*
[[ ΠΕΡΙΦΡΑΚΤΟΙ ΤΟΠΟΙ ]]
από τον Γιάννη Παρασκευόπουλο
*
Οι κοινοί αστικοί χώροι που κατοικούμε πλέον, ιδίως μετά την εμφάνιση του Covid-19 το 2020 και της εγκατάλειψης του δημόσιου χώρου, βρίσκονται σε συνεχή κάμψη. Η υποχώρηση της ζωής μπροστά στη συνεχόμενη και αυξανόμενη τυποποίηση του αστικού τοπίου σηματοδοτεί ταυτόχρονα και μια αποχώρηση από τον αστικό τρόπο συμμετοχής στον κοινό χώρο. Αυτές οι μεταλλάξεις γίνονται εμφανείς μέσα από μια διπλή κίνηση αποικιοποίησης.
Η πρώτη αποικιοποίηση του χώρου συντελείται από τα εργαλεία της τεχνοεπιστήμης και τις εκφάνσεις της όπως τα “έξυπνα” τηλέφωνα, καθώς και από την τουριστικοποίηση και μουσειοποίηση των κοινών χώρων. Μοιραία, η παραμέληση του παρόντος χρόνου και χώρου για το αλλογενές “εκεί” του ψηφιακού κόσμου και η παράδοση των γειτονιών στην ατομικοποιημένη εμπορική συνείδηση συναντούν στο δρόμο τους τον αισθητικό και αξιακό οδοστρωτήρα του μπετόν. Η δεύτερη αποικιοποίηση του χώρου προέρχεται από την άνοδο της νεοφιλελεύθερης πόλης. Η πτώση του Ανατολικού Μπλοκ διευκόλυνε και επιτάχυνε την μετατροπή του νεοφιλελευθερισμού, διαδικασία που είχε ξεκινήσει ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, σε κοινωνικό σχέδιο. Ο πλανητικός σχεδιασμός του νεοφιλελευθερισμού προσηλώνεται όλο και περισσότερο σε μια συγκεκριμενοποίησή του στον αστικό χώρο μέσω της οικοδόμησης. Κατά τον Harvey ο νεοφιλελευθερισμός αστικοποιείται – γίνεται αστικός χώρος. Αυτή η πραγματοποίηση και η μορφοποίηση του συγκεκριμένου οικονομικού μοντέλου δεν αφορά μόνο στο σπεκουλάρισμα της αγοράς των ακινήτων στο χρηματιστήριο με τις γνωστές συνέπειες, αλλά και σε ένα νέο είδος πόλης που προβάλλει μέσα από τα συντρίμμια του φιλελευθέρου αστικού μοντέλου του 20ού αιώνα.
Πέρα από έναν “εξευγενισμό” των ιστορικών κέντρων τους, οι πλανητικές μητροπόλεις φαντάζουν ως συσσώρευση σκουπιδιών, αντικειμένων και ανθρώπων που στηρίζονται κυριολεκτικά πάνω στην κυβιστική γεωμετρία του μπετόν και του μπετόν αρμέ που με την σειρά τους ενώνονται μέσω τσιμεντένιων διαδρόμων. Πρόκειται για μια ριζοσπαστική στροφή στον δυτικοκεντρικό –κυρίως– τρόπο σκέψης που μέχρι πρόσφατα ταύτιζε την πόλη με την ευτυχία και την υλική ευημερία. Όσο περισσότερο γιγαντώνονται οι σύγχρονες μητροπόλεις, τόσο ο ανθρώπινος πολιτισμός βυθίζεται σε μια υλική δυστυχία και σε μια οντολογική σύγχυση του είναι. Η υπόσχεση της ευημερίας δίνει τη θέση της στον ιλιγγιώδη συνωστισμό. Η άνοδος του φαινομένου Ντουμπάι –που ξεπετάγεται από τη μήτρα του αμερικάνικου πολεοδομικού μοντέλου και που μέσα σε αυτόν βρίσκει τον εαυτό του ως μια συνέχειά του– και η επιβολή του ως σύγχρονου μοντέλου μητροπολιτικού πολιτισμού καταλύει την έννοια του δημόσιου κοινού χώρου μετατρέποντάς τον σε χώρο κατανάλωσης. Η ντουμπαϊοποίηση της φύσης είναι το ακραίο σημείο του κεφαλαίου ως αναπαράσταση του φυσικού κόσμου. Η τάση της “επιστροφής στη φύση” παράγεται από την αντιφύση της πόλης. Είτε με την μορφή ενός συγκρητισμού new age με βάση τη φύση είτε με την μορφή “απόδρασης” προς τη φύση είτε σε μια πιο ακραία μορφή με την ιδέα του νεοπρωτογονισμού, το σύγχρονο βλέμμα κοιτάζει έξω από τα τείχη της πόλης προς κάτι που στο φαντασιακό προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά του αγνού και αθώου “εκεί” που αντιδιαστέλλεται στο παροντικό εδώ.
