*
Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Την ομιλία Για τη γέννηση του Χριστού (De nativitate Christi) την εκφώνησε ο Rudolph Agricola (1443-1485) τα Χριστούγεννα του 1484, ενώπιον ενός ακαδημαϊκού κοινού στη Χαϊδελβέργη, λίγους μήνες πριν από τον πρόωρο θάνατό του. Ο Αγκρίκολα, κορυφαίος θεωρητικός της ρητορικής τέχνης, είχε συντάξει πριν από λίγα χρόνια το De inventione dialectica (Περί της διαλεκτικής ευρέσεως), έργο που επρόκειτο να αποτελέσει το βασικό εγχειρίδιο (ρητορικής) διαλεκτικής κατά τον 16ο αιώνα. Η χριστουγεννιάτικη ομιλία του 1484 συντάσσεται με εμφανή την προσπάθεια να εφαρμοσθούν η τέχνη και η μέθοδος τις οποίες είχε περιγράψει ο Αγκρίκολα στο εγχειρίδιό του. Και δίκαια θεωρείται όχι μόνον η κορυφαία του ομιλία, μα και λεπτούργημα της ρητορικής του 15ου αιώνα.
Το βασικό ερώτημα του κειμένου είναι απλό: με ποια λόγια, αναρωτιέται ο Αγκρίκολα, μπορεί κανείς να περιγράψει τη χαρμοσύνη που προκαλεί η γέννηση του Χριστού; Τη δυσκολία να απαντηθεί το ερώτημα την πλάθει εξηγώντας, με κλιμάκωση μοναδική, πόσο ξεχωριστό έργο θείας οικονομίας αποτελεί η ενανθρώπηση. Για τον Αγκρίκολα, η γέννηση του Χριστού αποτελεί έργο πιο σπουδαίο και από τη Δημιουργία, ανώτερο και από την Ανάσταση, λαμπρότερο και από το χάρισμα της αιώνιας ζωής. Με πλατωνικής έμπνευσης εικονοποιΐα αποτυπώνει πόσο θαυμαστό είναι ότι ο υπέρτατος Θεός καταδέχθηκε μια ασύλληπτη μεταβολή: να θέσει τον Υιό του στο πεδίο της φθαρτής φύσης και να ενστερνιστεί ο Υιός τη μορφή του δημιουργήματος που ήθελε να εξιλεώσει. Ο ακατάληπτος Λόγος του Θεού γίνεται πλάσμα του οποίου ο Λόγος συνίσταται σε κλάματα. Το έργο αυτό υπερβαίνει σε καλοσύνη κάθε άλλη ενέργεια του Θεού. Ακόμα περισσότερο θαυμαστό είναι αυτό εάν αναλογιστεί κανείς τις συνθήκες της γέννησής του: ενισχύοντας περαιτέρω την ταπείνωσή του, ο βασιλεύς των βασιλέων γεννιέται στην ερημιά, φασκιώνεται με κουρέλια κι έχει για παραστάτες ένα βόδι κι ένα γαϊδουράκι.
Όσο αδύνατον είναι να βρει κανείς τα λόγια να υμνήσει αυτήν τη χαρά, άλλο τόσο αδύνατον είναι και να σιωπήσει. Με οδηγούς τους αγγέλους, οι άνθρωποι δεν έχουν παρά να επαναλάβουν με όλη τη δύναμη της φωνής και της ψυχής τους τον αγγελικό ύμνο: δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία.
~.~
ΡΟΥΝΤΟΛΦ ΑΓΚΡΙΚΟΛΑ
Για τη γέννηση του Χριστού [1]
Σοφότατοι άνδρες, αποτελεί πανάρχαιη παράδοση η γενέθλια ημέρα κάθε ανθρώπου να γιορτάζεται· γιορτάζεται στο οικογενειακό περιβάλλον για τους απλούς πολίτες, αλλά για τους ηγεμόνες και τους επιφανείς άνδρες γιορτάζεται με ομοψυχία και χαρά που εκδηλώνονται δημόσια, με τη συμμετοχή λαών και επαρχιών. Ανέκαθεν οι άνθρωποι πίστευαν πως η ημέρα αυτή πρέπει να τιμάται σαν επίσημη γιορτή και η χαρά να ανανεώνεται κάθε χρόνο. Πρόκειται, άλλωστε, για την ημέρα που έδωσε στον κάθε άνθρωπο το χάρισμα του φωτός και της ζωής, που άνοιξε το δρόμο σε όλες τις υπόλοιπες, και μας έδωσε τη δυνατότητα να δεχθούμε όλα τα αγαθά που απολαμβάνουμε στη ζωή. Οι άνθρωποι θεωρούσαν, λοιπόν, πως πρέπει να τιμούν με πολύ περισσότερη χαρμοσύνη και σεβασμό την ημέρα στην οποία γεννήθηκε κάποιος άνδρας εξέχων και μεγάλου διαμετρήματος. Είναι, φυσικά, πολύ πιο σπουδαίο και όμορφο να ωφελείς την κοινή ζωή και σωτηρία των πολλών, παρά απλά να ζεις. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, οι πιο ασήμαντοι άνθρωποι γεννιούνται μόνον για να πεθάνουν, και η ημέρα της γέννησής τους ανέτειλε μόνον για να σβήσει με τη δύση. Όμως εκείνη την ημέρα που έφερε στο φως κάποιον άνθρωπο περίλαμπρο, κάποιον που ήταν προς το κοινό συμφέρον να γεννηθεί, δεν θεωρούσαν ότι πρέπει να τη βλέπουν σαν μια ημέρα η οποία, όπως όλες οι άλλες, διήρκεσε από την ανατολή έως τη δύση, αλλά σαν μια ημέρα που έπρεπε να υπερισχύσει κατά κράτος έναντι των πολλών ετών που ακολούθησαν, και, ει δυνατόν, να διαφυλαχθεί λαμπρή, λουσμένη σε αιώνιο φως, χωρίς να τη σκιάζει η υπεισέλευση καμίας νύχτας.
