Ἔγρα/Μαντα’ίν Σάλιχ: Μια προϊσλαμική πόλη στην Αραβία

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Το Μαντα’ίν Σάλιχ βρίσκεται 110 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Τάυμα, στην βορειοδυτική Σαουδική Αραβία, και ήταν γνωστό κατά την αρχαιότητα ως Hegra (Ἔγρα στην Γεωγραφία του Πτολεμαίου, Al-Hijr, στα αραβικά). Το όνομά της, «οι πόλεις του Σάλιχ», προέρχεται από την πρώιμη ισλαμική παράδοση, η οποία αναφέρεται σε έναν από τους τρεις Άραβες προφήτες που αναφέρονται στο Κοράνι, δηλαδή τον Σάλιχ. Σύμφωνα με τη μουσουλμανική παράδοση, ο Σάλιχ στάλθηκε ως προφήτης στους κατοίκους της Θαμούντ, οι οποίοι απέρριψαν το μήνυμά του για μετάνοια με αποτέλεσμα να τους πλήξει σεισμός, ο οποίος τους σκότωσε μέσα στα σπίτια τους.[1] (Και στον λαό του Θαμούντ στείλαμε τον αδελφό τους Σάλιχ. Είπε: Λατρέψτε τον Θεό λαέ μου! Δεν έχετε άλλο θεό εκτός από Αυτόν […] Και τότε απροσδόκητος σεισμός τους έπιασε και το πρωί βρέθηκαν στα σπίτια τους νεκροί). Οι άνθρωποι της Θαμούντ αναφέρονται συχνά στο Κοράνι ως άθεοι και άπιστοι και, μετά την καταστροφή τους, η περιοχή τους θεωρήθηκε ως «επικατάρατο σημείο και τόπος δυσοίωνος».[2] Η κορανική σούρα Al-Hijr φαίνεται να απηχεί μνήμες αυτών των ανθρώπων και του πολιτισμού τους.

Ο πρώτος πιθανότατα Ευρωπαίος που επισκέφθηκε την περιοχή Μαντα’ίν Σάλιχ (το 1876-1877) στη σύγχρονη εποχή ήταν ο ατρόμητος Βρετανός περιηγητής Charles Doughty, ο οποίος μας έδωσε και την πρώτη λεπτομερή περιγραφή των Ναβαταϊκών ερειπίων που βρέθηκαν εκεί, μαζί με σχέδια των μνημείων που υπήρχαν εκεί .[3]

Η περιοχή του Μαντα’ίν Σάλιχ «βρίσκεται σε μια αμμώδη πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά»[4] και χωρίζεται σε τρία μέρη: τους τάφους, το Jabal Ithlib και την περιοχή του κατοικιών, η οποία είναι το λιγότερο γνωστό μέρος ολόκληρης της περιοχής. Υπάρχουν περίπου ογδόντα μνημειακοί τάφοι ναβαταϊκής προέλευσης, οι οποίοι «βρίσκονται συνομαδωμένοι σε εξάρσεις βράχων από ψαμμίτη»[5] και είναι σχεδόν παρόμοιοι με εκείνους της Πέτρας. Όλοι αυτοί οι τάφοι είναι λαξευμένοι στον βράχο και οι τεχνίτες ξεκίνησαν τη λάξευση από την κορυφή, ενώ τα σημάδια της σμίλης είναι εμφανή σε κάθε τάφο.

