«Παράσημα τρόμου»

*

του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

Στη δέκατη ποιητική συλλογή του Γ. Καλοζώη Γκλεν Γκουλντ και άλλα ποιήματα (Φαρφουλάς, 2024), ο διάσημος Καναδός πιανίστας Γκλεν Γκούλντ αποτελεί (όπως εξάλλου δηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου) μια προβεβλημένη πατρική και καλλιτεχνική φιγούρα, έναν σπουδαίο καλλιτέχνη πρόγονο γνωστό αφενός για την ιδιορρυθμία και την εκκεντρικότητά του (στις συναυλίες επέλεγε να παίζει πάντα χρησιμοποιώντας μία πτυσσόμενη καρέκλα που είχε μετασκευάσει κόβοντας τα πόδια της ο πατέρας του,[1] συνήθιζε να σιγοτραγουδά κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων, φοβόταν υπερβολικά το κρύο, τις μολύνσεις και τις ασθένειες, έπαιρνε πολλά φάρμακα κάθε είδους και συχνά αισθανόταν πως ήταν άρρωστος, αρκετές φορές χωρίς λόγο) και αφετέρου για τη στάση απομόνωσής του από τη συμβατική κοινωνική ζωή.  Ο ίδιος ο Γκουλντ έλεγε για τη διαφορετικότητά του: «Δεν πιστεύω πως ο τρόπος ζωής μου έχει ομοιότητες με εκείνον των περισσότερων ανθρώπων και είμαι ευτυχής για αυτό. Ο τρόπος ζωής και το έργο μου έχουν γίνει ένα. Αν αυτό είναι εκκεντρικότητα, τότε είμαι εκκεντρικός». Ο Γκουλντ, ωστόσο, δεν θεωρούσε τον εαυτό του αντικοινωνικό, όπως τον κατηγορούσαν ορισμένοι. Απλώς, τον διέκρινε, όπως είχε δηλώσει, μια «αυτοπειθαρχία υπό τη μορφή απομόνωσης από την κοινωνία», που όπως πίστευε ήταν απαραίτητη σε κάθε καλλιτέχνη ο οποίος επιδίωκε «να χρησιμοποιήσει το μυαλό του για δημιουργικούς σκοπούς».[2]

Στα πρώτα δεκαπέντε τουλάχιστον ποιήματα του βιβλίου όπου θεματοποιούνται συγκεκριμένα στοιχεία της προσωπικότητας του Γκλεν Γκουλντ,[3] το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται στον πατέρα μουσικό σε β΄ πρόσωπο, καθώς αισθάνεται ότι τον συνδέει μαζί του μια ισχυρή πνευματική-καλλιτεχνική και βιωματική συγγένεια. Γι΄ αυτό ο λόγος του ποιητικού υποκειμένου δεν εκφράζει μόνο τον θαυμασμό του για τον πατέρα καλλιτέχνη, αλλά και τους έντονους υπαρξιακούς και κοινωνικούς προβληματισμούς του που είναι, ως επί τον πλείστον, όμοιοι με του Γκλεν Γκουλντ. Μέσα σε αυτό το σκηνικό πλαίσιο ο Γκουλντ δεν είναι ένα ποιητικό προσωπείο με φωνή, δεν απαντά, με άλλα λόγια, στον ποιητή. Έχουμε περισσότερο έναν δραματικό μονόλογο, μέσα από τον οποίο το ποιητικό υποκείμενο επιχειρεί να αντλήσει δύναμη από το καλλιτεχνικό παράδειγμα του προγόνου, για να υπερβεί το δικό του υπαρξιακό και κοινωνικό αδιέξοδο. Τρία, επομένως, είναι τα κυρίαρχα θέματα της συλλογής, τα οποία είναι, βεβαίως, ευδιάκριτα και στα προηγούμενα βιβλία του Καλοζώη. Το θέμα του θανάτου και της αναπόφευκτης φθοράς του ανθρώπου, το θέμα της αγριότητας του σύγχρονου ‘πολιτισμένου’  ανθρώπου και της ατελούς του φύσης και τέλος, το θέμα της προβληματικής σχέσης-σύγκρουσης του προικισμένου ποιητή με την αποπροσανατολισμένη κοινωνία και εξουσία που απαξιώνουν τον κοινωνικό ρόλο του ποιητή και της ποίησης. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά.

Αρκετά ποιήματα της συλλογής θεματοποιούν με απροσδόκητους ποιητικούς τρόπους (ειρωνεία, αφηγηματικότητα, πολυσημία, ιδιόμορφη στιχοθεσία, συνειρμική ανοικείωση κ.ά.) το γεγονός ότι ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος παρά τις φανταχτερές πανοπλίες και τις ισχυρές  άμυνές του (πολιτισμός, επιστήμη, θρησκεία, τεχνολογία) παραμένει όπως και ο προϊστορικός άνθρωπος αδύναμος και ανυπεράσπιστος μπροστά στις πανίσχυρες αρρώστιες, τις επιδημίες, τον πόνο και τον κραταιό θάνατο: «η μηχανή του κιμά είναι σε/ λειτουργία αλέθουν τα πάντα οι/ αρρώστιες αλέθουν τα πάντα οι χρόνιοι πόνοι/» («Τα κρέατα», σ. 87). Όπως και στα προηγούμενα βιβλία του Καλοζώη, η παντοδυναμία του θανάτου και η αναπότρεπτη παρουσία της φθοράς επανέρχονται σε πολλά ποιήματα της ανά χείρας συλλογής φέρνοντας τον αναγνώστη αντιμέτωπο με έναν τραυματισμένο, ποιητικό, οντολογικό και υπαρξιακό προβληματισμό που κατατρύχεται από την οδυνηρή επίγνωση της θνητότητας του ανθρώπου και εκφράζει με αισθητικά λειτουργικό τρόπο τη διαχρονικά εύθραυστη, ανθρώπινη φύση. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που το ποιητικό υποκείμενο εκμυστηρεύεται στον Γκλεν Γκουλντ πως «το άγχος του ανθρώπου απέναντι/ στο αναπόφευκτο παίρνει πολλές/ μορφές…» («Το παράπονο του Γκλεν Γκουλντ» σσ. 24-25).

