Day: 04.12.2024

Είναι ο συμβολισμός το αντίθετο του ρεαλισμού; (Μέρος Δεύτερο)

*

Θα προσπαθήσω εδώ να δώσω παραδείγματα για όσα υποστήριξα προηγουμένως, ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνάψεις και να περιοριστεί η ανάγκη για αναγωγή. Τα παραδείγματα αφορούν στη λειτουργία και τη φύση της συμβολιστικής ποίησης, αλλά και στην ποιότητα του λυρικού εγώ (άτομο ή τύπος ανθρώπου;) στα ποιήματα του συμβολισμού.

Εκκινώ από έναν στίχο του Ρεμπώ, τόσο συμβολιστικά άπεφθο κατ’ εμέ, που θα μπορούσε μόνος του να στέκεται σαν μανιφέστο. Ας σηκώσουμε τα μανίκια: Ύποπτο σήμα πανδοχείου εγώ[1]. Ο Ρεμπώ μάς είχε προειδοποιήσει στις επιστολές του: μην υπογραμμίζετε με τη σκέψη. Όμως, για λίγο θα τον παρακούσουμε προκειμένου να αποδειχτεί κάτι. Ρωτώ, λοιπόν: μπορεί αυτός ο στίχος να εξηγηθεί; Πώς μπορούμε να διαβάσουμε τη συμβολιστική ποίηση; Οι αναγνώστες χωρίζονται χοντρικά σε δύο κατηγορίες: έχουμε τον ενεργητικό αναγνώστη και τον παθητικό. Υπάρχει κι ένας τρίτος; Ναι, αλλά είναι σπάνιος: αυτός που συνενώνει τη φύση των δύο προηγούμενων. Ο πρώτος επιχειρεί να ερμηνεύσει οτιδήποτε διαβάζει, στήνει ενέδρα σε κάθε στίχο, χρησιμοποιεί ως δόκανο τον νου. Θέλει να καταλάβει, να συμμετάσχει διανοητικά. Ο δεύτερος διαβάζει περισσότερο διαισθητικά. Παραδίνεται στο κείμενο, αισθάνεται, και ξετυλίγει το πανί της φαντασίας για χάρη του ποιητικού προτζέκτορα. Συμμετέχει συναισθηματικά. Ας παρακολουθήσουμε, λοιπόν, την αναγνωστική πορεία τους πάνω στον στίχο του Ρεμπώ.

Ο ενεργητικός αναγνώστης ασφαλώς αντιλαμβάνεται ότι το κέντρο βάρους του στίχου είναι το πανδοχείο. Συνεπώς, εύλογα το χρησιμοποιεί ως κλειδί. Αρχίζει να διερευνά τον χώρο των πανδοχείων κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Ζητά να μάθει το εσωτερικό τους, τους θαμώνες, τη λειτουργία τους κτλ. Δεν αργεί να ξεθάψει το σάπιο κουφάρι αυτού του περιβάλλοντος, την παρακμή, τη φτώχεια, το έκφυλο, τη δυσωδία κ.ά. Ύστερα στρέφεται με αυτοπεποίθηση στη λέξη «σήμα». Τι σόι σήμα είναι αυτό; Σινιάλο; Κάτι που δηλώνει μια επικείμενη ανατροπή της τάξης, του νόμου; Είναι μήπως σήμα ανάγκης; Άραγε τα πανδοχεία εκείνη την εποχή παρήγαν κάποιο είδος φωτεινού γλωσσικού κώδικα; Πίσω στις εγκυκλοπαίδειες, πίσω στη μελέτη! Ας υποθέσουμε ότι ο πνευματικός ζήλος του αναγνώστη μας βρίσκει τη λύση. Αμέσως θα πρέπει να αναρωτηθούμε ποια είναι η αξία της σε σχέση με τον στίχο. Έχει άλλωστε συμβεί ξανά: ένας μελετητής του Ρεμπώ ανακάλυψε ότι η φράση «όχι άλλο γενηθήτω» κατάγεται από τους τάφους των στρατιωτών του Γαλλοπρωσικού πολέμου. Σε πολλούς τέτοιους τάφους υπήρχε η ευλαβής επιγραφή «Γενηθήτω», δηλώνοντας τη χριστιανική ανάσταση των νεκρών. Εξαίρετα. Και τώρα τι; Πώς αυτή η πληροφορία έχει κάτι να προσθέσει στον στίχο; Γιατί δεν είναι μια κειμενική αναφορά του ίδιου του Ρεμπώ; Μήπως επειδή, όπως έγραψα στο πρώτο μέρος, ο συμβολισμός υπαινίσσεται; Η αφαιρετικότητα των συμβολιστών είναι σκόπιμη. Όπως έλεγε ο Μαλλαρμέ, σου μιλούν για ένα λουλούδι δίχως να το ονομάζουν. Γιατί ζητάνε την ουσία του λουλουδιού, γιατί το ίδιο το λουλούδι τούς είναι άχρηστο[2]. Αν σου μιλήσουν ευθέως για ένα λουλούδι, δε θ’ αποκαλύψουν αυτό που κρύβεται πίσω του, δε θα υποβάλουν. Κι ερχόμαστε εμείς, σηκώνουμε τα χεράκια μας και λέμε «κύριε, κύριε, το βρήκα, το βρήκα! Το λουλούδι είναι!». Συγχαρητήρια, αλλά μόλις καταστρέψατε ένα τρυφερό κι ευαίσθητο συμβολιστικό ποίημα, διαλύοντας το μαγνάδι της αφαιρετικότητας. (περισσότερα…)

