Robert Browning, Ο εραστής της Πορφυρίας

*

Νωρίς απόψε κόπιασε η βροχή
κι ο άνεμος, αγουροξυπνημένος,
μαδούσε απ’ την κακία του την κορφή
της γριάς φτελιάς και, μ’ όλο του το μένος,
τη λίμνη ανάδευε: μαρμαρωμένος

τον άκουγα ώσπου, ίδια αερικό,
γλιστράει η Πορφυρία μες στο καλύβι
κι αφού κλειδώνει έξω όλο το κακό
τα κάρβουνα ν’ ανασκαλέψει σκύβει
– το μέσα κι έξω κρύο μου συνετρίβη.

Θ’ απάλλασσε την ακριβή μορφή της
απ’ τον μανδύα της που ’σταζε, το σάλι
τα γάντια, το καπέλο –η στεγνή της
κόμη, λυτή, τον χώρο μου ν’ αγάλει–
στο πλάι μου, τέλος, για να προβάλει

με τ’ όνομά μου και να με καλέσει.
Άχνα δεν έβγαλα. Ωστόσο εκείνη
το χέρι μου περνά γύρω απ’ τη μέση
της και τον τρυφερό της ώμο γδύνει
κι ανάλαφρα προς τη μεριά μου κλίνει

το μάγουλό μου εκεί για ν’ αναπαύσει·
με τα ξανθά μαλλιά της με τυλίγει
και λόγια αγάπης πιάνει δίχως παύση –
παρόλο της το πάθος τόσο λίγη
απ’ τις αναστολές της να ξεφύγει

παντοτινά και να δοθεί σ’ εμένα.
Φορές, βέβαια, το πάθος τη νικούσε,
μια έξαφνη έγνοια της για τα καμένα
μάτια αυτού που τη δρόσο της διψούσε
κρυφά απ’ το σπίτι της και ξεμυτούσε

– καλή ώρα απόψε που άσμενη γιορτή
παράτησε για να ’ρθει ως εδώ
μες στ’ ανεμόβροχο. Ας σημειωθεί
πως έστρεψα τα μάτια της να δω
μπορώντας πια ευθαρσώς ν’ αποφανθώ:

«Το βλέμμα σαν οπάλι καθαρό
κι ολόφωτο σαν ήλιος – με λατρεύει!»
κι η επίγνωση, ποτάμι βουερό
χωράφι την καρδιά πήρε ν’ αρδεύει
– την έβλεπα στο νου μου να θρασεύει

ενόσω αναρωτιόμουν τι να κάνω.
Ήταν δική μου εκείνη τη στιγμή,
κατάδική μου κι όμορφη υπεράνω
των εγκοσμίων, άπαρτη κι αγνή
– έτσι κι αρπάζω την ξανθή βροχή

τρεις βόλτες την τυλίγω στον λεπτό
λαιμό (όπως περιδέραιο ή κρεμάλα)
γλυκά την στραγγαλίζω στο λεπτό
– τ’ ορκίζομαι, δεν πόνεσε ούτε στάλα.
Διστακτικός θ’ άνοιγα τα μεγάλα

ματόκλαδα – μπουμπούκια σφαλιχτά
στα σπλάχνα τους που φυλακίζουν μύγες –
κι αίφνης πάλι θ’ αστράφταν γελαστά
τα μάτια – οι άσπιλες, γλαυκές τους Στύγες.
Μετά χαλάρωσα την τρέσα –λίγες

μπούκλες θα επιμέναν στον λαιμό της
κρύβοντας την εκχύμωση– καυτό
φιλί κι απόθεσα στο μάγουλό της
–τα μάτια μου με γέλασαν;– κι αυτό
απ’ άκρη σ’ άκρη άναψε, ζωηρό.

Σήκωσα το κεφάλι της το θείο
κι ήταν σε λίγο το δικό μου σώμα
που χρεώνονταν τ’ αγαπητό φορτίο
– στον ώμο μου αναπαύεται ακόμα:
μακάριο το ρόδινό της στόμα

που η απώτερή του επιθυμία
έγινε σάρκα και οστά (:  ε σ α ρ κ ώ θ η )
κι όποια τη φούρκιζε παλινωδία
σαν θάνατος θανάτω κατεπόθη
– κι εγώ, ο έρωτάς της, τής πιστώθη!

Ο έρως της Πορφυρίας: πώς να μαντέψει
πώς θα εισακούγονταν η τολμηρή
ευχή της. Κι έτσι εδώ είμαστε ως να στέψει
τις ενωμένες μας μορφές η αυγή
– εμείς κι ο Θεός: μια ασάλευτη σιωπή.

Μετάφραση
ΝΙΚΟΣ ΚΩΣΤΑΓΙΟΛΑΣ

*

*

*