Τι πρέπει να κάνουμε σήμερα, λοιπόν, σοφότατοι άνδρες; Με ποιο πνεύμα πρέπει να προσεγγίσουμε τη σημερινή ημέρα; Η γέννηση του Χριστού βρίσκεται για άλλη μια φορά ενώπιόν μας, κι αναρωτιέμαι: ποιος λόγος θα μπορούσε να φανεί αρκετός για να εκφράσουμε τον έπαινό μας; Ποιος έπαινος μπορεί να αποδώσει τη χαρά μας; Και ποια χαρά μπορεί να συμπυκνώσει ταιριαστά τόση ευτυχία; Γιορτάζουμε τη γέννηση εκείνου για τον οποίο ρωτούσε έκθαμβος ο προφήτης: ποιος θα διηγηθεί τη γενιά του[2]; Γιορτάζουμε τη γέννηση εκείνου ο οποίος, όχι μόνον ήταν ο ύψιστος άνθρωπος, αλλά, πράγμα ακόμα πιο υψηλό κι από καθετί ύψιστο, ήταν επίσης Θεός. Αν και γεννήθηκε και γεννιέται προαιώνια, ενήργησε κατά τρόπο τέτοιο, ώστε να είναι δυνατόν να λέμε ότι γεννήθηκε σήμερα. Και όπως ακριβώς ζούμε μέσω της ζωής του, έτσι και γεννηθήκαμε μέσω της γέννησής του. Υπέστη τη θνητότητά μας για να μας καταστήσει σύμμορφους με την εικόνα της αθανασίας του[3]· υποβαθμίστηκε για να μας εξυψώσει[4]· κι έγινε Υιός του ανθρώπου για να μας κάνει Υιούς του Θεού. Όλα αυτά είναι τόσο σπουδαία, τόσο πρωτόγνωρα, και ταυτόχρονα τόσο ευτυχή και αίσια, ώστε είναι αδύνατο να αποδώσουμε τον προσήκοντα σεβασμό στη σπουδαιότητά τους, να σαστίσουμε επαρκώς με το καινοφανές του πράγματος, και είναι αδύνατο να εκφράσουμε επαρκώς την ευγνωμοσύνη μας για την ευεργεσία και τα χαρίσματα που λαμβάνουμε, ακόμα και να τα διατηρήσουμε στη μνήμη μας.
Καθώς πρέπει να πραγματευθώ εδώ πιο αναλυτικά τη χαρά αυτής της ημέρας κατά τα ειωθότα, συνειδητοποιώ πως ό,τι κι αν πω δεν θα είναι αρκετό, και τίποτα δεν θα μπορούσε να μην είναι αρκετό -τούτο πιστεύω και ισχυρίζομαι. Αφενός κάθε στοχασμός, πόσο μάλλον ο ανθρώπινος λόγος, αποδεικνύεται κατώτερος του μεγαλείου αυτής της ημέρας. Και ταυτόχρονα, οτιδήποτε και αν λέγεται, είναι αρκετό, αφού, οτιδήποτε λέγεται με ευσεβή και αγνή διάθεση, εκείνος το θεωρεί αρκετό· τούτος, ακόμη και από το στόμα νηπίων και βρεφών γαλαθηνών, αρτιώνει τον έπαινο[5]. Θα ήθελα λοιπόν να σας παρακαλέσω να δεχθείτε την ομιλία μου, όποια κι αν είναι η ποιότητά της, με την ευμένεια την οποία επιστρατεύετε συχνά και την οποία έχω ο ίδιος γευθεί. Σας παρακαλώ να δείξετε απέναντί μου την ίδια καλή προαίρεση που τόσο συχνά επιδαψιλεύετε, αλλά και τη συγκατάβαση με την οποία αντιμετωπίσατε την ισχνότητα του νου μου όταν καταπιάστηκε με ζητήματα μικρότερης σημασίας, αφού τώρα πρόκειται να μιλήσω για πράγματα ασύγκριτης σπουδαιότητας. Εγώ, πάντως, αποκτώ κάποια αυτοπεποίθηση από τις ίδιες τις συνθήκες της σημερινής ομιλίας. Γιατί θα μιλήσω μπροστά στη φάτνη, θα μιλήσω για το νεογέννητο βρέφος, τυλιγμένο σε σπάργανα, φασκιωμένο, για ένα βρέφος που κλαίει[6], καλύπτοντας το μεγαλείο του στο νέφος της δικής μας αδυναμίας. Σίγουρα πρέπει να αναθαρρήσουμε και να επιχειρήσουμε να μιλήσουμε με οποιονδήποτε τρόπο, αν μη τι άλλο ενώπιον εκείνου που, ενώ αποτελεί τον Λόγο του Θεού Πατρός[7], έγινε βρέφος για χάρη μας και στερείται του λόγου. Ποιος άραγε, βλέποντάς τον, θα δίσταζε να πλησιάσει εκείνον του οποίου όλη η ισχύς βρίσκεται στα δάκρυα, ή θα δίσταζε να μιλήσει σε εκείνον του οποίου κάθε λόγος είναι κλάμα;
Καθώς πρόκειται να μιλήσω για ένα τόσο υψηλό κι απέραντο μυστήριο[8], που υπερβαίνει κάθε ανθρώπινο στοχασμό, δεν βλέπω με ποιες λέξεις ή με ποια έκφραση ευλάβειας θα μπορούσα να προσεγγίσω καλύτερα ένα τόσο σπουδαίο θέμα, από εκείνες με τις οποίες ο βασιλιάς Προφήτης το θαύμασε λέγοντας: από τον Κύριο έγινε αυτό και τα μάτια μας το θαυμάζουν[9]. Κι έτσι είναι, πράγματι, από τον Κύριο έγινε αυτό. Γιατί ποιος άλλος θα μπορούσε να πραγματοποιήσει κάτι τόσο σπουδαίο, πέρα από εκείνον που μόνος έχει τη δυνατότητα να το κάνει, τον Κύριο των πάντων, στο νεύμα του οποίου υποτάσσονται τα πάντα[10], και ο οποίος μόνον μίλησε και έγιναν όλα, διέταξε και δημιουργήθηκαν τα πάντα[11]. Όλα βέβαια δημιουργήθηκαν από αυτόν, και δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να ξεφύγει από την εξουσία του. Όλα τα στοιχεία της φύσης που θεωρούνται αμείλικτα, άγρια και αδάμαστα -η φωτιά, το χαλάζι, το χιόνι, ο πάγος κι ο μανιασμένος άνεμος[12]– όλα αυτά τα δημιούργησε ο λόγος του, όλα αυτά αναγνωρίζουν αυτόν για Κύριο, κι όλα δημιουργήθηκαν από αυτόν. Κι όμως, άλλα πράγματα δίνουν την εντύπωση πως αποτελούν προϊόντα μικρότερης προσπάθειας κι επιμέλειας, ωσάν να μην δημιουργήθηκαν από τον Κύριο κατά το μεγαλείο του, αλλά περισσότερο από κάποιον τεχνίτη κατά την επιδεξιότητά του. Υπό αυτή την έννοια, ένας εθνικός ποιητής τον ονόμασε πλαστουργό των ανθρώπων[13], και ένας άλλος τον αποκάλεσε δημιουργό των πραγμάτων και εικόνα ενός καλύτερου κόσμου[14]. Σήμερα όμως μιλάμε στα αλήθεια για το πιο ιδιαίτερο έργο του Κυρίου, έργο απέραντης και άπειρης δύναμης, το οποίο δεν αφορά άλλα πράγματα, αλλά τον ίδιο του τον εαυτό. Γιατί ενώ τα υπόλοιπα τα οδήγησε με την παντοδυναμία του από το σκοτάδι της αβύσσου στο φως[15], χαρίζοντας σε κάποια απλώς το είναι, σε άλλα τη ζωή, σε άλλα τον νου, στο καθένα σύμφωνα με τη φύση του, όλο το έργο του εκεί εξαντλείται σε πράγματα πεπερασμένα· τίποτα δεν όρισε έξω από τη φύση των πραγμάτων, δεν εισήγαγε τίποτε το ανήκουστο.