Η σύγχρονη στροφή προς την ετερότητα της φύσης αποτελεί ακριβώς σύμπτωμα του δυισμού Πολιτισμού-Φύσης. Όσο περισσότερο καλύπτεται η ετερογένεια της φύσης κάτω από την άσφαλτο και το σκυρόδεμα, τόσο περισσότερο εξαφανίζεται και η σχέση μας με αυτήν, δηλαδή η πολύσημη αίσθηση της ύπαρξης. Η ολοκληρωτική σκέψη της τεχνοεπιστήμης και του βιομηχανικού πολιτισμού θεωρεί ότι η δύναμη της φύσης έχει υποχωρήσει ή και εξαφανιστεί από την στιγμή που η πρώτη κατάφερε να την μετατρέψει σε όργανο χρήσης.
Αν θεωρήσουμε ότι η ανθρώπινη ιστορία μπορεί να ορισθεί μεταφορικά όπως η ηλικία του ανθρώπου, από την εμφάνισή του στον πλανήτη και κατά τη διάρκεια της πορείας του πάνω σε αυτόν, ως μια σειρά από μεταμορφώσεις που περνούν από την παιδική ηλικία και φθάνουν μέχρι την ωρίμανση και τον θάνατο, τότε μπορούμε να προβούμε σε διαπιστώσεις για την αντίληψη του φυσικού κόσμου εν γένει. Ο σχηματισμός οικισμών με προοπτική την προστασία αλλά και την αλληλοβοήθεια οδήγησε στη μεταμόρφωση της φύσης σε ετερότητα. Η άγρια και άγνωστη φύση που μπροστά της ή μέσα της σαστίζει το ανθρώπινο βλέμμα είναι δημιούργημα του δυτικού φαντασιακού. Η προβολή αυτού του φαντασιακού πάνω στον φυσικό χώρο δημιούργησε μια σειρά από δεισιδαιμονίες αλλά και θρησκόληπτους μύθους μετατρέποντάς τον σε μια μήτρα τεράτων. Βρίσκουμε στη Ρώμη την ονοματοθεσία που θα ορίσει το φαντασιακό διαχωρισμό ανάμεσα στον πολιτισμό και τη φύση. Αποκαλούσε silva το δάσος, δηλαδή “άγριο”, παράγοντας λέξεις που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα όπως savage (αγγλικά), sauvage (γαλλικά), selvagem (πορτογαλικά), salvaje (ισπανικά) κλπ. Οι διαχωρισμοί αυτοί προέρχονται από το ίδιο ανθρωπολογικό μοντέλο που βασίζεται στο δίπολο του άγριου και εξημερωμένου. Η σύσταση του φαντασιακού της κοινωνίας βασίζεται σε αυτόν τον ριζικό διαχωρισμό.
