*
της ΛΙΛΑΣ ΤΡΟΥΛΙΝΟΥ
Γιώργος Συμπάρδης,
Αδέλφια,
Μεταίχμιο, 2018
Στο πέμπτο κατά σειρά μυθιστόρημα του Γιώργου Συμπάρδη, τοποθετημένο στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και αρχές του 1960, λαμβάνει χώρα μία αδελφομαχία, με ήρωες τον μικρότερο κατά τρία χρόνια αδελφό και αφηγητή της ιστορίας, και τον μεγαλύτερο, τον απείθαρχο Θανάση. Σε αυτήν εμπλέκονται ο πατέρας-χτίστης του σπιτικού της οικογένειας και η απόμακρη και ονειροπόλα μητέρα. Σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό συμμετέχει και όλος ο περίγυρος των φίλων, των συγγενών, των γνωστών, των κατοίκων της περιοχής της Ελευσίνας –που δεν κατονομάζεται αλλά εικάζεται–, φτωχών εργατών, επιχειρηματιών και εργολάβων, που χτίζουν το μέλλον του τόπου, συμβάλλοντας ο καθένας με τον εσφαλμένο τρόπο του στην σαθρή «ανοικοδόμηση» της μετεμφυλιακής Ελλάδας, που πιστεύει μεν στην πρόοδο αλλά και στο εύκολο χρήμα.
Ο Συμπάρδης χτίζει τις ιστορίες του μέσα από δίπολα, όπως λέει και ο ίδιος, γιατί μέσω της αντίθεσης φωτίζονται καλύτερα τα πρόσωπα. Εδώ έχουμε το δίπολο αδελφός εναντίον αδελφού, αλλά η ιστορία είναι ιδωμένη αποκλειστικά μέσα από τα μάτια του μικρότερου, που παρακολουθεί με άγρυπνο μάτι τον μεγάλο, επικεντρωνόμενος στα κατορθώματά του, τα καπρίτσια του, τις κατακτήσεις του, τις αποτυχίες του, καθιστώντας τον έτσι πρωταγωνιστή του βιβλίου, με τον αναγνώστη να αγωνιά και να εκλιπαρεί για λίγο περισσότερη γνώση και πληροφορία –από αυτή που του επιτρέπει η ανεπαρκής ικανότητα για θέαση του αφηγητή, οφειλόμενη εν μέρει στη στενή οπτική του γωνία– υποχρεώνοντάς τον εντέλει να καταφύγει στη φαντασία του για να απαντήσει στα αναπάντητα, να καλύψει τα κενά και να κατανοήσει τα παράδοξα.
Αγεφύρωτο χάσμα χωρίζει τα δύο αδέλφια, που βαδίζουν τον δρόμο προς την ενηλικίωσή τους μέσα από έναν εμφύλιο σπαραγμό, ο μικρός σκεπτόμενος, μελετηρός, διαβάζει βιβλία από τη δανειστική βιβλιοθήκη, ακούει δίσκους με κλασική μουσική, λατρεύει τον Τσαϊκόφσκι, συναναστρέφεται ενίοτε με άτομα εκλεπτυσμένα ενίοτε εντελώς περιθωριακά (τα γυφτάκια), ο άλλος απαράμιλλης ομορφιάς, δυναμικός, εκρηκτικός, γοητευτικός, εγκαταλείπει το σχολείο ενώ είναι άριστος, παρακολουθεί μια σχολή εργοδηγών για να την παρατήσει και αυτή, γίνεται ο ίδιος εργολάβος στήνοντας δικά του πρόχειρα συνεργεία που υψώνουν κτίσματα-ψευτοκατασκευές μέσα σε ένα βράδυ, και μόλις στρώνουν τα πράγματα τα τινάζει όλα στον αέρα, συνεχώς τινάζει στον αέρα οικογενειακές σχέσεις, έρωτες, συνεργασίες και δουλειές, ποτέ ικανοποιημένος, πάντα με μια ζωτική έλλειψη μέσα του, και ανεξάντλητο μίσος για τον μικρό αδελφό, ο οποίος τον παρακολουθεί καταπόδας, με λατρεία, θαυμασμό και θυμό, χωρίς να μπορεί να καταλάβει τίποτα από το περιχαρακωμένο σύμπαν του, καθώς δεν του αφήνει ούτε μια χαραμάδα για να γλιστρήσει μέσα, αλλά τον απωθεί με προπηλακισμούς, με περιφρόνηση, με μπουνιές και με κλωτσιές, όχι βέβαια γιατί ο μικρός είναι διανοούμενος, αυτό το καταλαβαίνουμε εύκολα πως συνιστά μια απλή διαφορά, αλλά επειδή είναι σαν και κείνον πεισματάρης και διεκδικεί κι αυτός τα πρωτεία που του στερεί η αλαζονεία και αυταρχικότητα του μεγάλου.
