Η μοναρχία στην Ελλάδα

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Η συμπλήρωση πενήντα χρόνων αβασίλευτης δημοκρατίας, μετά την οριστική ως φαίνεται λύση του πολιτειακού ζητήματος, επιτρέπει πλέον μια νηφάλια αποτίμηση της μοναρχίας στη νεότερη Ελλάδα, στο πεδίο της ιστορικής πράξης και ως προς τα κοινωνικά της θεμέλια, πέραν των θεωρητικών απόψεων για τον θεσμό ή τη λαϊκή του απήχηση. Απήχηση που, όπως το αδιάβλητο (τουλάχιστον σε σχέση με όσα προηγήθηκαν κατά τον εικοστό αιώνα: 1924, 1935, 1946, 1973) δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 κατέδειξε, παρέμεινε υψηλή (σχεδόν 31%) παρά την πληθώρα πολιτικών λαθών και τις εθνικές κρίσεις που επανειλημμένα προκάλεσαν οι αποφάσεις της δυναστείας η οποία υπήρξε ο φορέας του θεσμού.

Ένα από τα μεγαλύτερα ατυχήματα της νεότερης ελληνικής Ιστορίας αποτέλεσε ίσως η έλλειψη εθνικής δυναστείας, την εποχή που σε όλη την Ευρώπη η μορφή αυτού του πολιτεύματος εθεωρείτο αυτονόητη αρχή νομιμότητας. Μια έλλειψη η οποία υπήρξε απότοκος της γενικής καταστροφής της ελληνόφωνης ηγέτιδας τάξης, συνεπεία της διάλυσης της ανατολικής χριστιανορωμαϊκής αυτοκρατορίας, πριν αυτή εξελιχθεί φυσιολογικά, όπως συνέβη στη Δύση, προς τα νεώτερα εθνικά κράτη. Η τουρκοκρατία δεν απορφάνισε το υπόδουλο γένος μόνο από τη φυσική του αριστοκρατία ή τις προϋποθέσεις συγκρότησης εθνικής αστικής τάξης (όπως θα διαφανεί αργότερα), αλλά και από τη νόμιμη διαδοχή. Οι δύο αδελφοί και τυπικοί διάδοχοι του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου αποδείχθηκαν ανάξιοι των ιστορικών τους καθηκόντων, εκχωρώντας ο ένας στη Δύση και ο άλλος στον Σουλτάνο τα δικαιώματά τους, προκειμένου να παρατείνουν με κάποιαν άνεση τη θλιβερή ύπαρξή τους, θεωρώντας άνευ περιεχομένου την ιδέα της θυσίας, η οποία σφράγισε τη ζωή και τη δράση του αδελφού τους.

Όταν, μετά από αιώνες, έφτασε η ώρα της Επανάστασης και της Παλιγγενεσίας, οι λαϊκοί θρύλοι που ενίσχυαν το φρόνημα αντίστασης των Ελλήνων κατά την τουρκοκρατία, δεν είχαν σαφή αναφορά σε έναν υποψήφιο βασιλέα. Η δημοκρατική ιδέα άλλωστε ήταν κυρίαρχη στις διακηρύξεις αλλά και την ιδεολογία όλων των επαναστατών- πολιτικών, στρατιωτικών ή διανοουμένων. Δύο δυνητικοί υποψήφιοι για το Θρόνο, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και ο Ιωάννης Καποδίστριας, ήταν αδύνατο (όπως αποδείχθηκε) να γίνουν αποδεκτοί από τους επαναστάτες και εξέλιπαν πρόωρα. Ο πρώτος στα κελιά της Αυστροουγγαρίας (ενώ η Φιλική Εταιρία είχε εξοβελιστεί από κάθε αναφορά της επαναστατικής ηγεσίας) και ο δεύτερος από ελληνικά χέρια, και μάλιστα (τι ειρωνεία) από χέρια τα οποία είλκυαν την καταγωγή τους από το μετέπειτα «κάστρο» της μοναρχίας στη νεότερη Ελλάδα.