Αλλά σε τούτο το πρωτόγνωρο και θαμβωτικό του έργο, στις έσχατες ημέρες, ο Πατέρας στέλνει τον Λόγο του στη γη –τον Λόγο με τον οποίο στερεώθηκαν οι ουρανοί[16]– για να καταστεί κάτι που δεν ήταν· ο Υιός, ομοούσιος και ίσος με τον αιώνιο Πατέρα, αφού πήρε τη μορφή δούλου[17], εμφανίστηκε στη γη και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους. Στ’ αλήθεια, τούτο είναι κάτι που μπορούμε να πούμε ότι έγινε από τον Κύριο, το διέταξε ο Κύριος, το επωμίστηκε ο Κύριος, και το έργο διέμεινε στον Κύριο. Πρόκειται για έργο απέραντης δύναμης, παμμέγιστης ισχύος, όπως έχει γραφτεί: σκιρτά σαν γίγαντας για να τρέξει τον δρόμο του, από τα ακρότατα ύψη του ουρανού ξεκινά η πορεία του[18]. Ναι, από τα ακρότατα ύψη του ουρανού. Αυτός που κατέβηκε από τον κόρφο του Πατρός[19], αυτός που κρατά τον ουρανό και όλα όσα βρίσκονται σε αυτόν στη χούφτα του[20], ενώ είναι άπειρος, ακατάληπτος, αθάνατος, απαθής, δεν δείλιασε να διέλθει από τα στενά του παρθενικού σώματος· δεν θεώρησε ξένο προς το μεγαλείο του να υπομείνει την αδυναμία της φύσης μας, ούτε να υιοθετήσει τη μορφή μας[21], εκτεθειμένη όπως είναι σε όλους τους πόνους, ευεπίφορη σε κάθε λογής θλίψεις και δυστυχίες. Για να το πω με απλά λόγια, ενώ ήταν Θεός, όχι απλώς καταδέχθηκε να γίνει άνθρωπος, αλλά (όπως βεβαίωσε ο ίδιος) κατάντησε ένα σκουλήκι[22] που συνεθλίβη και ποδοπατήθηκε για τη σωτηρία όλων μας. Αυτό λοιπόν είναι ανάγκη να παραμένει κάτι το θαυμαστό στα μάτια μας, αφού ξεπερνά σε μέγεθος και σύλληψη όλα όσα θαυμάζουμε από τότε που πλάσθηκε ο κόσμος. Ναι, φυσικά, δημιουργήθηκαν ο ουρανός και η γη, καθώς και καθετί που περιέχεται σε αυτά, εκ του μηδενός. Ίσως αυτό να φαντάζει θαμβωτικό αν το μετράμε με τις δικές μας δυνάμεις, αλλά αν λογαριάσουμε τι είναι ο Θεός, γιατί πρέπει να απορούμε; Τα πράγματα που δημιουργήθηκαν, όσο μεγάλα κι αν είναι, δεν παύουν να είναι πεπερασμένα και να περικλείονται στα όρια της φύσης τους, και δημιουργήθηκαν από εκείνον του οποίου η δύναμη δεν περιορίζεται από κανένα όριο, και δεν προκαθορίζεται από κανένα μέτρο. Μάλιστα, όπως κατά τη γέννησή του είχε ενστερνιστεί την ανθρώπινη φύση εξερχόμενος από τον κλειστό θάλαμο της παρθενικής μήτρας, έτσι και τούτος ο ίδιος, με την ανάστασή του από τον θάνατο, διαπέρασε τα σφραγιστά όρια του τάφου και, όταν εμφανίστηκε στους μαθητές του, διαπέρασε πόρτες σφαλιστές[23]. Μα τι το σπουδαίο υπάρχει λοιπόν σε όλα αυτά για εκείνον; Χρησιμοποίησε τα πράγματα όπως θέλησε, εκείνος που τα δημιούργησε όπως θέλησε. Το ίδιο ισχύει για το σώμα του που μοιράστηκε στους μαθητές και συντρόφους του με τα ίδια του τα χέρια υπό τη μορφή κομμένου ψωμιού. Το ίδιο για τη φουσκοθαλασσιά στην οποία περπάτησε με πόδια στεγνά[24]. Και τι να πω για τους νεκρούς που επέστρεψαν στη ζωή; Ακόμα και αυτό δεν φαίνεται να αποτελεί κάτι το σπουδαίο. Ναι, όσοι πέθαναν ή θα πεθάνουν ανά τους αιώνες, θα αναστηθούν με τον ήχο της έσχατης σάλπιγγας[25], θα επιστρέψουν στη ζωή από αυτόν και θα παρουσιαστούν και πάλι με τη σάρκα τους μπροστά στον κριτή[26]. Αυτά βέβαια μας φαίνονται θαυμαστά, καθώς υπερβαίνουν τις δυνάμεις της σκέψης και της κατανόησής μας. Είναι όμως εύκολο να τα κάνει όλα αυτά εκείνος στον οποίο υπακούν τα πάντα, και δεν θα έπρεπε να μας φαίνεται δύσκολο ότι είναι σε θέση να ξαναδώσει τη ζωή στους νεκρούς εκείνος που την πρωτοέδωσε σε όσους δεν την είχαν ακόμη. Αλλά ότι αυτός ο οποίος είναι Θεός έγινε άνθρωπος, ότι με τη γέννησή του υπέστη τις δυστυχίες μας, ότι κατερχόμενος από το απέραντο και αιώνιο μεγαλείο του -αυτός που είναι άπειρος- ενώθηκε με το πεπερασμένο και πλαισιωμένο από τα στενά όρια της φύσης· ότι αυτά τα δύο, δηλαδή, αφενός εκείνο που είναι απεριόριστο και αφετέρου εκείνο που δεσμεύεται από όρια, μπόρεσαν να ενωθούν και να δεθούν σαν κόμπος· αυτό υπερβαίνει τόσο πολύ όλα τα υπόλοιπα, όπως ακριβώς υπερέχει όλων των πραγμάτων αυτός ακριβώς που το έπραξε και το υπέστη.