Στη συγκεκριμένη συλλογή, ωστόσο, ο  αμετακίνητος τρόμος και πόνος της ύπαρξης επιτείνεται ακόμη περισσότερο εξαιτίας του μεγάλου πένθους και της ανυπολόγιστης και ταυτόχρονης απώλειας των δύο γονέων του ποιητή, κυρίως, όμως, από την απώλεια της δεσπόζουσας μορφής του πατέρα: «Έφεραν τον πατέρα μου/ απ’ το νοσοκομείο/ δεν του είχαν καν καθαρίσει/ τα αίματα/ ένα δόρυ μακρύ του διαπερνούσε/ τη μέση/…» («Χωρίς οικογένεια», σ. 97). Γι’ αυτό στο ποίημα «Γενέθλια» (σσ. 52-53), το ποιητικό υποκείμενο απαριθμώντας τα καλά, αλλά και ‘κακά’ δώρα που του έφεραν οι φίλοι στα γενέθλιά του αντιλαμβάνεται το μέγεθος της απώλειας των γονέων που δεν μπορεί να διαγραφεί ή να αντιστραφεί και που καθιστά τον άνθρωπο απαρηγόρητα απροστάτευτο μπροστά στο μαχαίρι του θανάτου και στον απροσμέτρητο πόνο της απώλειας: «έφεραν και βιβλία πυραυλικής και/ πληροφορικής και ηλεκτρονικής/ επιστήμης που πολύ τα εξετίμησα/ κανένας όμως δεν μου έφερε τους/ γονείς μου κι οι παπάδες λένε λένε/ λένε για τον θάνατο αλλά κανείς/ δεν μπορεί να βοηθήσει/ έναν  απαρηγόρητο κανένας δεν μου/ έφερε την ανακούφιση μισό λεπτό/ μόνο θα ήθελα να τους ξαναδώ/ μισό λεπτό για να απολογηθώ/ εμπρός τους για τα τόσα πολλά/ που έσφαλλα».

Παρά το γεγονός, όμως, ότι η ποίηση του Καλοζώη καταδεικνύει συνεχώς ότι ο ανθρώπινος πολιτισμός δεν είναι παρά ένα ανεπαρκές ανάχωμα μπροστά στη  φθορά και στον θάνατο, εντούτοις, ο ποιητής δεν προκρίνει μια μοιρολατρική στάση απέναντι στη ζωή. Αντίθετα, ο άνθρωπος είναι καθόλα υπεύθυνος για τις πράξεις του και είναι σε θέση να αντλήσει γνώση από τις εμπειρίες του όσο ακραίες ή περιορισμένες κι αν είναι αυτές. Για τούτο στο ποίημα «Μολύνσεις» (σσ. 134-136), καθώς το ποιητικό υποκείμενο διαμαρτύρεται για τις ασθένειες και τις μολύνσεις που ταλαιπωρούν τους ανθρώπους, ενώ «ο άνθρωπος είναι μια μόλυνση από μόνος του», στο τέλος του ποιήματος εκφράζει ένα θετικά απροσδόκητο συμπέρασμα-νόημα που μπορεί να προκύψει από το επώδυνο βίωμα των ασθενειών: «ενώ είμαστε τόσο ασήμαντοι η / τόσο προσεκτική αντιμετώπιση / των ασθενειών μάς κάνει να / είμαστε σημαντικοί / ίσως γι’ αυτό να υπάρχουν οι / αρρώστιες παρέχοντάς μας τελικά / ένα νόημα που πριν δεν το είχαμε / καν διανοηθεί». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ποίηση του Καλοζώη —παρά το γεγονός ότι καυτηριάζει (όπως θα δούμε στη συνέχεια) τις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης φύσης (απληστία, εγωισμός, κακία, φθόνος κ.ά.)— φωτίζει από την άλλη τον αγώνα του καθημερινού, ατελούς ανθρώπου που μάχεται να κρατήσει την αξιοπρέπειά του απέναντι στον ανθρώπινο πόνο και στο αναπόφευκτο, μπροστά στον γκρεμό της ανθρώπινης μοναξιάς και τη ματαιότητα της ανθρώπινης συνεννόησης.

Σε πλήρη αντιστοιχία με το προηγούμενο θέμα, πολλά ποιήματα της ανά χείρας συλλογής επιχειρούν παράλληλα να ανατρέψουν την κυρίαρχη ψευδαίσθηση του σύγχρονου,  δυτικού ανθρώπου (από την εποχή του Διαφωτισμού) πως ο κόσμος προοδεύει συνεχώς (δεύτερο θέμα). Και στις προηγούμενες, βεβαίως, συλλογές του Καλοζώη η αντίληψη της προόδου δεν είναι παρά μια ψευδής κατασκευή, καθώς η βαρβαρότητα και το σκοτάδι της ανθρώπινης φύσης με απώτερη μορφή την απληστία, την καταστροφή του περιβάλλοντος και τον πόλεμο οδηγεί την ανθρωπότητα στην αυτοκαταστροφή. Σ’ αυτή τη συλλογή, ωστόσο, η απομυθοποίηση της ιδέας της προόδου δεν στηρίζεται μόνο στην αγριότητα της ανθρώπινης φύσης, αλλά κυρίως σε μια πικρή ανθρωπολογική παρατήρηση που προβάλλεται επαναληπτικά στο βιβλίο. Η πρόοδος, δηλαδή, δεν είναι εφικτή γιατί ο ίδιος ο άνθρωπος αποτελεί ένα λάθος. Σε πολλά ποιήματα της συλλογής, λοιπόν, προβάλλεται με αντικειμενικότητα, αλλά και με καβαφική «ευσπλαχνία και λύπη» η ατέλεια της κατασκευής του ανθρώπινου είδους η οποία οδηγεί πολλές φορές τον άνθρωπο σε αποσπασματικές, λανθασμένες και επικίνδυνες αντιλήψεις και πράξεις. Έχοντας, με άλλα λόγια, μειωμένη όραση ο άνθρωπος δεν μπορεί να βελτιωθεί ή να τελειοποιηθεί, αλλά παραμένει καταδικασμένος να αναπαράγει και να επαναλαμβάνει τα λάθη του, χωρίς την όποια ελπίδα προόδου:

«κοίτα τους ανθρώπους Γκλεν Γκουλντ / πιο προσεκτικά δεν είναι πάντα / λιοντάρια / ευθύνονται για πολλά κακά είναι / αλήθεια αλλά λυπήσου τους / κάποιος έδωσε την έγκρισή του / γι’ αυτό / ζητάς από αυτούς περισσότερα από όσα μπορούν να δώσουν» («Το παράπονο του Γκλεν Γκουλντ», σ. 25»)

«αυτό είναι οι άνθρωποι / γι’ αυτό μην περιμένεις πολλά / πράγματα απ’ αυτούς / … / μην είσαι τόσο σκληρή / μαζί τους όλοι μα όλοι είναι / μια λανθασμένη ρύθμιση του / Θεού αυτού του επικεφαλής / του σύμπαντος ηλεκτρολόγου μηχανικού» («Η Σμίλη» σ. 54)

«βέβαια οι άνθρωποι πιστεύουν / όλο και περισσότερο στο ψευδές / και στο παράλογο / γιατί όσες χιλιάδες χρόνια και / να περάσουν θα είμαστε / οι αιωνίως πρωτόγονοι / είμαστε ατελείς έχουμε μειωμένη / αντίληψη του κόσμου» («Η αδιάλειπτη κίνηση», σ. 79)

«οι άνθρωποι είναι τόσο / παραλογισμένα ατελείς / καράβια που πλέουν όχι πάντα / ίσια αλλά τις περισσότερες / φορές στραβά» («Ο καιρός του ανθρώπου», σ. 82)

«Είμαστε ένα τεράστιο λάθος / μηδενός εξαιρουμένου» («Μητέρες», σ. 129)

Το τρίτο και, κατά την άποψή μου, σημαντικότερο θέμα της συλλογής (η τιμητική αναφορά στον προπάτορα Γκλεν Γκουλντ δεν είναι καθόλου τυχαία, αλλά αποκαλυπτική), το οποίο μάλιστα τέμνεται ποικιλότροπα με τα δύο προγενέστερα σημαντικά θέματα του βιβλίου, είναι το ρομαντικό και μοντερνιστικό ζήτημα της αναπόφευκτης σύγκρουσης του γνήσιου καλλιτέχνη με την εποχή-κοινωνία του, η οποία αδυνατεί να τον καταλάβει. Tα ερωτήματα, επομένως, σε ποιους απευθύνεται ο ποιητής και ποιοι πραγματικά μπορούν να προσλάβουν το επαναστατικό και προφητικό μήνυμα της ποίησής του, τίθενται εδώ πιο έντονα παρά σε προηγούμενες συλλογές του ποιητή.

Πιο συγκεκριμένα, σε αρκετά ποιήματα θεματοποιείται η αδυναμία πρόσληψης και κατανόησης του καλλιτεχνικού μηνύματος, αλλά και του ίδιου του καλλιτέχνη από την κοινωνία. Στο εναρκτήριο, μάλιστα, ποίημα της συλλογής το ποιητικό υποκείμενο εκφράζει την ελπίδα, απευθυνόμενο στο προπάτορα Γκουλντ: «προσπαθώ ν’ ακούσω τι  λες και δεν τα / καταφέρνω μιλάς όπως μιλά μια πέτρα / ή μια σταγόνα αραιή ή ραγδαία σαν / ένα ποτάμι που δεν γνωρίζουμε από πού / πηγάζει κι ίσως να μη μας ενδιαφέρει / παρά μόνο για να ποτίσουμε παρά μόνο / για να γεμίζουμε ένα ποτήρι νερό / είμαστε τόσο διψασμένοι μα καθόλου δεν / μας ενδιαφέρει ο κύκλος της βροχής… / ίσως στο μέλλον οι γλωσσολόγοι κι οι / ωριλάδες ανακαλύψουν στον φάρυγγα / στον λάρυγγα μια γλώσσα ακωδικοποίητη / και καινούρια που εσύ την πρωτομίλησες / πάνω στην παιδική καρεκλίτσα σου / καθήμενε και καθημαγμένε πιανίστα / Γκλεν Γκουλντ» («Γκλεν Γκουλντ », σσ. 9-10).  Αλλά και στα ποιήματα «Ομοιότητες και διαφορές» (σ. 56), «Η στάση και η κίνηση» (σ. 71), «Η τελευταία ανάμνηση» (σ. 83), «Ο μίκρωτος μακριά από τις αναίδειες των πόλεων» (σ. 89), το μοναχικό ποιητικό υποκείμενο εκφράζει (με συναίσθηση της ιδιόρρυθμης υπεροχής του) την πλήρη ασυμφωνία του με την αποπροσανατολισμένη και αλλοτριωμένη κοινωνία μέσα στην οποία ζει, καθώς εκφέρει έναν λόγο προφητικό ο οποίος δεν είναι, δεν μπορεί να είναι κατανοητός στην εποχή του, αλλά θα γίνει (ελπίζει τουλάχιστον) στο μέλλον: «τι κοινό έχω εγώ … / με τον αδελφό που βγάζει το μάτι / του αδερφού του με το πιρούνι / με την κακία που βασίζεται τις / περισσότερες φορές πάνω στην / παρανόηση και στην παρερμηνεία / … τι κοινό έχω εγώ με τις μετοχές / τις χρυσές λίρες τα διαμάντια / μέσα στα φακελάκια / τις επενδύσεις τις ενδύσεις και τα / σπίτια πάνω στους λόφους με τις / απρόσκοπτες θέες», («Ομοιότητες και διαφορές», σσ. 55- 56)

«κάθομαι και σκέφτομαι πως δεν έχω / τίποτα κοινό μ’ αυτούς που / συναθροίζονται έξω από τις πόρτες / των πολιτικών γραφείων που θέλουν / ν’ αξιοποιηθούν απ’ τους / πολιτικάντηδες όπως αυτοί νομίζουν / καλύτερα… /», («Η στάση και η κίνηση», σ. 71)