Κατά αυτόν τον τρόπο, ο χώρος διαχωρίζεται στο εδώ, που είναι το γνωστό και οικείο συμπύκνωμα της καθημερινότητας το ανταποκρινόμενο στην τάξη της πόλης, και βρίσκει τον αντίποδά του στο άναρχο και αλλοδαπές εκεί, της χώρας της εκτός των τειχών που δεν υπόκειται στην εξουσία της πόλης. Ο συμβολικός διαχωρισμός του χώρου προεκτείνει την εξουσία που σχηματοποιεί τη γη ανάμεσα σε ένα εσωτερικό (εντός των τειχών) και ένα εξωτερικό σύνορο (το δάσος). Μετά τα τείχη, ξεκινά μια γεωγραφία που εντάσσει εντός της την βάρβαρη γη, τους άνομους νομάδες αλλά και τόπους που η φαντασία και η αφήγηση εικονογραφεί ως εξωτικούς και μυθικούς. Η έννοιες του έξω και του μέσα γεννιούνται όχι μόνο ως διαχωριστικές κλίμακες του τρόπου ζωής αλλά και ως ζώνες δικαίου.
«Η res publica είναι ο θεσμοθετημένος χώρος που προστατεύει από τη res nullius, τουτέστιν από την ζώνη του μη-δικαίου που είναι ο χώρος του άγριου. Έτσι το δάσος και η πόλη αντιτίθενται επιμελώς. Τα δάση αποκαλούνταν locus neminis, χώροι που δεν ανήκουν σε κανέναν και που η αυτοκρατορική δύναμη μπορούσε να ενσωματώσει μέσα της.»
Gilles Pinson, La Ville Néolibéral, PUF, Paris, 2020, σ. 136-137.
Μια παράλληλη ταύτιση εκείνου που βρίσκεται έξω από τα τείχη της πόλης βρίσκουμε στα ελληνικά με την λέξη αγροίκος που προέρχεται από το αγρός. Κατά συνέπεια ο αγρός θα δώσει και τα παράγωγα άγριος, αγριάδα κλπ. Αποτελεί γεγονός ότι το τεχνητό περιβάλλον της πόλης προστάτευε από την ωμότητα και τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης στην ύπαιθρο. Ο τρόπος ζωής σε αυτήν διαφέρει ριζικά από εκείνον της πόλης, αν λάβουμε υπόψη ότι ο άνθρωπος και δη ο γεωργός-καλλιεργητής έρχεται σε επαφή καθημερινά με τα στοιχεία της φύσης και τις αλλαγές του καιρού που ορίζουν την διαβίωσή του. Κατά συνέπεια, η συνεχής έκθεση του καλλιεργητή στη φύση τον οδηγεί στην ταύτιση μαζί της. Οι εκφράσεις της φύσης που κυμαίνονται από την ευεργεσία μέχρι την καταστροφή, και που είναι ανεξήγητες στον άνθρωπο, διαμορφώνουν τη σκέψη και τον τρόπο συμπεριφοράς του χωρικού, δηλαδή εκείνου που διαμένει στη (αρχαιοελληνική) χώρα. Στην ωμή αντίληψη του χωρικού για τον κόσμο, τα γεγονότα και τα πράματα θα ονομαστούν με ωμό τρόπο και θα κατηγοριοποιηθούν με βάση τις καθημερινές ανάγκες αλλά και την στενή επαφή με όλα τα φυσικά όντα και φαινόμενα. Η ομορφιά εμφανίζεται στην απλότητά της αλλά και το κακό μπορεί να πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις από εκείνο της πόλης. Γι’ αυτό και μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο χωρικός βρίσκεται πιο κοντά στη γη που αποτελεί και τον τόπο προέλευσής του. Οι επίπλαστες ανάγκες της πόλης και ο μανδύας της “πολιτισμένης” συμπεριφοράς, δηλαδή της συμπεριφοράς μέσα στην πόλη, έρχονται σε αντίθεση με την ενστικτώδη “αγριάδα” του χωρικού. Στις Βάκχες, για παράδειγμα, ο διασπαραγμός του Πενθέα λαμβάνει χώρα στα δάση του Κιθαιρώνα, όπου ο Διόνυσος λατρεύεται πριν η λατρεία του ενσωματωθεί στο κυρίαρχο θρησκευτικό σύστημα της πόλης.