Κι όμως αυτό, το πιο σπουδαίο έργο του Θεού, αν και είναι τόσο σπουδαίο, δεν είναι όμως περισσότερο θαμβωτικό για το μεγαλείο του παρά σεπτό και άξιο λατρείας για την καλοσύνη του. Τι είχε κατά νου ο Θεός με ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα; Ήθελε ίσως να βοηθήσει την πλάση που μοχθεί; Κάθε άλλο. Τούτη στέκεται και θα στέκεται πάντοτε όπως ορίζουν οι νόμοι της, το ίδιο λέει και ο Προφήτης: Θεμελίωσες τη γη και αυτή παραμένει, με τη βουλή σου η ημέρα παραμένει, γιατί τα πάντα υπακούν σε σένα[27]. Ο Θεός ήθελε να συντρέξει την ανθρώπινη δυστυχία, τούτο το έργο του αφιερώθηκε στο ανθρώπινο γένος. Μήπως όμως, και δικαιολογημένα, θέλησε πρωτίστως να συνδράμει εκείνους που τον έστεργαν και που ήταν δεμένοι μαζί του με μεγάλο δεσμό αγάπης; Ούτε κι αυτό. Θέλησε, αντιθέτως, να συνδράμει εκείνους που από την αμαρτία του προπάτορα βρέθηκαν στη θέση του εχθρού[28], όλους όσους γεννήθηκαν σαν τέκνα της οργής[29]. Μήπως ήταν άξιοι συγχώρεσης επειδή οι προπάτορες έσφαλαν από άγνοια, επειδή δεν γνώριζαν τι κακό θα προκαλούσαν; Και όμως, τους είχε δοθεί ο νόμος, και ο θάνατος είχε οριστεί ως τιμωρία για τους παραβάτες, ώστε, αν δεν τους στέριωναν στο καθήκον τους όλα τα χαρίσματα του Θεού (αφού είχαν τοποθετηθεί σε παράδεισο τέρψεων, απαλλαγμένοι από κάθε μόχθο και πόνο, με δικαιοδοσία και εξουσία επί όλων των πλασμάτων που τρέφει η γη, και καλύπτουν τα νερά και ζωογονεί ο αέρας), τουλάχιστον θα αποτρέπονταν από την αμαρτία χάρις στον φόβο του επικείμενου θανάτου[30]. Μεγάλη πράγματι ήταν η επιείκεια του Θεού αν έκρινε ότι αυτοί δεν έπρεπε να εξολοθρευτούν και να εξαφανιστούν· μεγαλύτερη ακόμα αν θεώρησε ότι με κάποιον τρόπο έπρεπε να τους επαναφέρει στη χάρη του· μέγιστη δε και απέραντη θα ήταν η επιείκειά του αν, καθώς το δημιούργημα έπρεπε να λυτρωθεί μέσω ενός άλλου δημιουργήματος, είχε χρησιμοποιήσει για αυτόν το σκοπό κάποια αγγελική φύση ή κάποια άλλη ευγενέστερη, ανάμεσα σε όσες είχε δημιουργήσει. Αλλά το να γεννηθεί ο Θεός με τη μορφή της ανθρώπινης δυστυχίας για χάρη των ανθρώπων, και να θυσιαστεί ο Υιός[31] για να προσφερθούν τα λύτρα στον εχθρό, αυτό ξεπερνά κάθε μέτρο καλοσύνης και αγάπης. Για κάτι τέτοιο είναι αδύνατον να βρει κανείς όχι μόνον έπαινο, όχι μόνον σεβασμό, αλλά ακόμα και μια ταιριαστή λέξη.
