Η χαρά στην Οδύσσεια του Καζαντζάκη

*

του ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Ι. ΤΖΑΝΟΥ

«Μερονυχτού γεμίζεις τη χαρά και γεμισμό δεν έχει!»
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ, Οδύσσεια (Δ 948)

01| Αν και δεν θα ήταν στις προθέσεις του, ο Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957) έγραψε την Οδύσειά του (1938)[1] σε μια γλώσσα που, μοιάζοντας κατά κάποιον τρόπο με το πρότυπό της, δεν μιλήθηκε, τουλάχιστον ως προς την έκταση του γλωσσικού πλούτου της. Η ανεξάντλητη δεξαμενή λέξεων της Οδύσειας έκανε, αυτομάτως, κάποιους διανοούμενους ή μη να φερθούν σαν τους μαθητές εκείνους που, αμήχανοι μπροστά στην άγνωστή τους αρχαία ελληνική γλώσσα, λοιδορούν τα κείμενά της. Προτού εκδοθεί η Οδύσσεια, το περιοδικό Νέα Εστία είχε δημοσιεύσει πλαστούς στίχους της ξαφνιάζοντας τον Καζαντζάκη: «Εγώ ποτέ δεν της έδωκα, πού τους βρήκε;» γράφει σε γράμμα του στον Παντελή Πρεβελάκη[2]. Όπως έδειξα σε παλαιότερη εργασία, ο φαρσέρ, που παραπλάνησε τον διευθυντή της Νέας Εστίας Γρηγόριο Ξενόπουλο, ήταν ο Γεράσιμος Γρηγόρης. Ο Καζαντζάκης έστειλε τον επόμενο χρόνο διευκρινιστικό γράμμα στο περιοδικό, αλλά ο πλαστογράφος δεν είχε ανακαλυφθεί· ο Ξενόπουλος αναρωτιόταν μήπως είναι ο Ναπολέων Λαπαθιώτης[3]. Αργότερα, στο πνεύμα της αμφισβήτησης του καζαντζακικού έργου, ο Δημήτρης Χατζής, μάλλον για λόγους που δεν έχουν να κάνουν αμιγώς με τη λογοτεχνία, αστειεύτηκε στο διήγημά του «Η διαθήκη του καθηγητή» με την περιβόητη «κρητική ματιά». Περιγράφοντας κάποιο πρόσωπο του διηγήματος, λέει: «Ήταν ένας κρητίκαρος ίσαμε το νταβάνι και – το ξέραν όλοι – δε χάριζε κάστανα σε κανέναν – η κρητική ματιά!…»[4].

Με σκοπό να υποβοηθήσει την έκδοση του έπους του, ο Καζαντζάκης συνέγραψε ένα κατατοπιστικό κείμενο με την υπόθεσή του. Αφού διασαφηνίσει ότι η δική του Οδύσσεια, αποτελούμενη από 33.333 δεκαεπτασύλλαβους στίχους, ξεκινά από εκεί όπου τελειώνει η Οδύσσεια του Ομήρου, γράφει για τις τέσσερις πρώτες ραψωδίες τα ακόλουθα:

«Ο Οδυσσέας, αφού σκότωσε τους μνηστήρες, πλαντούσε μέσα στο μικρό του νησί· δε χωρούσε πια στη γυναίκα, στο γιο, στους παλιούς θεούς του, στην πατρίδα, κι αποφάσισε να φύγει πάλι από την Ιθάκη και να επιχειρήσει το στερνό του, το αγύριστο ταξίδι.

»Διάλεξε λοιπόν μερικούς συντρόφους όπως τους πεθυμούσε: ψυχές γενναίες και λεύτερες, σώματα γερά, σκάρωσε καινούριο καράβι, πάντρεψε το γιο του με τη Ναυσικά για να του κάμουν εγγόνι να μη χαθεί η γενιά του, κι ένα πρωί έκαμε πανιά κι ανοίχτηκε στο πέλαο.