Η ιδέα για έναν επαναστάτη ηγέτη που θα γινόταν βασιλέας (π.χ. ο Κολοκοτρώνης), ιδέα που καρποφόρησε αλλού (όπως στη Σερβία με τη δυναστεία των Καραγεώργεβιτς), δεν τέθηκε ούτε καν προς συζήτηση. Ο ελληνικός ατομικισμός (υπό τις ποικίλες ανατολικές ή δυτικές του μορφές: κοτζαμπάσηδες, κατσαπλιάδες ή διαφωτιστές) δεν θα επέτρεπε ούτε τη στοιχειώδη δημοκρατική λειτουργία των θεσμών στο νέο κράτος, πόσο μάλλον μια κληρονομική ελληνική δυναστεία. Θα χρειαστεί ένας ακόμη εμφύλιος πόλεμος (το 1832) για να επιβληθεί τελικά η μοναρχία, σ’ ένα κράτος εκ προοιμίου εξαρτημένο, με βασιλέα τον Βαυαρό Όθωνα ως εντολοδόχο των προστάτιδων Δυνάμεων και ως επόπτη του αναγκαίου πλην επείσακτου εκσυγχρονισμού. Έναν βασιλέα που όταν τολμήσει να διαφοροποιηθεί από την πολιτική των Δυνάμεων στο ανατολικό ζήτημα, θα ανατραπεί με χαρακτηριστική ευκολία.

Και πάλι όμως. Η ιθύνουσα τάξη που σχηματίζεται στο νεότευκτο βασίλειο δεν διανοείται να θέσει έστω προς συζήτηση μια δημοκρατική προοπτική. Αναζητεί στις προστάτιδες (αυτής) Δυνάμεις έναν ουδέτερο διαιτητή που θα «βασιλεύει», θα τρέφει τη λαϊκή φαντασία και θα αφήνει την τάξη αυτήν απερίσπαστη στην εκμετάλλευση του εθνικού πλούτου. Όμως το σημείο καμπής θα επέλθει με τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο που θα αποτελέσει την καίρια ρήξη εντός της κυρίαρχης τάξης του ελληνικού βασιλείου. Η Επανάσταση του 1909 είχε ήδη αναδείξει νέες κοινωνικές δυνάμεις, με τη βούληση να οργανώσουν μια αστική δημοκρατία αλλά και να κάνουν πράξη τη Μεγάλη Ιδέα, που ως τότε έμοιαζε φαντασιοκόπημα για να παρηγορούνται οι λαϊκές τάξεις με προφητείες που παρέπεμπαν σε μια μαγική αποκατάσταση κάπου στο αόρατο μέλλον. Όταν η Ιδέα, εντελώς απροσδόκητα, γίνεται όραμα ρεαλιστικό, θεσμοί και συμφέροντα του παλαιοελλαδικού κράτους κλονίζονται. Και τότε η μοναρχία μετατρέπεται (σχεδόν χωρίς να το καταλάβει ο μοιραίος Κωνσταντίνος Α΄), σε καταφύγιο των ιδιοτελών μικροελλαδικών τμημάτων που αισθάνονται πως σε μια μεγάλη Ελλάδα, η απώλεια της εξουσίας –που έχασαν το 1909 με την επανάσταση στο Γουδί– θα είναι οριστική. Τα τμήματα αυτά δεν διστάζουν να ξεχάσουν τη Μεγάλη Ιδέα και φτάνουν ως την ανοιχτή συνεργασία με τον εχθρό (ακόμη και με ανταρσίες στον στρατό εν καιρώ πολέμου), την ώρα μάλιστα που εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες σφαγιάζονται στη Μ. Ασία, τη Θράκη και τη Μακεδονία.

