*
ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 12:27
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ
Χθες ο Παπαδημητρακόπουλος, προχθές ο Γκανάς, παραπροχθές ο Βαλτινός. Για τα ελληνικά γράμματα, ήταν βαριές οι απώλειες της χρονιάς που φεύγει. Και δεν εννοώ τις απώλειες εδώ τις ατομικές. Η ελληνική λογοτεχνία, ως σύνολο πια, ως έκφραση ενός κόσμου διακριτού, χάνει σιγά σιγά τον συνεκτικό της ιστό, τους κρίκους που σχηματίζουν την αλυσίδα της.
Γιατί και οι τρεις αυτοί ήταν τέτοιοι, φυσιογνωμίες που υπερέβαιναν το ατομικό, που εξέφραζαν μια συλλογικότητα. Ήταν στιγμές, όψεις, μαρτυρίες, πείτε το όπως θέλετε, μιας ιδιαιτερότητας, της ιδιοφωνίας ενός τόπου και ενός καιρού. Και με την έννοια αυτή, η σημασία του έργου τους ξεπερνά κατά πολύ το ύψος του ατομικού τους, αναμφισβήτητου, επιτεύγματος.
Στην ιστορία της λογοτεχνίας, ανοίξτε όποιο εγχειρίδιο θέλετε, οι σημαντικότεροι σταθμοί ήταν πάντα τέτοιοι, διττοί. Εκφάνσεις, την ίδια στιγμή, και του προσωπικού ταλέντου και της υπερπροσωπικής παράδοσης, γεννήματα και μιας ατομικότητας ανεπανάληπτης και μιας ευαισθησίας γενικής. Στις μέρες μας αυτό γίνεται όλο και πιο δύσκολο. Γιατί σε καιρούς φυγόκεντρους, το ατομικό χάρισμα δεν φτάνει για να προσδώσει σε κάτι αξία και διάρκεια. Χρειάζεται και οι άλλοι να μπορούν να καθρεφτιστούν και να αναγνωριστούν μέσα του. Είναι τα πρόσωπα των πολλών που δίνουν αξία στο πρόσωπο του ενός.
Νά γιατί οι ατομικιστικές εποχές, η όψιμη Αρχαιότητα φέρ’ ειπείν, ή η τωρινή Ευρώπη, έχουν να παρουσιάσουν στις τέχνες και στα γράμματα μια απειραριθμία ατόμων, αλλά τις καθολικές προσωπικότητες του παρελθόντος μόνο να τις ονειρεύονται μπορούν. Η απλή συμπαρεύρεση των μονάδων, όσο αξιόλογων και είναι, χωρίς άθροισή τους οργανική, δεν δίνει πρόσθετη, ανώτερη τιμή. Ίσα ίσα, απομειώνει και την αξία της ατομικής προσπάθειας. Όταν η αλυσίδα σπάζει, μένουν σκόρπιοι κρίκοι.
///
Αν η γενναία αβάντα του Μασκ υπέρ της Εναλλακτικής για την Γερμανία και του κόμματος του Φαράτζ στη Βρετανία είναι προοίμιο της στάσης που θα κρατήσει γενικά ο Τραμπ και η κυβέρνησή του έναντι της ΕΕ, που φαίνεται να είναι, μπορώ να ακούσω από δω τον κρύο ιδρώτα να τρέχει στις πλάτες των κυβερνώντων το Βερολίνο, το Παρίσι, τις Βρυξέλλες και τις άλλες πρωτεύουσες ένθεν του Ατλαντικού. Διότι έχουν μόνο δύο επιλογές: ή να ευθυγραμμιστούν πλήρως με τις επιθυμίες του νέου Αφέντη, ή να πάρουν πόδι από τις διάφορες Εναλλακτικές, υφιστάμενες ή εν επωάσει.
Έτσι όμως είναι, 80 χρόνια προτεκτοράτο των ΗΠΑ συμπληρώνει του χρόνου η κλεινή μας ήπειρος. Όπως έστρωσε, θα κοιμηθεί. Ας διαβάσει κανείς τον Κικέρωνα και πώς κοροϊδεύει τους Γραικύλους του καιρού του έναν αιώνα μετά την οριστική εξανέμιση της πολιτικής ελευθερίας της Ελλάδας και την υποταγή της στη Ρώμη.