«είμαστε καμωμένοι για το / συγκεκριμένο και το ελάχιστο / … αλλά δεν είμαστε όλοι το ίδιο / υπάρχουν κι αυτοί που ανεβαίνουν / στα Ιμαλάια υπάρχουν κι αυτοί / που καταδύονται στις αβύσσους / πρέπει να υπάρχουν κι αυτοί / που σπαταλούν κουβάδες μπογιάς / πάνω στους πίνακες / οι χωρεπίσκοποι της Τέχνης οι / ηθοποιοί και οι χορευτές που /  μιμούνται τις κινήσεις των ζώων / και των πλανητών / οι ποιητές που σηκώνουν το / βλέμμα πάνω απ΄ τις ταΐστρες / και τις ποτίστρες μας / αυτοί που χάνουν τον έλεγχο που / φεύγουν από τις καθημερινές / ασφάλτους  και πολλοί / κατακόβονται χτυπώντας πάνω / στα δέντρα.» («Η αδιάλειπτη κίνηση», σ. 80).

Ο πραγματικός καλλιτέχνης, σύμφωνα με τον Γκλεν Γκουλντ του Γιώργου Καλοζώη,  βρίσκεται πάντα σε σύγκρουση με την, ως επί το πλείστον, ωφελιμιστική, εγωιστική, παράλογη, κανιβαλιστική και χωρίς πραγματική παιδεία και καλλιέργεια, κοινωνία, η οποία αδυνατεί να τον καταλάβει. Για τούτο επιδιώκει, όσο αυτό είναι δυνατόν, την απομόνωση, τη μοναξιά και την ανεξαρτησία, στοιχεία τα οποία αποτελούν ουσιώδεις προϋποθέσεις για τη δημιουργία πρωτοποριακού έργου τέχνης. Απέναντι στην ισοπεδωτική και αποπροσανατολισμένη κοινωνική μάζα βρίσκεται βέβαια —είτε στο παρόν είτε στο μέλλον— το λίγο, αλλά αληθινό κοινό του ποιητή, ο ιδανικός, με άλλα λόγια, αναγνώστης που είναι σε θέση να τον κατανοήσει και να τον αισθανθεί.

Γι’ αυτό ο ποιητής καταγγέλλει το συμβιβασμένο κοινωνικό του περιβάλλον, τους ιδιοτελείς πολιτικούς, τους τραπεζίτες, τους ιερωμένους και τους διανοούμενους που αποζητούν συνεχώς το εύκολο κέρδος, αλλά (όσο και να επιθυμεί, όπως θα δούμε στη συνέχεια) δεν αποχωρεί από το κοινωνικό πεδίο. Παρά το γεγονός, δηλαδή, ότι ο ποιητής θα ήθελε από τη μια να απομακρυνθεί από την κοινωνική ασυδοσία και την αποχαύνωση, από την άλλη αντανακλά τα κοινωνικά ζητήματα μέσα στον κόσμο της ποίησης. Η οξύτατη κριτική, μάλιστα, που ασκείται από τον Καλοζώη σε ένα βαθύτερο επίπεδο, πολλές φορές συνιστά έναν αναγνωρισμένο κώδικα ηθικής που αντιπαρατίθεται στο συμβατικό, το κοινότυπο και το κοινωνικά κατεστημένο.

Ο αναγνώστης της συλλογής, πάντως, αποκομίζει εξελικτικά ότι ο γνήσιος  καλλιτέχνης  συνυφαίνει αξεδιάλυτα μέσα στο έργο του το αίτημα της αυτόνομης και ελεύθερης τέχνης με το αίτημα της ρεαλιστικής τέχνης που είναι σε άμεση σχέση με τον κόσμο και τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα. Και για τούτο, ίσως, (όπως έχει προαναφερθεί) το ποιητικό υποκείμενο εκφέρει έναν λόγο παιδαγωγικά προφητικό, ο οποίος, ωστόσο, όπως η μουσική του προπάτορα Γκουλντ, δεν μπορεί να εκτιμηθεί και να κατανοηθεί στην εποχή του, αλλά θα εκτιμηθεί στο μέλλον: «εσύ θα βρίσκεσαι πάντα/ στο μέλλον οι άλλοι θα βρίσκονται/ πάντα στο μάλλον» («Ο σύντομος βίος του Γκλεν Γκουλντ», σ. 11).

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ερμηνείας, η ρομαντική και μοντερνιστική αντίθεση του ποιητή με το αποπροσανατολισμένο πλήθος δεν καταδεικνύει μόνο την υπερβολική ευαισθησία του καλλιτέχνη σε σύγκριση πάντα με τον «μέτριο άνθρωπο»,[4] αλλά, υποδηλώνει ταυτόχρονα ότι η περιθωριοποιημένη και απαξιωμένη βιωτή του ποιητή μέσα σε μια κοινωνία εχθρική καθιστούν τον αγώνα του ηρωικό. Το ποιητικό υποκείμενο, με άλλα λόγια είναι, σύμφωνα με τον Καλοζώη, ένας ξεχωριστός άνθρωπος, δεν είναι, ωστόσο, σε καμιά περίπτωση ένας Θεός-προφήτης. Είναι περισσότερο ένας απλός, αλλά υπερευαίσθητος καθημερινός ήρωας που μπορεί να συλλάβει το ανέκφραστο, αλλά και να υπομένει τον ανθρώπινο πόνο και τις αντιξοότητες μιας ζωής μοναχικής και σκληρής, χωρίς αληθινή επικοινωνία, λογική, σεβασμό και αγάπη. Αυτό είναι το τίμημα που πληρώνει ο αληθινός καλλιτέχνης, σύμφωνα με τον ποιητή, μέσα στην ορθολογικά κανιβαλιστική και υλιστική δυτική κοινωνία, η οποία πετσοκόβει όποιον ξεφεύγει από την τετραγωνισμένη μάζα:

«Αχ Γκλεν Γκουλντ που έπρεπε / να πληρώσεις ένα φοβερό τίμημα / για να σου επιτραπεί ή είσοδος / στον εθνικό δρυμό της Μουσικής / …» («Τίμημα», σ. 29)