Η κριτική της μπετονοποίησης προτείνει μια ριζοσπαστική κριτική ματιά στο μοντέλο που εμφανίζεται τον 19ο αιώνα. Στις μεταλλάξεις των κοινών χώρων και στη ζωτική τους στείρωση, το μπετόν εμφανίζεται ως ο πρωταγωνιστής του βιομηχανικού κόσμου. Προεξέχει ως ο προπομπός της επόμενης φάσης του καπιταλισμού. Γι’ αυτό και η κριτική της μπετονοποίησης παραμένει αδιαχώριστη από την κριτική του καπιταλισμού. Στη μονογραφία του, ο Anselm Jappe διαφοροποιεί το τσιμέντο και το μπετόν από το μπετόν αρμέ. Το τελευταίο διαχωρίζεται από τα δύο πρώτα λόγω του μείγματος που προκύπτει μεταξύ του μπετόν και του χάλυβα. Τα δύο πρώτα υλικά έχουν πάνω από χιλιόχρονη χρήση ενώ η εφεύρεση του 19ου αιώνα που χρησιμοποιεί το χαλύβδινο σκυρόδεμα ως βάση του αποτελεί το κατεξοχήν υλικό της σύστασης των σύγχρονων μεγαλουπόλεων. Στην κριτική του ο Jappe αναφέρει ότι τα «αποτροπιαστικά κατασκευάσματα της σημερινής αρχιτεκτονικής καθώς και οι σύγχρονες κατασκευές είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού του μπετόν με τον χάλυβα». Αυτό το σύγχρονο μείγμα ξεπετάγεται μέσα από το βιομηχανικό καπιταλισμό.
Η συστηματική χρήση των προαναφερμένων κατασκευαστικών υλικών οφείλεται στη δυνατότητά τους για γρήγορη και μαζική κατασκευή οικισμών καθώς και γεφυρών, αποθηκών και κολοσσιαίων κτηρίων πάσης χρήσεως. Τα μπλόκα ή εργατικές κατοικίες των (πρώην) κομμουνιστικών και καπιταλιστικών χωρών, οι ουρανοξύστες, τα πολλαπλά σύνολα των πολυεθνικών εταιρειών ή και τα σύγχρονα πολιτισμικά κέντρα έχουν κτιστεί με βάση το σκυρόδεμα. Παρότι είναι μεγάλα, στερούνται μεγαλείου, για να μνημονεύσουμε την κριτική του Μιγκέλ Αμορός. Τα σύγχρονα μεγάλα σκυροδεμένα κατασκευάσματα εκτός από επίδειξη οικονομικής ισχύος συνιστούν και αισθητική επιβολή της οικονομίας στον χώρο δίχως κάποιο άλλο χαρακτηριστικό. Με άλλα λόγια, τα δύο πρώτα συστατικά κατασκευής συμπληρώνουν άμεσα το μπετόν όταν θεωρηθεί αναγκαίο.
Όπως παρατηρούμε από τους περιπάτους μας στο άστυ, όταν εγείρονται μεγάλα κατασκευάσματα, οι γύρω χώροι στην πλειοψηφία τους τσιμεντάρονται ή μπετονοποιούνται. Ενίοτε, παράπλευρα των μεγάλων κατασκευών, μπορεί να δοθεί κάποιος χώρος σε αυτό που ο Μαρκούζε αποκαλούσε την δεκαετία του ’60 “εμπορευματοποιημένη φύση”, που στην πλειοψηφία της αποτελεί έναν αφιλόξενο χώρο όπου εκτίθενται κάποια δένδρα ή συστοιχία θάμνων μέσα σε ένα τετραγωνοποιημένο σχήμα, συνάγωγο της μηχανιστικής αντίληψης του χώρου.