Αν και θέλησε να γεννηθεί και να ενστερνιστεί τη μορφή της ανθρώπινης αδυναμίας, ποτέ όμως δεν σταμάτησε να τον περιβάλλει το θείο μεγαλείο. Αυτός που ήθελε να γεννηθεί μαζί με όλους και για χάρη όλων, γεννήθηκε ωστόσο όπως κανείς άλλος, αφού γεννήθηκε από μία παρθένο. Καθώς επρόκειτο να καταστήσει αδελφούς του εκείνους που δεν γεννήθηκαν εξ αίματος (όπως λέει ο Ιωάννης) ούτε από σαρκική επιθυμία, αλλά από τον Θεό[32], για αυτό και δεν συνελήφθη μολεμένος από το πάθος και τη λάβρα του αίματος, αλλά γεννήθηκε διατηρώντας ακέραιη την παρθενία της μητέρας του. Ιδού, λέει ο Ησαΐας, η παρθένος θα συλλάβει και θα γεννήσει υιό, και θα καλέσουν το όνομά του Εμμανουήλ[33]. Μιλά για παρθένο. Ας σιωπήσει, λοιπόν, ο συκοφάντης Ιουδαίος, ας πάψει να διαστρεβλώνει τον ιερό λόγο και να ερμηνεύει λαθεμένα –οδηγώντας στην ίδια του την καταστροφή– αυτό που είναι καλά γραμμένο. Γιατί ο ιερός προφήτης προείπε ότι μια παρθένος θα συλλάβει και θα γεννήσει, δεν μίλησε για μια νεαρή γυναίκα. Όταν ο Κύριος διέταξε τον Άχαζ να του ζητήσει κάποιο θαυμαστό σημάδι, είτε στα τρίσβαθα του άδη είτε ψηλά στον ουρανό, εκείνος αρνήθηκε λέγοντας ότι δεν θα τολμούσε ποτέ να θέσει σε δοκιμασία τον Θεό. Τότε ο ίδιος ο Θεός βεβαίωσε ότι θα του χάριζε ένα θαύμα νέο, ασυνήθιστο, πρωτάκουστο: τη γονιμότητα μιας παρθένου[34]. Αφού, λοιπόν, έπρεπε να δοθεί ένα θαυμαστό σημάδι, ήταν αναγκαίο τούτο να αφορά μια παρθένο που θα συλλάμβανε, μια παρθένο που θα γεννούσε. Γιατί αν γεννούσε μια απλή νεαρή γυναίκα, πώς θα μπορούσε να φανεί ως θαυμαστό σημείο δοσμένο στον Άχαζ κάτι που συμβαίνει παντού και κάθε ώρα και στιγμή; Ο Προφήτης, λοιπόν, που είχε προβλέψει την ισχυρογνωμοσύνη εκείνου του λαού ενάντια στην αλήθεια, προκειμένου να μην μπορέσει κανείς από αυτούς να εξαπατηθεί από μια πλάνη ή να οδηγηθεί σε άρνηση πεισματική, θέλησε να τους προειδοποιήσει όλους, και απευθύνθηκε στους Ιουδαίους λέγοντας: θα το ακούσετε με τα αυτιά σας και δεν θα το καταλάβετε, θα το δείτε με τα μάτια σας και δεν θα το αναγνωρίσετε[35]. Σαν να τους λέει: ποιος να σας πιστέψει, ποιος μπορεί να σας έχει εμπιστοσύνη όταν, έχοντας ακούσει και έχοντας δει, εντούτοις συμπεριφέρεστε σαν να ήσαστε κουφοί και τυφλοί;
Ήταν απολύτως κατάλληλο και πρέπον ο Υιός του Θεού, ο οποίος θα γινόταν άνθρωπος, να γεννηθεί από μια παρθένο. Πρώτα από όλα επειδή, για να γεννηθεί ελεύθερος από το αμάρτημα του Αδάμ που μεταβιβάστηκε σε όλες τις μεταγενέστερες γενιές, έπρεπε να γεννηθεί χωρίς το σπέρμα ανδρός. Γιατί ήταν εύλογο, κείνος που ήρθε να εξιλεώσει την αμαρτία όλων, να είναι ο ίδιος απαλλαγμένος από κάθε αμαρτία. Έπειτα, επειδή, αυτός που ήταν Υιός του αιώνιου Πατέρα, του απολύτως άριστου και από κάθε άποψη τελειότατου, έπρεπε να γίνει υιός μιας επίσης άσπιλης μητέρας, αμόλυντης από κάθε κηλίδα ανθρώπινης ακαθαρσίας. Τέλος, επειδή, εκείνος που γεννήθηκε ως Υιός του Θεού από τον κόρφο του Πατέρα χωρίς μητέρα, έπρεπε ομοίως να γεννηθεί ως Υιός του ανθρώπου χωρίς πατέρα. Και, καθώς από τον Υιό του Θεού και από τον Υιό του ανθρώπου επρόκειτο να γεννηθεί ένας και μόνον Χριστός, έτσι τούτος έπρεπε να έχει έναν και μοναδικό πατέρα, αφού είχε μία και μοναδική μητέρα.
Ποιος θα μπορούσε να περιγράψει ένα τόσο σπουδαίο γεγονός με οποιονδήποτε λόγο ή να βρει τις κατάλληλες λέξεις; Πραγματικά, ένας έπαινος αντάξιος αυτού του έργου υπερβαίνει τον ανθρώπινο λόγο τόσο, όσο αυτό που έλαβε χώρα υπερβαίνει τις δυνάμεις του ανθρώπου. Τον ύψιστο εκείνο δημιουργό των πάντων Θεό, που, όπως λέει ο Εκκλησιαστής, ανέβηκε στον ουρανό και κατέβηκε[36], τώρα τον βλέπουμε γεννημένο σε ένα ταπεινό καλύβι. Αυτός που κραδαίνει τον άνεμο με τα χέρια του[37], έχει τώρα τα χέρια του τυλιγμένα με κουρέλια και δεμένα με φασκιά. Aυτός που διέταξε πανέμορφα τα ύδατα, τούτος δεν έχει ως νεογέννητο βρέφος ούτε ένα όμορφο ρουχαλάκι να ντυθεί. Αυτός που αφεντεύει τα πέρατα της γης, δεν βρίσκει τώρα ένα κομμάτι γης να γείρει το κεφάλι του. Αυτός του οποίου το όνομα, καθώς και το όνομα του Υιού του, κανείς δεν γνωρίζει, αφού υπερβαίνει κάθε όνομα[38], και είναι, όπως