»Άρχισε το μέγα στερνό ταξίδι. Άραξε πρώτα-πρώτα στο λιμάνι της Σπάρτης, ανέβηκε στην ξακουσμένη πολιτεία, γλίτωσε τον παλιό του συμπολεμιστή Μενέλαο από την ανταρσία του λαού, έφαγε κι ήπιε και κουβέντιασε μαζί του, άρπαξε την Ελένη, που πλαντούσε κι αυτή μέσα στη νέα ασήμαντη καθημερινή ζωή, κι έφυγε μαζί της»[5].

Μια από τις ψυχικές καταστάσεις που επανέρχονται ολοένα στην Οδύσσεια είναι αυτή της χαράς. Τα πρόσωπα του έπους χαίρονται με αυτά που ακούν ή βλέπουν, όπως χαίρονται με τις καταστάσεις που βιώνουν. Επιπροσθέτως, στο έπος υπάρχουν διάσπαρτοι αφορισμοί για τον ορισμό της «τρανής» χαράς, έτσι όπως τη νιώθουν, για παράδειγμα, ο Οδυσσέας ή ο Μενέλαος. Εντούτοις, γίνεται φανερό, ότι η χαρά εναλλάσσεται με τη λύπη και, συγκρίνοντάς τες, διαπιστώνεται ότι ο άνθρωπος αντέχει πιο εύκολα στη λύπη από όσο στη χαρά. Στο δοκίμιο «Η Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη ως αξία και η θέση της στην εκπαίδευση» ο Γιώργος Κουμάκης και η Αναστασία Οικονόμου, εξετάζοντας το ερώτημα «γιατί λυγίζει η χαρά ευκολότερα παρά στη λύπη», δίνουν την εξήγηση ότι «στη χαρά, λόγω της μακράς διάρκειας προσμονής της, η καρδιά λυγίζει ευκολότερα και συχνότερα παρά στον πόνο και στη λύπη»[6].

Εδώ επιχειρείται η καταγραφή των εκδηλώσεων χαράς, όπως αυτές εντοπίστηκαν στις ραψωδίες Α έως Δ[7]. Ήδη από τον πρόλογο, στους πρώτους τρεις στίχους, ο Καζαντζάκης, απευθυνόμενος στον Ήλιο, υπονοεί ότι η Οδύσσεια τον έκανε να ευφρανθεί:

«Ήλιε, μεγάλε ανατολίτη μου, χρουσό σκουφί του νου μου,
αρέσει μου στραβά να σε φορώ, πεθύμησα να παίξω,
όσο να ζεις, όσο να ζω κι εγώ, για να χαρεί η καρδιά μας».

02| Εκτός από τη χαρά στον άνθρωπο, η φύση, χλωρίδα και πανίδα, χαίρεται κατά ανάλογο τρόπο. Έτσι, το τζιτζίκι απολαμβάνει τον ήλιο (Δ 225) και τα τσοπανόσκυλα του Μενέλαου χαίρονται καθώς μυρίζονται το αφεντικό τους (Δ 314). Από κοντά και ο γέρο-πεύκος: χαίρεται να δίνει τον ίσκιο του για να ξαποστάσει ο Μενέλαος (Δ 320). Στον άνθρωπο, συχνά, η χαρά προέρχεται ή μοιράζεται με τον συνάνθρωπο. Ο λαός της Σπάρτης, για παράδειγμα, χαίρεται καθώς προετοιμάζεται να πάρει μέρος στους αθλητικούς αγώνες (Δ 584). Σε αντίθετη περίπτωση, ο ίδιος λαός συνομιλούν μεταξύ τους «χωρίς χαρά» για την ανισότητα μεταξύ χορτάτων αρχόντων και πεινασμένων δούλων (Δ 692). Ακόμη, οι δημογέροντες χαίρονται ακούγοντας την προσταγή του Μενέλαου για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων (Δ 118), και αμοιβαία χαρά νιώθει ο γέρος που έχει ακούσει τις υποσχέσεις του αφεντικού του Μενέλαου:

«Ο γέρος στράφη, και κρουφόσμιξαν μπλάβα και μαύρα μάτια
κι ώρα πολλή με σταυρωτή χαρά στραφταλιστά σπαθίζαν»

(Δ 897-898)

Ως συνώνυμα της χαράς, συνήθως, εννοούνται και τα ευχάριστα γεγονότα. Έτσι, ο Τηλέμαχος, μετά τον γάμο του με τη Ναυσικά[8], καληνυχτίζει τους άρχοντες και τον λαό και δίνει τέλος στις γαμήλιες γιορτές:

«Κι ο γιος γυρνάει τρεχάτος στις αυλές, καληνυχτάει με γλύκα
την αρχοντιά και το μικρό λαό, και τις χαρές σκολάζει»

(Β 1418-1419)

Ομοίως, στις στενοχώριες και στις χαρές, κρατά πάντα ο Οδυσσέας το θυμητάρι που του έχει δώσει η Καλυψώ (Γ 618-619) ή «Η αρμύρα κι οι θεοί, οι πολλές χαρές, τα πείσματα, με φάγαν», λέει ο Οδυσσέας (Δ 735). Αλλού με τη χαρά εννοείται η ειρήνη. Έτσι, Οδυσσέας και Μενέλαος είναι «οι δυο παλιοί στον πόλεμο και στη χαρά συντρόφοι» (Δ 856) ή, αλλού, εννοούνται οι ευχάριστες αναμνήσεις. Για παράδειγμα, στον γάμο του Τηλέμαχου και της Ναυσικάς ο κρητικός λυράρης παίζει τη λύρα του και τραγουδάει τα όσα έπαθε και τα όσα χάρηκε (Β 1176).

Το μερίδιό του στη χαρά, αγνοώντας το μέλλον, απολαμβάνει και ο Μενέλαος στο επεισόδιο της επίσκεψης του Οδυσσέα σε αυτόν. Ο Μενέλαος, ξεναγώντας τον Οδυσσέα στα χτήματά του, χαίρεται με το βιος του (Δ 378), όπως χαίρεται όταν ανταλλάσσει μερικές φράσεις με τους ανθρώπους που έχει στη δούλεψή του:

«Μες στα μαντριά μπεμπέριζαν τ’ αρνιά, κουκούριζαν τα γίδια,
κι ο βασιλιάς σαν πρωτοτσέλιγκας χαιρόταν ν’ αφουκράται
και να μιλάει καταδεχούμενος με τους μικρούς τσοπάνους»

(Δ 388-390)

ενώ προηγουμένως, μαζί με τον φιλοξενούμενό του Οδυσσέα, έχει ευχαριστηθεί το κρασί (Δ 206).

Από την πλευρά του, ο Οδυσσέας χαίρεται με τα παιχνίδια της φαντασίας του: «Τις πλανερές πραμάτειες χαίρουνταν στην αμμουδιά ν’ απλώνει» (Β 1048) ή «Μα χαίρουντα ο μονιάς τις σιδερές να πασπατεύει αγκίδες/ που χαϊμαλιά κρουφά ντιντίνιζαν στις λιόξανθες πλεξούδες» (Δ 875-876), όπως, σε κάθε ευκαιρία, χαίρεται τον αδέσμευτο, αν και περιπετειώδη, βίο του: «Χαίρουνταν βαθιά σκαλί σκαλί τη λευτεριά του» (Δ 1292).

Για την Ελένη, η χαρά που κάνει ξαναβλέποντας τον Οδυσσέα είναι διαφορετική: εμπεριέχει ερωτισμό. Η Ελένη ξέρει να ευχαριστιέται στις παλάμες της τη ζεστασιά του ήλιου (Δ 1362-1363), εντούτοις ξέρει καλά και ποιος είναι ο άντρας που της δίνει χαρά. Στη συνάντησή της με τον Οδυσσέα, του εξομολογείται τον πόθο της:

«Κι όντας μιλάς, πώς χαίρουμαι βαθιά που ζω και που σε ακούω!
Δώρα λαμπρά ’ναι, Θε μου, και στολή της γυναικός τα κάλλη·
μα όντας μεγάλου αντρούς τα χαίρουνται και τα χαδεύουν χέρια»

(Δ 972-974)

ή

«Κι η Ελένη, σκύβοντας μες στη χρουσή την κούπα της, χαιρόταν
τη φοβερή ματιά και δίνουνταν στο μέγα αντρίκειο χάδι»

(Γ 1136-1137)

Ακολούθως, όταν οι δυο τους μείνουν μόνοι στον αντρωνίτη, ο Οδυσσέας θυμίζει στην Ελένη την πολιορκία της Τροίας και τη στάση που αυτή κράτησε ως γυναίκα του Πάρη, προκαλώντας της, σήμερα, χαρά:

«Έχουν να πουν πως δέκα χρόνια εμείς ορμούσαμε του κάκου
απ’ την ντροπή να λευτερώσουμε το θείο κορμί σου, Ελένη·
και συ καθόσου ανέγγιχτη αψηλά σε νέφαλο δροσάτο
και μοναχά τον ίσκιο σου έριχνες στα δυο στρατόπεδά μας!
Η Ελένη σώπαινε, χαρούμενη μες στη νυχτιά γρικώντας
το παραμύθι της να κλώθεται στης φαντασιάς το αδράχτι»

(Δ 1093-1098)

Στον Οδυσσέα η χαρά εκτείνεται από την περιοχή του υπερφυσικού μέχρι, με συνδετικό κρίκο τις γήινες νοοτροπίες, τις διαπροσωπικές σχέσεις, όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει με την Πηνελόπη. Έτσι, αφενός προσεύχεται στη θεά Αφροδίτη: «Σε χαίρουμαι ήσυχα ως θνητή και καλοκρέβατη γυναίκα» (Γ 867), αφετέρου τη νύχτα, άυπνος, σκέφτεται την ευεργετική επίδραση που έχει επάνω του η μέρα: «Μεσόφρυδά του η μέρα κρέμουνταν χαρούμενη σαν άστρο» (Γ 1284). Βλέποντας την Πηνελόπη είκοσι χρόνια μετά, η χαρά του ταυτίζεται με τη σαρκική απόλαυση, και μονολογεί:

«Καρδιά μου, ετούτη που σκυφτή καιρούς σε ακαρτεράει ν’ ανοίξεις
τα κλειδωμένα γόνα και μαζί το θρήνο να χαρείτε»

(Α 103-104)

Στους δε συντρόφους του, αυτούς που σκοπεύει να πάρει μαζί στο νέο και στερνό ταξίδι του, επιφυλάσσει ιδιαίτερη χαρά. Έτσι, ομολογεί στον καπετάν Στρειδά ότι χαίρεται να αγγίζει το κορμί του (Β 753), χαίρεται με την ξαφνική επίσκεψη του Χάλικα: «Εχάρη ο καρδιογνώστης νιώθοντας την αρχοντιά του ξένου» (Β 993), και ευχαριστιέται με τις διαχύσεις του Κένταυρου:

«Ο εφτάψυχος χαιρότα απάνω του τις δυνατές παλάμες
σα γλώσσες να του αγλείφουν λιονταριού τα πετρογόνατά του»

(Δ 1243-1244)

Όπως προκύπτει από την Οδύσσεια, ο εξαγνισμός του σώματος, η «απόλουτρη χαρά», φέρνει ισορροπία και στο πνεύμα: «Μες στην απόλουτρη χαρά γαλήνευαν τα φρένα» (Α 123) ή ενθαρρύνει την ψυχή (Γ 831-832). Πέρα από αυτό, η χαρά εμφιλοχωρεί και στα όνειρα. Ο Οδυσσέας, κουρασμένος, ονειρεύεται ότι έχει ξαπλώσει κάτω από ένα δέντρο για να κοιμηθεί:

«Τα μάτια του σφαλνάει και φάνη του πως στ’ ουρανού τη ρίζα
ξαπλώθη όλο χαρά να κοιμηθεί κι είχε το δέντρο ανθίσει·
και πέφταν πέφταν οι κάτασπροι ανθοί και ραίναν το μυαλό του–
κι ολάνθιστος σγουρός αστερισμός κατέβη ο νους στον ύπνο»

(Δ 426-429)

Καμιά φορά, ο άνθρωπος, επηρεασμένος από εξωγενείς παράγοντες, είναι αναγκασμένος να πνίξει τη χαρά του (Δ 917-919), γι’ αυτό και είναι αξιοθαύμαστος εκείνος που έχει συναίσθηση του εφήμερου και, παράλληλα, μπορεί και χαίρεται (Δ 231). Μια από τις ευτυχισμένες στιγμές του, όπως αυτή στον Οδυσσέα, είναι η ώρα του μισεμού του:

«Αχ, τι χαρά ν’ ανοίγεις ξαφνικά στον αντικρούστη αγέρα
φόρα όλα τα πανιά και το έχε γεια στην αγαπώ να κρένεις!»