Και όσο ο μικρός προσπαθεί να διεισδύσει στον κλειστό κόσμο του μεγάλου, για να αποκτήσει γνώση, έλεγχο, διασταυρωνόμενος με τα εξαιρετικά σκοτεινά και αμφιλεγόμενα πρόσωπα που συναναστρέφεται εκείνος, όπως τα παιδιά της πλατείας που μαζί τους σύχναζε σε απαγορευμένα μέρη, τα παιδιά του συνεργείου με τα παράξενα ονόματα Καπαντούε και Σερίφης, με τα οποία μοιραζόταν ημιλούμπεν καταστάσεις στη δουλειά και τη διασκέδαση, τους ανεπρόκοπους συνεταίρους, τις μυστήριες γυναίκες, άλλες ερωμένες, όπως η μαυριδερή ανήλικη Λόλα και η ώριμη κυρία Δουκάκη με τη μαύρη δαντέλα στο μπούστο, άλλες νοσηρές όπως η Αγγελικώ η παραδουλεύτρα που σύχναζε με ηδονοβλεπτικό, εικάζουμε, πάθος τα βράδια στα Καμίνια, στη θεοσκότεινη αλάνα όπου αγκαλιαζόντουσαν τα νεαρά ζευγάρια, όσο λοιπόν προσπαθεί τόσο περισσότερο συγκρούεται με το υψηλό τείχος της ακατανοησίας που ορθώνεται μπροστά του, αλλά και με την απροκάλυπτη επιθετικότητα του μεγάλου που απαξιώνει ό,τι ο μικρός κάνει ή κατακτά για «να το οικειοποιηθεί με σκοπό να το φθείρει και στο τέλος να το καταστρέψει» (σελ. 251).
Ο ανταγωνισμός μεταξύ τους είναι τόσο λυσσαλέος, που μπορούμε να ισχυριστούμε πως είναι η αρχή του Ασυμφιλίωτου που διέπει τη σχέση τους, σχέση που θα χαρακτηρίζαμε ως μια περίπτωση σκληρής Ετερότητας –που συμβαίνει ανάμεσα σε όντα αλλά και ιστορικά ανάμεσα σε φυλές και κουλτούρες– είτε πρόκειται για έλλειψη κατανόησης, ασυνεννοησία, μη συγκρισιμότητα, μη αναγωγιμότητα είτε αφορά ειλημμένη απόφαση για προκλητική άγνοια του άλλου και αδιαπερατότητα. Και σε αυτές τις ακραίες περιπτώσεις δεν μιλάμε για διαλεκτική της διαφοράς, στόχος της οποίας είναι να συμφιλιώσει τα δύο άκρα, υποτάσσοντας και εκμηδενίζοντας τον άλλον, αλλά για δυική μορφή Ετερότητας, όπου τα δύο άκρα συνυπάρχουν –χωρίς να συνδιαλέγονται ή να υποκαθιστούν το ένα το άλλο– με όρους ακατάπαυστης σύγκρουσης αλλά και αμείωτης σαγήνης. Έτσι λοιπόν τα δύο αδέλφια διαφυλάσσουν τη μοναδικότητά τους, δεν την διαπραγματεύονται, όσο κι αν ο ένας είναι ανυπόφορος και ακατανόητος για τον άλλον, δεν εκχωρούν τίποτε από την ετερότητά τους στον άλλο, προτιμώντας την ανελέητη σύγκρουση από την εκμηδένιση, την αφομοίωση, την υποταγή. Η σαγήνη του άλλου, το ακατόρθωτο της κατάκτησής του, είναι ακριβώς ο λόγος ύπαρξης, η αληθινή πηγή ενέργειας για τον καθένα. Ο ένας είναι το πεπρωμένο του άλλου.