έχει γραφτεί, βασιλεύς των βασιλέων και κυρίαρχος των κυριάρχων, αυτού, λοιπόν, του βασιλιά (ω θαυμαστή καλοσύνη!) αίθουσα του θρόνου είναι τώρα μια φτωχοκαλύβα, θάλαμος είναι μια φάτνη, κρεβάτι είναι τα άχυρα, και φύλακές του ένα βόδι κι ένας γάιδαρος. Το βόδι αναγνώρισε τον αφέντη του και ο γάιδαρος τη φάτνη του κυρίου του[39], και είναι και τα δύο τόσο απλά και ταπεινά ζώα. Έτσι έχουν τα πράγματα: τα έκρυψες αυτά από τους σοφούς και τα αποκάλυψες στα νήπια[40]. Κείνος που δεν ήθελε να ζευτούν μαζί το βόδι και ο γάιδαρος[41], τώρα τα έφερε και τα δύο να γίνουν μάρτυρες της γέννησής του, προκειμένου να δείξει ότι, όσο κι αν οι άνθρωποι διαφέρουν στα έθιμα, όσο κι αν διαφωνούν στα ήθη, κανείς δεν θα μείνει αποκλεισμένος από τη γέννησή του και από την ευτυχία αυτής της ερατεινής νύχτας. Ω ευτυχέστατη νύχτα, πιο λαμπρή από κάθε ηλιόλουστη και ανέφελη ημέρα, κατά την οποία ο λαός που πορευόταν στο σκοτάδι είδε μεγάλο φως, και για όσους εγκαταβίωναν στη σκιά του θανάτου ανέτειλε φως[42]. Τούτη τη νύχτα τη λαμπρύνει με την πανέμορφη όψη του καθώς έρχεται στον κόσμο αυτός που είναι το αληθινό φως, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται σε αυτόν τον κόσμο. Νύχτα χαρμόσυνη, νύχτα ερατεινή, που πρώτη έγινες μάρτυρας τόσο σπουδαίων πραγμάτων και τόσο σπουδαίων μυστηρίων, και άνοιξες το πέρασμα και τον δρόμο σε όλες τις γιορτινές και ευτυχισμένες ημέρες! Η ημέρα, λέει ο βασιλιάς Προφήτης, στην ημέρα αναγγέλλει τον λόγο, και η νύχτα στη νύχτα φανερώνει τη γνώση[43]· η ημέρα, λοιπόν, μιλά, η ημέρα προφέρει, η νύχτα όμως είναι αυτή που φανερώνει, στη νύχτα δόθηκε πρώτα η δύναμη να γνωρίζει. Σωστά όρισε τη νύχτα ως ώρα της γέννησής του, ώστε να είναι κυκλωμένος από το σκοτάδι εκείνος που επρόκειτο να διαλύσει με τη λάμψη του το σκοτάδι του ανθρώπινου γένους. Γιατί όπως εκείνη η νύχτα ήταν από όλες τις νύχτες του έτους η μεγαλύτερη σε διάρκεια και η πιο παγωμένη, έτσι καμία εποχή δεν είχε βασανιστεί από πυκνότερο σκοτάδι πλάνης και φαυλότητα κάθε είδους, από εκείνην στην οποία ο Υιός του Θεού έκρινε ότι έπρεπε να έρθει για να μας συντρέξει στα δεινά. Κατάφορτη ήταν εκείνη η εποχή με αποτρόπαιες δεισιδαιμονίες· ο καθένας έπλαθε για τον εαυτό του τον Θεό όπως έκρινε, κανείς δεν είχε τις ίδιες πεποιθήσεις για τον Θεό με κάποιον άλλο, και κανείς δεν στοχαζόταν για τον Θεό με τον τρόπο που όφειλε. Ο λαός βέβαια λάτρευε, αλλά με τον πιο ασεβή τρόπο, και καθετί που θα ήταν απολύτως ανόσιο να πιστέψει κανείς για έναν άνθρωπο, ή να κάνει ένας άνθρωπος σε κάποιον άλλον, τούτο ήθελαν να το αποδώσουν στο όνομα της θρησκείας στον Θεό. Από τους μορφωμένους, κάποιοι τον γνώριζαν αλλά απέφευγαν να μιλήσουν ανοιχτά για αυτόν· οι ίδιοι που σε ήσσονος σημασίας ζητήματα έλεγαν ότι δεν πρέπει να λέει κανείς ψέματα ακόμα και με κίνδυνο της ζωής του, οι ίδιοι, ωστόσο, για τον Θεό –τον οποίο αποκαλούσαν (όπως και είναι) άριστο και μέγιστο– δεν τολμούσαν να ομολογήσουν την αλήθεια. Κάποιοι άλλοι ισχυρίζονταν ότι ο Θεός δεν έχει καμία πρόνοια για τα ανθρώπινα πράγματα, και πως όλα λαμβάνουν χώρα όπως τα φέρνει η τύχη, κινούμενα από τυφλές και ασαφείς ωθητικές δυνάμεις. Άλλοι, προκειμένου να απαλλαγούν μια και καλή από τα τόσο περίπλοκα και δαιδαλώδη ερωτήματα που εγείρονται για τον Θεό, υποστήριζαν ότι δεν υπάρχει καθόλου αυτό που ονομάζουμε «Θεός»[44]. Τι άραγε θα μας προέτρεπαν να πιστέψουμε για τα υπόλοιπα ηθικά μας καθήκοντα στη ζωή εκείνοι που με τις θεωρίες τους είχαν προσκαλέσει τόση ελευθεριότητα στην κρίση των πραγμάτων; Πράγματι, ποτέ δεν ήταν πιο έντονη η φιλοδοξία, πιο σκληρή η απληστία, πιο βαθιά η λαιμαργία, πιο καλπάζουσα η τρυφηλότητα, πιο τερατώδης η λαγνεία, ποτέ, είτε δημόσια είτε ιδιωτικά, δεν στήθηκαν μεγαλύτερες δολοπλοκίες, διχόνοιες, απάτες, πόλεμοι. Το αίμα χυνόταν σε κάθε στεριά και σε κάθε θάλασσα, παντού διαπράττονταν μέγιστα εγκλήματα, και επιβάλλονταν εξίσου σκληρές ποινές. Ο καθένας επιθυμούσε να κάνει αυτό το οποίο καταδίκαζε, και δεν θεωρούσε τίποτε άλλο χειρότερο πάθημα, από το να μην επιτρέπεται στον ίδιο να εγκληματεί.