Η διαφορά του Τραμπ από τον Κικέρωνα είναι ότι, λόγω παιδείας και ενδιαφερόντων, δεν του περισσεύει ούτε λίγη συμπάθεια έστω για τους κακομοίρηδες υποτακτικούς του.
///
«Η θλίψη, ο σπαραγμός του τεχνίτη μπροστά στα παλαιότερα έργα του, για τα οποία περηφανευόταν κάποτε. Εκείνα που τον ονόμασαν ποιητή. Τώρα τα βλέπει φορτωμένα, ωραίες εικόνες, κραυγαλέοι στίχοι, άσκοπα παραγεμίσματα, λίγο-πολύ αδέξιες κατασκευές. Και ποίηση αληθινή – ελάχιστα πράγματα, σακούλια του φτωχού, του διακονιάρη.
Αυτά τα ποιήματα θα ήθελα να το ξαναγράψω τώρα, μου λέει, αν είναι δυνατόν σήμερα κιόλας, από την αρχή. Πώς θα μπορέσω όμως να ξαναβρώ εκείνο το μεθύσι, τα αβυσσαλέα οράματα, το κολασμένο πάθος εκείνων των παλιών ημερών; Όλα αυτά τα ποιήματα, με ελάχιστες ίσως εξαιρέσεις, πρέπει να τα πετάξω, λέει πιο αποφασιστικά.
Εμείς οι άλλοι είχαμε διαφορετική γνώμη, του λέω. Εσείς, οι άλλοι δεν υπάρχετε, μου αποκρίνεται.»
ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
Νυχτολόγιο, 1978
///
Δρυός πεσούσης… Τι θ’ απομείνει από το κουφάρι της άμοιρης Συρίας μετά την εκπαραθύρωση Άσσαντ είναι αυτή τη στιγμή άδηλο. Σχεδόν βέβαιο είναι ωστόσο ότι οι μειονότητες, ιδίως οι χριστιανοί ελληνορθόδοξοι, έχουν εμπρός τους το φάσμα της οριστικής εξόντωσης. Η Μ. Ανατολή χάνει ταχύτατα την πολιτισμική και θρησκευτική ποικιλοφωνία της. Ρωσσία και Ιράν υπέστησαν μείζονα ήττα και χάνουν μεγάλο μέρος της συμμαχικής αξιοπιστίας τους. Οι Παλαιστίνιοι, για μια ακόμη φορά, στην μεγάλη τους ανάγκη μένουν μόνοι. Οι Κούρδοι εξακολουθούν να ισορροπούν σε ένα γεωπολιτικό λίμπο. Ισραήλ και Τουρκία καμαρώνουν για τα λάφυρα που ετοιμάζονται να αποσπάσουν – για πόσο, κανείς δεν ξέρει. Και όλες οι πλευρές αλλάζουν φίλους κι εχθρούς με ταχύτητα που είχαμε να δούμε από τους Ναπολεόντειους Πολέμους. Η δημιουργία ενός ακόμη ισλαμικού μορφώματος δεν είναι καλός οιωνός για καμιά από τις ανταγωνίστριες δυνάμεις, μεταξύ άλλων τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, που με τις παρεμβάσεις τους τόσες δεκαετίες τώρα αφάνισαν τη Μ. Ανατολή. Πρωτίστως, εκθέτει προκαταβολικά όσους νομίζουν ότι αυτή τη φορά θα καταφέρουν να ελέγξουν τους ζηλωτές. Φυσικά, ώς τώρα τα παρακλάδια του Ισλαμικού Κράτους πλήττουν αποκλειστικά τους εχθρούς των Αμερικανών και του Ισραήλ. Έτσι όμως δεν έγινε και με τους μουτζαχεντίν στο Αφγανιστάν που οι Δυτικοί εξόπλισαν ώς τα δόντια κατά των Σοβιετικών; Και είδαμε τι έγινε μετά…
///
«Υπάρχει μια στωικότητα στο βλέμμα του Αιμίλιου και, σε αντίθεση μ’ αυτήν, μια συγκρατημένη ενεργητικότητα στα χέρια που ακουμπούν στα μπράτσα της πολυθρόνας. Τα χέρια, παρότι έχουν χάσει τη σφριγηλότητά τους, διαθέτουν μια δική τους εκφραστικότητα, καθώς κάτω από το τραυματισμένο δέρμα ένα δίκτυο αρτηριών και φλεβών πάλλεται, διεκδικώντας τη ζωή έξω από τις πεσιμιστικές διαθέσεις του νου. Αποσύρω το βλέμμα μου από την εικόνα που η μνήμη ζωντάνεψε. Ένα κύμα σιωπηρού λυγμού αναδύεται από μέσα μου, που δεν θέλω να με καταπιεί. Το παλεύω με τον μόνο τρόπο που ξέρω: τις λέξεις. Τις χρησιμοποιώ σαν ξόρκια που διώχνουν το κακό, γιατί με μεταφέρουν σ’ άλλα μονοπάτια της μνήμης, πιο γαλήνια, εκεί όπου η σκέψη στέκεται αρωγός της ψυχής, καταπραΰνοντας υπόκωφους πόνους που εγκαταβιώνουν στα βάθη της ύπαρξης».