Συνήθως η είσοδος πλαισιώνεται από δύο σκαλιστούς ημικίονες με ημικυκλικά κιονόκρανα σε μορφή ήλιου ή άνθους· ένα αέτωμα ―συχνά διακοσμημένο με ανθοδοχεία― επιστέφει το κατώφλι της εισόδου. Το σύνολο σχέδιο καταδεικνύει σαφή ελληνιστική επιρροή, που μαρτυρείται επίσης και στα μνημεία της Πέτρας. Αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό είναι η απουσία αναπαράστασης ανθρώπινων μορφών, ενώ υπάρχει πληθώρα αναπαραστάσεων ζώων (είτε μυθολογικών είτε πραγματικών), καθώς και ηλιακοί δίσκοι και ρόδακες με λουλούδια. Οι πλέον συνήθεις μορφές είναι γρύπες, σφίγγες, φίδια, δαιμονικά πρόσωπα και αετοί. Πρέπει να σημειωθεί πως η άφθονη ύπαρξη αετών (όλοι τους με κατεστραμμένα πρόσωπα, πιθανότατα λόγω μεταγενέστερης ευσεβούς μουσουλμανικής επέμβασης) πάνω από τις εισόδους θα πρέπει να συνδέεται με μια θεϊκή παρουσία ή προστασία· αν και έχουν κατατεθεί διάφορες προτάσεις για τη συμβολική τους σημασία, π. χ. αναπαριστούν τον ήλιο ή τον θεό Dushara (τον κυρίαρχο θεό του ναβαταϊκού πάνθεου), το ζήτημα παραμένει ακόμη υπό συζήτηση.[6] Επάνω από τα αετώματα υπάρχουν κλιμακωτά μοτίβα και κρηπιδώματα που δείχνουν μεσοποταμιακές-ασσυριακές επιρροές. «Οι προσόψεις μπορεί να ήταν εν μέρει ζωγραφισμένες, επιχρισμένες ή με άλλο τρόπο διακοσμημένες»,[7] ενώ το εσωτερικό των τάφων μπορεί να είναι πολύπλοκο και όχι τόσο κομψό όσο το εξωτερικό. Τέλος, στο Τζαμπάλ Ιθλίμπ υπάρχει το μοναδικό τρικλίνιον που βρέθηκε στο Μαντα’ίν Σάλιχ και πολλές λατρευτικές κόγχες, οι οποίες συχνά περιέχουν μικρούς λίθους που αναπαριστούν τον θεό Δουσάρα.

Από την πληθώρα των επιγραφών που βρέθηκαν εκεί,[8] πληροφορούμαστε ότι οι τάφοι κατασκευάστηκαν μεταξύ του 1ου π. Χ. και του 1ου μ.Χ. αιώνα. Οι ίδιες επιγραφές μας παρέχουν επίσης τα ονόματα 19 γλυπτών ―που ανήκαν σε οικογένειες τεχνιτών― ενώ ο πλέον παραγωγικός από αυτούς ονομαζόταν Αφτάχ.[9] Όλοι οι τάφοι ήταν ατομικοί, ενώ σε μερικούς από αυτούς υπήρχε πρόβλεψη για συνοδευτικές ταφές.

Εκτός από τα αρχιτεκτονικά, αρχαιολογικά ή επιγραφικά στοιχεία, η κύρια πηγή πληροφοριών για τους Ναβαταίους προέρχεται κυρίως από τα έργα του Διόδωρου Σικελιώτη και του Στράβωνα. Από όλες αυτές τις μαρτυρίες που διαθέτουμε, γνωρίζουμε σήμερα πως οι Ναβαταίοι, «ένας προηγουμένως κτηνοτροφικός-νομαδικός λαός που ζούσε στη Βόρεια Αραβία»,[10] ο οποίος μιλούσε αραμαϊκά,[11] «δημιούργησαν γρήγορα μια μόνιμα εγκατεστημένη και εξαιρετικά περίπλοκη κοινωνία που βασιζόταν στην οικονομία του εμπορίου με καραβάνια».[12] Χάρη στην κυριαρχία τους επί των εμπορικών οδών, «κατά τους πρώτους πρωτοχριστιανικούς και μεταχριστιανικούς αιώνες, οι Ναβαταίοι είχαν επιτύχει ένα ουσιαστικό μονοπώλιο στην εμπορική οικονομία μεταξύ Ανατολής και Δύσης, αποτελώντας τους αποκλειστικούς σχεδόν προμηθευτές λιβάνου και σμύρνας στις αγορές της ανατολικής Μεσογείου».[13]

Ο κυρίαρχος ελληνιστικός πολιτισμός της εποχής, τους επηρέασε καθοριστικά, όπως φαίνεται καθαρά στην αρχιτεκτονική, τα ήθη και τη διοίκησή τους, αν και η πρόσληψή του αποδόθηκε με έναν πιο ανατολίτικο τρόπο.[14] Επιπλέον, έχτιζαν τα σπίτια τους από πέτρα, παρήγαγαν εκλεκτά κεραμικά, αγαπούσαν τα έντονα χρώματα και «έβαφαν τα διακοσμημένα με γύψο σπίτια τους ―και ιδιαίτερα τους ναούς τους― με αστραφτερά κόκκινα και μπλε και λαμπερά λευκά χρώματα».[15]

