκτον, 1–54.
Kraye, J. ‘Angelo Poliziano. A Letter to Bartolomeo Scala in Defence of the Stoic Philosopher Epictetus’, αγγλική μετάφραση και σχολιασμός της επιστολής, στης ιδίας (επιμ.), Cambridge translations of Renaissance philosophical texts, Κέιμπριτζ, 1997, 192–199.
– ‘L’Interprétation platonicienne de l’Enchiridion d’Épictète proposée par Politien: Philologie et philosophie dans la Florence du XVème siècle, à la fin des années 70’, εις F. Mariani Zini (επιμ.), Penser entre les lignes: Philologie et philosophie au Quattrocento, Βιλνέβ ντ’ Ασκ, 2001, 161–177.
– ‘Stoicism in the Philosophy of the Italian Renaissance’, εις J. Sellars (επιμ.), The Routledge Companion of the Stoic Tradition, Λονδίνο, 2016, 133–144.
Mercier, S. ‘Un Ange au secours du Portique. Autour de la traduction du Manuel d’Épictète par Politien’, Folia Electronica Classica, 11, 2006, 1-18 (https://bcs.fltr.ucl.ac.be/fe/11/politien.pdf, ανακτήθηκε στις 11/2/2025).
Revilo P. O. ‘Politian’s Translation of the Enchiridion’, Transactions and Proceedings of the American Philological Association, 89, 1958, 185–217.
///
*
*
*