Ο Διάλογος μ’ ένα απόντα της Ιωάννας Τσιβάκου είναι βιβλίο που δύσκολα ταξινομείται. «Ξαναζωντάνεμα ενός συνεχούς διαλόγου με τον εκλιπόντα σύντροφο της ζωής μου, Αιμίλιο Ζαχαρέα» το αποκαλεί η ίδια. Περιέχει όμως τόσα και τόσα αυτό το «ξαναζωντάνεμα». Ένα τρυφερό όσο και διεισδυτικό πορτραίτο, πρώτα πρώτα, του απόντος συνομιλητή, διαπρεπούς οικονομολόγου και ιστορικού στελέχους της ελληνικής αριστεράς. Μια ανασκόπηση, ύστερα («αναδρομή στην κομματική εμπειρία» την ονομάζει η Τσιβάκου) στην πορεία αυτής της τελευταίας, και ιδίως του ανανεωτικού λεγόμενου σκέλους της, από την περίοδο της δικτατορίας και την ίδρυση του ΚΚΕεσ. ώς την Ε.ΑΡ., τον Συνασπισμό και τον ΣΥΡΙΖΑ. Περιλαμβάνει ακόμη την ανάδευση εκ νέου μιας σειράς από χαρακτηριστικά ερωτήματα της εποχής μας που απασχόλησαν διά βίου τους δύο αυτούς ξεχωριστούς στοχαστές, όπως για τον νεωτερικό μηδενισμό και τη μαρξιστική ιδεολογία.
Τέλος, πραγματεύεται ζητήματα διαχρονικά, θεμελιώδη για κάθε στοχασμό και αναστοχασμό: το ζήτημα της ελευθερίας και της ελεύθερης βούλησης, το αίτημα της επιμέλειας εαυτού και τον αμφίστομο ρόλο του χρόνου, τα ες αεί ζητούμενα της αυτονομίας και της ενεπίγνωστης πράξης, την αγαπητική σχέση. Αυτά τα τελευταία ζητήματα νομίζω δίνουν και τον βαθύτερο παλμό του βιβλίου. Η συγγραφέας μνημονεύει σ’ ένα σημείο τη φράση του Σωκράτη, από την Απολογία: «Ὀ δ΄ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ». Και σχολιάζει:
«Ο Σωκράτης με δίδαξε πως ίδιον του ανθρώπου είναι η ικανότητά του να αποζητά στον εαυτό του, αλλά και στους άλλους, μιαν απόκριση στο κρυμμένο και ακανθώδες ερώτημα «ποιος είμαι», «ποια είναι η ουσία μου». Η απάντηση του Σωκράτη είναι πως το έργο ή, μάλλον η ζωή του καθενός ως έργο, και μάλιστα ως ηθικό έργο, είναι η ουσία του.»
Στον Διάλογο μ’ έναν απόντα η Ιωάννα Τσιβάκου μάς προσφέρει πρωτίστως αυτό, μια φιλοσοφική εξέταση βίου, μια προσωπική ανασκόπηση και βιοθεωρία. Και το κάνει και μ’ έναν τρόπο γραφής προσωπικό. Παρά τα λαμπρά δείγματά του στη γλώσσα μας, το είδος γενικά του στοχαστικού διαλόγου στις μέρες μας καλλιεργείται σπανίως. Η συγγραφέας εδώ το ανανεώνει, ισορροπώντας με λεπτότητα ανάμεσα στην ιστόρηση ενός μύχιου κόσμου και στη γλαφυρή ένταση των ιδεών.