(Β 169-170)

Διερευνώντας άλλες περιπτώσεις εκδήλωσης χαράς, φαίνεται ότι ο άνθρωπος χαίρεται όταν χαρίζει σε αγαπημένο του πρόσωπο αυτό που του έχει ζητηθεί. Έτσι, όταν ο Οδυσσέας ζητεί από τον Μενέλαο να του δώσει για σύντροφο στο πλοίο του τον Πέτρακα, ο Μενέλαος χαίρεται και το κάνει ολόψυχα:

«Μεγάλη μου ’κανες χαρά, αδερφέ, την ώρα ετούτη· παρ’ τον!
δε σου χαλώ τη γνώμη εγώ ποτέ, κι είμαστε οι δυο μας ένα»

(Δ 351-352)

Από χαρά ξεχειλίζει και κάποιος που έχει μείνει ικανοποιημένος από τη σοδειά του, όπως ο Μενέλαος για το λάδι του:

«Κι απ’ το πολύ στο νου του το άλεσε κι απ’ την πολλή χαρά του
στραφτάλισε ολολάδωτος στο φως σαν πόντικας ο ρήγας»

(Δ 192-193)

Εντούτοις, υπάρχουν περιπτώσεις που είναι φρονιμότερο να μη δείχνει κανείς τη χαρά του, για διάφορους λόγους, και να παριστάνει τον αδιάφορο ή, σαν τον Οδυσσέα καθώς παρατηρεί τον Τηλέμαχο, να παριστάνει τον δύσπιστο: «Τα φρύδια μάζωξε, η πολλή χαρά μην προδοθεί» (Α 219).

Αν η χαρά είναι μετρίσιμη, τότε υπάρχουν διαβαθμίσεις της: κάτω κάτω βρίσκεται μια χαρούμενη στιγμή και στην κορυφή η πιο «τρανή» χαρά. Τα πρόσωπα της Οδύσσειας έχουν το καθένα τη δική του γνώμη για το ποια είναι η πιο «τρανή» χαρά. Έτσι, για τον Οδυσσέα θα μπορούσε να είναι ο ενστερνισμός ενός μύθου: «Χαρά! στο αθάνατο βαθύ νερό του μύθου αργά ν’ αράζεις» (Β 1093) ή ο θάνατος στη διάρκεια μιας αθλητικής αναμέτρησης: «Αχ, τι τρανή χαρά να σκοτωθείς στου παιχνιδιού τη ζάλη» (Δ 755), αν δεν βρίσκεται στις στιγμές της σαρκικής ηδονής: «Χαρά μεγάλη νύχτα να γρικάς να ξεφωνίζει η κόρη» (Β 1054). Ο γυμναστής  των αθλητικών αγώνων παραδέχεται μονάχα μια χαρά:

«Στη γης ετούτη, βασιλιά, μονάχα μια χαρά ξεκρίνω:
να κάθεσαι λουσμένος να τηράς την ομορφιά του ανθρώπου»

(Δ 703-704)

καθώς η λύρα του συνοδεύει ταιριαστά τους χορευτές: «Αρχοντικά σοζύγιαε τη χαρά με του κορμιού τη χάρη» (Δ 713). Ο Μενέλαος, από την πλευρά του, καμαρώνει τον άνθρωπο που στα στερνά του είναι σε θέση να πει ότι έχει επιτελέσει το καθήκον του:

«Χαρά στον άνθρωπο, αδερφέ, που της ζωής τον κύκλο ακέριο
τελέψει ως το καλό καρπόδεντρο – ανθός, καρπός και σπόρος»

(Γ 1166-1167)

Τέλος, ο Οδυσσέας θεωρεί ότι η πιο «τρανή» χαρά που μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος είναι να ακουστεί η φωνή του συγκλονιστική:

«Μα σαν το σπόρο το μικρό μικρό, που αναπετάει το φύτρο
κι αρπάει τη γης η ρίζα του κι αρπάει το φως η κεφαλή του
κι οι πέτρες θρύβουνται στο διάβα του και τα βουνά ραγίζουν,
χαρά δεν είναι, αδέρφια, πιο τρανή στον έρμο απάνω κόσμο»