Παρόλο που η πόλη Έγρα/Μαντα’ίν Σάλιχ ιδρύθηκε την 1η χιλιετία π. Χ. και μπορεί να διοικούνταν από τους γειτονικούς Δεδανίτες (της κοντινής αλ-Ούλα) μέχρι τον 3ο αι. π. Χ.,[16] ενσωματώθηκε στην Ναβαταία τον 1ο αι. π. Χ., αποτελώντας τον πιο απομακρυσμένο ναβαταϊκό οικισμό κατά μήκος των νότιων εμπορικών τους διαδρομών. Εκτός από τις χερσαίες οδούς, το παρακείμενο λιμάνι της Λευκής Κώμης είχε μεγάλη σημασία για το εμπόριο των Ναβαταίων. Μετά το 106 μ.Χ. ωστόσο, το Μαντα’ίν Σάλιχ όπως και όλη η Ναβαταία, παρακμάζει λόγω της ρωμαϊκής εισβολής και της συνακόλουθης υποταγής των Ναβαταίων στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.[17]

Το Μαντα’ίν Σάλιχ θα πρέπει να θεωρείται και να πραγματεύεται εντός του ευρύτερου πλαισίου του ναβαταϊκού πολιτισμού και να εκλαμβάνεται ως ένα από τα εισαγωγικά κεφάλαια της προϊστορίας του αραβοϊσλαμικού πολιτισμού. Η ύπαρξη των εμπορικών οδών είναι αυτή που αναδεικνύει κυρίως τη σπουδαιότητά του· οδών οι οποίες αποτελούσαν ταυτόχρονα γέφυρες που συνέδεαν την αραβική χερσόνησο με την Ανατολή και την Δύση. Μέσω των επικοινωνιών που είχαν, οι ντόπιοι κάτοικοι ήταν ενήμεροι για τις καλλιτεχνικές εξελίξεις των γειτονικών τους περιοχών και ήταν ικανοί να προσαρμόζονται προς αυτές, προκειμένου να εκφράσουν τις δικές τους θρησκευτικές ή πολιτιστικές ανάγκες. Επιπλέον, ήρθαν σε στενότερη επαφή με διαφορετικές ιδέες, θρησκείες και πολιτισμούς.

Αν και έχει ειπωθεί πως «σχεδόν καμία ανάμνηση δεν φαίνεται να έχει καλλιεργηθεί κι αναπτυχθεί γύρω από την… ναβαταϊκή… αρχιτεκτονική, της οποίας οι μνημειακές ταφικές μορφές φαίνεται να πέρασαν σχεδόν απαρατήρητες»,[18] ορισμένοι άλλοι μελετητές έχουν σχολιάσει την επιρροή που άσκησε η τέχνη των Ναβαταίων στα ανάγλυφα από γύψο του Khirbat al-Mafjar[19] ή του Qasr al-Khair al-Gharbi στην Συροπαλαιστίνη.[20] Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να υπενθυμίσουμε πως η καλλιτεχνική επιρροή μερικές φορές παρουσιάζεται κι εκφράζεται με τη μορφή της άρνησης και της απόρριψης, και αυτό πιθανότατα συνέβη στην περίπτωση των ταφικών κτιρίων του Μαντα’ίν Σάλιχ, όπως μάλλον υποδεικνύουν οι παραδόσεις που σχετίζονται με την Θαμούντ και την αλ-Χιτζρ ― ή η ισλαμική αντίληψη της jahiliyya (προϊσλαμικής άγνοιας και ‘σκότους’) γενικότερα. Παρ’ όλα αυτά, όπως είδαμε, αχνοί και δυσδιάκριτοι απόηχοι του λαού και του πολιτισμού τους φαίνεται πως υπαινικτικά ακούγονται στο Κοράνιο.