Φρανσίσκο ντε Αλμέιδα, Μια παρουσίαση και μια συνομιλία με τον Βραζιλιάνο εικαστικό

*

της ΕΛΕΝΑΣ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

Από το «brihlo do ceu» ώς την «oracão pra lua»

Το σοκ τής αναμέτρησης με το απρόσμενο. Το δέος τής καταβύθισης στο ποιητικό σύμπαν τού εικαστικού γίγνεσθαι. Το τετελεσμένο τής συνειδητοποιημένης ασυνειδητότητας – της απώλειας του Εγώ, ενώπιον ενός πανδαιμονίου συμβόλων, ενός οργίου εσωτερικότητας, της ανάκτησης του δικαιώματος στην ιεροτελεστία, ενώπιον μιας έκρηξης αστρικής, μιας θηλυκής προσευχής και της προσευχής στη θηλυκότητα: η αναμέτρηση με την «Hφαιστειακή έκρηξη του στήθους».

Ναι. Οι λέξεις αυτές θα μπορούσαν να είναι μεταμοντέρνες αρλούμπες διανοουμενίστικης απόχρωσης. Δεν είναι. Κάποτε, απλά, τα περιθώρια και της ίδιας της γλώσσας ακόμη στενεύουν. Κάποτε, οι δυνατότητές της πρέπει να επινοηθούν απ’ την αρχή, ειδικά αν καλούνται να αποτυπώσουν νέες και εκ νέου επινοημένες δυνατότητες της τέχνης. Και πώς να περιγράψεις με λέξεις μιαν ηφαιστειακή έκρηξη του στήθους;

Αυτά τα τρία, πάντως, το σοκ, το δέος και η έκσταση είναι που διαδέχτηκαν ακαριαία το ένα το άλλο, όταν, προσερχόμενη ανυποψίαστη σε συναυλία που με είχαν καλέσει στην Πρεσβεία της Βραζιλίας στο Βερολίνο, βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο –σκοντάφτοντας θαρρείς– με την ισομεγέθη Γοργόνα με τα χρυσά φτερά. Το επιφώνημα έγινε αντιληπτό στους γύρω μου που λίγο αργότερα σίγουρα θα αναρωτιούνταν τι να κάνει εκεί τόσην ώρα καρφωμένη στην είσοδο ως άλλη στήλη άλατος η… Βραζιλιάνα(;), τη στιγμή που τα τεκταινόμενα θα συνέβαιναν εντός ολίγου στο βάθος της αίθουσας.

Και όμως, εκεί ήταν το μέρος το σωστό, το ακριβές σημείο όπου, στεκούμενη, συντελέστηκε αυτό που με μία λέξη, εικάζοντας, ονομάζουμε μαγεία. Σαν ωστικό κύμα που αίφνης καταργεί την ακοή σου, σαν σφαλιάρα που ξάφνου σε ‘ξυπνά’, σαν θαλάσσιο κύμα που μεμιάς σε ανατρέπει, αυτή η ξυλογραφία, διαστάσεων 1,85×1,50m έγινε η θύρα εισόδου σε ένα μαγικό και ποιητικό εικαστικό σύμπαν. Ήταν εκεί. (περισσότερα…)