«ήξερες δεν μπορεί να μην ήξερες / πως κάποτε θα γινόσουν / οι οκτάβες και τα πλήκτρα και οι /  χορδές και τα πιάνα με τις ωραίες/ ουρές και το κοινό και οι / ηχογραφήσεις και η σπάνις / ήξερες δεν ήσουν βλάκας πως οι / θεοί στο τέλος από ζήλεια θα / σε τιμωρούσαν αλλά τι να κάμεις / ήταν αδύνατον οτιδήποτε να / προσπαθήσεις να κάμεις» («Ο σύντομος βίος του Γκλεν Γκουλντ», σ. 12)

«Ποιος ήταν τελικά ο Γκλεν Γκουλντ / ένας ιός ένα βάκιλος ένα τρομερό / αθεράπευτο μικρόβιο μια φλεγμονή / ένα συρίγγιο ένας ολόκληρος / θάλαμος στην πτέρυγα την παθολογική / του νοσοκομείου είπαν οι ζηλούντες / για τον πιο ασυμβίβαστο μες στους / συμβιβασμένους γι’ αυτό και ίσως να / του αξίζει στο τέλος να λησμονηθεί / σ’ έναν κόσμο που θυμάται πολύ καλά / ποια ήταν η ισοτιμία του γεν με το / δολάριο πριν έξι μήνες» («Αυτός που αγαπούσε τα άηχα πράγματα», σ. 28).

Στα πιο πάνω αποσπάσματα εντοπίζουμε, βεβαίως, το γνωστό ρομαντικό και μοντερνιστικό θέμα της ευλογίας και της κατάρας του ποιητικού χαρίσματος, μέσα στο οποίο η βασανιστική μοίρα του ποιητή θεωρείται αναπόφευκτη. Μέσα σε αυτό το αντιθετικό πλαίσιο η τραγική, αλλά και χαρισματική μορφή του ποιητή μέσα σε έναν κόσμο εχθρικό και απαξιωτικό παρουσιάζεται αντιφατικά, καθώς βασίζεται στη συνύπαρξη δύο αντιθετικών καταστάσεων. Πιο συγκεκριμένα το ποιητικό υποκείμενο από τη μια αισθάνεται ματαιωμένο, απαξιωμένο, ανελεύθερο και μοναχικό, κι από την άλλη αισθάνεται ελεύθερο, ευαίσθητο και μοναδικό. Αυτή η οξύμωρη κατάσταση προκύπτει ακριβώς από το γεγονός ότι ο ποιητής έχει συνείδηση μιας τρομακτικής αλήθειας που οι άλλοι αγνοούν (πλατωνική σπηλιά). Έτσι η προφητική του ποίηση αποτελεί ταυτόχρονα τη βασική αιτία της δυστυχίας και της τραγικότητάς του, αφού η κοινωνία όχι μόνο δεν μπορεί να την καταλάβει ή να την εκτιμήσει, αλλά αδιαφορεί ‒ ειδικότερα στις μέρες μας- γι’ αυτήν. Δεν είναι τυχαίο, ίσως, το γεγονός ότι ο Καλοζώης ονομάζει τα ποιήματα «παράσημα τρόμου», όπως ακριβώς ο Καρούζος τα ονομάζει «ενθύμια φρίκης».

Μέσα σε αυτό το εχθρικό και απαξιωτικό κοινωνικό περιβάλλον που είναι μονίμως στραμμένο στην ύλη, στην ευκολία και το κέρδος, το πληγωμένο ποιητικό υποκείμενο αναζητά (εκτός από την ελπίδα της μελλοντικής δικαίωσης του έργου του) δύο ακόμη ουτοπικές διεξόδους. Η πρώτη αποτελεί μιαν ανεκπλήρωτη επιθυμία φυγής από το σύγχρονό του κοινωνικό περιβάλλον προς εξωτικούς προορισμούς, ενώ η δεύτερη στρέφεται προς στο προϊστορικό παρελθόν. Ας εξετάσουμε, λοιπόν, την κάθε προσπάθεια διεξόδου ξεχωριστά.

Η πρώτη διέξοδος του ποιητικού υποκείμενου από το ισοπεδωτικό και εχθρικό  κοινωνικό παρόν που το συνθλίβει ταυτίζεται, όπως έχουμε προαναφέρει, με τη σφοδρή επιθυμία φυγής του σε μακρινά, εξωτικά και άφθαρτα μέρη. Η φυγή, γενικότερα, του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου από την ασφυκτική καθημερινότητά του, τα προβλήματα και τα άγχη του επιτυγχάνεται κυρίως με τα ταξίδια. Πρόκειται, ωστόσο, σύμφωνα με τον ποιητή, για μια προσωρινή παράκαμψη από τους κύριους λόγους που τον ταλαιπωρούν και βρίσκονται στα τρίσβαθα της ψυχής του: «κανένας δεν ξέρει πάντα τι / είναι αυτό που τον βασανίζει / κι αφού δεν ξέρει δεν μπορεί / να το πει / το παρακάμπτει / με αγορές και με ταξίδια» («Η άβυσσος 2», σ. 120).

Σε τέσσερα, πάντως, ποιήματα της ανά χείρας συλλογής («Η άθλια χώρα μου» σ. 64, «Οι νότιες θάλασσες», σ. 74, «Ο μίκρωτος μακριά από τις αναίδειες των πόλεων» σ. 89 και «Τα γαυγίσματα» σ. 94) εκφέρεται ρητά η έντονη επιθυμία του ποιητικού υποκειμένου να φύγει μακριά και να απομακρυνθεί από το εχθρικό κοινωνικό του περιβάλλον, τους ανθρώπους με τα κοφτερά προσωπεία, τους ανθρώπους κανίβαλους, τους ανθρώπους σκυλιά που δαγκώνουν, τους ζηλόφθονους, τους ιδιοτελείς και τους εγωιστές που επιδιώκουν να τον κατασπαράξουν μέσα σε έναν ιδιοτελή κόσμο, ενώ, στην πραγματικότητα, κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τον θάνατο, καθώς όλοι οι άνθρωποι αναχωρούν κάποια στιγμή για το αναπότρεπτο: «Όλοι φεύγουν κάποια στιγμή και / οι γέροι που σκύβουν τόσο πολύ… / κι οι κοπέλες με το αλαζονικό / βάδισμα… / και οι άντρες που ανοίγουν το / πορτοφόλι τους… / οι  όσιοι και οι άγιοι κι / ο προϊστάμενός τους ο ίδιος ο Θεός/» (σσ. 94-95).