Η σχηματοποίηση της σύγχρονης πόλης σε ένα σύνολο ευθειών γραμμών αποτελεί ένα ακόμη δείγμα της αυξανόμενης χρήσης του μπετόν. Με βάση αυτό το σχήμα, συντελούνται η ισοπέδωση λόφων, λοφίσκων, ξέφωτων και λοιπών αναρχικών εμποδίων για την επίτευξη της τυποποίησης της πόλης, ο οποία παίρνει την μορφή μιας χωροταξικής μάζας τετραγώνων χωρισμένων σε ζώνες (ζώνη ύπνου, ζώνη εργασίας, ζώνη διασκέδασης, ζώνη πρασίνου) που ενοποιούνται και συνδέονται μέσω των ευθειών οδών για τα αυτοκίνητα. Μέσα σε αυτή την Εποχή του Μπετόν (όπως θα λέγαμε Εποχή του Χαλκού κατά τον Louis Bredlow) βιώνουμε πλέον άμεσα τις αλλαγές που τα σύγχρονα υλικά προκαλούν στο έδαφος και στον αέρα. Όσο περισσότερο βυθιζόμαστε μέσα σε αυτόν το κλιματιζόμενο εφιάλτη τόσο περισσότερο το παράδειγμα συμβίωσης πολιτισμού και φύσης αλλάζει και μετατρέπει την τελευταία σε κάτι αφηρημένο, άγνωστο και αποκομμένο από τις καθημερινές συνήθειες της αστικής ύπαρξης. Η τεχνοεπιστήμη –με τις όλο και πιο εισβάλλουσες μορφές της που αποικιοποιούν τους χώρους της καθημερινότητας και συμβάλλουν σωρευτικά στη γενικευμένη αλλοτρίωση– καλεί σήμερα σε αλλαγή του μοντέλου αξιοποίησης των πλανητικών φυσικών πόρων αλλά και σε μια ψευδοαλλαγή του παραδείγματος της συνύπαρξης του “πολιτισμένου” με την φύση.
Η Δύση βασίζει την καινούργια ιδεολογία του πράσινου σε μία μονοχρωματική βάπτιση της φύσης. Η αντικειμενικοποίηση της φύσης, μέσω του συμβολισμού του πράσινου, αποτελεί συνέχεια του διαχωρισμού του ανθρώπου από τον φυσικό κόσμο. Επίσης, να υπογραμμίσουμε ότι η ταύτιση του πράσινου με το δένδρο αφορά μόνο στα φυλλώματά του και όχι σε όλο το σώμα του. Ο κορμός των δένδρων ενίοτε είναι πράσινος αλλά και σκούρος, με τη χρωματική παλέτα να διαβαθμίζεται από το καφέ στο μαύρο. Οι ρίζες του έχουν τις περισσότερες φορές το χρώμα της γης. Τα άνθη και οι καρποί, αντικατοπτρίζουν όλη τη χρωματική παλέτα. Λευκό, κίτρινο, πορτοκαλί, κόκκινο, μαύρο, μωβ, πράσινο, γαλάζιο ακόμη και μαύρο μπορούμε να συναντήσουμε στα κλαριά ενός δένδρου. Μπορεί αυτοί οι χρωματισμοί να αποτελούν λεπτομέρειες, αλλά ένα όλο είναι ένα πολυσύνθετο σχήμα που αν δεν υπάρξει η λεπτομέρεια τότε το οικοδόμημα καταρρέει.
Πέρα από τη χρωματική διαφοροποίηση των ανθρώπων συναντούμε πλειάδα ενόργανων και ανόργανων στοιχείων που η πολυχρωμία τους συνθέτει τη γιορτή της φύσης καθημερινά και αδιάκοπα. Η φύση είναι πολύχρωμη με πολυάριθμους οργανισμούς ποικίλων αποχρώσεων. Ο άνθρωπος αποτελεί ο ίδιος μέρος της φύσης και δεν είναι πράσινος. Το χρώμα του ανθρώπινου σώματος ταυτίζεται περισσότερο με το χρώμα της γης που είναι κι αυτή μέρος της πλανητικής φύσης. Η χρωματική ιεράρχηση των όντων διαμόρφωσε τις κατηγοριοποιήσεις που αντιδιαστέλλουν, απομονώνουν και διαχωρίζουν τα όντα μεταξύ τους. Σε ένα προφητικό του κείμενο ο Fairfield Osborn αναφέρει ότι οι άνθρωποι προέρχονται από την ουσία της γης. Χημικά στοιχεία όπως το οξυγόνο, το υδρογόνο, το άζωτο και o άνθρακας συνθέτουν τα σώματα των ανθρώπων και των ζώων.