(Α 1207-1210)

03| Θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι ανάμεσα στα πάθη των προσώπων της Οδύσσειας, και ιδίως ανάμεσα στα βάσανα του Οδυσσέα, βρίσκονται πάμπολλες στιγμές χαράς με την πηγή από όπου αυτή προέρχεται να είναι μία και μοναδική: τη συνεχή προσπάθεια για να πραγματοποιηθεί το ακατόρθωτο. Για τη χαρά τίποτε δεν είναι αρκετό, γι’ αυτό και δεν ικανοποιείται τόσο εύκολα όσο, για παράδειγμα, η λύπη. Οι μορφές της χαράς ποικίλουν: άλλοτε είναι συνώνυμη χαρούμενων γεγονότων, άλλοτε ευχάριστων αναμνήσεων και άλλοτε της ειρήνης. Εξίσου, η χαρά είναι παρούσα στις ερωτοτροπίες ή στην απόλαυση μιας ελευθερίας. Ακόμη, χαρά κάνουν τα πρόσωπα της Οδύσσειας, όχι μονάχα όταν παίρνουν κάτι, αλλά και όταν δωρίζουν κάτι. Ωστόσο, ο καθένας έχει τη δική του γνώμη για την ώρα της μεγαλύτερης χαράς: για τον Μενέλαο, προσκολλημένο στα υλικά αγαθά, «τρανή» χαρά θεωρείται η συντήρηση των πατροπαράδοτων συνηθειών· για τον Οδυσσέα «τρανή» χαρά θεωρείται η διάδοση μιας νέας αντίληψης του κόσμου. Όσο για τη δυσκολία πρόσληψης του καζαντζακικού έπους, θεωρώ ότι με την απαραίτητη μελέτη, ο αναγνώστης θα καταφέρει να το χαρεί.

///

[1] Χρησιμοποιώ την επανεκτύπωση της Οδύσσειας με φιλολογική και τυπογραφική επιμέλεια του Ε. Χ. Κάσδαγλη, αλλά εδώ στο μονοτονικό: Νίκου Καζαντζάκη, Οδύσσεια, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1984.
[2] Τετρακόσια γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη, εκδ. Ελένης Ν. Καζαντζάκη, Αθήνα 21984, σελ. 98-99.
[3] Ευάγγελος Ι. Τζάνος, «Η διηγηματογραφία του Γεράσιμου Γρηγόρη», τώρα στο e-book με τίτλο Μελέτες (2004-2017), σελ. 38.
[4] Δημήτρη Χατζή, Το τέλος της μικρής μας πόλης, εκδ. Επιθεώρηση Τέχνης, Αθήνα 1963, σελ. 142.
[5] Τετρακόσια γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη, ό.π., σελ. 476-477.
[6] Γιώργος Κουμάκης – Αναστασία Οικονόμου, «Η Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη ως αξία και η θέση της στην εκπαίδευση», εργασία αναρτημένη στο διαδίκτυο· την είδα στις 30 Απριλίου 2024. Μια και αναφέρθηκα πιο πάνω στον Χατζή, να προσθέσω ότι και εκείνος έχει παρατηρήσει πως ο άνθρωπος κλαίει κάποτε από ευτυχία: «Η Έρικα με κοιτάζει στα μάτια, με κοιτάζει καλά –και ξαφνικά μου γυρίζει τις πλάτες, πέφτει στο κρεβάτι –κλαίει μ’ αναφιλητά. Είναι η ευτυχία», στο Δημήτρη Χατζή, Σπουδές, διηγήματα ξανατυπωμένα και άλλα, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 63.
[7] Το δοκίμιό μου με το ίδιο θέμα για τις ραψωδίες Ε-Θ έχει ήδη δημοσιευτεί σε προηγούμενη ανάρτηση του Νέου Πλανόδιου (21 Δεκεμβρίου 2024).
[8] Σε τούτη την Οδύσσεια η Ναυσικά δεν είναι διαφορετικό πρόσωπο από αυτό της Οδύσσειας του Ομήρου.
///

*

*

*