Στο ποίημα, μάλιστα, «Οι νότιες θάλασσες» (σ. 74) το ποιητικό υποκείμενο στην προσπάθειά του να φύγει «μακριά απ’ τις ερήμους και τους / ανθρώπους που έχουν τις ερήμους / μέσα τους και το άγριο γαύγισμα / και τα περιλαίμια με τα καρφιά / θα φύγω όπως φεύγει γρήγορα / ο φυγόδικος…» (σ. 94) ζητά τη βοήθεια των ομοτέχνων του «να [τον] βοηθήσουν να φτάσει επειγόντως στον ωκεανό / … / στις / νότιες θάλασσες χιλιάδες μίλια μακριά / απ’ τις κατοικημένες χώρες / … σ’ ένα / καλύτερο αύριο στις ακτές όπου / λιάζονται χωρίς καμιά απολύτως / φιλοδοξία οι φώκιες και οι / λέοντες οι θαλάσσιοι». Η επιθυμία, ωστόσο, του ποιητικού υποκειμένου παραμένει, εντέλει, ανεκπλήρωτη και εκφέρεται μόνον ως προσωρινή λυτρωτική φαντασίωση.

Στο ποίημα, τέλος, «Η άθλια χώρα μου» (σ. 64) το ποιητικό υποκείμενο εκφράζει την έντονη επιθυμία του να φύγει από τη χώρα του, την άθλια πατρίδα του, την οποία ωστόσο δεν κατάφερε να εκπληρώσει γιατί «δεν υπήρχαν λιμάνια», «πλοία» και «ο διάδρομος προσγείωσης ήταν πολύ μικρός». Έτσι, σε έναν τόπο κλειστό χωρίς διαφυγή το ποιητικό υποκείμενο και οι όμοιοι-ομότεχνοί του στέλνουν συνεχώς σήματα-μηνύματα, τα οποία, όμως, δεν γίνονται αντιληπτά από κανέναν: «έτσι ήμασταν σ’ αυτόν τον τόπο / με τους ανούσιους φάρους κι ο / καθένας προσπαθούσε να λάμψει / με τον πιο απίθανο / τρόπο για να τον δουν κάποιοι». Το αποτέλεσμα, πάντως, αυτού του αδιέξοδου εγκλεισμού σε έναν άθλιο τόπο που συνθλίβει τον άνθρωπο-ποιητή είναι εμφανές στα έργα του ποιητικού υποκειμένου και των ομοτέχνων του, καθώς η κοινωνική πραγματικότητα καθορίζει αναπόφευκτα τα θλιβερά θέματα της ποίησής τους: «γι’ αυτό ενώ θέλαμε να γράψουμε / για τις ωραίες κοπέλες και / τ’ αποθέματα των φιλιών τους στους / ένστολους με τα πηλήκια και για / ρομαντισμούς και άλλα τέτοια / γράφαμε μόνο για την πυκνή βροχή / και για τον ουρανό τον αταίριαστο / …».

Στη δεύτερη τώρα προσπάθεια διεξόδου, το ποιητικό υποκείμενο στρέφεται στο παρελθόν. Πιο συγκεκριμένα επαναφέρει συχνά στο προσκήνιο μιαν άδολη προϊστορική συλλογικότητα την οποία και ανασύρει ξανά στην ποιητική επιφάνεια παρουσιαζόμενος ως ο εκπρόσωπος ενός αρχέγονου αυθεντικού πολιτισμού αθωότητας και ισότητας που αντιμάχεται τον αλλοτριωμένο και άνισο δυτικό τρόπο ζωής. Η επαναφορά αυτή στο προϊστορικό παρελθόν στηρίζεται στην πεποίθηση ότι οι άνθρωποι στη λίθινη εποχή βρίσκονταν σε μια πρωταρχική, αρχέγονη κατάσταση αθωότητας και ισότητας (ή τουλάχιστον πιο άδολης από τον σύγχρονο και τεχνολογικά ανεπτυγμένο κόσμο), η οποία, ωστόσο, σήμερα έχει χαθεί οριστικά. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι στον Χριστιανισμό υπάρχει η πίστη ότι κάποτε οι άνθρωποι ζούσαν σε κατάσταση αθωότητας (Εδέμ), όμως εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος συνεχίζουν να ζουν στη γη σε κατάσταση πτώσης.

Έχω την αίσθηση, πάντως, ότι η πιο πάνω αντίληψη του Καλοζώη προϋποθέτει τουλάχιστον δύο βιβλία: την Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους του Ζαν-Ζακ Ρουσώ που γράφτηκε το 1754 και κυρίως το βιβλίο Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας που γράφτηκε από τον Φρόιντ το 1929 και πρωτοεκδόθηκε το 1930 στα Γερμανικά. Στην Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους, ο Ρουσώ υποστηρίζει ότι ο προϊστορικός άνθρωπος, ο κυνηγός τροφοσυλλέκτης, ζούσε σε μικρές ομάδες σε μια κατάσταση παρατεταμένης ισότιμης αθωότητας. Με την ανάπτυξη, όμως, της γεωργίας, της ιδιοκτησίας, του πολιτισμού και της δημιουργίας ιεραρχικά δομημένων κοινωνιών (πόλεων) ο άνθρωπος  εξέπεσε στην ανισότητα. Κι αυτό γιατί πολιτισμός και κράτος σημαίνει βεβαίως την εμφάνιση της γραπτής λογοτεχνίας, της επιστήμης και της φιλοσοφίας, αλλά ταυτόχρονα και της πατριαρχίας, της ιδιοκτησίας, της εξουσίας, του στρατού, της γραφειοκρατίας.[5]