Από αυτήν και μόνον τη διαπίστωση μπορούμε να μιλήσουμε για ένα όλον του οποίου ο άνθρωπος αποτελεί μέρος μαζί με όλους τους υπόλοιπους οργανισμούς. Η τυποποιημένη μορφοποίηση της φύσης αποκρυσταλλώνει έναν διαχωρισμό που ξεκινά από την εμπορευματική αντίληψη των φυσικών στοιχείων που διαμορφώνεται από την προτεσταντική ηθική. Ο ιστορικός των χρωμάτων Michel Pastoureau, αναφέρει ότι η ένταση και η ζωντάνια του κόκκινου, του γαλάζιου και του πράσινου αποκλείσθηκαν από τα πρώτα βιομηχανικά αντικείμενα που προορίζονταν για μαζική κατανάλωση. Οι προτεσταντικές οικογένειες που κρατούσαν στα χέρια τους την παραγωγή των αντικειμένων, τα εμπότισαν εικονικά με τις αξίες τους. Η βιομηχανική χημεία υποτάχθηκε, έτσι, σε αυτή την ηθική που χρωμάτισε αντικείμενα καθημερινής χρήσης όπως τα τηλέφωνα, τα αυτοκίνητα, τις φωτογραφικές μηχανές και άλλα πολλά με τα χρώματα του γκρι και του σκούρου καφέ. Θα μπορούσαμε, άραγε, να ισχυριστούμε το ίδιο και για τους χρωματισμούς των σύγχρονων (πολυ)κατοικιών του μπετόν;
Την ώρα που γίνεται λόγος για οικολογική “πράσινη μετάβαση”, λαμβάνει χώρα το εξής παράδοξο: όσο περισσότερο αμβλύνεται ο λόγος για το πράσινο τόσο περισσότερο προχωρεί και η μπετονοποίηση των κοινωνικών και φυσικών χώρων. Μπορεί αυτό το πράσινο ως χρώμα να συμβολίζει την οικολογία και να αντιπροσωπεύει την εικόνα των δένδρων στη συλλογική συνείδηση, όμως δεν αντιπροσωπεύει την ίδια την φύση ούτε τους χρωματισμούς των πλασμάτων της. Οι εκφάνσεις αυτού που ονομάζουμε φύση είναι πολλαπλές και πολύχρωμες όπως πολυεπίπεδος μπορεί να είναι τόσο ο ψυχισμός του έμβιου όντος και όσο ο συναισθηματικός κόσμος του ανθρώπου. Εξ ου και μια χωρική θεωρία των χρωμάτων ή ένας μανιχαϊστικός διαχωρισμός χρωματοποίησης του χώρου σε αντιτιθέμενες αξίες όπως γκρίζο/μπετόν και πράσινο/φύση δημιουργεί έναν οντολογικό διαχωρισμό ανάμεσα στην πολιτισμό και αυτό που ονομάζουμε φύση. Αυτός ο διαχωρισμός ανάμεσα στο τεχνητό περιβάλλον και τον φυσικό κόσμο δημιουργεί μια ψυχική ζώνη του ενδιάμεσου στην οποία ο σύγχρονος άνθρωπος βρίσκει τον εαυτό του εγκλωβισμένο. Κατά συνέπεια ο άνθρωπος με την μπετονοποιημένη ύπαρξη της καθημερινότητας στην πόλη συνεχίζει να θεωρεί αυτό το εδώ ως κάτι αρνητικό, και το εκεί της πράσινης φύσης ως μια φαντασιακή αξία που ανήκει στην σφαίρα της απόδρασης από τη ταχύρρυθμη σύγχυση της πόλης.