///
Εδώ, στην ακαταστασία της κάμαρας,
ανάμεσα στα σκονισμένα βιβλία
και στα γεροντικά πορτραίτα,
ανάμεσα στο ναι και στο όχι τόσων σκιών,
μια στήλη ασάλευτο φως,
εδώ, σ’ αυτή τη θέση
που ’χες γδυθεί μια νύχτα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, «Γυμνό»
(Σημειώσεις στα περιθώρια του χρόνου, 1938-1941)
///
Από την εντυπωσιακή σειρά των νέων δημιουργών της αμερικανικής τηλεόρασης, ο Τέυλορ Σέρινταν ξεχωρίζει. Αuteur του μικροσύμπαντος του Yellowstone, της πιο πετυχημένης σάγας των τελευταίων δεκαετιών, και των παραφυάδων του (1883, 1923 και όσων, πολλών, έπονται), ο Σέρινταν δεν είναι μόνο ένας καταπληκτικός σεναριογράφος (και, δευτερευόντως, ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός) ικανός να κεντά δεκάδες πρόσωπα πάνω στον αφηγηματικό του καμβά χωρίς να χάνουν εκείνα την ατομικότητά τους.
Είναι πρωτίστως ένας εξαίρετος παρατηρητής της αμερικανικής κοινωνίας και των συνεπειών του αποχαλινωμένου καπιταλισμού πάνω στη φύση και τους ανθρώπους. Μεγαλωμένος ο ίδιος στην αλωμένη και δηωμένη πάλαι ποτέ Άγρια Δύση, λάτρης του ουέστερν όσο ίσως μόνο ο Κέβιν Κόστνερ (ένας από τους μεγάλους σταρ του, πλάι στον Σιλβέστερ Σταλόνε, τον Χάρισσον Φορντ, την Έλεν Μίρεν, τον Σαμ Έλλιοτ και τόσους άλλους), στα έργα του αντιπαραβάλλει, από τη μια μεριά, τους προμάχους του απερχόμενου κόσμου: ραντζέρηδες, καουμπόϋδες, ιθαγενείς και μετανάστες, πιονιέρους κι εργάτες, παλαίμαχους μαφιόζους και πρώην κατάδικους, κάθε λογής φτωχοδιάβολους και μικροκομπιναδόρους. Και από την άλλη, τα αρπακτικά του επερχόμενου New World: χρηματιστές, μεγαλομεσίτες και υπερξενοδόχους, μεγαλοδικηγόρους, επενδυτές, πολιτικούς, τραπεζίτες.
Ιδίως η αγάπη του για τους Ινδιάνους, η έγνοια του για την ιστορία και τα πάθη τους είναι απαραγνώριστη. Όπως και η στοργή που τρέφει για την απέραντη αμερικανική Ενδοχώρα, από τα χιονισμένα βουνά της Μοντάνας ώς τις καυτές ερήμους του Τέξας όπου διαδραματίζονται οι περισσότερες σειρές και ταινίες του. Συχνά παρενείρει στα έργα του ιντερμέδια ολόκληρα με τραγούδια της κάντρυ ή σκηνές ιππασίας και ροντέο, τα πλάνα του αγκαλιάζουν με την ίδια τρυφερότητα και ένταση τοπία, ζώα και ανθρώπους σαν να αναζητά τους σπασμένους κρίκους της σχέσης τους. «Είμαστε οι τελευταίοι που κάνουν αυτοί τη δουλειά», λέει ένας από τους ήρωές του στα τελευταία επεισόδια του Yellowstone, «σε δυο γενιές από τώρα, τις μπριζόλες του ο κόσμος θα τις ψωνίζει από τη Βραζιλία που θα βόσκει τα γελάδια της στο αποψιλωμένο τροπικό δάσος.»