Παρακολουθούμε λοιπόν σε αυτό το βιβλίο τη συγκλονιστική αφήγηση μιας διπλής ενηλικίωσης, την αφήγηση της αναζήτησης ταυτότητας μέσα από έναν χρόνο κοινό αβίωτης συμβίωσης όπου το πεπρωμένο εξιστορείται όχι μέσω διήγησης εξωτερικών περιπετειών αλλά μέσω μιας σπειροειδούς κίνησης που φέρνει φευγαλέα και σποραδικά στην επιφάνεια κάτι από τον αστερισμό δυνατοτήτων του καθενός από τους δύο ήρωες, χωρίς να τον αποκαλύπτει στην ολότητά του, και αυτό ο Συμπάρδης, συγγραφέας σημαντικότατος. το κατορθώνει ενεργοποιώντας, όπως είπαμε, την περιορισμένη οπτική του ενδοδιηγητικού αφηγητή και αξιοποιώντας με αξιοθαύμαστο τρόπο τα αντίστοιχα, τα «ισοδύναμα» εργαλεία, τις κατάλληλες τεχνικές που συνδέονται με τη ρητορική του κειμένου και τη φαντασία: τη συνδήλωση και τον υπαινιγμό.
Και όλοι αυτοί οι υπαινιγμοί, οι ψηφίδες που ανασύρονται, τα κενά στην κατανόηση, οι σιωπές που μιλούν, το άρρητο που ελλοχεύει, τα σπαράγματα, τα απαγορευμένα νοήματα, οι εξαρθρωμένες σημασίες, οι αινιγματικές χειρονομίες, οι αφανείς κινήσεις, –όλη αυτή η μυστική ζωή, του ενός αδελφού για τον άλλον, τεμαχισμένη, διασπασμένη, καλεί εμάς τους αναγνώστες να την συναρμολογήσουμε, να τη διαρθρώσουμε σε μία ενότητα με οδηγό τη φαντασία, τη διαίσθησή μας, την επιστράτευση όλων μας των αισθήσεων και των νοητικών μας δυνάμεων για να τιθασεύσουμε ένα κείμενο που μας αντιστέκεται και μας γοητεύει, με τον ίδιο τρόπο που ο ένας αδελφός αντιστέκεται αλλά και γοητεύεται από τον άλλον.
Και καθώς το βιβλίο φτάνει στο τέλος του, ο μικρός αδελφός, ο αφηγητής, φαντάζεται τον μεγάλο, που έχει στο μεταξύ πρόωρα πεθάνει, να του λέει:
«Έι αδελφέ […] σ’ εσένα μιλάω, που, αν τώρα βρισκόμουν κάπου εδώ γύρω, θα με μισούσες και γι’ αυτό με ζωντανεύεις, που με έστησες εμπρός σου για να έχεις να ασχολείσαι και κάτι μεγάλο να πετροβολάς, που με ζηλεύεις ακατάπαυστα και μέχρι τέλους θα μου ζηλεύεις όχι μόνον τις αμάραντες νίκες της νεότητας αλλά και την ήττα του “ευτυχισμένου τέλους”, ω, ναι, τα πάντα, ακόμα και την πρόωρη θανή μου, εσένα ρωτάω, γιατί δεν μ’ αφήνεις; Και πότε επιτέλους θα μ’ αφήσεις να ησυχάσω;» (σελ. 300)
*
*
*