Δικαιολογημένα, λοιπόν, εκείνος που επρόκειτο να απομακρύνει μια τόσο πυκνή νύχτα από τον νου των ανθρώπων, ήλθε εν τω μέσω της νυκτός, και όπως η παρουσία του ήταν άγνωστη στις ψυχές όλων, έτσι πέρασε απαρατήρητος μπροστά στα μάτια. Ποιος όμως θα μπορούσε να σχηματίσει στο νου του ή να περιγράψει με λόγια την εικόνα εκείνης της ιερότατης νύχτας; Ο χρόνος είχε γείρει στον χειμώνα, και ο ήλιος, που είχε απομακρυνθεί όσο πιο μακριά γινόταν από τη γη μας, είχε πάρει μαζί του τον γλυκασμό όλων των πραγμάτων. Τα πάντα ήταν παγωμένα από την πάχνη και το χιόνι, και με τις μέρες περιορισμένες σε διάρκεια, το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου το αφέντευε το σκοτάδι των νυχτών. Αναγκασμένος τότε ο Ιωσήφ με την έγκυο σύζυγό του, την παρθένο, να υποστεί την ταλαιπωρία του ταξιδιού προκειμένου να απογραφεί στην πόλη του, έφθασε στη Βηθλεέμ. Εκεί δεν βρήκε ούτε μια γωνιά σε κάποιο πανδοχείο για να ανακουφίσει την κούραση της εγκύου συζύγου του, μα αναγκάστηκε να καταφύγει σε ένα ερημικό καλύβι, για να ξαποστάσει εκεί η βασίλισσα της γης και των ουρανών, που κυοφορούσε τον Κύριο και Λυτρωτή του κόσμου, υπομένοντας το δριμύ ψύχος της μακριάς χειμωνιάτικης νύχτας κάτω από μια ερειπωμένη και ξεχαρβαλωμένη στέγη. Η παρθένος είχε συμπληρώσει τους φυσιολογικούς μήνες της εγκυμοσύνης, κι έτσι ήλθε στο φως εκείνος μέσω του οποίου δημιουργήθηκε εξ αρχής το φως, χωρίς η μητέρα να καταβληθεί από πόνους κατά τη διάρκεια της γέννας, και χωρίς να προσβληθεί η παρθενία της. Έτσι, αυτός που από την πλευρά της μητέρας του είχε πολύ ευγενική καταγωγή, κι απ’ την πλευρά του πατέρα του είχε καταγωγή απολύτως ακατάληπτη, γεννιέται στην πιο σκληρή εποχή του χρόνου, στο κατασκόταδο της πιο φρικτής νύχτας, χωρίς να προστατεύεται από μια στέγη, χωρίς τίποτε να απαλύνει τις δυσκολίες του, στερημένος από κάθε ανθρώπινη βοήθεια, κι από κάθε προστασία.
Υπάρχει άραγε κανείς που σκέφτεται τώρα να καυχηθεί για τις συνθήκες της γέννησής του, ή που πιστεύει ότι χρυσάφι και πορφύρα οφείλονται στους τίτλους που συνοδεύουν την καταγωγή του; Και ποιος πιστεύει ότι ο Χριστός γεννήθηκε στην ερημιά όταν άγγελοι στέκονταν πλάι στον Κύριό τους κατά τη γέννησή του και την ανήγγειλαν χαρούμενοι στους βοσκούς; Ποιος πιστεύει ότι διατηρήθηκε εκεί το νυχτερινό σκοτάδι όταν τα πάντα φωτίστηκαν με ουράνια λάμψη; Στους ίδιους τους βοσκούς έλαμψε νέο φως από τον ουρανό, και το άστρο έγινε ορατό στους μάγους στην Ανατολή ως σημάδι τέτοιας γέννησης. Και μήπως δεν πλημμύρισαν από χαρά η παρθένος μητέρα –που είχε απόλυτη επίγνωση της σπουδαιότητας της γέννησης αυτής– και ο Ιωσήφ, ο προστάτης της παρθένου, όταν χαρά αναγγέλθηκε από τον ουρανό σε όλο τον κόσμο, και ακούστηκε η φωνή των αγγέλων να ψάλλουν: Δόξα ας δίδεται στον Θεό στα ύψιστα μέρη, και στη γη ειρήνη· ευαρέσκεια προς τους ανθρώπους[45]; Σε εκείνον βέβαια πάντοτε υπάρχει δόξα στα ύψιστα μέρη: δόξα και πλούτη στον οίκο του[46]. Τώρα όμως, όπως από εκείνον μας δόθηκε ειρήνη, έτσι κι από εμάς του αποδίδεται κατά κάποιο τρόπο μια νέα δόξα, γιατί δεν θα σε υμνήσουν οι νεκροί, Κύριε, ούτε όλοι εκείνοι που κατέρχονται στον Άδη, αλλά εμείς που ζούμε θα ευλογούμε τον Κύριο[47]. Όταν όλο το ανθρώπινο γένος ήταν δεσμευμένο στον θάνατο, και έπρεπε όλοι να διαβαίνουν τον δρόμο που οδηγεί μόνον στον Άδη, ποιος έπαινος θα μπορούσε να του αποδοθεί από τους νεκρούς, ποια δόξα θα μπορούσε να αποτίνει ο εχθρός; Τώρα όμως ζούμε, τώρα έχουμε αναγεννηθεί μαζί του, τώρα μπορούμε να τον ευλογούμε από τούδε και αιώνια. Τι λοιπόν πιο χαρμόσυνο μπορεί κανείς να σκεφτεί, και σε τι μπορεί να στραφεί με μεγαλύτερη ευλάβεια, από τις ώρες τούτης της ευτυχέστατης νύχτας; Η σπαρακτικότατη φρίκη του χειμώνα γλυκαίνει με τόση εκστατική χαρά, η στειρότητα της παρθένου γονιμοποιείται με έναν τόσο θαυμαστό τοκετό, το πυκνότατο σκοτάδι της νύχτας φωτίζεται με ουράνια λάμψη, η παρθένος μητέρα θωρεί κουρνιασμένο στον κόρφο της ως γιο δικό της που μόλις γεννήθηκε από αυτήν, εκείνον που είναι ο δημιουργός των πάντων, και ηρεμεί το κλάμα του με μητρική αγκαλιά, οι βοσκοί λαμβάνουν από τον ουρανό μήνυμα απέραντης χαράς, το άστρο της νέας ελπίδας φανερώνεται σε αυτούς που αγνοούν την αλήθεια, διατρανώνεται δόξα στα ύψιστα μέρη για τον Θεό, και αναγγέλλεται ειρήνη στους ανθρώπους στη γη.