Και ο υπέροχος Μπίλλυ Μπομπ Θόρντον, επιστάτης στις πετρελαιοπηγές, στο εντελώς πρόσφατο Landman αποδομεί σε έναν μονόλογο όλη τη φτηνή ρητορεία περί καθαρής πράσινης ενέργειας. «Δεν υπάρχει καθαρή ενέργεια» λέει στην αποσβολωμένη νεαρή δικηγόρισσα που έχει εντολή να του φορτώσει όλες τις αμαρτίες του εργοδότη του, ενώ οι δυο τους στέκονται κάτω από ένα δάσος με θηριώδεις ανεμογεννήτριες («ενάμισι στρέμμα τσιμέντο η βάση τους, 3,5 μέτρα βάθος τα θεμέλιά τους, πολλές δεκάδες μέτρα ύψος»).
«Μόνο ενέργεια εναλλακτική, τάχα, που το πραγματικό κόστος της κανείς δεν το ξέρει και ούτε πρόκειται ποτέ να αποσβεστεί». Σε ποιον ανήκουν οι ανεμογεννήτριες, τον ρωτάει η νεαρή. «Στις εταιρείες πετρελαίου» της απαντάει εκείνος. «Σε ποιον άλλον;»
///
Μόλις 70.000 θεατές στις ηλικίες 25-54 είχαν κατά μέσο όρο δυο από τα μεγαλύτερα ενημερωτικά κανάλια της Αμερικής, το MSNBC και το CNN την τελευταία εβδομάδα του Νοεμβρίου. Και τα δύο μαζί: 29+41 χιλιάδες αντίστοιχα. Σε μια χώρα 320.000.000!
Μετά την καθίζηση του χαρτώου τύπου των τελευταίων ετών, η καθίζηση και των παραδοσιακών ηλεκτρονικών ΜΜΕ είναι αποσβολωτική διότι υπήρξε πολύ ταχύτερη. Φυσικά, μπορεί να χαιρεκακεί κανείς διότι οι ναυαγισμένοι ήταν, πολύ συχνά, άξιοι της μοίρας τους. Ωστόσο, το ερώτημα είναι άλλο. Με την πολιτική, την κουλτούρα, την ενημέρωση κατακερματισμένες, με τα εθνικά ή θρησκευτικά ή ταξικά σύμβολα απαξιωμένα, με την δυσπιστία γιγαντωμένη απέναντι σε κάθε δημόσιο και ιδωτικό θεσμό, ποιο κοινό σημείο αναφοράς μένει πλέον σε αυτήν την φυγόκεντρη μάζα που αποκαλούμε (οξύμωρα;) υστερονεωτερικές κοινωνίες; The centre cannot hold.
///
Συγχώρεσέ με Επανάσταση·
εγώ είμαι κορμί κι Εσύ είσαι ιδέα,
εγώ είμαι αίμα κι Εσύ είσαι αρχές,
εγώ είμαι πάθος κι Εσύ αταραξία,
εγώ είμαι ζωή και θάνατος
κι Εσύ μονάχα ζωή και όχι θάνατος,
συγχώρεσέ με Επανάσταση –
εγώ έχω πονέσει περισσότερο από Σένα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΟΥΚΑΡΗΣ
(«Έγερση ΙV», από το βιβλίο Το γυμνό χώμα, 1957)
///
Περί ειδημόνων Ι
Η έκθεση της εξεταστικής επιτροπής του Κογκρέσου για τα αίτια και τον χειρισμό της πανδημίας μπορεί να διαβαστεί και ως σάτιρα κοροϊδευτική για τη βαθιά σοφία των υγειονομικών θεσμών και όλη αυτή την απίθανη στρατιά των ειδημόνων τους.
Για τα περισσότερα από αυτά που ακούγαμε επί τρία σχεδόν χρόνια, φαίνεται τώρα ότι ισχύουν ακριβώς τα αντίθετα. Σταχυολογώ:
– Ο ιός υπήρξε πιθανότατα ανθρωπογενής, παραπροϊόν πειραματισμών στο εργαστήριο της Γιουχάν, το χρηματοδοτούμενο και από τους Δυτικούς (λέγε με Φάουτσι και ΗΠΑ).
– Τα γιατροσόφια για την αντιμετώπισή του ιού (υποχρεωτικές μάσκες, τήρηση αποστάσεων) υπήρξαν αναποτελεσματικά.