Στο βιβλίο Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας,[6] ο Φρόυντ υποστηρίζει πως ο άνθρωπος λειτουργεί με πρωτόγονα ένστικτα (π.χ. επιθυμία για σεξ) που δεν αλλάζουν μέσα στον χρόνο  και γι’ αυτό συμπεριφέρεται πάντα με στόχο την ικανοποίηση των ενστίκτων του. Η πολιτισμένη ζωή του ανθρώπου, ωστόσο, οδηγεί αναπόφευκτα στον περιορισμό των ανθρώπινων ενστίκτων που έχουν αρνητικές επιπτώσεις για την οργανωμένη κοινότητα. Το πρωταρχικό πρόβλημα, επομένως, σύμφωνα με τον Φρόυντ μεταξύ πολιτισμού και ατόμου είναι αφενός η ενστικτώδης επιδίωξη του ατόμου για ελευθερία και αφετέρου το κοινωνικό πρόσταγμα του πολιτισμού για καταπάτηση και έλεγχο των ενστίκτων. Στο τρίτο ειδικότερα κεφάλαιο του βιβλίου ο Φρόυντ υποστηρίζει πως, ενώ ο πολιτισμός αποτελεί τη μεγαλύτερη ασπίδα προστασίας του ανθρώπου ενάντια στη δυστυχία και τον ανθρώπινο πόνο, εντούτοις αποτελεί, εν τέλει, τη μεγαλύτερη πηγή δυστυχίας του, καθώς περιορίζει την ατομική ηδονή για να επιτευχθεί το γενικότερο καλό, με αποτέλεσμα πολλοί άνθρωποι να γίνονται νευρωτικοί και δυστυχισμένοι.

Έχοντας τα πιο πάνω υπόψη, κατανοούμε καλύτερα την πεποίθηση του ποιητή (η οποία μάλιστα συναντάται συστηματικά στο έργο του) πως η ζωή των αρχέγονων ανθρώπων ή των ιθαγενών μακριά από τον πολιτισμό ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσα, ελεύθερη, ανθρώπινη και δίκαιη από τη ζωή σε μια δυτική πόλη: «πέταξε τον καταραμένο πολιτισμό / και πήγαινε να συναντήσεις την ηχώ / της φωνής σου και τον Θεό» («Η τελευταία ανάμνηση», σ. 85). Και με αυτό τον τρόπο θα λέγαμε ότι ο Καλοζώης παραλληλίζεται με το πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι σημαντικότεροι Ευρωπαίοι μοντερνιστές (Έλιοτ, Πάουντ, Σεφέρης κ.ά.) το οποίο αφορά στην επίγνωση του κατακερματισμού του σύγχρονου κόσμου και στην επιθυμία να επιτύχουν την ενότητα του. Αλλά για να κατανοήσουμε καλύτερα τα πιο πάνω ας ακούσουμε το ποίημα «Η απαξίωση του ανθρώπου» (σσ. 91-93):[7]

Η ΑΠΑΞΙΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Κοίτα τα δάχτυλα των χεριών σου
και πες μου σε τι χρειάζονται τα
νύχια σου πιάσε τη μέση σου και
πες μου γιατί πονάς και συ που
φοράς τον κηδεμόνα πες μου δεν
είσαι όπως το ζώο με το σαμάρι;
Και συ που πας ανελλιπώς
δουλειά και συγκεντρώνεστε με
τους άλλους υπαλλήλους στην
εσωτερική αυλή ή στο προαύλιο
της εταιρίας δεν είστε ένα μεγάλο
κοπάδι; Ναι θα μου πεις αλλά
δεν μπορούμε να κάνουμε
διαφορετικά όπως ακριβώς τα
λιοντάρια έχουμε έναν αρχηγό
κι ακόμα έναν δεσπότη έναν
αρχιεπίσκοπο έναν πατριάρχη
έναν εργολάβο που κατανέμει
τις εργασίες στους χτίστες κι
εγώ σου απαντώ επειδή έχουμε
γυναίκες και παιδιά και χωράφια
και σπίτια που σε αυτά
κατοικούμε ή τα νοικιάζουμε
όσα περισσότερα πράγματα
έχουμε τόσο περισσότερο
είμαστε και δεν μας φτάνει
αυτό αλλά μεταδίδουμε αυτήν
την αντίληψη στα παιδιά μας
είμαστε οι άρρωστοι της κατοχής
κι ενώ είμαστε άρρωστοι που
κανονικά θα έπρεπε να
ξαπλώνουμε μετά από μια
επίσκεψη στον γιατρό ή σε
γιατρούς για να έχουμε μια
δεύτερη γνώμη να λαμβάνουμε
αγωγή να μας βάζουν κομπρέσες
κάνουμε κομματικά συνέδρια
και χοροπηδούμε σαν τα
αφρικανικά αγριόσκυλα με
αυτοσχεδιασμούς
τις περισσότερες φορές έχοντας
πλάνο
α πόσο ζηλεύω τους προϊστορικούς
ανθρώπους της Καλαβασού και
της Χοιροκοιτίας και ακόμα τους
πολύ αρχαιότερους
ζηλεύω εκείνη την εποχή που οι
άνθρωποι δεν ήξεραν πώς
συλλαμβάνονται τα μωρά
ζηλεύω τα σκοτεινά και τα πυκνά
δάση που μακριά τους έχτιζαν οι
άνθρωποι τους οικισμούς τους
ζηλεύω  τα προϊστορικά
δικαστήρια που αποτελούνταν
από έναν ηλικιωμένο κι ακόμα
πρωτύτερα από κανέναν ζηλεύω
τους πρωτόγονους ανθρώπους
τους πρώτους ανθρώπους που γι’
αυτούς το παρελθόν το παρόν και
το μέλλον δεν ήταν ακόμα έννοιες
αλλά καταστάσεις αξεδιάλυτες
μπορεί να ζούσαν μέσα στον φόβο
αλλά τον φόβο τους δεν μπορούσαν
να τον εκφράσουν δεν είχαν τις
λέξεις δεν είχαν τα λεξικά και τις
βιβλιοθήκες ούτε τα παπούτσια
ούτε τις κάλτσες ο χρόνος τους ενώ
ζούσαν πολύ λιγότερο από μας
ήταν τελικά πολύ περισσότερος
κοίταγαν τις νύχτες τα άστρα και
τον ουρανό όπως τα μωρά που
βλέπουν κάτι για πρώτη φορά και
συγκινούνταν πάντα με
συγκεκριμένα πράγματα ποτέ με
αόριστα
οι ζωές τους ήταν αλάνθαστες γιατί
ακόμα δεν είχαν ανακαλυφθεί τα
λάθη κι αφού ήταν αλάνθαστοι
αγνοούσαν τελείως τις ενοχές και
τις τύψεις
πόσο μα πόσο ζηλεύω τα ελάφια
τα περισσότερα φυτοφάγα που
τρέχουν για να σωθούν αφήνοντας
τους ομοίους τους θήραμα για τα
σαρκοβόρα και τα όρνια
καθόλου δεν λυπούνται ή θρηνούν
καθόλου μα καθόλου δεν τους
ενδιαφέρει
ό,τι προεξέχει από τη μάζα και το
εμβαδόν του σώματός τους