Ας σταθούμε λίγο μπροστά σε αυτή τη ριζική διαφοροποίηση που εμφανίζεται στα σύγχρονα θεμέλια της πόλης και που ορίζει τη σύγχρονη αστικοποιημένη ζωή. Συνώνυμο της πόλης και του πολιτισμού της θεωρούμε την κουλτούρα της πόλης και τις διάφορες εκφάνσεις της μέσα στον κοινωνικό ιστό που χωρίζεται σε διάφορες υποομάδες. Σύμφωνα με αυτή την ταξινόμηση ό,τι βρίσκεται μέσα σε αυτό το πλέγμα ανήκει στον χώρο της κουλτούρας ενώ το έξω της φύσης ανήκει στον εαυτό του και αντιδιαστέλλεται στην πρώτη. Έξω από τα όρια της πόλης βρίσκεται το κενό και το αταξινόμητο. Η λέξη “κουλτούρα” εκ του λατινικού cultura (η ενέργεια του καλλιεργείν εαυτόν και τη γη) εκφράζει το στενό δεσμό ανάμεσα στη γη και τον άνθρωπο. Δηλώνει το περίπλοκο σύμπλεγμα που απαρτίζει και διαφοροποιεί τη ζωή του ανθρώπου από τα υπόλοιπα έμβια όντα έχοντας ως εναρκτήριο σημείο τη γη και την μετεξέλιξη αυτής της καλλιέργειας σε θέσμιση νόμων και δημιουργία ηθών. Η μεταφορά της ψυχής ως γης προς καλλιέργεια είναι ταυτόχρονα και μια κυριολεξία. Στη μορφή που μπορεί να αποκτήσει αυτή η συνύπαρξη, γη και ψυχή, δεν διαχωρίζονται αλλά συμπληρώνουν η μια την άλλην μέσα σε ένα γίγνεσθαι. Η ίδια η λέξη “κουλτούρα” διδάσκει ότι η μεταφορά δεν μπορεί ποτέ να είναι απλώς μεταφορά δίχως να είναι πρωτίστως και αρχικά μια κυριολεξία. Το πράσινο ως χρώμα αλλά και ως μια κατά τα άλλα πολύσημη έννοια καταλήγει να είναι μια αφαίρεση. Ακόμη περισσότερο αυτό το πράσινο γίνεται μια αναπαράσταση που κλείνει μέσα της μια αποσπασματική και φευγαλέα εικόνα ενός ζωντανού οργανισμού που είναι το δένδρο, το φυτό και λοιπά.
Έτσι λοιπόν, αφού στον 21ο αιώνα έχει διαρραγεί η σχέση μας με τους έμβιους μη ανθρώπινους οργανισμούς και τα ετερογενή ζωντανά στοιχεία, οδηγούμαστε σε μια αναπαράσταση αυτής της σχέσης μέσα από ένα διπολικό κυάλι που απαρτίζεται από την πόλη και τη φύση. Ο Χατζής γράφει κάπου για μια εργατική οικογένεια που ετοιμαζόταν να ξενιτευτεί στη Γερμανία τη δεκαετία του ’50 με την γειτόνισσα να ρωτά: «Και ο φίκος σας τι θα απογίνει;» Ο Ficus elastica είναι τροπικό φυτό. Έχει χρήση καλλωπιστική και μπορεί να αναπτύξει εναέριες βλαστογενείς ρίζες οι οποίες δύνανται να δημιουργήσουν κορμούς. Έχει την δυνατότητα να ζήσει μέχρι και διακόσια χρόνια. Αποτελεί καλλωπιστικό φυτό των εργατικών και μικροαστικών στρωμάτων στην Ελλάδα. Απαντάται σε πολλά σπίτια μέχρι και σήμερα.
Αυτό είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα, εν προκειμένω του ελληνικού κόσμου του χθες που είχε ακόμη περιβόλι και αυλή. Η αλληλεπίδραση με τα έμβια όντα που μας περιβάλλουν δημιουργεί προσωπικούς μικρούς κόσμους.
*
*
*