– Τα λοκντάουν και οι εγκλεισμοί όχι μόνο δεν ωφέλησαν αλλά είχαν σοβαρές και, το σημαντικότερο, μόνιμου χαρακτήρα επιβαρυντικές συνέπειες, ιδίως στα παιδιά που τα υπέστησαν.
– Το πιο επιτυχές μέτρο ήταν εκείνο που δυσφημίσθηκε περισσότερο ως… ρατσιστικό: ο περιορισμός των διεθνών μετακινήσεων, που ανέστειλε όντως για ένα διάστημα την επέλαση του ιού.
Η έκθεση αφήνει στο απυρόβλητο την ιστορία των εμβολίων. Το φαρμακοβιομηχανικό λόμπυ άλλωστε εξακολουθεί να λύνει και δένει. Ας ελπίσουμε στην έλευση του Ρ. Φ. Κέννεντυ ώστε να ριχτεί φως και σ’ αυτή την δύσοσμη πτυχή της υπόθεσης.
///
Περί ειδημόνων ΙΙ
«Για τους ειδικούς και τους εμπειρογνώμονες, ο 21ος αιώνας δεν ήταν και ό,τι καλύτερο. Ας αρχίσουμε με την αντίδραση στην 11η Σεπτεμβρίου, τους πολέμους που εκείνοι δικαιολόγησαν κατά του Αφγανιστάν και του Ιράκ, οι οποίοι υποστηρίχθηκαν από διακομματικές πλειοψηφίες. Ακολούθησε η χρηματοπιστωτική κρίση και η διάσωση των τραπεζών από το κράτος, τις οποίες σχεδόν κανείς απ’ αυτούς δεν προέβλεψε. Ακολούθησε το Brexit και η εκλογή του Τραμπ, κεραυνοί και αυτοί εν αιθρία. Ακολούθησε η πανδημία: ό,τι μας παρουσιάστηκε ως διαχειριστικός θρίαμβος των τεχνοκρατών, κατέληξε σε φιάσκο με παρατεταμένους εγκλεισμούς, κλείσιμο των σχολείων και εκατομμύρια νεκρούς – από έναν ιό που πιθανώς προκάλεσε η προχειρότητα μιας επιστημονικής έρευνας. Στη συνέχεια είχαμε ένα κύμα πληθωρισμού, πρόβλημα που υποτίθεται ότι είχαμε μια για πάντα ξεπεράσει. Προσθέστε αν θέλετε την «wokeness» και το πώς διέβρωσε την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση πυροδοτώντας κανονικούς πολιτισμικούς πολέμους και έχετε μια πλήρη εικόνα του πράγματος.»
Το παραπάνω σχόλιο του, γκουρού των δημοσκοπήσεων, Νέητ Σίλβερ έχει τη σημασία του, γιατί προέρχεται από άνθρωπο που ιδεολογικά και πολιτικά είναι βεβαίως μέλος των ελίτ τις οποίες ψέγει. Σημάδι και αυτό του πόσο ριζικά έχει αλλάξει η στάση του μέσου Δυτικού απέναντι στους κάθε λογής ειδικούς: τεχνοκράτες, γραφειοκράτες, πανεπιστημιακούς, επιστήμονες. Μετά από δυόμισι δεκαετίες αλλεπάλληλων «θριάμβων», την τυφλή πίστη έχει αντικαταστήσει ο ανοιχτός χλευασμός.
///
Ο «χοντρο-Εμμανουέλ» είναι η παλαιότερη και βαρύτερη καμπάνα της Παναγίας των Παρισίων. Κρέμεται στο νότιο καμπαναριό από το 1685, ζυγίζει δεκατρείς τόνους και χτυπά μόνο στις μεγάλες γιορτές. Πριν λίγες μέρες, πέντε χρόνια μετά την πυρκαγιά που κατέκαψε τη Νοτρ Νταμ, χτύπησε και πάλι. Ένας άλλος Εμμανουέλ, ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, απέδωσε και πάλι την μεσαιωνική καθεδράλη στη δημόσια χρήση. Λαμπρότερη από ποτέ, λένε όσοι είχαν ήδη την τύχη να δουν από κοντά το αποτέλεσμα του πολύχρονου αγώνα των συντηρητών.
*
*
*
*