Ο Καλοζώης, μάλιστα, θεματοποιεί αυτό τον θρυμματισμό και την αποσπασματικότητα του σύγχρονου κόσμου αφενός μέσα από την ιδιόρρυθμη στιχοθεσία του ποιήματος που προβάλλει το συνεχές σπάσιμο του νοήματος και της συνοχής του λόγου και αφετέρου με τη συνύφανση ετερόκλητων, αλλά συνειρμικά αιτιολογημένων στοιχείων στην αφηγηματική ακολουθία με αποτέλεσμα η αισθητική διάρθρωση του ποιήματος να οφείλεται στη συγχρονικότητα και στην ανοίκεια λειτουργία του τεχνικού σχήματος της μεταφοράς. Πιο συγκεκριμένα η αφηγηματική συνοχή του ποιήματος δεν στηρίζεται τόσο στη συνηθισμένη χρονική αφηγηματική ακολουθία, αλλά στην αφηγηματική συμπαράθεση και την ταυτοχρονική και συνειρμική συσσώρευση εμπειριών, στοχασμών και συναισθημάτων σε μια ποιητική μήτρα ψυχολογικού χρόνου όπου παρελθόν, παρόν και μέλλον συνυπάρχουν λειτουργικά και παραπέμπουν το ένα στο άλλο. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, πως το παράδοξο, το παράλογο, η πολυσημία και η αβεβαιότητα αποτελούν κύρια τεχνικά χαρακτηριστικά ενός ποιητικού σύμπαντος, όπου ο καλοπροαίρετος αναγνώστης μπορεί να διακρίνει εν προόδω τα κυρίαρχά θέματά του, τις εμμονές του, τις συνήθειες της σύνταξης και του λεξιλογίου, τις ρυθμικές υπογραφές του ποιητή, με άλλα λόγια, τον χαρακτήρα του.

Συνοψίζοντας, στην τελευταία του ποιητική συλλογή Γκλεν Γκουλντ, ο Γιώργος Καλοζώης ενσωματώνει λειτουργικά το ρομαντικό, αλλά και μοντερνιστικό στοιχείο της σύγκρουσης-ρήξης του ποιητή με την κοινωνία, η οποία αδυνατεί να τον καταλάβει και δεν αποδέχεται την κοινωνική του αποστολή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο ποιητής επιμένει να παράγει τέχνη, παρά το γεγονός ότι συναισθάνεται πως ο λόγος του δεν έχει ουσιαστική απήχηση σε μιαν αποχαυνωμένη κοινωνία που τον αναγκάζει να ζει απαξιωμένος στο περιθώριο. Παρά το γεγονός, ωστόσο, ότι η απαξίωση που βιώνει του προκαλεί δυσαρέσκεια και πικρία, δεν τον οδηγεί με κανένα τρόπο στην αναχώρηση-φυγή από το κοινωνικό πεδίο (όσο και αν το επιθυμεί μερικές φορές) ή ακόμη στην παραίτηση από την κοινωνική του αποστολή. Αντίθετα, με τον ειρωνικό, κριτικό και σαρκαστικό του λόγο, ο ποιητής στιγματίζει το φαύλο και φυτεύει μέσα στον χρόνο το επαναστατικό του μήνυμα. Έτσι, αφού ο λόγος του δεν βρίσκει ανταπόκριση στη σύγχρονή του (αδιάφορη ή εχθρική) κοινωνία, δεν απομένει παρά η βαθιά πίστη-ελπίδα του ποιητή στη μελλοντική αναγνώριση του έργου του.


[1] Η περιβόητη καρέκλα του Γκλεν Γκουλντ δεσπόζει στο εξώφυλλο του βιβλίου σε σχέδιο της Άννας Καλλή.
[2] Αντλώ πληροφορίες από τo συλλογικό εγκυκλοπαιδικό εγχείρημα Wikipedia.
[3] Για παράδειγμα τα ποιήματα «Γκλεν Γκουλντ» σ. 9, «Το παράπονο του Γκλεν Γκουλντ» σ. 24, «Ιμαλάια» σ. 29, «Ο τρόπος του Γκλεν Γκουλντ» σ. 34, «Μολύνσεις» σ. 134 αναφέρονται το ιδιόμορφο παίξιμο του Γκουλντ στη γνωστή καρέκλα, τα βαριά ρούχα που φορούσε χειμώνα καλοκαίρι, στις φοβίες του Γκουλντ για τις ασθένειες κ.ά.
[4] Βλ. το ποίημα «Οι μέτριοι άνθρωποι» από τη συλλογή Η πλαστικότητα των μορίων (Φαρφουλάς, 2019).
[5] Αντλώ από το εξαιρετικό βιβλίο των David Graeber & David Wengrow Η αυγή των πάντων. Μια καινούρια ιστορία της ανθρωπότητας, μετάφρ. Χριστόδουλος Λιθαρής, Διόπτρα, Αθήνα 2023.
[6] S. Freud, Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας, μετάφρ. Μυλωνά Νίκη, Νίκας, Αθήνα 2011.
[7] Βλ. επίσης τα ποιήματα «Το τέλος και η αρχή» σ. 100, «Οι πρώτοι άνθρωποι» σ. 108, «Τα κτήνη» σ. 112.

*

*

*