Όπως και να έχει, μπορούμε να αντιληφθούμε την αρχιτεκτονική του Μαντα’ίν Σάλιχ ως παράδειγμα συνειδητής απόρριψης εκ μέρους της ισλαμικής παράδοσης, πιθανότατα λόγω του ειδωλολατρικού χαρακτήρα της και των σχετικών συνδηλώσεων που θα μπορούσε να υποβάλει. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να σημειωθεί πως η απουσία ανθρώπινων παραστάσεων στο Μαντα’ίν Σάλιχ (ένα χαρακτηριστικό, το οποίο έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με άλλες ναβαταϊκές τοποθεσίες) ενδεχομένως επιμαρτυρεί μια βαθιά ριζωμένη απόρριψη της εικονιστικής παρουσίασης στους σημιτικούς λαούς, η οποία με έκδηλη σαφήνεια φανερώθηκε στη μεταγενέστερη ισλαμική τέχνη.

[Στην έκθεση «Δρόμοι της Αραβίας» την άνοιξη του 2019 στο Μουσείο Μπενάκη, δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσει το ελληνικό κοινό ορισμένους από τους προϊσλαμικούς αρχαιολογικούς θησαυρούς της αραβικής χερσονήσου. Στον ογκώδη τόμο που εκδόθηκε, μπορεί ο ενδιαφερόμενος να βρει, πέρνα όλων των άλλων, μεταφρασμένα κείμενα και για το Μαντα’ίν Σάλιχ].

///

[1] Δες Κοράνιο VII, 73-79, XI, 61-68; Encyclopaedia of Islam2, VIII, 984.
[2] Δες EI2, X, 436.
[3] Δες το έργο του, Doughty C. M., Travels in Arabia Deserta, Cambridge 1988, τ. Ι, κεφ. 4 & 5.
[4] Healey J. F., The Nabataean Tomb Inscriptions of Mada‘in Salih, Oxford 1993, 11.
[5] Αυτόθι.
[6] Δες Healey J. F., The Nabataean Tomb Inscriptions of Mada‘in Salih, Oxford 1993, 13.
[7] Όπ. π., 14.
[8] Δες Jaussen A. & Savignac R., Mission archéologique en Arabie, Paris 1909-1922.
[9] Δες Fiema Zb., “Remarks on the Sculptors from Hegra”, στο Journal of Near Ear Eastern Studies, Vol. 46, No. 1 (Jan. 1987), 49-54.
[10] Όπ. π., 49.
[11] Με έναν όμως αραβικό επιχρωματισμό· δες Healey J. F., The Nabataean Tomb Inscriptions of Mada‘in Salih, Oxford 1993, σ. 65; και Glueck N., Deities and Dolphins: The Story of the Nabataeans, London 1966, 7.
[12] Αυτόθι.
[13] Αυτόθι· και Glueck N., Deities and Dolphins: The Story of the Nabataeans, London 1966, 3.
[14] Δες Glueck N., Deities and Dolphins: The Story of the Nabataeans, London 1966, 10.
[15] Όπ. π., 5.
[16] Δες Healey J. F., The Nabataean Tomb Inscriptions of Mada‘in Salih, Oxford 1993, 31.
[17] Δες Bowersock G. W., Roman Arabia, London 1983.
[18] Grabar O., The formation of Islamic Art, New Haven & London 1987, 76.
[19] Hamilton R. W., “The Sculpture of Living Forms at Khirbet al-Mafjar”, στο Quarterly of the Department of Antiquities in Palestine, XIV, 1950, 101-119.
[20] Glueck N., Deities and Dolphins: The Story of the Nabataeans, London 1966, 537.
///
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bowersock G. W., Roman Arabia, London 1983
Doughty C. M., Travels in Arabia Deserta, Cambridge 1988
Fiema Zb., “Remarks on the Sculptors from Hegra”, στο Journal of Near Ear Eastern Studies, Vol. 46, No. 1 (Jan. 1987), 49-54
Glueck N., Deities and Dolphins: The Story of the Nabataeans, London 1966
Grabar O., The formation of Islamic Art, New Haven & London 1987
Hamilton R. W., “The Sculpture of Living Forms at Khirbet al-Mafjar”, στο Quarterly of the Department of Antiquities in Palestine, XIV, 1950, 101-119
Healey J. F., The Nabataean Tomb Inscriptions of Mada‘in Salih, Oxford 1993
Jaussen A. & Savignac R., Mission archéologique en Arabie, Paris 1909-1922
///