Αν η καταστροφή του 1922 υπήρξε η αιτία της πρώτης εξώσεως της δυναστείας των Γλυξβούργων (κάθε δυναστεία έχει όνομα, συνήθως από τον τόπο καταγωγής της και δεν είναι υποτιμητική η χρήση του όρου), ο ταραγμένος μεσοπόλεμος, ένα διάλειμμα ειρήνης πριν από τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο, δεν επέτρεψε την παγίωση της ελληνικής δημοκρατίας. Το μάθημα ωστόσο της έξωσης η δυναστεία το έλαβε. Θα γίνει ο πιο ένθερμος οπαδός της αγγλοσαξονικής εξάρτησης της χώρας και των παραδοσιακών συμμαχιών της άρχουσας τάξης, πρώτα με την Αγγλία (η οποία θα «ευλογήσει» την παλινόρθωση του 1935) και στη συνέχεια με τις ΗΠΑ, όταν το κομμουνιστικό κίνημα του Δεκεμβρίου του 1944 και ο άμεσος κίνδυνος για τις σχέσεις της χώρας με τη Δύση, θα χαρίσει στη μοναρχία την πολύτιμη απήχηση που της έλειπε στον φιλελεύθερο δημοκρατικό χώρο. Και αυτή τη φορά όμως ήταν μια παλινόρθωση στηριγμένη σε πήλινα πόδια. Το λάθος των εκτροπών του 1915 και του 1936, επαναλήφθηκε για τρίτη φορά, όταν εξέλιπε ο νουνεχής βασιλεύς Παύλος και ανήλθε στον θρόνο ο δεύτερος μοιραίος Κωνσταντίνος, που υπό την επιρροή του παλαιοκομματισμού και, κυρίως, των Αμερικανών, οργάνωσε την ανατροπή της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου. Η αρχική ανοχή του πραξικοπήματος του 1967, το έσχατο σφάλμα ήταν αναπόφευκτο. Όταν ο Κωνσταντίνος αντιληφθεί, τέτοιες ημέρες το 1974 ποιο ήταν το θεμελιώδες λάθος της δυναστείας του, θα ήταν πολύ αργά.

Ποιο ήταν αυτό το λάθος;

Ότι αν σε ένα σεβαστό τμήμα του λαού, ο θεσμός είχε μια απήχηση σχεδόν μεταφυσική (αναφορά στο βυζαντινό παρελθόν και φαντασίωση που παρέκαμπτε τις ξένες ρίζες όσο και τους διεθνείς δεσμούς της δυναστείας, τέτοιους που μάλλον στους βασιλείς που επέβαλαν οι Σταυροφόροι μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204 παρά στο Βυζάντιο παραπέμπουν), στην άρχουσα τάξη της χώρας, επί της ουσίας, δεν είχε καμία. Η στήριξη που απολάμβανε εξαιτίας των κομματικών ανταγωνισμών, ήταν πρόσκαιρη και ιδιοτελής. Θεωρώ πως υπερτονίζουμε τις ευθύνες του Στέμματος στην εξέλιξη της εσωτερικής σύγκρουσης, ειδικά κατά τον εθνικό διχασμό, και δεν επικεντρώνουμε στις πολιτικές δυνάμεις που χρησιμοποιούσαν τη δυναστεία, απλώς λόγω του κύρους του βασιλέα και διότι δεν μπορούσαν τότε να αντιπαρατεθούν οι ίδιες ευθέως με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Όποτε αυτές οι δυνάμεις μπορούν να έχουν την εξουσία χωρίς τον βασιλέα, δεν έχουν καμιά αναστολή να τον εκδιώξουν. Και αυτό αποδείχθηκε περίτρανα το 1973 (με την έξωση της βασιλείας από τη δικτατορία) αλλά και το 1974, με το «άδειασμα» από τον Κ. Καραμανλή.

Αν όμως κάτι έκρινε οριστικά τη μοίρα των Γλυξβούργων δεν ήταν οι εσωτερικές διαμάχες. Ήταν η στιγμή που οι εξωτερικοί «προστάτες» της δυναστείας, αντιλήφθησαν πως δεν είχαν πια λόγους να επιμένουν στη στήριξη του θεσμού. Το μείζον ήταν πάντοτε η διαιώνιση της εξάρτησης και ο γεωπολιτικός έλεγχος της Ελλάδας από τη Δύση. Αν αυτό καθιστούσε αναγκαία τη «θυσία» του θρόνου στην Ελλάδα, ουδείς πέραν της Μάγχης ή του Ατλαντικού ήταν διατεθειμένος να δακρύσει για τη μοίρα μιας δυναστείας που είχε χάσει πια τη λαϊκή στήριξη. Μιας δυναστείας η οποία δεν έκανε καμία προσπάθεια να εξελληνιστεί (πέρα από τα ζεϊμπέκικα των πριγκίπων) και που δεν αναγνώρισε ποτέ ως βασιλέα το μόνο μέλος της που νυμφεύθηκε Ελληνίδα (και μάλιστα με γνήσια βυζαντινή καταγωγή), πριν καταλήξει να παντρεύει τον τελευταίο διάδοχο με τη θυγατέρα ενός Αμερικανού μεγαλομπακάλη, επισφραγίζοντας η ίδια την έκπτωσή της, αποδεχόμενη τη μοίρα της και παραβιάζοντας η ίδια τους άγραφους νόμους της μοναρχικής ιδέας.

*

 

*

*