Σίγουρα θα μείνουμε έκπληκτοι και έκθαμβοι μπροστά σε τόσο πρωτόγνωρα πράγματα και θα πούμε: από τον Κύριο έγινε αυτό και τα μάτια μας το θαυμάζουν[48]. Πραγματικά δεν βρίσκω, σοφότατοι άνδρες, τις λέξεις για να χαράξω τούτη τη χαρμόσυνη ώρα στις ψυχές σας, ούτε τη φωνή και τους επαίνους με τους οποίους πρέπει –θαρρώ– να τη γιορτάσουμε. Δεν μπορούμε να σιωπήσουμε, κι από την άλλη, μόνον εκείνος που τα έκανε όλα αυτά μπορεί να την υμνήσει επάξια. Τι θα κάνουμε, λοιπόν; Ας έχουμε, λέω, τους αγγέλους για οδηγούς, εκείνο το μήνυμα που ήλθε από τον ουρανό, που ψάλθηκε από ουράνιες στρατιές, που έγινε δεκτό από τη γη ως οιωνός ύψιστης ευτυχίας· τούτο το μήνυμα ας στοχαστούμε, ας επαναλάβουμε, ας ψάλουμε με όλη μας την ψυχή, με όλη μας την καρδιά και με όλη τη δύναμη της φωνής μας. Ας πιστέψουμε ότι οι άγγελοι, οι οποίοι γνωρίζουν τα θεία μυστήρια, ανήγγειλαν το ευτυχέστατο γεγονός με τα πιο ευάρεστα λόγια, κι ας τους μιμούμαστε –πάντοτε, αλλά κι ιδίως τούτη τη θελξικάρδια ημέρα της νέας γέννησης– επαναλαμβάνοντας τα λόγια τούτου του ύμνου: Δόξα ας δίδεται στον Θεό στα ύψιστα μέρη, και στη γη ειρήνη· ευαρέσκεια προς τους ανθρώπους.
*
*
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Η μετάφραση ακολουθεί την έκδοση του Alardus. R. Agricola, De nativitate seu immensa natalis diei Iesu Christi laetitia oratio, εις Lucubrationes, Κολωνία, 1539, 118-125 [ανατύπωση Nieuwkoop: De Graaf, 1967]. Ο χωρισμός σε παραγράφους είναι του μεταφραστή.
[2] Ησ. 53: 8.
[3] Πρβλ. Ρωμ. 8: 29.
[4] Πρβλ. Φιλ. 2: 7-8.
[5] Πρβλ. Ψλ. 8: 3.
[6] Πρβλ. Λκ. 2: 7.
[7] Πρβλ. Ιω. 1: 1.
[8] Πρβλ. Α Τιμ. 3: 16.
[9] Ψλ. 117: 23.
[10] Πρβλ. Βοήθιος, De consolatione philosophiae, II, IV, 55.
[11] Πρβλ. Ψλ. 32: 9.
[12] Πρβλ. Ψλ. 148: 8.
[13] Πρβλ. Βιργίλιος, Αινειάδα, XII, 829. Μτφρ. Θ. Παπαγγελή.
[14] Πρβλ. Οβίδιος, Μεταμορφώσεις, Ι, 79.
[15] Πρβλ. Γεν. 1: 2-3.
[16] Πρβλ. Ψλ. 32: 6.
[17] Πρβλ. Φιλ. 2: 7.
[18] Ψλ. 18: 6-7.
[19] Πρβλ. Ιω. 1: 18.
[20] Πρβλ. Ησ. 40: 12.
[21] Πρβλ. Φιλ. 2: 7-8.
[22] Πρβλ. Ψλ. 21: 7.
[23] Πρβλ. Ιω. 20: 19.
[24] Πρβλ. Μτ. 14: 24-25.
[25] Πρβλ. Θεσς. 4: 16.
[26] Πρβλ. Β Κορ. 5: 10.
[27] Ψλ. 118: 90-91.
[28] Πρβλ. Ρωμ. 5: 12-19.
[29] Πρβλ. Εφ. 2: 3.
[30] Πρβλ. Γεν. 2: 15-19.
[31] Πρβλ. Α Ιω. 4: 10.
[32] Πρβλ. Ιω. 1: 13.
[33] Ησ. 7: 14.
[34] Πρβλ. Ησ. 7: 11-14.
[35] Ησ. 6: 9.
[36] Πρμ. 30: 4.
[37] Πρβλ. Ιωβ, 28: 25.
[38] Πρβλ. Φιλ. 2: 9.
[39] Πρβλ. Ησ. 1: 3.
[40] Μτ. 11: 25.
[41] Πρβλ. Δτ. 22: 10.
[42] Πρβλ. Ησ. 9: 2.
[43] Πρβλ. Ψλ. 18: 3.
[44] Πρβλ. Κικέρων, De natura deorum, 1, 1, 2 κ.ε.
[45] Λκ. 2: 14.
[46] Ψλ. 111: 3.
[47] Ψλ. 113: 25-26.
[48] Ψλ. 117: 23.
~.~
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κονδύλης, Π. Η Κριτική της Μεταφυσικής στη Νεότερη Σκέψη, Αθήνα, 1983, 113-120.
Μπασάκος, Π. ‘Η ρητορική στη θέση της διαλεκτικής: για τη λογική θεωρία της Αναγέννησης’, Υπόμνημα στη Φιλοσοφία, 7, 2008, 7-45.
Ahuis, F. ‘De nativitate Christi salvatoris nostri. Rudolph Agricolas Heidelberger Weihnachtsrede aus dem Jahre 1484’, Zeitschrift für Kirchengeschichte, 131, 2020, 1-24.
Akkerman, F. Rudolph Agricola: Six Lives and Erasmus’ Testimonies, Άσσεν, 2012.
Huisman, G. Rudolph Agricola. A Bibliography of Printed Works and Translations, Χρόνινγκεν, 1985.
Mack, P. ‘Rudolph Agricola’s Christmas Sermon’, εις Z. von Martels, P. Steenbakkers, A. Vanderjagt (επιμ.), Limae labor et mora. Opstellen voor Fokke Akkerman ter gelegenheid van zijn zeventigste verjaardag, Λέεντε, 2000, 45-54.
~.~
*
*
*

